ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


27/5/12

Τεμέτερον

Ο Βυζαντινός Ναός της Ύπατης Σοφίας του Ένσαρκου Λόγου του Θεού, κοινώς Αγιά Σοφιά, στην Κωσταντινούπολη ή ενδεχομένως Ισταμπούλ, με τους τέσσερις μιναρέδες, ορισμένους εκ των οποίων προσέθεσε ο Σινάν, κτήμα ες αει και στοιχείο προβληματισμού για νεαρούς με καταγωγή από όλα τα βιλαέτια και τα μιλαέτια στη μακρινή Λισσαβώνα. «Τεμέτερον» ή αλλότριον;

Τα απογεύματα της Παρασκευής η νεολαία του ινστιτούτου όπου εργάζομαι οργανώνει ένα είδος χαλαρής μπυροποσίας μετά τις έξι. Ενίοτε συμμετέχει και ο πεφωτισμένος διευθυντής μας σε αυτό το κοινωνικό event, και οι εξίσου πεφωτισμένοι ερευνητές ακολουθούν μαζικά και γίνεται μια χαλαρή επιστημονικο-κοινωνική κουβεντούλα. Άλλες φορές βέβαια ο διευθυντής είναι απασχολημένος με άλλα πράγματα, οπότε τότε κατά κανόνα οι ερευνητές πάνε σπίτια τους τρέχοντας και μένει η φοιτητιώσα νεολαία και μερικοί ξέμπαρκοι ποσντόκοι που δεν τους περιμένει η οικογένεια σπίτι (π.χ. κάτι Έλληνες στην αλλοδαπή), να δοκιμάζουν πορτογαλικές ελαφριές μπύρες, φυστίκια αράπικα, δωρεάν τσιπς και ενίοτε χοτ-ντογκ ή άλλες μορφές junk-food.

- Vromiko, λέει ο Οζ, καθώς τσουγκρίζουμε τις μπύρες μας λίγο πριν αρχίσω να μασουλάω το χοτ-ντογκ.

Ρωτάω πού έμαθε τα ελληνικά του. «Στην Ισταμπούλ», λέει, και μετά διορθώνει «Κονσταντινόπλ». Του εξηγώ ότι δεν χρειάζεται διόρθωση καθότι δεν πρόκειται να παρεξηγήσω τη διαφορά στο όνομα της Πόλης, μια και ο άνθρωπος είναι Τούρκος, ο ένας από τους πέντε εν συνόλω τουρκικής καταγωγής φοιτητές που εκπονούν τη διατριβή τους στο ινστιτούτο. Ή μάλλον τέσσερις, καθώς ο πέμπτος είναι τύποις Βούλγαρος, αλλά από την τουρκική μειονότητα της γείτονος. Ρωτάω αν κατάγεται από την «Ισταμπούλ» και μου εξηγεί ότι σπούδασε εκεί, αλλά κατάγεται από την Τραμπζόν (δηλαδή την Τραπεζούντα, αλλά συνεννοούμαστε, είπαμε). Είναι το πολύ εικοσιπέντε χρονών, με άκρως νεανικό στυλάκι, σκουλαρίκια, αλλά και με κάμποσες παράδοξα λευκές τρίχες στα μαλλιά. «Και ξέρεις», λέει, «η γιαγιά μου είναι Πόντια».

Αναρωτιέμαι αν εννοεί ότι είναι, ξέρω γω, Λαζοί. Δείχνει κάπως ενοχλημένος. «Όχι, όχι Λαζοί. Πόντια, ελληνίδα». Εντυπωσιάζομαι κάπως, αλλά μου εξηγεί ότι κατάγεται από μια περιοχή που οι (Έλληνες) Πόντιοι κάτοικοι κάποτε είτε εξισλαμίσθηκαν (βιαίως μάλλον) είτε εξέλιπαν οι άνδρες και οι εναπομείνασες γυναίκες για λόγους επιβίωσης εντάχθηκαν στην τουρκική πλειονότητα. Με διαβεβαιώνει ότι η γιαγιά του μιλούσε ποντιακά και καθόλου σχεδόν τούρκικα, και η μάνα του έμαθε τούρκικα στο σχολείο. Ο ίδιος καταλαβαίνει αρκετά ποντιακά (ρωμέικα τα λένε), αλλά οι ομιλητές τους είναι δυο-τρεις χιλιάδες μόνο. Παίζουμε λίγο με τις λέξεις (με το «chέρι» και το «τεμέτερον»), ρωτάει από πού είμαι εγώ, κι αν στην Ικαρία μιλάμε ελληνικά πιο «αρχαία» από τα ποντιακά.

Από όσο ξέρω και τα ποντιακά από την ελληνιστική κοινή κατάγονται, άρα δε νομίζω να είναι πιο «αρχαία» από τα νέα ελληνικά (χώρια που ακόμα και στα πιο παλιά καριώτικα μπορεί να έχουμε μερικές ιωνικές λέξεις να επιβιώνουν, αλλά δεν τα λες και διάλεκτο, μια χαρά συνεννοούνται όλοι με όλους στη σύγχρονη Ελλάδα παρόλες τις διαφορές). Κουβεντιάζουμε για τα κρητικά και αν είναι ξεχωριστή διάλεκτος ή όχι (κατ’ εμέ καθόλου, εκείνος θεωρεί ότι είναι), για Τουρκοκρητικούς και Καραμανλήδες, για την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λωζάννης που έγινε σε θρησκευτική μάλλον παρά γλωσσική βάση. Με εντυπωσιάζει η γνώση της ιστορίας που έχει, και η υποδειγματικά απροκατάληπτη «ανάγνωση» που κάνει (οι λοιποί Τούρκοι που έχω κουβεντιάσει κατά καιρούς, χωρίς να είναι υποχρεωτικά εθνικιστές είναι πάντως αρκετά «κουμπωμένοι» σε σχέση με αυτά τα θέματα).

Μου λέει κάπως χαμηλόφωνα (ίσως για να μην ακούσει μια Τουρκάλα από το δίπλα τραπέζι, αλλά μπορεί και να υπερβάλλω) ότι η γιαγιά του πριν πεθάνει του είπε ότι τον είχε βαφτίσει κρυφά. Η γιαγιά ήτανε κρυπτοχριστιανή. Απόρησα, καθώς νόμιζα ότι μετά το Χατι-σερίφ και το Χατι-χουμαγιούν δεν υπήρχε λόγος να είναι κανείς κρυφά χριστιανός. Πάντως και περιτομή έχει κάνει, κανονικά. Μου λέει γελώντας ότι είναι μίγμα πολλών θρησκευτικών επιρροών, καθώς και η άλλη του γιαγιά βαστάει από Ντονμέδες. Το πορτογαλικό ακροατήριο απορεί τι είναι αυτό το πράγμα, και τους λέω για τον ψευδο-μεσσία Σαμπετάι Σεβή και την (αναγκαστική, μάλλον) μεταστροφή του στο Ισλάμ. Ο Οζ συμπληρώνει μια απόκρυφη ιστορία με ένα περιστέρι που ο εν λόγω Σαμπετάι έκρυψε στα ρούχα του και μετά λέγοντας «θα είμαι μουσουλμάνος για όσο η ψυχή μου είναι στο σώμα μου» το άφησε να φύγει (οπότε το πτηνό παρίστανε την ψυχή του που έφευγε). Η άλλη γιαγιά προερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, από όπου οι εν λόγω Ντονμέδες έφυγαν για την Τουρκία με την ανταλλαγή.

Μιλάμε λίγο ακόμα για θρησκευτικές πεποιθήσεις στη σύγχρονη Τουρκία (με διαβεβαιώνει ότι παρά την επιρροή του κόμματος του Ερντογάν, τα τζαμιά είναι άδεια γενικώς), για την αρχιτεκτονική του Σινάν στα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν (του λεγόμενου Μεγαλοπρεπούς), που ωστόσο αντέγραφε κατά σύστημα την Αγιά-Σοφιά, για τη μαγειρική των Ελλήνων της Πόλης, για σινεμά και μουσική. Ρωτάω πώς βρέθηκε στη Λισσαβώνα και μου εξηγεί ότι όταν έκανε μάστερ στην Πόλη άκουσε σε μια διάλεξη έναν Έλληνα που έχει ένα εργαστήριο εδώ (και πίνει μπύρες δυο τραπέζια παραδίπλα, παρεμπιπτόντως) και πήγε να του μιλήσει εξασκώντας τα λίγα ελληνικά του, ρωτώντας τον (λόγω χαρακτηριστικού επιθέτου) αν είναι Πόντιος. Δεν ήταν, αλλά κουβέντα στην κουβέντα του είπε για το μεταπτυχιακό-διδακτορικό πρόγραμμα του ινστιτούτου και ο μικρός τσίμπησε και βρέθηκε εδώ να εκπονεί μια διατριβή μεταξύ βιολογίας και κοινωνιολογίας (μη ρωτάτε πώς γίνεται αυτό, τίποτα στη βιολογία δεν έχει νόημα παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης).

Ύστερα με ρωτάει αν ξέρω καμμιά συνταγή για να κάνει “mussel-dolma” και ρωτάω τι ακριβώς εννοεί και επεξηγεί μύδια-ντολμάδες, δηλαδή γεμιστά με ρύζι, και δυσκολεύομαι να τον παρακολουθήσω διότι οι μαγειρικές μου γνώσεις περιορίζονται σε ελάχιστους συνδυασμούς, υδαταναθράκων κυρίως, άντε και κάνα αυγουλάκι, αλλά ο Οζ ρίχνει στο τραπέζι διάφορα προχωρημένα μαγειρικά θέματα που αναπτερώνουν το ενδιαφέρον των Πορτογαλίδων του ακροατηρίου μέχρι που κάποιος έρχεται και τον περιμαζεύει να κουβαλήσουν μερικές μπύρες, κι εγώ συνειδητοποιώ ότι κουβέντα στην κουβέντα έχω ήδη χτυπήσει τέσσερις, χώρια τα ολέθρια πατατάκια συν το χοτ-ντογκ που θα με γεμίσουν χοληστερίνη, οπότε χαιρετιόμαστε με ένα Πορτογαλικό «τε ζα» δηλαδή κάτι σαν «τα λέμε» και πάω τρεκλίζοντας ελαφρώς προς το γραφείο.

Αλλά δε νομίζω να χαθούμε.

23/5/12

Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ.



Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.

Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.

Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.

Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.

Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.

Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε Α/Γ ΩΝΙΑ 937.


Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936


Γ. Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)

19/5/12

Στον καφενέ του Καγιαμπή

Στον καφενέ του Καγιαμπή, εμείς κοιτάμε ποιος θα μπει, (ατυχές στιχοπλόκημα της κακιάς ώρας).

Η ιστορία έχει βέβαια παλιώσει, αλλά τη θυμήθηκα σήμερα που ένας φίλος μου καθότανε όλη μέρα και μαστόρευε στο φώτοσοπ και ποστάριζε στο φέισμπουκ μια φωτογραφία πού έδειχνε (υποτίθεται) μια γριά σε ένα μαγαζί με άδεια ράφια στη σοσιαλιστική Κούβα, ενώ πίσω της κρέμονται τα πορτραίτα του Γκεβάρα, του Κάστρο, του Τσάβες και (ελέω φώτοσοπ) του Τσίπρα. Αν και δεν βρίσκω και πολύ διασκεδαστική όλη τη μίρλα των τελευταίων ημερών με τον Τσίπρα ως πρόσωπο (προτιμώ να εστιάζω στις ιδέες των οποίων φορείς είναι και τα πρόσωπα, καθένας με τις αδυναμίες του βέβαια), η συλλογή με τα παραταγμένα πορτραίτα μου θύμισε τον καφενέ του Δημήτρη στο Ηράκλειο, όπου με πολύ διαφορετικές παρέες κατά καιρούς, ανάμεσα σε μυρωδιές φαγητών και ρακής, μέσα σε διαρκή κάπνα και ασυνάρτητο κουβεντολόι, έχω περάσει μερικές πολύ ιδιαίτερες και αξιομνημόνευτες στιγμές.

Η αλήθεια είναι ότι την ανακάλυψη του μαγαζιού τη χρωστάω σε μια φίλη κάπως νεαρής ηλικίας (περιστασιακή θαμώνα, ψευδωνύμως, των ιστοριών του παρόντος ιστολογίου), που με οδήγησε εκεί ένα βράδι του μακρινού πλέον 2007. Όταν πρωτομπήκα, δεν εντυπωσιάστηκα τόσο από την αφίσα του Ψαρογιώργη, ούτε από τον αριστερό τοίχο που ήταν γεμάτος με κάδρα που απεικόνιζαν διάφορους λυράρηδες και βρακοφόρους (στην Κρήτη είμαστε άλλωστε...) και εικόνες από το Αβδού Πεδιάδος από όπου και κατάγεται ο Δημήτρης (κατά δήλωσή του, πρόκειται για χωριό άοπλων ανθρώπων, πράγμα που για Κρήτη ξενίζει κάπως...). Εντυπωσιάστηκα όμως σίγουρα από τον δεξιά τοίχο, που ήταν γεμάτος αντίστοιχα κάδρα που απεικόνιζαν καπεταναίους του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, διαδηλώσεις, ιστορικές φιγούρες του κινήματος αλλά και ποιητές (όχι αναγκαστικά αριστερούς πάντως, με το Ρίτσο βέβαια περίοπτο, αλλά και το Σεφέρη και τον Ελύτη και τον Καβάφη αν θυμάμαι καλά σε μια γωνιά.

Κάτσαμε και χαζεύαμε τα πορτραίτα κάμποση ώρα. Η νεαρή φίλη μου είχε πάρει ένα ύφος θριάμβου, τύπου και καλά «κοίτα πού σε έφερα». Τη ρώτησα αν ήξερε ποιοι είναι αυτοί στις εικόνες. Μου είπε ότι δεν είχε ιδέα. Εγώ πάλι ήτανε κάνας-δυο (Κρητικοί, κυρίως) που δεν τους ήξερα. Με τσέκαρε δείχνοντας τυχαίες φωτογραφίες στο δεξιά τοίχο, και αναγνώρισα με ευκολία το Βάρναλη και τον Καζαντζάκη, το Μάνο Κατράκη (που θα έπαιζε ενδεχομένως και στον απέναντι τοίχο με τα κρητικόπουλα), το ζεύγος Καζάκου-Καρέζη επικεφαλής διαδήλωσης, τον Καββαδία ως ναυτικό σε μια κουπαστή, τη διάσημη εικόνα του Μπελογιάννη με το γαρίφαλλο.

Ύστερα ήρθε η σειρά μου να δοκιμάσω τις γνώσεις της. Της έδειξα μέσα στο πλήθος των Κρητικών μια φωτογραφία του Ξυλούρη, αλλά την είδα που δυσκολευότανε κι είπα να πάω σε κάτι ακόμα πιο εύκολο. Έδειξα μπροστά μας, ακριβώς πάνω από την πόρτα του μαγαζιού, όπου ήταν οι εικόνες των δύο κυρίων που απεικονίζονται στην κορυφή της ανάρτησης. Μια λάμψη πέρασε από το βλέμμα της.

- Καλέ αυτούς τους ξέρω. Αυτός αριστερά είναι ο Τσε Γκεβάρα!
- Μπράβο, κορίτσι μου. Κι ο δεξιά;
- Ε, ο άλλος, ο πώς τον λένε... Ο Φιντέλ Κάστρο!
- Όχι βρε κοπέλα μου, ο Άρης είναι. Ο Βελουχιώτης.


Και η φίλη μου με ειλικρινή απορία:

- Και ποιος είναι αυτός ο Βελουχιώτης;


Σ.Σ. Το επισημαίνω μεταξύ άλλων και για τυχόν ενδιαφερόμενους από τη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος, που ίσως νομίσουν ότι θα αποτρέψουν κάποιους νεώτερους από το να ψηφίσουν αριστερά, επικαλούμενοι τον εμφύλιο, τα κονσερβοκούτια και την Πηγάδα του Μελιγαλά.

Παρότι όπως προανέφερα αποφεύγω να εστιάζω στα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του Κομαντάντε και του Άρη, δράττομαι της ευκαιρίας να ανεβάσω από ένα βιντεάκι για τον καθένα, που μου άρεσαν για διαφορετικούς βέβαια λόγους.

Στο πρώτο ο Πάνος Τζαβέλλας αποδίδει το διάσημο «Τραγούδι του Άρη» που αγνοώ ποιος το έγραψε, αλλά μου αρέσει αυτή η εκτέλεση με τα κλαρίνα που πάει προς το τσάμικο.


Στο δεύτερο και ακόμα πιο διάσημο, η Nathalie Cardone βρεφοκρατούσα κάνει γκραν σουξέ το πασίγνωστο Hasta Siempre με ένα κάπως σέξι-revolution-chic βιντεάκι που αμφιβάλλω αν θα ήταν του γούστου του ίδιου του Κομαντάντε, αλλά έχει πλάκα αν δεν το πάρεις τοις μετρητοίς (για μια πιο ενδιαφέρουσα και κεφάτη εκτέλεση, δοκιμάστε τους παππούδες του Buena Vista Social Club, εδώ.


Αν θυμάμαι καλά, στο μαγαζί ήταν η ίδια φωτογραφία του Άρη, αλλά για τον Τσε ήταν μάλλον η διάσημη φωτογραφία του Κόρντα, αν και εδώ προτίμησα να ανεβάσω μια πιο ανθρωπινή.

11/5/12

Αβορίγην προφέσορ


Σύνοψη του περιεχομένου της ανάρτησης την οποία βούτηξα στο φέσιμπουκ από τον Ορέστη, που τη δανείστηκε από τον κύριο Scott Elliot, αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Διάβαζα τις προάλλες μεταξύ των άλλων νέων που έρχονται από την Ελλάδα την είδηση της «κατά λάθος» σύλληψης ενός Ινδού καθηγητή πανεπιστημίου, την ώρα που έβγαινε από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας (γνωστό παλαιότερα ως ΑΣΟΕΕ). Σύμφωνα με την είδηση όπως τη διάβασα στην Καθημερινή, ο καθηγητής φάνηκε ύποπτος σε αστυνομικούς εν υπηρεσία, και μια και «δεν είχε επάνω του διαβατήριο» τον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα Αγίου Παντελεήμονα (στον οποίο όπως όλοι ξέρουμε καταλήγουν όλοι, κουτσοί-στραβοί) δια τα περαιτέρω. Οι έντονες διαμαρτυρίες του ανθρώπου κάποτε έκαναν τους αρμοδίους να επικοινωνήσουν με την Πρυτανεία του Οικονομικού Πανεπιστημίου και «ελύθη» η παρεξήγηση, οπότε ο προφέσορ αφέθηκε ελεύθερος, ελπίζω χωρίς αμυχές πέραν των ψυχολογικών, αν και νομίζω ότι θα θυμάται για καιρό την εμπειρία και θα διαφημίζει την ελληνική φιλοξενία στα πέρατα της οικουμένης.

Το γεγονός μου θύμισε ένα ανάλογο περιστατικό πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν ως φοιτητές συμμετείχαμε σε μια εκπαιδευτικού χαρακτήρα εκδρομή στην Πελοπόννησο, όπου μελετούσαμε δήθεν τη βιοποικιλότητα κάτι λιβαδιών έξω από τη Αμαλιάδα (ενώ στην πραγματικότητα πίναμε και καπνίζαμε και την αγάπη βρίζαμε). Μαζί μας ήταν ένας επισκέπτης-καθηγητής από ένα πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, ειδήμων στη συστηματική κατάταξη των κυανοβακτηρίων, ομιλητικότατος, συμπαθέστατος και – κυρίως – ιθαγενής της μακρινής ηπείρου (κοινώς Αβορίγην). Δεν ξέρω βέβαια τι είδους έκθεση σε Αβορίγινες είχαν τα αστυνομικά όργανα της Ηλείας το μακρινό 1988, αλλά για κάποιο λόγο θεώρησαν ύποπτο ένα μαύρο (ομολογουμένως) με μαλλί αφάνα (υποχρεωτικά...) και το κλασικό προφεσόρικο κοτλέ σακάκι με τα δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες (διαχρονική τρεντιά στην Οξφόρδη και το Κέμπριτζ, αν και μάλλον πουθενά αλλού στον κόσμο), ο οποίος κοιτούσε περισπούδαστα τις λιμνούλες και τα ποτιστικά αυλάκια.

Ατυχώς τον καιρό εκείνο δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και άλλα τέτοια γκάτζετ, και ο δυστυχής προφέσορ δεν είχε τρόπο να ειδοποιήσει τους λοιπούς καθηγητές-συνοδούς της εκδρομής όταν τον μάζεψαν οι Ηλείοι αστυνομικοί και τον πήγαν στο Τμήμα δια τα περαιτέρω, όπου είχε αφενός να τους εξηγήσει ότι είναι καθηγητής πανεπιστημίου και αφετέρου να τους επισημάνει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ Αφρικανών και Αβορίγινων, και για ποιο λόγο αν και μαύρος (οπωσδήποτε...) δεν καταγόταν από την Αφρική, και φυσικά δεν είχε πάει στα χωράφια για να κλέψει φράουλες. Εις μάτην βέβαια, καθώς τα όργανα μάλλον δεν έπιαναν τα κάπως περίπλοκα εγγλέζικα του προφέσορ (που τα μιλούσε όσο να ‘ναι με κάπως αυστραλέζικο αξάν), και βέβαια δεν πίστευαν λέξη από τα παραμύθια που τους τσαμπούναγε.

Ευτυχώς στο μεταξύ η απουσία του έγινε αντιληπτή από τους καθηγητές μας που θεώρησαν ότι κάτι θα του συνέβη και προσέτρεξαν στην τοπική αστυνομία για βοήθεια προς αναζήτησήν του. Στο τμήμα ανευρέθη ο απολωλός προφέσορ και δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, καθώς απεδείχθη ότι παρά τις έντονες αμφιβολίες των αστυνομικών υπαλλήλων, όχι μόνο υπάρχουν μαύροι (έστω Αβορίγινες) στην Αυστραλία, αλλά ενίοτε γίνονται και καθηγητές πανεπιστημίου, έστω και σε εξωτικά γνωστικά αντικείμενα. Ο απελευθερωθείς προφέσορ κατέφθασε κάποτε με περιπολικό στο χώρο που είχε μαζευτεί το βαριεστημένο από την αναμονή φοιτητομάνι και μπήκε στο πούλμαν της επιστροφής εν μέσω μαζικών χειροκροτημάτων, αν και μάλλον είχε καταπιεί τη γλώσσα του για το υπόλοιπο της εκδρομούλας.

Σκέφτομαι βέβαια αναδρομικώς ότι για το μέσο αστυνομικό υπάλληλο (αλλά και για το μέσο καθηγητή πανεπιστημίου, γιατί όχι), το να διακρίνει έναν καθηγητή πανεπιστημίου από έναν καθηγητή μέσης εκπαίδευσης ή από ένα μικροπωλητή ή από έναν άλλο αστυνομικό υπάλληλο είναι πολύ πιο δύσκολο έργο από το να διακρίνει έναν Ινδό ή έναν Αβορίγινα από έναν Έλληνα, και είναι ίσως υπερβολή να του ζητάμε να κάνει κάποια τέτοια διάκριση. Είναι πολύ πιο εύκολο γι’ αυτόν να μαζέψει (όπως του έχουν πει) όλους τους χρωματιστούς, Ινδούς, Πακιστανούς, Μπαγκλαντεσιανούς από τον Άγιο Παντελεήμονα, ή ίσως τις Ουκρανές, Βουλγάρες, Ρωσίδες ή Νιγηριανές από τις πιάτσες του κέντρου (με γάντια, μην κολλήσει και τίποτα). Αν πάνω στη σύγχιση μαζέψει και κάναν περαστικό προφέσορα, ας πρόσεχε (ο προφέσορ)· στο κάτω κάτω δεν τον πληρώνουν (τον υπάλληλο) για να ξέρει αν υπάρχουν ιθαγενείς στην Αυστραλία και πανεπιστήμια στην Ινδία, έτσι; Παράλογο; Δεν απαντάει, άρα λογικό θα είναι.

Από την άλλη σκέφτομαι πώς γίνεται και δυο χρόνια μετανάστης ήδη και δε με έχει σταματήσει κανείς στο δρόμο ή οπουδήποτε αλλού. Δεν έχει χρειαστεί να δείξω διαβατήριο (που φυσικά δεν κουβαλάω ποτέ πάνω μου) παρά μια φορά στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ όπου γινόταν κάποιος εξτρά έλεγχος κατά την αποβίβαση, και θυμάμαι ότι με είχε ενοχλήσει τρομερά η ερώτηση της ξυνισμένης αστυνομικού «ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψής σας στην Ολλανδία;», και θυμάμαι την ακόμα πιο ξυνισμένη φάτσα της όταν της απάντησα κάτι σαν «να αυξήσω το ολλανδικό ΑΕΠ διά των φόρων που πληρώνω στο ολλανδικό κράτος και την παραγωγικότητα του Πανεπιστημίου του Λέιντεν δια της εργασίας μου». Η απάντηση ήταν οπωσδήποτε κάπως εξεζητημένη, πλην όμως περίπου ακριβής (καθότι αργότερα έμαθα τι ακριβώς είναι το ΑΕΠ, οπότε θα έπρεπε να το διατυπώσω κάπως αλλιώς μάλλον). Παραδόξως, η κυρία δεν επέμεινε και ο έλεγχος τελείωσε σε επτά δευτερόλεπτα περίπου. Αναρωτιέμαι αν οι καλοπροαίρετοι εργαζόμενοι στο τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα ρώτησαν (έστω με ξυνισμένη φάτσα) τον προφέσορα για το σκοπό της επίσκεψής του στη χώρα, ή αν ρωτάνε τους τυχαίους μαυριδερούς που μαζεύουν αυτές τις μέρες με προορισμό την Αμυγδαλέζα ή όπου αλλού.

Εννοείται ότι δεν περιμένω απαντήσεις, ρητορικά είναι τα ερωτήματα. Και αν και (για να λέμε του στραβού το δίκιο...) δεν είμαι κατ’ αρχήν εναντίον της αστυνομικής παρουσίας και κάποιων ελέγχων (των αλκοτέστ, των περιπόλων, των εποχούμενων ανά δυάδες στα μηχανάκια κλπ.), με ενοχλεί πάρα πολύ ο τρόπος που αποδεχόμαστε συχνά τον «προληπτικό» χαρακτήρα κάποιων τέτοιων μέτρων, στο βαθμό που αφορούν βέβαια κάτι μαυριδερούς ή κάτι πουτάνες με έιτζ (αλλά όχι την πελατεία τους, βέβαια). Ο Ινδός προφέσορ είχε την τύχη να μιλάει σε συνέδριο και να έχει το τηλέφωνο του πρύτανη στο τσεπάκι, αλλά οποιοσδήποτε άλλος μαυριδερός τυπάκος (νομιμότατος μετανάστης ή απλός τουρίστας) πόση από αυτή την τύχη θα είχε σε ανάλογη περίσταση;

Κοιτάζω ένα γύρο τους συναδέλφους· μερικοί είναι αρκούντως χρωματιστοί, καθώς στην Πορτογαλία κουβάλαγαν κατά καιρούς διάφορους από τις αποικίες, αλλά τους πάντρευαν και τους παντρεύονταν, δημιουργώντας την όχι σπάνια εικόνα του μαύρου Πορτογάλου (προσοχή: όχι Αγκολέζου ή Μοζαμβικανού, αλλά Πορτογάλου επί πολλούς αιώνες) που δεν ήταν καθόλου διαφορετικός στην αντιμετώπιση από τους άσπρους. Χώρια οι ελαφρώς μαυριδεροί που ενδεχομένως είναι απόγονοι των Mouriscos, πιθανώς «μαυριτανικής» καταγωγής αλλά εκχριστιανισμένοι σε κάποια ιστορική φάση και ενσωματωμένοι στο βαθύτερο είναι της χώρας. Σκέφτομαι ότι κάμποσοι από τους τριγύρω μου επιστήμονες (της συμπαθούς εργοδότριάς μου μη εξαιρουμένης) ίσως δημιουργούσαν υποψίες στο έμπειρο μάτι ορισμένων καχύποπτων συμπατριωτών μου (όχι αστυνομικών κατ’ ανάγκην) ότι θέλουν ίσως να τους κλέψουν το πορτοφόλι ή να τους καθαρίσουν τα τζάμια στο φανάρι.

Σκέφτομαι ακόμα ότι δεν έχουν μείνει και πολλοί αυτόχθονες στην Αυστραλία (για μη συζητάμε για την Αμερική δηλαδή...).

Οι μετανάστες φταίνε, βέβαια, ποιος άλλος;


Σ.Σ. Η φράση «πίνανε και καπνίζανε και την αγάπη βρίζανε» είναι από ένα στίχο του Πυθαγόρα (όχι του αρχαίου) από το τραγούδι «Δυο παλληκάρια απ' τ' Αϊβαλί» που περιλαμβάνεται στο δίσκο «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα. Μου φάνηκε πολύ ταιριαστή για τις εκδρομικές μας δραστηριότητες ως φοιτητών (δείτε μια άλλη αναφορά σε τέτοιες δραστηριότητες και εδώ). Η φράση με το παράλογο που δεν απαντάει, άρα λογικό, είναι βέβαια πολυφορεμένη (καθώς προέρχεται από τηλεοπτική χήρα Μήτση του Λαζόπουλου) αλλά είναι και ενδεικτική του τρόπου σκέψης ορισμένων ανθρώπων.

3/5/12

Δυο μισές αλήθειες


Άποψις Ευδήλου από τα ανατολικά, απόγευμα Μ. Σαββάτου, 2012. Τα ψάρια είναι μέσα στη θάλασσα, δε φαίνονται.

Θα μπορούσε να ήταν αλήθεια, αλλά είναι μόνο η μισή. Την κατέγραψε η κ. Λένα Διβάνη, σε ένα μικροκειμενάκι στη στήλη «Σε είδα» στη ιστοσελίδα protagon.gr που επιγράφεται «Σε είδα... στην Ικαρία» και είναι το εξής:

Σε είδα στην Ικαρία να βγάζεις λόγο προεκλογικό στο καφεπαντοπωλείο του χωριού. Ωραία και ανθρώπινα τα έλεγες τα καταστροφολογικά αλλά το ακροατήριο ήταν ατάραχο. Δεν ανησυχείτε; Ρώτησα έναν κύριο. Μπαααα, μου απάντησε. Τι να φοβηθώ; Την πείνα; Αμα πεινάσω εδώ είναι η θάλασσα κι είναι γεμάτη ψάρια! (καταλάβατε Αθηναίοι μου γιατί οι Καριώτες ζουν 100 χρόνια;)

Μου το ανέβασε ο Τάσος στο φέσιμπουκ, το πέρασα κι εγώ στο Ikariamag, κι όχι ότι με είχε ανάγκη βέβαια το κείμενο αλλά πάντως έκανε τον κύκλο του στα social media, επίκαιρο, μέρες που είναι. Αλλά μετά θυμήθηκα την άλλη μισή αλήθεια που περιγράφεται σε ένα άλλο κειμενάκι που είχα διαβάσει πριν πολλά πολλά χρόνια στην αλήστου μνήμης εφημερίδα Ελευθεροτυπία, στη στήλη «Στα πεταχτά» που υπέγραφε τότε ο κ. Πέτρος Μανταίος, ικαριακής καταγωγής εκ μητρός (δηλαδή από τη σωστή πλευρά). Βέβαια δεν κράτησα το απόκομμα τότε, αλλά την ιστορία τη θυμάμαι μέσες άκρες από μνήμης και είναι περίπου η εξής:

Κουβεντιάζουνε κάτι ψαράδες στον Εύδηλο για ψάρια και ψαρέματα και δίχτυα και παραγάδια και καλές ψαριές, και λέει ένας εξ’ αυτών «Βρε άμα είχα εγώ κουβέρτα, σου ήβγαζα όσα ψάρια ήθελες, μα έλα που ‘εν είχα...». Στην απορία του δημοσιογράφου σε τι συνίσταται το ψάρεμα με κουβέρτα (που ως μέθοδος μάλλον του διέφευγε), ο ψαράς εξηγεί: «Βγαίνεις με τη βάρκα ανοιχτά, πετάς ένα δυναμίτη, μαζεύεις τα ψάρια, και γυρίζεις. Άμα σε μαγκώσουν οι λιμενικοί, φρόντισε να έχεις κουβέρτα μαζί, γιατί στο κελί έχει ένα κρύο και μια υγρασία, ο Θεός να σε φυλάει!»

Ηθικόν δίδαγμα: Ζούνε μεν οι Καριώτες 100 χρόνια (μερικοί τουλάχιστον), αλλά με τα μυαλά που κουβαλάνε μερικοί άλλοι σε λίγο δε θα έχει ούτε η θάλασσα ψάρια· ό,τι κάνουμε με τίποτα τσόχους και καυκαλίθρες, κι αυτό άμα δε μας φάνε ζωντανούς τα κατσίκια ίσαμε τότε. Καλά τα social media, αλλά να έχουμε και το νου μας, ε;


ΥΓ. Και όχι, με αυτό δεν υποννοώ ότι θα ψηφίσω, ξέρω γω, Οικολόγους Πράσινους· έτερον εκάτερον. Απλώς δυο μισές αλήθειες δεν κάνουν μια ολόκληρη.