ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/11/13

Uma dúzia

Η ατμομηχανή-φουφού εκτός λειτουργίας (καθότι άνοιξη όταν τραβήχτηκε η φωτό). Οέιρας, Πορτογαλία, Απρίλιος 2011.

Τελευταία έβαλε λίγο κρυάκι. Ρώτησα το διαχειριστή πότε περίπου θα ανάψουν τα καλοριφέρ. Με κοίταξε παραξενεμένος· προφανώς κάτι του θύμιζε η λέξη «καλοριφέρ» αλλά αυτό το κάτι ήταν μακρινό και ξεχασμένο, ολότελα αταίριαστο ίσως για τους καιρούς που ζούμε. Μου διευκρίνισε ότι αν η θερμοκρασία δεν πέσει σε μονοψήφιο νούμερο δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνουμε σπατάλες. Κούνησα το κεφάλι με κατανόηση, και δεν μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω αν η μονοψήφια θερμοκρασία θα είναι για έξω από το σπίτι ή για μέσα.

Έχοντας την εμπειρία της Λισσαβώνας όπου η κεντρική θέρμανση δεν έχει εφευρεθεί ακόμα και είναι εισέτι ασύλληπτη έννοια στο μυαλό των περισσοτέρων, και έχοντας επιπλέον περάσει παιδική ηλικία σε σπίτι με μόνη πηγή θέρμανσης μια σόμπα πετρελαίου όχι και φοβερά αποδοτική, είμαι αρκετά σκληραγωγημένος. Καλού κακού πάντως είπα να εξετάσω κάποιες εναλλακτικές, καθότι πλέον στην ηλικία μου με πιάνουν κάτι πόνοι στα κόκκαλα μόλις σφίξουν τα κρύα που δεν παλεύονται και πολύ. Αν προσθέσουμε και τη δισκοκήλη που μου υπενθυμίζει την ύπαρξή της κάθε τόσο, ιδιαίτερα στα κρύα, έχουμε μια σχεδόν πλήρη εικόνα.

Ανασκάλεψα την αποθήκη για να εντοπίσω το ηλεκτρικό καλοριφέρ που οι ιδιοκτήτες μου είχαν υποδείξει ότι υπάρχει. Εντόπισα παράλληλα και ένα τυλιγμένο χαλί που σκέφτηκα ότι θα βοηθούσε κάπως. Βέβαια για να στρώσω το χαλί καλό θα ήταν να καθαρίσω κάπως το πάτωμα πρώτα, κάτι που ομολογουμένως δεν κάνω σε ιδιαίτερα τακτική βάση. Ανασκαλεύοντας εντόπισα και μια ηλεκτρική σκούπα, οπότε σκέφτηκα ότι μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Έβαλα μπρος τη σκούπα και περιμάζεψα το χώρο ανάμεσα στους καναπέδες, μπροστά στο αιωνίως σβηστό τζάκι (οι ιδιοκτήτες με προειδοποίησαν ότι είναι διακοσμητικό και μόνον). Μετά από λίγο ηλεκτρικό σκούπισμα παρατήρησα ότι η διαφορά με το ασκούπιστο ήταν οφθαλμοφανής, οπότε άρχισα να επεκτείνω τη σκουπισμένη περιοχή προς το γραφείο και την κουζίνα.

Ωραία τα μεγάλα σπίτια (ειδικά των αλλωνών) αλλά όχι και πολύ βολικά στο καθάρισμα: δεν τελειώνει ποτέ. Δυο ώρες αργότερα ακόμα πάσχιζα να συμμαζέψω, πότε με την ηλεκτρική και πότε χειροκίνητα, χώρια ένα τμηματικό (αναγκαστικά, μέχρι να στεγνώσει κατά τόπους) σφουγγάρισμα. Με τα πολλά κατάφερα να ολοκληρώσω όλο το σύμπλεγμα σαλόνι-τραπεζαρία-κουζίνα, αφού προηγουμένως κόντεψα να διαλύσω ό,τι είχε απομείνει στη θέση του από τη σπονδυλική μου στήλη. Έβαλα πλυντήριο, έστρωσα το χαλάκι (που τελικά δεν πιάνει και τόσο χώρο, εδώ που τα λέμε) μπροστά στον καναπέ, έσπρωξα το καλοριφεράκι δίπλα στο γραφείο και το άναψα. «Επιτέλους», σκέφτηκα, «θα ζεσταθεί το κοκκαλάκι μας», ενώ παράλληλα επιθεωρούσα το απαστράπτον σαλονάκι.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα απάστραπτε μόνο το φωτάκι του πλυντηρίου, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Μια ακόμα πορτογαλέζικη ανάμνηση με πλημμύρισε, κι έτσι πήγα κατευθείαν στον ηλεκτρικό πίνακα που υπέθεσα (ορθώς) ότι ήταν η αφορμή του κακού. Σήκωσα τις πεσμένες ασφάλειες που σε δευτερόλεπτα ξανάπεσαν (όχι ο γενικός πάντως, εξ ου και το πλυντήριο συνέχιζε να λειτουργεί). Με έναν αναστεναγμό πήγα και έκλεισα τους διακόπτες του καλοριφέρ και στη συνέχεια ξανασήκωσα τις πεσμένες ασφάλειες. Αυτή τη φορά στάθηκαν στο ύψος τους. Έκανα μερικές δοκιμές εδώ κι εκεί· σε μια πλήρη σχεδόν υπενθύμιση της ζωής στη Πορτογαλία συνειδητοποίησα ότι αν θέλεις να έχεις αναμμένο το ηλεκτρικό καλοριφέρ δεν πρέπει να έχεις τίποτα άλλο αναμμένο: ούτε κουζίνα, ούτε πλυντήριο, ούτε – θεός φυλάξοι – πλυντήριο πιάτων. Το πολύ κανένα φωτάκι και το λάπτοπ.

Έμεινα λίγο να χαζεύω το εν λόγω λάπτοπ χουχουλιάζοντας μέσα στο φλις όταν από την οθόνη ξεπήδησε ένα μηνυματάκι από κάτι συναδέλφους να πάμε για κάνα κρασί. Ποτέ δε λέω όχι στο καλό κρασί, οπότε έσβησα οριστικά το θερμαντικό σώμα, έκανα ένα θερμαντικότερο μπανάκι, ντύθηκα και βγήκα αρματωμένος στο κρύο νυχτερινό Ηράκλειο. Φάγαμε και ήπιαμε και γελάσαμε σε ένα καινούργιο μαγαζί από τα υποτίθεται ψαγμένα, με αυθεντικό sommelier να προτείνει ετικέτες και να κάνει σχόλια (εντάξει, γνωστός ήτανε). «Νιώθεις το άρωμα από ψημένο κάστανο όπως έρχεται πίσω από το καπνιστό;». Οι συνδαιτημόνες το ένιωθαν κατά δήλωσίν τους, εμένα πάλι μου μύριζε μάλλον απλό κρασί, αλλά μια και είπε κάστανο μου ήρθε μια ακόμα πορτογαλέζικη ανάμνηση:

Έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό του Οέιρας, μπροστά στην πιάτσα των ταξί, υπήρχε μια ατμομηχανή-μινιατούρα που έκρυβε μέσα της μια φουφού. Τα βράδια μια γριούλα (ή τέλος πάντων μια μεγάλη γυναίκα) έψηνε κάστανα στη φουφού, ένα ευρώ η εξάδα, δύο ευρώ η ντουζίνα. Κάποια κρύα βράδια που έφευγα από το Ινστιτούτο φορτωμένος και παγωμένος και βαριόμουνα να σκαρφαλώσω σπίτι με τα πόδια, επέλεγα να κατηφορίσω προς το σταθμό. Δεν ήξερα πώς λένε το «μισή ντουζίνα» στα πορτογαλικά (δηλαδή ήξερα, αλλά το ξέχναγα κάθε φορά) οπότε ζήταγα μία ντουζίνα, δώδεκα ωραιότατα καλοψημένα ζεστά κάστανα, τυλιγμένα σε χωνάκι από εφημερίδα. Χάζευα τους επιβάτες των τραίνων που έβγαιναν με φόρα κι εξαφανίζονταν στην κρύα νύχτα, κι όταν βαριόμουνα τσίμπαγα ένα ταξί από την πιάτσα λέγοντας απλώς τη διεύθυνσή μου με όσο πιο πορτογαλική προφορά γινόταν και ακούγοντας το ποδόσφαιρο που εννιά στις δέκα φορές θα άκουγε ο ταξιτζής από το ραδιόφωνο (μία στις δέκα θα άκουγε το σταθμό Amalia που έπαιζε αποκλειστικά φάδο).

Ύστερα θα έφτανα στα σπίτι με τα μισά περίπου κάστανα ακέραια (τα άλλα μισά τα μασούλαγα δρόμο-δρόμο) να μου κρατάνε συντροφιά μέχρι να ανάψω το ηλεκτρικό καλοριφέρ και το λάπτοπ με το σκάιπ για να με κρατάει σε επαφή με τα αγαπημένα πρόσωπα. Μπορεί και να άνοιγα κανένα μπουκάλι κόκκινο κρασί του Αλεντέζου, που θα αποκτούσε βέβαια οπωσδήποτε μια επίγευση κάστανο καθώς θα μου ξέπλενε το στόμα, ακόμα κι αν δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα στην οινοποίησή του.

Αδειάσαμε τα ποτήρια μας και δραπετεύσαμε πάνω στην ώρα που οι μουσικοί του μαγαζιού σταμάτησαν την εντεχνίλα που έπαιζαν ως τότε και το ρίξανε στον Παντελίδη, ενώ η διπλανή παρέα εορταζόντων αντήλασσε γαρύφαλλα (που δεν ήταν ντεκόρ του μαγαζιού, τα είχαν φέρει επιτούτου για την περίσταση). Τριγυρίσαμε λίγο στους δρόμους, αλλά κάτι οι πόνοι στη μέση που δε με άφηναν, κάτι που γερνάω και δεν είμαι πλέον για πολλά πολλά, παράτησα τους φίλους σε ένα μπαράκι και συνέχισα για το σπίτι.

Mύριζε παρκετίνη. Άνοιξα το ηλεκτρικό σώμα και το ξανάσβησα, άνοιξα το λαπτοπ και το έσβησα κι αυτό. Σηκώθηκα με κόπο για να συρθώ προς το κρεβάτι· πρόσεξα με μια στιγμιαία ικανοποίηση ότι το πάτωμα ήταν καθαρό και γιαλισμένο και το σπίτι έμοιαζε περιποιημένο και έτοιμο να δεχτεί κόσμο. Σκέφτηκα ότι μια από αυτές τις μέρες πρέπει να ξαναφωνάξω φίλους να δούμε καμμιά ταινία.

Ύστερα αποκοιμήθηκα κι ονειρεύτηκα κάτι με μυρωδιά παρκετίνης και γεύση από ψημένο κάστανο.

24/11/13

Bairrismo

- Το έγκλημα στο Ρίο είναι πιο βίαιο!
- Το έγκλημα στο Μαγκέ είναι πιο οργανωμένο!
(Γραφικό Βραζιλιάνικο σχόλιο επί του bairrismo για να μπαίνουμε στο νόημα.)


Τον όρο τον πρωτοσυνάντησα σ’ ένα βιβλίο που περιγράφει την Πορτογαλία, τη χώρα και τους ανθρώπους της, με τη ματιά ενός ξένου. Ωστόσο η έννοια δεν μου ήταν άγνωστη, καθόλου. Bairro (το διπλό r προφέρεται σαν γ στα πορτογαλικά) σημαίνει περίπου «γειτονιά». Μονολεκτική απόδοση για τον όρο δεν μπόρεσα να σκεφτώ στα ελληνικά, ωστόσο νομίζω ότι στα αγγλικά η ανάλογη λέξη είναι «parochialism», από τη λέξη parish που σημαίνει αν δεν κάνω λάθος ό,τι και το ελληνικό «ενορία». Νομίζω ότι και στις δύο γλώσσες οι αντίστοιχοι όροι εκφράζουν το ίδιο πράγμα: την αντίληψη των πραγμάτων μέσα από ένα στενό τοπικό πρίσμα, χωρίς καμμία αναφορά η αίσθηση της ολότητας, αυτού που λένε εσχάτως αγγλιστί “big picture”. Πιο γενικά, την κάπως «μυωπική» προσκόλληση με ορισμένες μόνο κοντινές όψεις ενός ζητήματος έναντι της αντίληψής του μέσα στην ευρύτερη κατάσταση, στο «συγκείμενο» (αγγλιστί context).

Αλλά το ότι δεν έχουμε επακριβώς αντίστοιχη λέξη δεν μας κάνει και ιδιαιτέρως απρόσβλητους ως Έλληνες από την αντίστοιχη ασθένεια. Αν και πάντα πολλοί συμπατριώτες πιστεύουν ενδομύχως ότι είμαστε στο κέντρο του κόσμου (από όπου προκύπτει και η ταξινόμηση των υπολοίπων σε «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» λες και δεν έχουν άλλους λόγους να διαφωνούν μεταξύ τους οι απέξω), τα τελευταία χρόνια που όντως έχουμε βρεθεί στο κέντρο του κόσμου (από πλευράς οικονομικής κρίσης, κυρίως) φοβούμαι ότι δεν έχουμε γίνει και πολύ σοφότεροι, καθώς εν πολλοίς τείνουμε να βλέπουμε μόνο την όψη εκείνη των πραγμάτων που (νομίζουμε ότι) μας αφορά άμεσα και ενίοτε αγνοούμε εντελώς τη γενική εικόνα. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, αυτή η bairrismo αντίληψη δεν αφορά μόνο μια μερίδα του πολιτικού φάσματος ή μια κοινωνικο-οικονομική τάξη, καθώς διαπερνά εγκάρσια διαφορετικά στρώματα και κοσμοαντιλήψεις.

Σε αυτό βέβαια συντελεί εν πολλοίς και η προβληματική εν πολλοίς παιδεία μας· και δεν εννοώ μόνο την εκπαίδευση ή ακόμα και την παθογένεια των ΜΜΕ που (μεταξύ πολλών άλλων κακών) εστιάζουν αφόρητα στη μικροκλίμακα. Η παιδεία βέβαια δεν είναι προνόμιο της «πλέμπας» αλλά χαρακτηριστικό μιας ορισμένης ελίτ (επικαλυπτόμενης, αν και όχι εντελώς ταυτισμένης με τα ανώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα). Παλαιότερα νόμιζα ότι ενδεχομένως τα πιο «ανοιχτόμυαλα» και εξωστρεφή τμήματα της εν λόγω ελίτ πιθανώς θα ήταν λιγότερο ευεπίφορα στη διανοητική ευκολία που αντιπροσωπεύει ο όρος bairrismo. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια τείνω να πειστώ ότι αυτό δεν ισχύει και τόσο.

Βλέπετε, ενώ δεν είχα ποτέ καμμιά ιδιαίτερη απαίτηση από τους ανθρώπους του μεροκάματου, τις νοικοκυρές ή τους αποφοίτους των ΙΕΚ να σκέφτονται με κάποια ιδιαίτερη ευρύτητα (χωρίς να λείπουν οι ευχάριστες εκπλήξεις), είχα πάντα την προσδοκία ότι οι άνθρωποι οι σπουδαγμένοι και ταξιδεμένοι πάνω από το μέσο όρο θα ήταν επίσης πάνω από το μέσο όρο ικανοί να συλλάβουν έννοιες και να αναλύσουν φαινόμενα με ευρύτητα. Να διευκρινίσω ότι αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε οι απόψεις τους να συμφωνούν με τις δικές μου, είτε γενικότερα είτε στο πιο ειδικό ζήτημα που ετίθετο κάθε φορά. Η προσδοκία μου πάντως ήταν ότι οι εν λόγω σπουδαγμένοι και ταξιδεμένοι (είδος που γενικά δεν σπανίζει, υποτίθεται, στους ακαδημαϊκούς χώρους που περνάω τις μέρες μου) θα μπορούσαν να αποφύγουν την παγίδα του bairrismo και να αναδείξουν σφαιρικότερα τα ζητήματα, ακόμα και διαφωνώντας.

Γέρασα με την προσδοκία κι ακόμα περιμένω. Όχι γιατί δεν έτυχε να συναντήσω κόσμο σπάνιας αντίληψης και ευρύτητας πνεύματος όλα αυτά τα χρόνια (καθώς είχα την τύχη να συναναστραφώ ανθρώπους που με βοήθησαν να διευρύνω τους ορίζοντές μου και να τους ορίσω ως συντεταγμένες μιας διανοητικής πορείας, ακόμα και ως αντιπαραδείγματα ενίοτε), αλλά γιατί αυτές οι συναντήσεις με έπεισαν ότι εν τέλει το είδος αυτό της «πλατιάς» αντίληψης είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα ιδιοσυγκρασίας μάλλον παρά βαθμού μόρφωσης ή συσσωρευμένων μιλίων σε αεροπλάνα. Φυσικά δεν εννοώ ότι οι άνθρωποι «γεννιούνται» με bairrismo ή όχι (αν και εύκολα μπορεί κανείς να αποδώσει την ιδιότητα σε ευρύτερα σύνολα, π.χ. λαούς ή τοπικές κοινωνίες), αλλά – νομίζω – ότι αυτό που συμβαίνει είναι ότι το πόσο καλά συλλαμβάνει κανείς την «ολότητα» ενός θέματος αντί για το ελάχιστο που άμεσα τον ακουμπάει εξαρτάται από το πώς έχει διαμορφωθεί ο νους σε μια φάση ζωής ΠΡΙΝ ακόμα συσσωρευθούν τα πτυχία, τα διδακτορικά και τα μίλια.

Προφανώς δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι και δεν είναι όλες οι κοινωνίες ίδιες. Αν και σιχαίνομαι τις αφαιρέσεις εκείνες που σουρουμπελιάζουν τις ιδιομορφίες ενός συνόλου κάτω από μια γενική ταμπέλα που υποτίθεται το χαρακτηρίζει (π.χ. οι Πορτογάλοι, οι Ολλανδοί, οι Κρητικοί, οι Παοκτζήδες κλπ.) σκέφτομαι ότι οι «Έλληνες» – ή τουλάχιστον όσοι μεγαλώσαμε στην Ελλάδα – υφιστάμεθα εξ απαλών ονύχων ένα είδος διαρκούς εκπαίδευσης στο bairrismo (κάτι η τρισχιλιετής ιστορία και το έθνος ανάδελφον, κάτι μια ορισμένη διαρκής αυτοαναφορικότητα, κάτι μια οκνηρία που μας διακατέχει, πνευματικά κυρίως), από οικογένειες και σχολεία, από εφημερίδες και ΜΜΕ επιπέδου δαπέδου, από πνευματικούς ταγούς μηδαμινού βεληνεκούς και εσχάτως από τα social media που αποθεώνουν το ελάσσον και το επιμέρους – άλλωστε πόσο σε βάθος να πας σε ένα status update που να χωράει και στο Τουίτερ;

Κι έπειτα από αυτή την εκπαίδευση, φεύγεις να κάνεις τις σπουδές σου και τα διδακτορικά σου και τα ποσντόκια σου στα καλύτερα campus, γεμίζεις την κάρτα σου με μίλια ταξιδεύοντας σε συνέδρια και μετεκπαιδεύσεις και Erasmus και visiting appointments, και συναντάς Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους κι ένα σωρό άλλους, νταλαβερίζεσαι και γκομενίζεις μαζί τους ενίοτε, κι έπειτα γυρνάς πλήρης εμπειριών και παραστάσεων και αποκαλύπτεσαι ακριβώς ο ίδιος, με την ίδια στενομυαλιά που σου σμίλεψαν τα μικράτα σου και οι δρόμοι της γενέθλιας πόλης σου, την ίδια αδυναμία να καταλάβεις οτιδήποτε υπερβαίνει τις άμεσες παραστάσεις σου, να συσχετίσεις ας πούμε τη φτώχεια που βλέπεις γύρω σου με τις συνθήκες που τη δημιούργησαν, την εμφάνιση κρουσμάτων τροπικών ασθενειών με την αλλαγή του κλίματος, την άφιξη του πλήθους των «παρατύπως εισελθόντων αλλοδαπών» στις παραλίες του καλοκαιριού σου με τους πολέμους που βλέπεις καμιά φορά στην τηλεόραση ή έχει πάρει το αυτί σου ότι υπάρχουν.

Ή όπως θα έλεγε ο Καββαδίας, όλο τον κόσμο γύρισες και τίποτα δεν είδες.


Σ.Σ. Η συγκεκριμένη ανάρτηση ξεκίνησε να γράφεται πριν κάνα χρόνο στη Λισσαβώνα και εγκαταλείφθηκε γρήγορα γιατί το θέμα της μάλλον ξεπερνά τη διάθεσή μου να σκεφτώ πολύ στα σοβαρά. Τελευταία με κάποια αφορμή μου ξαναήρθε στο μυαλό (μαζί με τον στίχο από το «Λύχνος του Αλαδίνου» του Καββαδία) και πάσχισα να την ολοκληρώσω. Όπως συχνά συμβαίνει άλλα ξεκινάς να πεις κι άλλα προκύπτουν στην πορεία, και τώρα που το ξαναδιαβάζω πιο πολλά κενά αφήνει και ασάφειες κι ίσως να μη μπορώ κι εγώ πολύ καλά να εξηγήσω πώς το αντιλαμβάνομαι όλο αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, κουβέντα να γίνεται.

Πάντως η συγκεκριμένη αντίληψη του bairrismo δεν σχετίζεται (αντίθετα μάλιστα) με το αίτημα της τοπικής δράσης που εμπεριέχεται στο παλιό οικολογικό σύνθημα «σκέψου συνολικά, δράσε τοπικά» και ενδεχομένως στον πιο κατάλληλο για τέτοιες χρήσεις όρο localism. Στα ελληνικά πάλι η λέξη «τοπικισμός» που έρχεται στο μυαλό έχει μια αρκετά διαφορετική χροιά, εκφράζει νομίζω κάτι λίγο πιο αρχαϊκό, π.χ. το πως οι Κρητικοί είναι συλλογικά καλύτεροι από, ας πούμε, τους Καριώτες, πράγμα που φυσικά είναι έωλο και αξιοθρήνητο ως αντίληψη, καθότι οι Καριώτες είμεθα ανώτεροι όλων όπως όλοι ξέρουν.

Εντάξει, αστειεύομαι σύντεκνοι, αφήστε κάτω τα άρματα τώρα.



Κι ένα σουρεαλιστικό βιντεάκι (προσέξτε το μονόφθαλμο Χάρη Κατσιμίχα) σε ένα από τα λίγα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου σε στίχους Καββαδία που μου κάθεται καλά στο αυτί.

20/11/13

«...λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν...» (Ισίδωρος Ζουργός)

[...] Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά το θάνατο ενός ζευγαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέγραψε κανείς, ο κώδικάς τους ο ιδιωτικός, ο ερμητικός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ’ τα υγρά του έρωτα καθώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προσωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ’ αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο. [...]

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια

Σ.Σ. Μια εξαιρετική παράγραφος σε ένα κατά τα λοιπά μέτριο αφήγημα.