Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.
Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις
ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας
καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,
πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.
Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω
λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη-
νησιά, χρῶμα Θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση
ἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων
βαριὰ μία νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα
ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα-
ράξει
σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια
στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος
ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται
νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι-
σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ
Σαλέρνο
πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη
μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι
ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν
τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.
Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.
Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος
ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς
δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο
ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει
μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,
καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου
μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
τὴ Συρία
τὸ κρατίδιο
τῆς Κομμαγηνῆς πού ῾σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς Θάλασσες τοῦ
Πρωτέα,
ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
ἢ αὐτὸ ποὺ θἄ ῾λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
ρεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
τὴ σκέψη
τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
Ἴσως καὶ νἄ ῾θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖνε σὰν
τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις
εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες καὶ νύχτες
εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δεί-
χνουν οἱ στατιστικές,
ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν-
ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
λεῦγες καὶ λεῦγες-
ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης
ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο
ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,
οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας- «Στὰ σκοτεινὰ
πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»
Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ῾44
Σ.Σ. Τελευταία έχει τύχει να διαβάσω κάμποσα λογοτεχνικά ή ιστορικά βιβλία που αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ταραγμένη δεκαετία του '40 και ειδικά στα χρόνια που προετοίμαζαν τον εμφύλιο. Προχτές είχε πανσέληνο κι έτυχε να θυμηθώ «φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ» και το ποίημα του Σεφέρη που διδαχτήκαμε στο σχολείο, μάλλον χωρίς να καταλαβαίνουμε και πολλά, τότε.
Ίσως ούτε τώρα καταλαβαίνουμε πολλά. Δεν ξέρω, ίσως μετά από πενήντα-εκατό χρόνια κάποιος σε κάποιο δωμάτιο να διαβάζει ως μεταμεσονύχτια συντροφιά μια ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα και απορεί να με την τύφλωση των υποκειμένων της.
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
ΥΓ. ...και ξαφνικά είδα την ίδια σκέψη περίπου εδώ την ίδια μέρα κιόλας. Δε νομίζω να αντέγραψα υποσυνειδήτως τη κ. Αλαφούζου, ούτε κι εκείνη βέβαια. Μάλλον όμως περάσαμε από τις ίδιες σχολικές τάξεις (ή αν, όπως φαντάζομαι, είναι σαφώς νεώτερη από μένα, φαίνεται πως το ποίημα διδασκόταν στα Νέα Ελληνικά για πολλά χρόνια).
21/9/13
Τελευταίος Σταθμός (Γιώργος Σεφέρης)
18/9/13
Όλοι αυτοί, τέλος πάντων...
Καθόμασταν στα σκαλάκια έξω από το εργαστήριο Οργανικής Χημείας περιμένοντας να λήξει ένας συναγερμός από μια υποτιθέμενη διαρροή γκαζιού στο αντίστοιχο εργαστήριο της Ανόργανης έναν όροφο πιο κάτω ώστε να μπούμε να ξεκινήσουμε την άσκηση στο εργαστήριο. Πρωτοετείς φοιτητές του Βιολογικού μεν, αλλά το Χημικό ακόμα δεν είχε ανέβει στην Πανεπιστημιούπολη το μακρινό 1986, οπότε και τα δικά μας εργαστήρια γινόντουσαν στο Χημείο στη Σόλωνος (ή μάλλον στη Ναυαρίνου καθότι η είσοδος της Σόλωνος έβγαζε στο λεγόμενο «Φυσικείο»). Πλησίαζαν φοιτητικές εκλογές και όλως τυχαίως, δήθεν, είχε σκάσει μύτη στο εργαστήριο «να πει ένα γεια» κι ένα μίνι κλιμάκιο δευτερο-τριτοετών της Πσκ, τότε φοιτητικής παράταξης του ΚΚΕ. Μας βρήκαν στα σκαλάκια και άρχισαν τη ζύμωση ενόψει κάλπης.
Στο αναμεταξύ είχαμε ξεκινήσει μια κουβέντα με το φίλο μου το Σπύρο για τη διαφορά μεταξύ ενδελέχειας και εντελέχειας (η κουβέντα ειρήσθω εν παρόδω δεν ήταν σοβαρή, απλά κάναμε τους έξυπνους ως συνήθως). Μία συναδέλφισσα εκ του μίνι κλιμακίου παρενέβη στην κουβέντα μας για να μας ψέξει ότι θεωρητικολογούμε ασκόπως αντί να ασχολούμαστε με τα πραγματικά προβλήματα του Λαού και της Νεολαίας (με κεφαλαία). Ο Σπύρος εξανέστη και της τα έχωσε, αφενός διότι παρενέβη απρόσκλητη σε μια ιδιωτική συζήτηση μεταξύ τρίτων, και αφετέρου διότι η διαφορά ενδελέχειας και εντελέχειας ήταν κατ’ αυτόν ουσιαστικό πρόβλημα και του λαού και της νεολαίας (με μικρά). Στο τέλος τη ρώτησε και αν την άποψη επί παντός του επιστητού την έχει από φυσικού της ή της την διδάσκουνε στην ΚΝΕ.
Η ερώτηση ήταν ρητορική βέβαια: όπως γνωρίζει όποιος έχει κάνει δυο βήματα στον κόσμο, οι δημοσιογράφοι, τα μέλη του Κόμματος (τουλάχιστον εκείνη την εποχή, δεν ξέρω σήμερα, αν και το χούι φαντάζομαι μένει) και οι ομαδάρχες του Κατηχητικού μοιάζουν ακριβώς στο ότι έχουν άποψη για τα πάντα· ακόμα και για εκείνα που δεν υπάρχουν. Στη σχετική αντιπαράθεση που ακολούθησε (όχι πάντα πολύ κόσμια) η συντρόφισσα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να δικαιώσει το φίλο μου, εκφράζοντας αυτοστιγμεί άποψη επί διαφόρων αλλοπρόσαλων θεμάτων που της πέταγε εν είδει προκλήσεως. Μέχρι που πάνω στη σύγχιση κάποτε τη ρώτησε την άποψή της (ή ίσως του Κόμματος) για την ποίηση του Καβάφη. Αν και δεν είναι βέβαιο ότι κάποια ολομέλεια της Κ.Ε. ή έστω κανένα άρθρο στην προδικτατορική Επιθεώρηση Τέχνης έχει αποφανθεί με τρόπο τελεσίδικο επί του ζητήματος της ποίησης του Καβάφη, η κοπέλα δεν κώλωσε να απαντήσει:
- Ε, όλοι αυτοί τώρα, δεν είναι και παράδειγμα για την αγωνιζόμενη νεολαία.
- Ποιοι όλοι αυτοί;
- Ε, αυτοί... Ο Καβάφης, ο άλλος ο Καρυωτάκης... Όλο απελπισία και μαυρίλα και αυτοκτονούνε στο τέλος. Ενώ η επαναστατική ποίηση... Ο Βάρναλης, ο Ρίτσος...
Ο Σπύρος τη διέκοψε για να της πει ότι αφενός η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει σχέση – καμμία σχέση όμως – με αυτήν του Καβάφη, κι αφετέρου ότι ο τελευταίος σαφώς δεν αυτοκτόνησε.
- Μπα, όλοι αυτοί ίδιοι είναι.
Κάπου εκεί μας φώναξαν για εργαστήριο και η συζήτηση έμεινε μετέωρη. Για καιρό σχολιάζαμε με το Σπύρο την κουβέντα ως υποδειγματική ασχετοσύνη· πολλοί άνθρωποι που δεν κατέχουν επαρκώς ένα ζήτημα τείνουν συχνά να φέρουν την κουβέντα σε κάτι άλλο που θεωρούν παρεμφερές και το κατέχουν καλύτερα (σαν το ανέκδοτο με τον Τοτό που πρέπει να γράψει μια έκθεση για το μυρμήγκι αλλα κάπως το φέρνει πάντα και λέει για τον ελέφαντα). Αλλά αυτό είναι ανθρώπινο και υπάρχουν πολλά ελαφρυντικά· αυτό που πραγματικά είναι αστείο είναι να μπλέκεις το μυρμήγκι και τον ελέφαντα σε ένα και μόνο ζώο, ένα μυρμηγκελέφαντα, και μάλιστα να επιμένεις με ένα «ε, όλοι αυτοί» ακόμα κι όταν επισημανθεί το άτοπον της σύγκρισης.
Αν έχει κανείς κέφι μπορεί να βγάλει διάφορες χιουμοριστικές σελίδες από κάτι τέτοιες συγχίσεις: ο Κούντερα στην «Αθανασία» αν θυμάμαι καλά βάζει μια καρικατούρα Ναπολέοντα να συναντάει κάποια στιγμή τον Γκαίτε, τον οποίον όμως κάπως εκλαμβάνει ως Σίλλερ. Το αποτέλεσμα είναι ένας σπαρταριστός διάλογος όπου ο Μέγας φέρνει την κουβέντα στο θέατρο, είδος που δεν θεραπεύει ο Γκαίτε (αλλά τιμά ιδιατέρως ο Σίλλερ) και τελικά ο ποιητής μετατρέπεται ακουσίως σε έναν Σιλλγκαίτε, μια επίσης καρικατούρα πριν ο Κούντερα τον μαζέψει από τη σκηνή για να τον απαλλάξει λίγο αργότερα από την ενοχλητική παρουσία της Μπεττίνας Μπρεντάνο.
Και ο Μπορχεσάμπατος, από τη wikipedia.
Για χρόνια πίστευα ότι τέτοιες συγχίσεις μπορούν να λάβουν χώρα μόνο σε αχαλίνωτες λογοτεχνικές φαντασιώσεις, μέχρι που συνειδητοποίησα πάλι με μια λογοτεχνική αφορμή ότι μια χαρά συμβαίνουν και στην πραγματικότητα. Μιλάγαμε με ένα φίλο προ ετών κάπου στην παραλία του Κάμπου στην Ικαρία, ο οποίος πρόσεξε ότι διάβαζα ένα βιβλίο του Ερνέστο Σάμπατο (όχι ακριβώς ο ορισμός του βιβλίου παραλίας, αλλά δε βαριέσαι...) και άρχισε να με ρωτάει πώς μου φαίνεται και τι λέει κλπ. Πάνω στην κουβέντα μου πέταξε ένα «βέβαια τόσα χρόνια που είχαν χούντα εκεί κάτω, ο τύπος θα μπορούσε να έχει πει και καμιά κουβέντα». Απόρησα κάπως, διότι αν και δεν γνωρίζω επακριβώς τα της Αργεντινής, ο Σάμπατο ήταν γνωστός αριστερός και μετά την πτώση της χούντας στην Αργεντινή είχε πάρει μέρος σε διάφορες επιτροπές για τους εξαφανισμένους στα πλαίσια της δημοκρατικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Ο φίλος επέμενε ότι ο Σάμπατο έκανε την πάπια επί χούντας δίνοντας περισσότερες λεπτομέρειες, μέχρι που αντελήφθην από την περιγραφή ότι δεν μίλαγε ακριβώς για το Σάμπατο αλλά για τον Μπόρχες (που ομολογουμένως λόγω βαθύτατου συντηρητισμού και αντιπερονισμού είχε τηρήσει αιδήμονα σιγή τον καιρό της αργεντίνικης χούντας, χώρια μια φωτογραφία του με τον Πινοσέτ που δεν τον τιμά καθόλου), ή ίσως για έναν Μπορχεσάμπατο με στοιχεία και από τους δύο. Στην επισήμανσή μου περί της πιθανότητας να συγχέει τους δύο (ριζικά διαφορετικούς) αργεντινούς συγγραφείς ο φίλος διαρρύγνυε τα ιμάτιά του περί του αντιθέτου. Στο τέλος πάντως δεν άντεξε και το πέταξε:
- Ε, Μπόρχες, Σάμπατο, λεπτομέρειες... Όλοι αυτοί...
Τώρα που τα γράφω αυτά σκέφτομαι ότι ίσως φταίει το επιστημονικό-ερευνητικό μου υπόβαθρο που έχω αναπτύξει μια έκδηλη απαρέσκεια προς τις γενικεύσεις και μια εμμονή με τις εν λόγω «λεπτομέρειες». Όχι ότι στην επιστήμη δεν υπάρχουν γενικεύσεις· κάθε άλλο. Αλλά η φύση της δουλειάς μας είναι τέτοια που μας εξαναγκάζει στην ακριβολογία και στα κείμενα που γράφουμε οφείλουμε να αποφεύγουμε όσο γίνεται διατυπώσεις «στο περίπου». Κάθε τι πρέπει να αιτιολογείται με παραπομπή στα δεδομένα ή στη βιβλιογραφία και κάθε υπόθεση πρέπει να είναι ελέγξιμη (άλλως πως διαψεύσιμη) μέσω της ανάλυσης των δεδομένων. Αυτό προϋποθέτει αυστηρό, κατά δύναμιν, έλεγχο των πηγών. Στους καιρούς του διαδικτύου αυτό είναι τεχνικώς πιο εύκολο, αλλά λόγω του ωκεανού της άχρηστης (και συχνά ανακριβούς) πληροφορίας που ανευρίσκεται εκεί, η αξιοπιστία είναι ένα μεγάλο ζητούμενο. Έτσι, ενίοτε δεν γλυτώνει κανείς από συγχίσεις και τερατογενέσεις, που μάλιστα μπορεί να διασπαρούν ως επιδημίες μέσω «κοινωνικής δικτύωσης».
Για παράδειγμα, σε μια προεκλογική περίοδο πριν κάνα-δυο χρόνια κουβεντιάζαμε πολιτικά με μια φίλη· κάποια στιγμή μου ανέφερε (απαξιωτικά) μια «δήλωση» κάποιου από τη Δημοκρατική Αριστερά που φαινόταν να στάζει χολή για την Αριστερά εν γένει. Απόρησα κάπως, διότι δε μου κόλλαγε, κι επειδή κάτι μου θύμισε ρώτησα μήπως δεν ήταν από τη Δημοκρατική Αριστερά (του Κουβέλη) και ήταν από τη Δημοκρατική Συμμαχία (της Μπακογιάννη). Η φίλη προβληματίστηκε λίγο, αλλά είπε ότι το είχε δει στο ίντερνετ και ήταν σίγουρη. Επειδή το διαδίκτυο είναι αστείρευτη πηγή ανακριβειών επέμεινα κι εγώ κι άρχισα να το ψάχνω (πού αλλού, στο διαδίκτυο...).
Βρήκα την επίμαχη δήλωση στην πρωτότυπη μορφή της. Η φίλη μου δεν είχε δίκιο, ούτε κι εγώ μάλλον (αν και έπεσα μέσα κατά 50%) καθώς το χολερικό για την Αριστερά εν γένει σχόλιο είχε γίνει από γνωστό δημοσιογράφο, μέλος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας (που στις εκλογές κατέβαινε αντάμα με τη Δράση του Μάνου). Σε κάποια μπλογκ ωστόσο είχε αναπαραχθεί ως δήλωση «στελέχους της Δημοκρατική Συμμαχίας της Ντόρας» - προφανώς οι εν λόγω ιστολογούντες αγνοούσαν την ύπαρξη της ΦΣ και τη χρέωσαν στον πιο κοντινό ονοματολογικά (και ιδεολογικά ίσως) χώρο. Έτσι η Συμμαχία από Φιλελεύθερη μετετράπη σε Δημοκρατική και η Δημοκρατική από Συμμαχία μεταβλήθηκε σε Αριστερά στο κεφάλι της φίλης μου (που εκτός από την ύπαρξη της ΦΣ μάλλον αγνοούσε και το ακριβές όνομα του κόμματος της Ντόρας, αλλά μικρό το κακό διότι αυτή η πληροφορία αγνοείται γενικά έκτοτε).
Της εξήγησα τη διαδρομή της παρεξήγησης σε μεταγενέστερη συνάντηση, δυο εκλογές αργότερα. Με άκουσε με προσοχή, αλλά δεν ίδρωσε το αυτί της και πολύ – ο Κουβέλης συμμετείχε στην ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στήριζε η Ντόρα. Και η φίλη με αποστόμωσε με το γνωστό «έλα μωρέ, όλοι αυτοί... τι Δημοκρατική Συμμαχία, τι Δημοκρατική Αριστερά, αυτοί είναι ικανοί για όλα». Τότε ψευτοθύμωσα, αλλά εσχάτως με αυτά που βλέπω στην πολιτική σκηνή με έχουν ζώσει τα φίδια. Λες να ήταν ο Καβάφης πεσιμιστής κι ο Καρυωτάκης ομοφυλόφιλος; Μήπως όντως έγραφε θέατρο ο Γκαίτε; Μήπως ο Σάμπατο ήταν το άλλο πρόσωπο του Μπόρχες;
Αλλά δε βαριέσαι, όλοι αυτοί οι ποιητές κι οι λογοτέχνες ίδιοι είναι.
Ευτυχώς που εμείς οι επιστήμονες έχουμε τους μυρμηγκελέφαντές μας να πορευόμαστε ατάραχοι.
Σ.Σ. Για να είμαστε δίκαιοι, ο Σίλλερ και ο Γκαίτε είχαν πολύ στενή προσωπική σχέση. Ο Καβάφης πάλι μάλλον δεν έκανε παρέα με Καρυωτάκηδες, αλλά έχουν γραφτεί εργασίες για τις Καβαφικές επιδράσεις στον ύστερο Καρυωτάκη. Όσο για τον Μπόρχες και το Σάμπατο, είχαν τσακωθεί (για τα πολιτικά) αρκετά, αλλά έχει βγει και βιβλίο με τους διαλόγους τους.
Τα χρόνια περνάνε και ο ορισμός της κατά Αριστοτέλη εντελέχειας μάλλον θαμπώνει στο μυαλό μου πια. Όσο για την ενδελέχεια, αυτή τείνει να γίνει συγκρότημα ελληνόφωνης ροκ, αλλά παλιότερα στο φόρουμ «Λεξιλογία» υπήρχε μια σχετική συζήτηση.
Σχετικά με την ακρίβεια στην επιστήμη (στον υπερθετικό) είχα αναρτήσει παλιότερα ένα κείμενο του ... Μπόρχες, εδώ.
Ο Σπύρος, καλή του ώρα, μετανάστευσε στη Λατινική Αμερική σε μια εποχή που ήταν αρκετά ασυνήθιστο να μεταναστεύει κανείς, πριν πολλά χρόνια. Έχω χάσει τα ίχνη του έκτοτε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)