Μερικές φορές έχω κενά μνήμης. Να, πριν από λίγο την είδα
στην κρεβατοκάμαρα και παραλίγο να καλέσω το 100.
στην κρεβατοκάμαρα και παραλίγο να καλέσω το 100.
Τον πατέρα μου κατά καιρούς τον πιάνει ένα άγχος ότι μπορεί να αρχίσει να ξεχνάει. Ανησυχεί ότι κυκλοφορεί κάποιο κακό γονίδιο στην οικογένεια, γιατί κάποιες από τις θείες του έπαθαν γεροντική άνοια (πιθανώς Αλζχάιμερ) κάποια στιγμή μεταξύ ενενήντα και εκατό. Η μητέρα του δεν έφτασε τόσο πολύ και δε μάθαμε τι θα γινόταν. Ο πατέρας του πάλι πέθανε νωρίς (βλ. την ανάρτηση «Η κλάση του ‘22»), αλλά κάτι άλλες θείες από το πατρικό του σόι πήγαν και πάνω από εκατό χωρίς προβλήματα μνήμης.
Έχω γράψει νωρίτερα για τη θεία του τη Σταματούλα και τις περιπέτειές της στην Αμερική. Η θεία πέθανε πλήρης ημερών αλλά στο τέλος δε θυμόταν ούτε πώς τη λένε. Το αστείο είναι ότι τη γηροκομούσαν υποτίθεται κάτι ανήψια του άντρα της, τα οποία εν τέλει πέθαναν νωρίτερα – κάποιος κακεντρεχής σχολίασε πως αντί να την κληρονομήσουν, τους κληρονόμησε εκείνη. Εν αγνοία της, βέβαια, ούτε που το κατάλαβε.
Μία από της αδελφές της, η Ελένη, (αποκαλούμενη από το λοιπό σόι «η Εγγλέζα») ζούσε επίσης στην Αμερική. Είχε βρεθεί κι εκείνη τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα στην Αίγυπτο, όπου παντρεύτηκε έναν Άγγλο, αξιωματικό της αιγυπτιακής αστυνομίας επί Φαρούκ. Έτσι ο πατέρας μου είχε δυό «εγγλεζάκια» ξαδέλφια κι έχω δει κάτι προπολεμικές φωτογραφίες από μια κοινή τους επίσκεψη στην Ακρόπολη: η γιαγιά μου και η Εγγλέζα ντυμένες με τα πρότυπα του μεσοπολέμου, μακριές φούστες, καπέλα κλπ. και δίπλα τα παιδιά με κοντά παντελόνια, ούτε δέκα χρονών. Όμως, όπως είχε προβλέψει και ο ίδιος ο Φαρούκ, στον κόσμο εν τέλει θα μείνουν μόνο πέντε βασιλιάδες (τέσσερις στην τράπουλα κι ένας στην Αγγλία) κι έτσι μεταπολεμικώς πήρε πόδι και μαζί του πήραν πόδι και οι Άγγλοι αξιωματικοί της αιγυπτιακής αστυνομίας. Η οικογένεια της θείας πήγε στην Αμερική, κοντά στη μεγαλύτερη αδελφή μάλλον. Παρόμοια ήταν η μοίρα τους – και η Εγγλέζα τέλειωσε τις μέρες της σε οίκο ευγηρίας, μάλλον με Αλζχάιμερ, σε μια απροσδιόριστη ηλικία άνω των ενενήντα.
Από το εκ πατρός σόι του πατέρα μου δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις άνοιας. Βέβαια αυτοί δεν πρόλαβαν να γεράσουν πολύ, τουλάχιστον οι αρσενικοί. Δυο θείες του όμως τις θυμάμαι - αυτές βαστούσαν γερά. Η θεία η Μαρία πρόλαβε αρχές του εικοστού αιώνα να πάει να δουλέψει στη Μικρά Ασία (στον Τσεσμέ, που η χερσόνησός του τις μέρες με διαύγεια φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού από την Ικαρία ), να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, να τα χάσει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, να γυρίσει πρόσφυγας στην Κοκκινιά και να κάνει μια κόρη ακόμα, να πάει να δουλέψει σε εργοστάσιο όταν έμεινε χήρα στα 65 της, και να ζήσει μέχρι τα εκατόν έξι στην προσφυγική παράγκα με τα ελλενίτ χωρίς κανένα σύμπτωμα απώλειας μνήμης – τη θυμάμαι να λέει ιστορίες από τη Μικρά Ασία με εκπληκτικές λεπτομέρειες, με πατημένα τα εκατό. Μια άλλη αδελφή έμεινε στην Ικαρία και κάπου μέχρι τα ενενήντα τόσα που πέθανε τα είχε τετρακόσια. Φαίνεται ότι οι παλιοί αυτής της φύτρας ήτανε γερά σκαριά, και σκέφτομαι πως άμα δεν τους τύχαιναν κάτι πόλεμοι, κάτι προσφυγιές και κάτι πείνες ακόμα εδώ θα ζάλλανε (το ρήμα «Ζάλλω» στα καριώτικα - προφέρονται και τα δύο λ - σημαίνει περίπου «ζουζουνίζω» και μεταφορικά τριγυρίζω πέρα-δώθε).
Ωστόσο, μια ξαδέλφη του πατέρα μου από το ίδιο σόι έδειξε συμπτώματα παρακμής σχετικά νωρίτερα. Η Γεωργία είχε γεννηθεί στη Σμύρνη όπου η εξ’ Ικαρίας μητέρα της (αδελφή του παππού μου) είχε παντρευτεί κάποιον Ελλαδίτη. Προβλέποντας την καταστροφή ο άνθρωπος μάζεψε την οικογένεια και πήγε στην Ίμβρο, χωρίς όμως να προβλέψει και την ευμετάβλητη ελληνική κυριαρχία στο νησί. Η συνθήκη της Λωζάννης έστειλε την Ίμβρο στην Τουρκία και τη θεία Γεωργία στη Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσε. Κάπου μέσα στην Κατοχή ή λίγο μετά η θεία μπλέχτηκε με κάτι ΕΑΜ και κάτι ΕΠΟΝ και απέκτησε φάκελο επαρκή ώστε ο διοικητής ασφαλείας να την απειλήσει ότι θα τη στείλει εξορία στην Ικαρία.
- Στην Ικαρία; Μια χαρά θα περάσω, αμέσως να με στείλεις.
Δεν την έστειλε τελικά – και δεν πέρασε και καλά, όπως μου είπε. Με είχε φιλοξενήσει μια δόση, το 1993. Την πέτυχα να κεντάει πούλιες σε ένα νυφικό – αυτή ήταν η δουλειά της. Περίτεχνη δουλειά όμως, έτσι ώστε να είναι περιζήτητη σε οίκους μόδας και νυφικών. Κάποια στιγμή είχε δουλέψει και στο Παρίσι «σ’ ένα ραφτάδικο», είπε. Έκανε και κάτι σχέδια, που το αφεντικό της, τα έστειλε σε ένα πρετ-α-πορτέ και πήραν βραβείο.
- Να κάτσεις εδώ, της είπε, να σχεδιάζεις.
- Τι λες βρε Πιερ, τι να κάνω εδώ, εργάτρια θα μείνω; Θα πάω στη Θεσσαλονίκη να παντρευτώ, να γίνω νοικοκυρά στο σπιτικό μου.
Κι άφησε τον Πιέρ και γύρισε πίσω. Δεν έκανε ποτέ οικογένεια όμως. Τη γηροκόμησαν στο τέλος κάτι ανηψιές ή βαφτιστικές που μας είπαν ότι στα τελευταία της δε θυμόταν πια καθόλου.
Όταν το άκουσε ο πατέρας μου τον ζώσανε τα φίδια:
- Λες να την πάθω σαν τη Γεωργία;
Κανονικά το άγχος τον πιάνει όταν ξεκινάει να πάει στο δίπλα δωμάτιο να φέρει κάτι και στο δρόμο ξεχνάει γιατί πήγε, αλλά εμένα αυτό δε με ανησυχεί – εγώ το παθαίνω χρόνια τώρα τρεις φορές την ημέρα και κανείς δε βρέθηκε να με κατηγορήσει ότι δεν έχω καλή μνήμη. Βέβαια δεν βρίσκομαι ακόμα σε κρίσιμη ηλικία. Είπα να τεστάρω τη μνήμη του, ξαναρωτώντας τον για παλιές ιστορίες.
- Θυμάσαι πότε είχατε πάει με την Εγγλέζα στην Ακρόπολη;
- Το ‘35, λίγες μέρες πριν το κίνημα των Βενιζελικών. Εσύ πού το ξέρεις;
- Είδα τις φωτογραφίες.
- Είδες που ο Γκόρντον κάνει μια γκριμάτσα στο φακό;
Ο Γκόρντον ήταν ο Εγγλέζος ξάδελφος. Δεν το είχα δει, αλλά μετά που τις ξαναείδα το πρόσεξα. Επανήλθα στις ερωτήσεις.
- Θυμάσαι πώς έλεγαν αυτόν που δούλευε η Γεωργία στο Παρίσι;
- Στον Πιερ Καρντέν δούλευε, γιατί ρωτάς;
Α, αυτό ήταν το «ραφτάδικο». Μάλιστα... Συνέχισα ακάθεκτος.
- Θυμάσαι ποιος ήταν τερματοφύλακας στον Εθνικό Πειραιά το ’50;
Η ερώτηση ήταν υποτίθεται δύσκολη διότι ο μπαμπάς είναι Ολυμπιακός, οπότε γιατί να θυμάται τον τερματοφύλακα του Εθνικού;
- Ο Μανταλόζης. Αγριόγατος. Αίλουρος. Μας είχε κλείσει το σπίτι σ’ έναν αγώνα, τον θυμάμαι. Αλλά από τον Εθνικό δεν έβλεπε Εθνική Ομάδα, άντε να έπαιξε δέκα φορές. Έπρεπε να είσαι του ΠΟΚ...*
Κοίταξα στο διαδίκτυο, την καταφυγή ημών των αμνημόνων: ο Μανταλόζης ήταν υπαρκτό πρόσωπο και η περιγραφή ταίριαζε (wikipedia: «Ο Στάθης Μανταλόζης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1929. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο απο ανεξάρτητα σωματεία του Πειραιά για να καταλήξει το 1942 στον Ολυμπιακό και τον Εθνικό όπου και έκανε μεγάλη καριέρα. Αγωνίστηκε 10 φορές με την εθνική Ελλάδας»). Γύρισα στο μπαμπά.
- Το wikipedia το ξέρεις;
- Τι είναι αυτό;
- Καλά, άστο, πάντως από αμνησία δεν κινδυνεύεις.
Πριν λίγο καιρό έκλεισε τα ογδονταδύο. Σε καμιά δεκαετία, πρώτα ο Θεός, λέω να τον ξανατσεκάρω. Άμα το θυμηθώ, βέβαια...
(Α, ναι, στη φωτογραφία κάτω αριστερά, ο Pierre Cardin από την ιστοσελίδα της Brittanica. Πάνω δεξιά ο Μανταλόζης από μια ιστοσελίδα οπαδών του Εθνικού. Τον κ. Βαρετό από όπου αλίευσα το ευφυολόγημα στην κορυφή της ανάρτησης μου τον σύστησε η Αόρατη Μελάνη. Δεν γράφει πια, απ΄ό,τι φαίνεται.)
* ΠΟΚ: Κατ’ ευφημισμόν, «Ποδοσφαιρικός Όμιλος Κέντρου», δηλαδή οι τρεις ομάδες (Ολυμπιακός, Πανθηναϊκός, ΑΕΚ) που μονοπωλούν τους τίτλους στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
2 σχόλια:
Γνώρισα προσωπικά έναν συμπαθέστατο παππού με απώλεια μνήμης, ο οποίος, αν πιστέψουμε τα παιδιά του (ζούσαν στο ίδιο σπίτι, άρα θα πρέπει να ήξεραν), εξακολουθούσε να είναι σεξουαλικά δραστήριος, πλην όμως δεν αναγνώριζε τη γυναίκα του, με την οποία κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι (συχνά πυκνά ρωτούσε με τρόπο τα παιδιά του, "ποια είναι ετούτη πάλι;"). Με αποτέλεσμα κάθε φορά που το κάνανε (όχι πολύ συχνά φαντάζομαι πλέον) να της αφήνει και κάποια χρήματα κάτω από το μαξιλάρι.
Δεν είν' κακό!
Κυκλοφορεί σχετικό ανέκδοτο, με ζευγάρι με Αλτζχάιμερ που ανανεώνει τη σχέση του σε καθημερινή βάση: ο καθένας νομίζει ότι συναντάει τον άλλον για πρώτη φορά.
Όχι, δεν αφορά τις θείες μου αυτό.
Δημοσίευση σχολίου