ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


28/10/14

Μαϊντανός

Προδρομικός Αρκάς σε κλίμα εθνικής επετείου.

Κάτι η εθνική επέτειος, κάτι που πήγα χτες βράδυ να ακούσω Σαββόπουλο ο οποίος κάθε τόσο φώναζε κάτι τύπου «Ζήτω το Έθνος» και κάτι άλλα ηθικοπλαστικά και πατριωτικά επιπέδου γυμνασιάρχη του ’70 (ίσως και παλιότερου, αλλά εγώ στα τέλη της δεκαετίας του ’70 πήγα γυμνάσιο οπότε αυτές τις παραστάσεις έχω), μπήκα πάλι σε αυτό το κλίμα εθνικής ανάτασης που με πιάνει στις επετείους και αναπολώ τις μέρες της θητείας μου ως Στρ(ΥΠ) στον ΕΣ (οι ενδιαφερόμενοι μπορούν εύκολα να αποκρυπτογραφήσουν τις συντομογραφίες).

Θυμήθηκα λοιπόν τις μέρες της κατάταξης και της βασικής εκπαίδευσης στο ΚΕΥΠ στη Λαμία όπου είχαμε στριμωχτεί στο παλιό πέτρινο κτίριο του στρατοπέδου που λεγόταν επισήμως 1ος Λόχος και ανεπισήμως απλά «πέτρινο» και στο θάλαμο της διμοιρίας είμασταν καμμιά τριανταριά νομάτοι, άλλοι Αθηναίοι, άλλοι Σαλονικιοί, άλλοι από πόλεις της επαρχίας ή και μικροσκοπικά χωριά, άλλοι πιτσιρικάδες απόφοιτοι δημοτικού (ή ούτε καν), άλλοι μεσήλικες με διδακτορικό (καλή ώρα), μερικοί μειονοτικοί διαφόρων ακατονόμαστων μειονοτήτων και όλοι μα όλοι ψαρωμένοι αγρίως τις πρώτες μέρες. Καθώς δεν είχαμε και πολλά να κάνουμε στην αρχή που δεν είχαμε ορκιστεί και δεν υπήρχαν ακόμα υπηρεσίες, περνάγαμε ώρες κουβεντιάζοντας ο ένας με τον άλλο, και σύντομα ξέραμε πολλά για το υπόβαθρο και τις συνήθειες του καθενός, υπόβαθρο και συνήθειες που ενίοτε δεν ξέραμε ότι υπήρχαν καν στο μωσαϊκό που συνθέτει την ελληνική κοινωνία.

Ο στρατός είναι από αυτή την άποψη μεγάλο σχολείο, τουλάχιστον ο στρατός ξηράς, στον οποίο καταλήγει όλος ο κατιμάς που δεν έχει τη δυνατότητα ή την «τύχη» (φυσικά τίποτα δεν είναι τυχαίο...) να υπηρετήσει στα ευγενή όπλα της αεροπορίας και του ναυτικού. Έτσι θέλοντας και μη έρχονται σε επαφή όλοι με όλους, τουλάχιστον στην αρχή. Η περίοδος είναι ό,τι πρέπει για να γίνουν κοινό κτήμα διάφορες επιμέρους συμπεριφορές, στις οποίες πολλοί δεν είχαν ποτέ πριν την ευκαιρία να εκτεθούν. Ας πούμε (τυχαίο το παράδειγμα, ή «τυχαίο» όπως προαναφέραμε), είναι η περίοδος που πάρα πολύ εύκολα μπορεί να διαδοθεί η χρήση ναρκωτικών: και ζήτηση υπάρχει άφθονη, και νέες παρθένες (ενίοτε εντελώς παρθένες) αγορές ανοίγονται στους επιδέξιους επιχειρηματίες (ή υπεργολάβους) του χώρου που έχουν όραμα και φιλοδοξίες. Στο θάλαμό μας, για παράδειγμα, στην αρχή της βασικής εκπαίδευσης υπήρχαν δύο άτομα με εμφανή ροπή στην κατανάλωση ψυχοτρόπων ουσιών. Την ημέρα της ορκωμοσίας που ήρθαν και μας παρέλαβαν γονείς και κηδεμόνες, πρέπει να είχαμε απομείνει δύο ή τρεις μόνο εμφανώς ξεμαστούρωτοι.

Φυσικά η αυξημένη ζήτηση προσκαλεί (θα έλεγα, κυριολεκτικά ενίοτε, «εκλιπαρεί») αυξημένη προσφορά. Γυρνώντας από το τριήμερο υποχρεωτικής άδειας μετά την ορκωμοσία είχαμε να αντιμετωπίσουμε ως διμοιρία (εικάζω και ως λόχος, ή ως ΕΣΣΟ μάλλον) δύο καινοφανή προβλήματα. Το πρώτο ήταν η ανάθεση για πρώτη φορά υπηρεσίας, και δη ένοπλης, στη σειρά μας. Το δεύτερο ήταν η αιφνίδια υπερπροσφορά σταφ δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Ένα τρίτο πρόβλημα, συνδυασμός των παραπάνω, ήταν η εμφάνιση διαφόρων φαντάρων οπλισμένων μεν, εμφανώς υπό την επήρεια δε, πράγμα που είχε μερικές συχνά απρόσμενες συνέπειες όπως εκείνη με το σκοπό που πήρε στο κυνήγι την έφοδο ή την περίπολο και παραλίγο να αρχίσει να ρίχνει κατά ριπάς πριν σκοντάψει, η άλλη με τον τύπο που λόγω υπερβολικής μαστούρας δε σηκωνόταν να κάνει το νούμερό του και κατέληξε να τον κυνηγάει ο «χωμένος» σκοπός με την ξιφολόγχη ή η τρίτη με τον τύπο που αφού θεώρησε ότι αρκετά έπαιξε με τα χορταρικά ήρθε η στιγμή να ανέβει σε άλλο επίπεδο και χτύπησε ένα τριπάκι που εν τέλει κόντεψε να τον στείλει αδιάβαστο καθώς σηκώθηκε στη μέση της νύχτας και έτρεχε να κρυφτεί από το τέρας που τον κυνηγούσε (κακό τριπάκι εδώ που τα λέμε), και μάλιστα υπό τους γέλωτες όλου του θαλάμου καθώς το τέρας ήταν μαύρο και δικέφαλο, λέει, οπότε κάποιος σαλονικιός σχολίασε από το βάθος «μη φοβάσαι σειρούλα, ο μΠΑΟΚ είναι» και μετά άντε να σου μείνει άντερο από τα γέλια.

Βέβαια η κατάσταση δεν ήταν ακριβώς για γέλια, καθότι αφενός υπήρχε μια αρκούντως διαταραγμένη πειθαρχία αλλά με μια λογική «ο καθένας για την πάρτη του» που θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες, και αφετέρου υπήρχε μια ικανή μεταφορά εισοδήματος από την καινούργια πελατεία στα βαποράκια κι από κει σε άγνωστους και πάντως πιο επιτήδειους ντήλερ που όλως παραδόξως ήτανε φαίνεται καλά καβατζωμένοι από άκρες εντός και εκτός στρατοπέδου και η ιδέα να τους καταγγείλει κάποιος που πιθανώς θα ήξερε πιο πολλά ήταν εκτός συζήτησης (τη ρουφιανιά άλλωστε πολλοί ηγάπησαν, το ρουφιάνο ουδείς). Live and let live λοιπόν, με εξαίρεση το θλιβερό φαινόμενο του «κατοσταρικάκια» εντός στρατοπέδου, από διάφορους φτωχομπατίρηδες που έψαχναν τίποτα ψιλά να κάνουνε κάνα μπάφο στα μουλωχτά, και μέτρημα των ημερών ανάποδα να τελειώσει η βασική και να βγουν οι μεταθέσεις να πάει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Όπως έλεγα λοιπόν, είχαμε μείνει δυο-τρεις εκτός παιχνιδιού προς το τέλος, άλλοι από φόβο ή δισταγμό, άλλοι από άποψη, άλλοι (καλή ώρα) από σιχασιά (διατί να το κρύψωμεν άλλωστε) προς το νταλαβέρι που γρήγορα και εύκολα τροποποιούσε συμπεριφορές και έκανε πτωχούς πλην τίμιους βοσκούς από την Κρήτη να άγονται και να φέρονται από κουτοπόνηρους κομοτηναίους που με τη σειρά τους γίνονταν παρατρεχάμενοι ενός τουλάχιστον λούμπεν τύπου που καμάρωνε για το μήκος του τσιγαριλικίου του («μαλάκες, οχτάφυλλο θα στρίψω, μπουρί») και για το γεγονός ότι κάποτε τον είχανε πάει στη Μύκονο να παίξει τον επιβήτορα σε ένα gay event με κάτι διασημότητες.

Φυσικά το να μένεις έξω από το μέσο όρο στο στρατό δεν είναι και πολύ συνηθισμένο και αργά η γρήγορα η μοίρα σου χτυπάει την πόρτα να ζητήσει τα ρέστα. Μια μέρα βλέπω από μακριά να μου γνέφει να πλησιάσω ένας από τους λοιπούς «έξω απ’ το χορό» που είχε αράξει στα χορταράκια με έναν άλλο (υποψιασμένο, οπωσδήποτε). Έκατσα δίπλα τους και άναψα τσιγάρο, είπαμε τις συνήθεις φανταρικές μαλακίες (που τώρα πια δε θυμάμαι πλέον να αναπαραγάγω) και κάποια στιγμή σκύβει συνωμοτικά ο «απέξω» και μου λέει:

- Καλά, δε φαντάζεσαι τι βρήκαμε...
- Τι βρήκαμε; ρωτάω κι εγώ στον πληθυντικό της μεγαλοπρεπείας.
- Αυτό, μου λέει περήφανα, και μου επιδεικνύει κάτι χαρτάκια στριψίματος χρώματος ροζ.

Δε φάνηκα να εντυπωσιάζομαι, οπότε σκύβει πιο συνωμοτικά και μου λέει:

- Ξέρεις τι είναι αυτό;
- Ξέρω, του λέω. Χαρτάκια.
- Ναι, αλλά τι χαρτάκια! Ξέρεις γιατί είναι ροζ;


Ήξερα, διότι είχα ξαναδεί, αλλά περίμενα να δω τι θα μου πει. Σκύβει ακόμα πιο συνωμοτικά και μου λέει:

- Γιατί είναι ποτισμένα με χασισέλαιο.
- Άντε ρε μαλάκα, σοβαρά;
- Ναι, αμέ. Οπότε ξέρεις τι κάνεις;
- Τι κάνεις;
- Βάζεις μέσα κανονικό καπνό, τα καπνίζεις, την ακούς κανονικά, κι άμα σε πιάσουνε, τι έχεις απάνω σου; Καπνό, μόνο. Κανένας κίνδυνος.


Ο άλλος επιδοκίμασε από δίπλα. Έβγαλε ένα χαρτάκι από τα εν λόγω ροζ και ένα πακετάκι καπνό. Έστριψε ένα στραβοχυμένο τσιγάρο (ήτανε και θεόχοντρα τα χαρτάκια) και το άναψε ρουφώντας ηδονικά. Το έδωσε το διπλανό να τραβήξει κι αυτός.

- Καύλα μαλάκα.
- Είσαι βέβαιος;
ρώτησα μάλλον ρητορικά.
- Δοκίμασε να δεις κι εσύ.

Δεν είχα αυταπάτες διότι όπως είπαμε το είχα ξαναδεί το έργο προ θητείας, αλλά δεν του χάλασα το χατίρι. Φυσικά ήταν όπως τα περίμενα. Καπνός. Και μόνο.

- Πώς σου φαίνεται;
- Να σε ρωτήσω, ο Αγρινιώτης σας την έδωσε αυτή τη μαλακία;


Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και με κοίταξαν αποσβολωμένοι.

- Πού το ξέρεις;
- Διότι τι χασισέλαιο και μαλακίες, αυτό είναι ροζ χαρτάκι παραγωγού. Παλιότερα που δεν κυκλοφορούσαν χαρτάκια, οι καπνοπαραγωγοί είχαν ειδικά χαρτάκια χρώματος ροζ με τα οποία έστριβαν νομίμως τσιγάρα. Ο Αγρινιώτης έχει καπνοχώραφα, άρα πρέπει να του έχουν μείνει τόνοι χαρτί παρακαταθήκη. Δε φαντάζομαι να του το πληρώσατε κιόλας;


Ο ένας πετάχτηκε πάνω μουρμουρίζοντας «θα τον εγαμήσω το πούστη» κι έτρεξε προς το θάλαμο. Ο άλλος έμεινε να κοιτάει περίλυπος τη ροζ γόπα. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό.

- Καύλα μαλάκα, ε;
- Άντε γαμήσου ρε ξερόλα, μας κατέστρεψες τη φαντασίωση
, είπε αηδιασμένος σβήνοντας τη γόπα στα χορταράκια.

Η σειρούλα άναψε άλλο τσιγάρο, φυσιολογικό αυτή τη φορά. Άναψα κι εγώ. Τράβηξε μερικές τζούρες, και μουρμούρισε:

- Κι όμως, θα μπορούσε, δε θα μπορούσε; Δε θα ήταν καλή ιδέα;

Κι ύστερα από λίγο:

- Έχεις ακούσει τίποτα για τις μεταθέσεις;

Νύχτωνε σιγά σιγά στο ΚΕΥΠ.


Μια παραπλήσια ιστορία με άλλους πρωταγωνιστές, που δίνει το όνομα στην ανάρτηση.

26/10/14

Δαίδαλος

Η σημαία της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας ανεμίζει στα ξάρτια.

Μέχρι την τελευταία στιγμή ψάχναμε για πλήρωμα· ο ένας δεν ευκαιρούσε επειδή μπάρκαρε αιφνιδίως για τη Νότια Αφρική, ο άλλος ανάρρωνε από έκτακτο τριπλό μπαϊπάς, μερικοί άλλοι υποψήφιοι δεν ευκαιρούσαν τις συγκεκριμένες ημερομηνίες, κάποια στιγμή είχαμε απελπιστεί ότι θα πηγαίναμε μόνοι μας, ο – ας τον πούμε – κυβερνήτης (και ιδιοκτήτης του σκάφους, εννοείται) και φυσικά ο λοστρόμος. Δηλαδή εγώ. Τελευταία στιγμή εμφανίστηκαν άλλοι δύο, ένας σχετικά πιο έμπειρος από ιστιοπλοϊκής απόψεως που θα αναλάμβανε αυτοδικαίως «δεύτερος», και ο κουνιάδος ή γαμπρός ή μπατζανάκης του (όπως μπορούσε να μεταφραστεί το “brother-in-law” που μου μετέφερε ο κυβερνήτης) που δεν είχε ξαναμπεί σε σκάφος μάλλον, και θα είχε καθήκοντα ναύτη ή καμαρότου ή κατά την σχετική αργκό «φερερέ».

- Φέρε ρε συ καμιά μπύρα πάνω.
- Α, και μια και πας κάτω, φέρε ρε και το καπέλο μου.


Συναντηθήκαμε στο Βόλο μεσημεράκι Σαββάτου. Είχα φύγει από το Ηράκλειο βράδυ Παρασκευής και μετά από μια αρκούντως δύσκολη νύχτα κατάφερα να χωθώ εγκαίρως στο ΚΤΕΛ Μαγνησίας εφοδιασμένος με την αχρησιμοποίητη από ετών νιτσεράδα μου, δυο αλλαξιές ρούχα, καπελάκι με κορδόνι περαστό, άλλα κορδονάκια για γυαλιά (ηλίου και μυωπίας), φορτισμένο κινητό και φωτογραφική μηχανή, και ένα βιβλίο του φρεσκονομπελισμένου Μοντιανό που τσίμπησα από ένα σταντ στο σταθμό της Λιοσίων μπας και καταλάβω σε ποιους δίνουν Νόμπελ και γιατί (ξέρετε, με την κρυφή ελπίδα ότι κι εγώ μια μέρα θα βγάλω λόγο στη σουηδική ακαδημία κλπ., και μια και για τα επιστημονικά βραβεία το έχουμε χάσει πλέον το τραίνο, ποντάρουμε στο λογοτεχνίας μάλλον παρά στο ειρήνης).

Ο κυβερνήτης με παρέλαβε μαζί με ένα πακέτο ντοματοκεφτέδες (παραγγελία) και μερικά ψώνια από το σουπερμάρκετ που έφερνε ο ναύτης. Ξεφορτώσαμε στο «Δαίδαλο» που γέμιζε με καύσιμα λίγο παραπέρα· μέχρι να τακτοποιήσω τα πράγματά μου στην καμπίνα και να φορέσω φόρμα εργασίας είχαμε αποπλεύσει. Ανέβηκα ίσα ίσα για να παραστώ στην τελετή έπαρσης της σημαίας. Όχι όποιας κι όποιας σημαίας, αλλά του γνωστού λαβάρου της Ελευθέρας Πολιτείας της Ικαρίας του 1912 που τελευταία έχει γίνει της μοδός κάπως. Διότι παραλείψαμε να αναφέρουμε ότι ο Δαίδαλος είναι ικαριακής πλοιοκτησίας, εξ’ ου και έχει την πολυτέλεια να περιλαμβάνει στο τσούρμο του καριώτες λοστρόμους της προσκολλήσεως.

Ο Δαίδαλος είναι 45 πόδια και στρουμπουλός κάπως (σχεδιασμένος για σχετικά άνετη διαβίωση και διακοπούλες, όχι για ταχύτητες και αγώνες) αλλά με τα πανιά υπό τις δεδομένες συνθήκες έπιανε άνετα πεντέμισι-έξι κόμβους. Βέβαια ο κυβερνήτης μας ήθελε να φτάσουμε στο Παλαιό Τρίκερι πριν νυχτώσει οπότε άφησε τις ευγένειες και έβαλε τη μηχανή ενώ εγώ με τον δεύτερο ακόμα ψιλοδιαφωνούσαμε κάπως για το τριμάρισμα και τις πλεύσεις. Ο Παγασητικός είναι ό,τι πρέπει για ιστιοπλοϊκές εξορμήσεις· καθότι κλειστός κόλπος δεν έχει σχεδόν καθόλου κύμα, αλλά μπορεί ανέτως να έχει αέρα. Καλή ώρα όπως είχε εκείνες τις μέρες.

Το δελτίο προέβλεπε ένα σίγουρο πεντάρι με τάσεις εξαριού για το Σάββατο, αλλά την Κυριακή θα γέμιζε έτι περαιτέρω και στο Κάβο Ντόρο θα είχαμε εφτάρι σίγουρο και για λίγες ώρες μπορεί και κάτι παραπάνω. Αυτός δεν είναι καιρός για ιστιοπλοΐα φυσικά (εκτός αν είσαι πάρα πολύ άρρωστος), ειδικά αν είσαι ο ιδιοκτήτης του σκάφους και δε θέλεις να ψάχνεις το άλμπουρό σου (ή και το πλήρωμά σου) εδώ κι εκεί μετά το πρώτο broach. Αποφασίσαμε λοιπόν να ακολουθούμε τον καιρό με μερικές ώρες απόσταση, ώστε να δώσουμε στο εφτάρι τη δυνατότητα να ξαναγίνει εξάρι ή πεντάρι πριν περάσουμε στο Νότιο Ευβοϊκό. Το πρόβλημα ήταν ότι ο λοστρόμος (yours truly) έπρεπε να είναι στο Ηράκλειο Τρίτη πρωί, οπότε έπρεπε το ταξίδι να έχει ολοκληρωθεί Δευτέρα βράδυ κατά προτίμηση. Δεν είχαμε και πολλά περιθώρια.

Κυριακή πρωί σηκωθήκαμε με βροχή. Περιμέναμε να ανοίξει το μοναδικό μπακάλικο στο νησί για να πάρουμε μέλι και βούτυρο για να αλείψουμε το ψωμάκι που συνόδευε τον καφέ μας. Φύγαμε περασμένες δέκα· μάλλον αργά για την περίσταση. Ξεμυτίσαμε από τον Παγασητικό σε ένα Αιγαίο που έβραζε, με γεμάτο εξάρι. Γρήγορα παραιτηθήκαμε από την ιδέα των ανοιχτών πανιών παρόλο που είχαμε τον καιρό δευτερόπρυμα, και αρκεστήκαμε σε μια τραβηγμένη, μουδαρισμένη μαΐστρα για λόγους ισορροπίας. Κατευθυνθήκαμε μηχανάδα νοτίως των Σποράδων. Τα νησιά έκοβαν το πολύ κύμα και μας κρατούσαν σε αποδεκτά επίπεδα κουνήματος (ειδικά αν δεν οδηγούσε ο αυτόματος αλλά ο κυβερνήτης ή ο δεύτερος που μπορούσαν κάπως να καβαλάνε το κύμα και να φέρνουν το σκάφος να σερφάρει πιο γλυκά). Πάντως ο κυβερνήτης προειδοποίησε ότι από ιστιοπλοϊκής απόψεως ο Θεός μέχρι το Σκάτζουρα ζωγράφιζε, αλλά από κει κάτω προφανώς πήγε προς νερού του.

Δεν αργήσαμε να διαπιστώσουμε την αλήθεια του ισχυρισμού. Αν και υποτίθεται ότι όσο περνούσε η ώρα ο καιρός έφτιαχνε σιγά σιγά, το δεύτερο μισό της διαδρομής προς τη Σκύρο ήταν αρκούντως βασανιστικό για όλους. Ένας ένας βγαίναμε εκτός μάχης, κάτι το κρύο που θέριζε, κάτι το κύμα που τράνταζε το Δαίδαλο διαρκώς, κάτι η μακαρονάδα με τόνο που ταΐστηκε άσπλαχνα στα ψάρια (παρότι την είχαμε καταβροχθίσει κανονικά προγενέστερα), κάτι η κούραση μετά από τόσες ώρες, στο τέλος μέχρι και ο κυβερνήτης μας δήλωσε ότι δεν περνάει τη Βαλάξα νύχτα, διότι το πέρασμα είναι θεόστενο και θέλει φως. Αποφασίσαμε εν τέλει να αγκυροβολήσουμε αρόδου στον όρμο του Αγίου Φωκά, με την ελπίδα να μην είναι μέσα κανένας άλλος. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς, εκτός από κάτι σκυλιά που μας γαύγιζαν από μια στάνη στην παραλία όπως μπαίναμε στον όρμο κατά τις δέκα το βράδυ. Είμασταν εξαντλημένοι πια, μασουλήσαμε όπως-όπως κάτι κράκερ και κάτι πατατάκια για αναπλήρωση αλάτων και υγρών. Χαζέψαμε για λίγο τον ουράνιο θόλο με τα χιλιάδες αστέρια που σπίθιζαν μέσα στο απόλυτο σκότος, και δεν αργήσαμε να πέσουμε ξεροί στα κρεβάτια μας μέχρι το πρώτο φως.

Δευτέρα πρωί ξεμυτίσαμε από τον όρμο πριν βγει ο ήλιος. Περάσαμε το στενό πέρασμα της Βαλάξας με όλη μας την άνεση και είδαμε τον ήλιο να βγαίνει πίσω από τη Λιναριά. Έπεσε μια σκέψη να κατευθυνθούμε προς Κύμη και να ξεφορτώσουμε εκεί τους βιαστικούς λοστρόμους, αλλά ο κυβερνήτης διαβεβαίωσε ότι θα είμαστε στο Λαύριο ως τις οχτώ το βράδυ, και στο Καλαμάκι ως τα μεσάνυχτα ή και νωρίτερα. Σημαδέψαμε λοιπόν το Κάβο Ντόρο, με τον καιρό ενοχλητικά πρύμο (τα πανιά κρεμόντουσαν ψόφια καθώς δε φύσαγε πάνω από δέκα κόμβους). Κάναμε μερικές προσπάθειες να παραλλάξουμε λίγο την πορεία μπας και φυσήξει, ανοίγαμε και κλείναμε τζένοες και μαΐστρες, πιο πολύ για να περνάει η ώρα, προσπαθήσαμε λίγο να βάλουμε το κύμα να μας σπρώξει. Με τούτα και μ’ εκείνα φτάσαμε στο στενό του Καφηρέα απόγευμα, με τον καιρό κατάπρυμα και χαμηλό κυματάκι πια. Αφήσαμε δεξιά την Κάρυστο και σημαδέψαμε την κάτω πλευρά της Μακρονήσου. Ύστερα μας ήρθε η καταπληκτική ιδέα να κάνουμε πλαγιοδρομία και αλλάξαμε πορεία σημαδεύοντας την πάνω πλευρά. Κάναμε δυο-τρεις τσίμες παλεύοντας να βρούμε καλό αέρα και να εκμεταλλευτούμε τη μπουκαδούρα από το Νότιο Ευβοϊκό. Με λίγη καλή διάθεση (και τη μηχανή πάντα ανοιχτή καλού κακού) φτάσαμε κάποια στιγμή να γράφουμε εννιά-δέκα κόμβους. Όχι για πολλή ώρα, αλλά αρκετή για να μας δώσει θάρρος ότι θα φτάσουμε την ίδια μέρα στο Καλαμάκι.

Ηλιοβασίλεμα στο Νότιο Ευβοϊκό. Αριστερά η Τζιά, στο βάθος η Μακρόνησος και η Αττική.

Αφήσαμε αριστερά τη Γυάρο και τη Τζιά και χωθήκαμε στο στενό ανάμεσα στη Μακρόνησο και την Αττική λίγη ώρα μετά τη δύση του ήλιου. Περάσαμε δίπλα από κατάφωτα αγκυροβολημένα πλοία και από άλλα θεοσκότεινα, περάσαμε δίπλα από τις φωτισμένες κολώνες στο Σούνιο, σημαδέψαμε το φανάρι στον Πάτροκλο, περάσαμε εσωτερικά και βγήκαμε στο Σαρωνικό όπου επιτέλους μπορέσαμε να κάνουμε όρτσα με πλήρη ιστιοφορία και να ευχαριστηθούμε ταχύτητα και φουσκωμένα πανιά έστω και την τελευταία ώρα δίπλα στο Δίαυλο, σημαδεύοντας τις Φλέβες. Αποφύγαμε την τελευταία στιγμή τη σύγκρουση με κάτι υπερφωτισμένα παραγάδια που ενδημούν στα νερά του Σαρωνικού, και είδαμε δεξιά μας τα ανάποδα φανάρια της μαρίνας (ανάποδα καθότι η είσοδος κοιτάει προς τον Πειραιά οπότε όπως έρχεσαι από νότο μπερδεύεσαι).

Κατεβάσαμε πανιά και χωθήκαμε όπως-όπως στη μαρίνα ακριβώς τα μεσάνυχτα, μετά από δεκάξι ώρες ταξίδι. Δέσαμε βιαστικά, χώσαμε στις τσάντες τα πράγματα στα γρήγορα, και φωνάξαμε ταξί να μας μαζέψουν. Αποχαιρετιστήκαμε με υποσχέσεις για το επόμενο ταξίδι, θεωρητικά από την Τουλόν μέχρι το Καλαμάκι, πέντε-έξι μέρες χειμωνιάτικες. Ο ναύτης δε θα μπορέσει, φεύγει μετανάστης στην Αμερική στο μεταξύ. Οι υπόλοιποι τρεις λέμε να προσλάβουμε άλλους δύο εύκαιρους και να το δοκιμάσουμε (αλλά χειμώνα καιρό, με μόνη στάση στο Λίπαρι για ανεφοδιασμό, θα πρέπει να είναι μεγάλο αγγούρι). Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει τα όριά του κάποτε.

Το πρωί το λεωφορείο άργησε να έρθει και έπεσε και σε κίνηση στο δρόμο (μια και το μποτιλιάρισμα φαίνεται να επανακάμπτει μαζί με τους ρυθμούς ανάπτυξης όπως λένε σαρκαστικά ορισμένοι) με αποτέλεσμα να φτάσω αεροδρόμιο στο τσακ. Ο συγκάτοικος με περίμενε στην πύλη με το αχρείαστο boarding pass που του είχα ζητήσει να μου τυπώσει καλού κακού.

- Πώς περάσαμε; Κατακόκκινο σε βλέπω.

Είχα πάρει αυτό το περίεργο οιονεί μαύρισμα που έχουν καμμιά φορά οι σκιέρ: περιμετρικά του προσώπου (εκεί που δεν σκεπάζει η κουκούλα) και με καθαρό το αποτύπωμα των γυαλιών.

Από το παράθυρο του αεροπλάνου έριξα μια ματιά στη θάλασσα μετά την απογείωση: περνάγαμε πάνω από τη Μακρόνησο πάλι. Από εδώ πάνω φαινόταν ένα μικρό βηματάκι μόνο μέχρι το Λαύριο. Το προηγούμενο βράδυ θυμάμαι πως κοίταζα από τη μια τη Γυάρο κι από την άλλη τη Μακρόνησο: απόηχοι ενός άδοξου παρελθόντος.

Ή ίσως, σκέφτομαι τώρα, προεικονίσεις εξίσου άδοξες, μιας άλλου τύπου εξορίας που φοβάμαι καμιά φορά πως μας μέλλεται.


Η Νένα Βενετσάνου σε στίχους Στέλλας Χρυσουλάκη με έναν προβληματισμό που τέμνεται κάπως με τα παραπάνω.


(Σ.Σ. Και από αυτή τη θέση δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω τους φίλους και κουμπάρους που προ ετών με προίκισαν εν είδει δώρου με νιτσεράδες, αδιάβροχα, σκουφιά και θερμοεσώρουχα, ώστε να δύναμαι να ανταπεξέλθω σήμερα πλέον στις απαιτήσεις του ταξιδιού. Αγόρια μου, ενόψει Τουλόν θα χρειαστώ ακόμα κάνα-δυο φλισάκια χοντρά, ατομικό σωσίβιο-γιλεκάκι με κάψουλα, ένα ζευγάρι γαλοτσάκια ασορτί με τη νιτσεράδα και γαντάκια ιστιοπλοΐας με το μισό δαχτυλάκι έξω, ξέρετε εσείς, εντάξει; Περιμένω...)

12/10/14

Σουαχίλι

Ζανζιβάρη, Τανζανία (φωτό © Ε. Μώρου, 2012)

Hakuna kubwa lisilo mwisho
(αφρικανική παροιμία)

Τον θυμήθηκα το Μ. τις προάλλες που έβλεπα τους πρωτοετείς φοιτητές να σκάνε μύτη δειλά δειλά και να περιεργάζονται το κτίριο, τα εργαστήρια, και τους ανθρώπους που δουλεύουν στα εργαστήρια, δηλαδή εμάς. Μου έκανε μια ορισμένη εντύπωση το γεγονός ότι αρκετοί είχαν σκάσει μύτη μαζί με τη μαμά τους (οι πατεράδες μάλλον συμμετέχουν λιγότερο σε αυτά τα rituals αλλά φυσικά μπορεί και να κάνω λάθος) και σχολίασα ότι στον καιρό μου αναζητούσαμε μόνοι μας τα κτίρια των σχολών του Πανεπιστημίου, αν και οι συναδέλφισσες με διαβεβαίωσαν ότι μια χαρά με τη μαμά τους είχανε πρωτοέρθει τω καιρώ εκείνω. Βέβαια ο καιρός των συναδελφισσών είναι πριν καμμιά δεκαετία το πολύ, ενώ από τον καιρό το δικό μου κοντεύει να κλείσει τριακονταετία οσονούπω, οπότε πολλά έχουν αλλάξει μάλλον και σίγουρα η ποιότητα της μνήμης μας που τείνει να αδιαφορεί για τις άβολες περιστασιακές λεπτομέρειες και να διατηρεί μάλλον τις καλύτερες, πιο ευχάριστες αναμνήσεις.

Θυμάμαι πάντως ότι ο Μ. ήταν ο πρώτος συμφοιτητής με τον οποίο μίλησα τη μέρα που είχα πάρει το λεωφορείο που έγραφε «Πανεπιστημιούπολη» και περιφερόμουν εξερευνώντας το τεράστιο (όπως μου φαινόταν) σύμπλεγμα κτιρίων των Ιλισίων μέσα σε μια εκκωφαντική ησυχία όπου τα βήματά μου αντηχούσαν στους έρημους διαδρόμους. Ξεπρόβαλε από έναν άλλο έρημο διάδρομο, με κοίταξε με ένα μίγμα προσμονής και απορίας και ρώτησε:

- Πρωτοετής;

Περιπλανηθήκαμε λίγο μαζί στο άδειο κτίριο, στη διαδρομή πετύχαμε και κανα-δυο άλλους περιφερόμενους wannabe συμφοιτητές, ανταλλάξαμε κάτι τυπικές πληροφορίες, πού μένεις, από πού είσαι, σε ποιο σχολείο ήσουνα, μήπως ξέρεις έναν έτσι κι έτσι και άλλα τέτοια αμήχανα, και στο τέλος πήρε ο καθένας το δρόμο του και ξαναβρεθήκαμε στη μεγάλη μάζωξη των εγγραφών (που όμως είχαν γίνει στο παλιό Χημείο στη Σόλωνος και όχι στην Πανεπιστημιούπολη ευτυχώς) όπου χαιρετηθήκαμε σαν παλιοί γνωστοί μέσα στο πολύχρωμο πλήθος που θα γινόταν «το έτος» μας.

Διατηρήσαμε μια συμπάθεια παρότι ποτέ δεν κάναμε παρέα τελικά. Δεν είμασταν το ίδιο στυλ όσο να ‘ναι· θυμάμαι κάποια στιγμή που τον συνάντησα στο πανηγύρι της Ακαμάτρας ένα καλοκαίρι που είχαν έρθει οικογενειακώς στην Ικαρία για διακοπές: εγώ ήμουν ολομέθυστος και τρισευτυχισμένος κι ο Μ. μουρμούρης και βαριεστημένος. Πάνω στη φάση μου αποκάλυψε ότι το περίφημο φελλόδεντρο που μοστράρουμε οι καριώτες στο Μονοκάμπι δεν είναι καθόλου φελλόδεντρο, αλλά ένα κοινό δέντρο (δε θυμάμαι τώρα το είδος) με κρίση φελλώματος (το φέλλωμα είναι ένας ειδικός ιστός στους βλαστούς των φυτών – όλων των φυτών). Η αποκάλυψη δε με συγκλόνισε, αλλά μου θύμισε ότι του άρεσε η Βοτανική από τότε.

Στα πλαίσια αυτά βρέθηκε μετά το πτυχίο να εκπονεί μια διατριβή περί φυτικών κυττάρων. Όταν την τελείωσε και την παρουσίασε, δέκα χρόνια μετά την πρώτη μας συνάντηση, πήγα να τον παρακολουθήσω. Δεν κατάλαβα και πολλά (έχω πλήρη άγνοια περί φυτών και μάλλον περιορισμένη αντίληψη περί κυττάρων), θυμάμαι όμως ότι μια από τις τελευταίες ερωτήσεις που του έγιναν αφορούσε δυο φράσεις σε γλώσσα μάλλον σουαχίλι που είχαν μυστηριωδώς παρεισφρήσει στο κείμενο της διατριβής του. Μας εξήγησε χαμογελώντας ότι η φράση “Bandzu, bandzu ramala gogo” έχει τη μεταφορική σημασία ότι «το λίγο λίγο γίνεται πολύ» (κυριολεκτικά σημαίνει κάτι σαν «πετραδάκι πετραδάκι χτίστηκε το τοιχαλάκι» ή κάπως έτσι). Σε ανύποπτο χρόνο είχε βρεθεί στην Αφρική και είχε περάσει κάποιο καιρό στην Κένυα ή την Τανζανία· η εμπειρία τον πλούτισε μάλλον με παραπάνω πράγματα από πέντε λέξεις σουαχίλι.

Μετά πήγε φαντάρος· θυμάμαι ότι με κάποια έκπληξη είχα λάβει ένα γράμμα του από το κέντρο εκπαίδευσης, με αναλυτικές περιγραφές της στρατιωτικής ζωής και φωτογραφίες, χαιρετισμούς σε κοινούς γνωστούς και διάφορα χιουμοριστικά. Όταν πήγα κι εγώ φαντάρος κατάλαβα το σκεπτικό· οι ατελείωτες ώρες του εγκλεισμού απαιτούν κάποια επαφή με τον έξω κόσμο: στο τέλος αρχίζεις να στέλνεις γράμματα ακόμα και σε πολύ μακρινούς γνωστούς. Σήμερα με τα κινητά φαντάζομαι αυτό θα έχει αλλάξει κάπως, αλλά τότε ένα γράμμα ήταν σημαντικό. Η διαδικασία του να γράψεις, αλλά κυρίως να το λάβεις. Είναι μια παρηγοριά.

Το κατάλαβα καλύτερα μια μέρα της δικής μου θητείας, δυο-τρία χρόνια αργότερα. Ήταν μια μάλλον βροχερή Κυριακή απόγευμα έξω από ένα χωριό κάπου στο βόρειο Έβρο που άκουσα από τα μεγάφωνα το όνομά μου: «Ο Στρ(ΥΠ) Β. στην πύλη, επισκεπτήριο». Κατηφόρισα προς την πύλη απορημένος· ποιος να μου κάνει επίσκεψη απροειδοποίητα στην άκρη του κόσμου; Ο σκοπός μου έδειξε ένα αμάξι που περίμενε λίγο πιο έξω, με μια κοπέλα άγνωστη. Θεώρησα ότι ήταν κάποιο λάθος μέχρι που άκουσα από αριστερά τη φωνή του Μ. που φωτογράφιζε την κοπέλα υπό την καθοδήγηση του αλφαμίτη («όχι με φόντο το στρατόπεδο, απαγορεύεται»). Γούρλωσα τα μάτια από την έκπληξη.

- Μου είπαν ότι είσαι εδώ γύρω κάπου, οπότε είπα να αρχίσω να χτυπάω πόρτες μήπως σε πετύχω και να που σε πέτυχα.
- Καλά, τι κάνεις εδώ πέρα;
- Βόλτα με αμάξι στη Μακεδονία και τη Θράκη. Λέμε να πάμε και λίγο Αδριανούπολη...

Με σύστησε στην κοπέλα.

- ...και βασικά κάνουμε μήνα του μέλιτος.

Κάτσαμε στην πύλη και λέγαμε τι έκανε ο καθένας μας τα τελευταία χρόνια. Τα δικά του νέα ως νεονύμφου μάλλον ήταν πιο συναρπαστικά από τα δικά μου ως Στρ(ΥΠ) αλλά εκείνος επέμενε να εστιάζει σ' εμένα. Κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσω στο θάλαμο και να αναλάβω υπηρεσία· συνέχισαν κι εκείνοι το ταξίδι τους. Θυμάμαι να ανηφορίζω το δρομάκι δίπλα στις αποθήκες ανταλλακτικών την ώρα που άρχιζε μια επίμονη ψιχάλα, αλλά με την καρδιά ζεσταμένη· φαντάζομαι οι φυλακισμένοι θα αισθάνονται κάπως ανάλογα στο δικό τους επισκεπτήριο.

Έκανα πολλά χρόνια να τον ξαναδώ. Είχε στο μεταξύ βρει μια πανεπιστημιακή θέση στη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή που βρέθηκα εκεί για να δώσω μια διάλεξη (διεκδικώντας χωρίς ελπίδες μια ανάλογη θέση), του χτύπησα την πόρτα.

- Καλώς τον. Σε περίμενα, είπε.

Στην οθόνη του υπολογιστή του το background ήταν μια φωτογραφία με κάτι μεγαλούτσικα παιδάκια. Μου εξήγησε ότι η θέση που διεκδικούσα ήταν – φυσικά – ήδη κατειλημμένη. Του είπα ότι το ήξερα, όλοι το ήξεραν, απλά έκανα μια εκστρατεία δημοσίων σχέσεων με την ελπίδα να μου χρησιμεύσει στο μέλλον (αν και δε μου χρησίμευσε εν τέλει). Μιλήσαμε για τα χρόνια που πέρασαν, για τα παιδιά του, για την προσαρμογή στη «συμπρωτεύουσα». Μου ανέφερε χιουμοριστικά τις απρόσμενες δυσκολίες που μπορεί να δημιουργήσει σε κάποιον η καταγωγή από τον Πειραιά στο θεσσαλονικιώτικο μικρόκοσμο· ακόμα και τον πανεπιστημιακό. Ήρθε και άκουσε τη διάλεξή μου αν και δεν ήταν στο αντικείμενό του. Έτσι κι αλλιώς στο ακροατήριο ήταν λίγος κόσμος. Αποχαιρετιστήκαμε μια μια θερμή χειραψία· σκέφτηκα προς στιγμήν να τον ρωτήσω κάτι για την αφρικανική περίοδο της ζωής του αλλά μετά ξεχάστηκα καθώς παρατηρούσα ότι τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει πια κάμποσο.

Τον θυμήθηκα λοιπόν πάλι τις προάλλες που έβλεπα τους πρωτοετείς να περιπλανιούνται στους διαδρόμους. Αλλά πιο πολύ τον θυμάμαι συχνά πυκνά για εκείνη την άλλη φράση στα σουαχίλι με την οποία τελείωνε το κείμενο της διατριβής του. Έψαξα και το βρήκα στο εθνικό αρχείο διδακτορικών διατριβών: ακριβώς στο τέλος, σελίδα 206.

- Και τι σημαίνει η άλλη φράση, αυτή που έχετε βάλει στο τέλος; ρώτησε ο καθηγητής.

Ο Μ. χαμογέλασε πάλι και μετέφρασε:

- Τίποτα δεν είναι τόσο μεγάλο που να μην τελειώνει ποτέ.

5/10/14

«Πάει ένας αιώνας...» (Gabriel Garcia Marquez)

© Paco Junquera, Getty Images

(συνέχεια από εδώ)


[…] Στη νύφη της, με την οποία κουβέντιαζε τα πράγματα κάπως πιο έξω από τα δόντια, έκανε επιτέλους μια εξομολόγηση, διανθισμένη με τα επίθετα της καλύτερής της εποχής: «Πάει ένας αιώνας που μου έχεσαν τη ζωή μ’ αυτόν τον καημένο, γιατί είμασταν πολύ νέοι, και τώρα θέλουν να το ξανακάνουν γιατί είμαστε υπερβολικά γέροι». Άναψε ένα τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου κι έβγαλε και το υπόλοιπο δηλητήριο που της έτρωγε τα σωθικά.
     «Να πάνε στο διάβολο», είπε. «Αν έχουμε κανένα πλεονέκτημα εμείς οι χήρες είναι που δεν έχει μείνει πια κανείς να μας διατάζει».

[...] Ένα απόγευμα, ενώ έπινε το αφέψημά της με βότανα απ’ όλο τον κόσμο, κοίταξε το βούρκο στην αυλή όπου δε θα ξαναφύτρωνε το δέντρο της ατυχίας της.
     «Αυτό που θα ήθελα, είναι να φύγω απ’ αυτό το σπίτι, να πάρω το δρόμο μπροστά μου και να μην ξαναγυρίσω ποτέ», είπε.
     «Φύγε μ’ ένα πλοίο», είπε ο Φλορεντίνο Αρίσα.
     Η Φερμίνα Δάσα τον κοίταξε σκεφτική.
     «Λοιπόν πρόσεξε, γιατί μπορεί να γίνει», είπε.

-.-.-

     Η λάμψη της πόλης είχε χαθεί στον ορίζοντα. Από το σκοτεινό τους παρατηρητήριο, το λείο και σιωπηλό ποτάμι με τα λιβάδια κι από τις δυο του όχθες είχε μεταβληθεί κάτω από την πανσέληνο σε μια πεδιάδα που φωσφόριζε. Πότε πότε φαινόταν καμιά χορτάρινη καλύβα, κοντά στις μεγάλες φωτιές που ανακοίνωναν πως εκεί πουλούσαν ξύλα για τα καζάνια των πλοίων. Ο Φλορεντίνο Αρίσα διατηρούσε αχνές αναμνήσεις από το ταξίδι του στα νιάτα του κι η θέα του ποταμού τις έκανε να ζωντανεύουν αστραπιαία λες και ήταν πρόσφατες. Διηγήθηκε μερικές απ’ αυτές στη Φερμίνα Δάσα νομίζοντας πως μπορούσε να την αναζωογονήσει, αλλά εκείνη κάπνιζε, στον κόσμο της. Ο Φλορεντίνο απαρνήθηκε τις αναμνήσεις του και την άφησε μόνη με τις δικές της, στρίβοντας στο μεταξύ αυτός τα τσιγάρα της και δίνοντάς της τα αναμμένα, μέχρι που το κουτί άδειασε. Η μουσική σταμάτησε μετά τα μεσάνυχτα, η φασαρία από τους ταξιδιώτες σταμάτησε κι έσβυσε με κοιμισμένα μουρμουρητά κι οι δυο καρδιές έμειναν μόνες στο σκοτεινό παρατηρητήριο, χτυπώντας στο ρυθμό της ανάσας του πλοίου.
      Μετά από ένα μεγάλο κενό, ο Φλορεντίνο Αρίσα κοίταξε τη Φερμίνα Δάσα με τις αντανακλάσεις του ποταμού στο πρόσωπό της, την είδε σα φάντασμα, με το αγαλματένιο της προφίλ μαλακωμένο από μια απαλή γαλάζια λάμψη και κατάλαβε πως έκλαιγε σιωπηλά. Αλλά, αντί να την παρηγορήσει ή να περιμένει να εξαντληθούν τα δάκρυά της, όπως ήθελε εκείνη, άφησε να τον καταλάβει ο πανικός.
      «Θέλεις να μείνεις μόνη σου;» τη ρώτησε.
     «Αν ήθελα δε θα σου έλεγα να έρθεις μέσα», του είπε εκείνη.
      Τότε εκείνος άπλωσε τα παγωμένα του δάχτυλα στο σκοτάδι, έψαξε για το άλλο χέρι, ψηλαφητά μες στο σκοτάδι, και το βρήκε να τον περιμένει. Είχαν κι οι δύο αρκετή διαύγεια για να συνειδητοποιήσουν, την ίδια αστραπιαία στιγμή, πως κανένα από τα δύο χέρια δεν ήταν αυτό που είχαν φανταστεί πριν αγγιχτούν, αλλά ήταν δυο χέρια με γέρικα κόκκαλα. Όμως, αμέσως την επόμενη στιγμή η εντύπωση αυτή χάθηκε. [...]
      Η Φερμίνα Δάσα σταμάτησε να καπνίζει για να μην αφήσει το χέρι που κρατούσε το δικό της. [...] Όταν ξαλάφρωσε πια, κάποιος είχε σβήσει το φεγγάρι. Το πλοίο προχωρούσε με μετρημένα βήματα, κάνοντας το ένα βήμα μετά το άλλο: ένα τεράστο ζώο που παραμόνευε. Η Φερμίνα Δάσα είχε επιστρέψει από την αγωνία.
      «Πήγαινε τώρα», είπε.
      Ο Φλορεντίνο Αρίσα της έσφιξε το χέρι, έσκυψε προς το μέρος της και προσπάθησε να τη φιλήσει στο μάγουλο. Εκείνη όμως τον απέφυγε με τη βραχνή και γλυκειά φωνή της.
      «Τώρα πια όχι», του είπε, «μυρίζω γεράματα».
      Τον άκουσε να βγαίνει στο σκοτάδι, άκουσε τα βήματά στη σκάλα, τον άκουσε που σταμάτησε να υπάρχει μέχρι την άλλη μέρα. [...] Η Φερμίνα Δάσα έμεινε έτσι, ακίνητη μέχρι τα ξημερώματα, καθώς σκεφτόταν το Φλορεντίνο Αρίσα, όχι σαν το μοναχικό φρουρό στο μικρό πάρκο των Ευαγγελίων, που η ανάμνησή του δεν της προκαλούσε ούτε μια σταλιά νοσταλγία, αλλά όπως ήταν τώρα, γερασμένος και κουτσός, αλλά πραγματικός: ο άντρας που βρισκόταν πάντα στη διάθεσή της και δεν ήξερε ν’ αναγνωρίσει. Ενώ το πλοίο την πήγαινε λαχανιάζοντας προς τη λάμψη των πρώτων ρόδων, το μόνο που παρακαλούσε το Θεό ήταν να ξέρει ο Φλορεντίνο Αρίσα από πού να ξαναρχίσει την επόμενη μέρα.

(συνεχίζεται)

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας.