Τώρα πια κοντεύω να κλείσω διετία στο δεύτερο πέρασμά μου από την Κρήτη και φαίνεται πως μου επιφυλάσσει ακόμα μερικές εκπλήξεις η εμπειρία. Περισσότερο βέβαια από τον τόπο τις εκπλήξεις μάλλον μου τις επιφυλάσσει η δουλειά, μια και πριν καμιά βδομάδα μου ανακοίνωσαν ότι μια και είμαι καλός και στα προφορικά και στα γραπτά (ελέω ιστολογίου, υποθέτω) θα με βάλουν να διδάξω κι ένα τριωράκι στο πόδι του καθηγητή που παραιτήθηκε μεν πέρσι αλλά κάνει ακόμα μαθήματα λόγω της λειψανδρίας που κατατρέχει το Τμήμα. Εννοείται πως δεν είμαι καθηγητής κανενός είδους· απλώς στους μνημονιακούς καιρούς μας οι προσλήψεις νέων διδασκόντων στα Πανεπιστήμια έχουν εκλείψει και οι αποχωρήσεις παλαιών διδασκόντων για διαφόρους λόγους είναι συνεχείς με αποτέλεσμα σε μερικά γνωστικά αντικείμενα να ψάχνουν διδάσκοντα με το ντουφέκι (τζάμπα, εννοείται, καθότι δεν υπάρχει σάλιο). Φαντάζομαι το Πανεπιστήμιο Κρήτης δεν πρέπει να είναι από τα χειρότερα από αυτή την άποψη τηρουμένων των αναλογιών, πάντως με τούτα και με κείνα μπήκα σε ένα παράξενο τριπάκι και άρχισα να ανακαλώ την πρώτη μου επαφή με το Ίδρυμα, όταν ήμουν ακόμα φοιτητής – αν και αλλού.
Τα χρόνια εκείνα το Πανεπιστήμιό μας ήταν ακόμα νεαρό, λίγων μόλις χρόνων. Βέβαια σε σχέση με κάτι Οξφόρδες και κάτι Μπολώνιες και κάτι Λέιντεν, ακόμα νεαρό είναι, δεν ξέρω αν έχει κλείσει ούτε τα σαράντα (που μπροστά στα πεντακόσια και στα οχτακόσια και στα χίλια των άλλων ή έστω στα πατημένα εκατονεβδομήντα του Αθήνησι πάλι ένα τίποτα είναι). Την εποχή εκείνη πάντως ήταν ακόμα νήπιο που μόλις είχε μάθει να περπατάει και πάμπολλες σχολές και τμήματά του στεγάζονταν «προσωρινά» σε ένα λυόμενο στη λεωφόρο Κνωσσού και τα τωρινά γκράντε κτίρια στα Βασιλικά Βουτών ήταν ακόμα σχέδια επί χάρτου – αν υπήρχαν ολωσδιόλου.
Το τμήμα που σήμερα με φιλοξενεί δεν δεχόταν ακόμα προπτυχιακούς φοιτητές, και στην πτέρυγα Ο του λυομένου που λέγαμε συστεγαζόταν με το ερευνητικό ινστιτούτο που σήμερα βρίσκεται παραδίπλα (και που κι αυτό με φιλοξένησε στο παρελθόν για κάμποσα χρόνια) σε μια σχέση τόσο στενής αλληλεξάρτησης που δεν καταλάβαινες ακριβώς ποιος είναι ποιος και πού ανήκει μέσα στο πλήθος που κυκλοφορούσε στους φορτωμένους διαδρόμους του λυομένου, όπου αργόσχολοι προπτυχιακοί (των άλλων τμημάτων, είπαμε) και πολυάσχολοι μεταπτυχιακοί («δικοί μας» κατά τεκμήριο) διασταυρώνονταν με τρελαμένους ερευνητές που σκόνταφταν ενίοτε πάνω στη γάτα που ήταν η μασκότ του εργαστηρίου των ζυμομυκήτων, του τελευταίου δεξιά όπως έβγαινες από την Ο προς το εξωτερικό περιβάλλον ώστε ο επικεφαλής ερευνητής Θ. (Θεός σχωρέστον τώρα πια) να μπορεί να καπνίζει όντας εκτός κτιρίου κατά το ήμισυ και ταυτοχρόνως να επιβλέπει τον εντός εργαστηρίου μεταπτυχιακό του κατά το άλλο ήμισυ έχοντας κατά νου λίγο και τη γάτα που συχνά ακροβατούσε μεταξύ μπουκαλιών ρυθμιστικών διαλυμάτων και ίσως ραδιενεργών ισοτόπων ενδεχομένως κατά παράβαση κάθε (a posteriori, οπωσδήποτε) έννοιας βιοασφάλειας.
Στις άλλες πτέρυγες του λυομένου κτιρίου με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου (όχι όλα) στριμώχνονταν άλλα τμήματα της σχολής Θετικών Επιστημών (και ίσως όχι μόνο αυτής) τα οποία όμως δέχονταν ήδη προπτυχιακούς φοιτητές που έκαναν το χώρο να μοιάζει λίγο περισσότερο με νεοελληνικό πανεπιστήμιο της δεκαετίας του ’80, με τις αφίσες του, τα τραπεζάκια του, την εν γένει φασαρία του και το σχετικό χαβαλέ του. Μεταξύ αφίσας και χαβαλέ αρκετοί σπούδαζαν στ’ αλήθεια, και μεταξύ αυτών και ο κολλητός μου ο Χρήστος, εκκολαπτόμενος μαθηματικός Ικαριακής καταγωγής με σοβαρές επιστημονικές ανησυχίες που τον έκαναν να σηκώνεται άγριο χάραμα (για τα ικαριακά δεδομένα πάντα) για να ανέβει στην Κνωσσού να παρακολουθήσει τις πρωινές παραδόσεις. Τόσο άγριο χάραμα μάλιστα, που την πρώτη φορά που έσκασα μύτη από την Αθήνα με το πλοίο (που τότε όπως και τώρα έφτανε στο Ηράκλειο στις έξι το πρωί) κι είπα να μην του κουβαληθώ πριν τις οχτώμιση-εννιά ώστε να μπορεί να ξυπνήσει σαν άνθρωπος πριν του φορτωθώ, αυτός πρόλαβε παρόλα αυτά να γίνει μπουχός αρκετά νωρίτερα ώστε να πιάσει εγκαίρως θέση στην παράδοση που άρχιζε στις εννιά (οι αίθουσες του λυομένου δεν φημίζονταν για την ευρυχωρία τους άλλωστε) κι έμεινα να χτυπάω την πόρτα του τζάμπα και βερεσέ.
Βέβαια ως πολυμήχανος νέος που ήμουν τότε, δεν άργησα να στροφάρω αξιολογώντας την κατάσταση (να διευκρινίσω για τους νεώτερους ότι τα κινητά τηλέφωνα δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα, ούτε καν το διαδίκτυο για instant messaging), κι αφού παράτησα συμπράγκαλα και σλήπιγκ-μπαγκ στο κεφαλόσκαλο της ταράτσας ώστε να μη δίνουν στόχο, βρήκα το λεωφορείο που πήγαινε Κνωσσό και που κατά προβλέψιμο τρόπο ήταν τίγκα στο φοιτηταριό. Το γεγονός ότι εγώ σπούδαζα στο γηραιό Καποδιστριακό και όχι στο νεαρό Πανεπιστήμιο Κρήτης και δη στο Δημοκρατικό Ηράκλειο διέλαθε της προσοχής του οδηγού του αστικού που ζήτησε να δει το φοιτητικό μου πάσο, κι ύστερα απλώς ακολούθησα το πλήθος που κατέβηκε ολοσούμπιτο στο Βενιζέλειο και γρήγορα στοιχήθηκε σε δύο αγήματα, ένα πιο κυριλέ που χώθηκε στα πέριξ του νοσοκομείου (προφανώς φοιτητές της Ιατρικής) κι ένα πιο μπρουτάλ και πρωτοδεσμίτικο που επάνδρωσε τάχιστα το λυόμενο.
Περιπλανήθηκα λίγο στο κτίριο (για πρώτη φορά από αρκετές που ακολούθησαν) και σύντομα κατέληξα στο κυλικείο όπου συνήθως παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση αργόσχολων στις πανεπιστημιουπόλεις. Μπορεί να ήμουν από άλλο μαγαζί, αλλά όλα τα Πανεπιστήμια σε κάποια πράγματα μοιάζουν. Βρήκα μια παρέα που έπαιζαν τάβλι και ρώτησα αν ήταν από το Μαθηματικό. Ήταν, φυσικά. Ρώτησα αν ήξεραν το Χρήστο. «Ξηγημένο παιδί, ντερβίσικο», απάντησαν, άρα τον ήξεραν, φυσικά. Ρώτησα αν τον είχαν δει σήμερα. Ναι, ήταν στο μάθημα, φυσικά. Θα έβγαινε οσονούπω αλλά να μην ανησυχώ, διότι θα πέρναγε από το κυλικείο σαν όλο τον κόσμο, φυσικά. Και πράγματι, λίγο αργότερα εμφανίστηκε με κάτι σημειώσεις υπό μάλης και με ένα βλέμμα έκπληξης μόλις με είδε.
- Ήρθες; Νόμιζα ότι δε θα ερχόσουνα, αφού δεν είχες σκάσει μύτη μέχρι τις εφτάμιση. Έλα, κερνάω καφέ.
Στηθήκαμε στην ουρά όπου μου εξήγησε ότι το κυλικείο ήταν περίπου αυτοδιαχειριζόμενο, πράγμα αφενός καλό διότι ο φραπές κόστιζε ένα πενηντάρικο μόνο (Σ.Σ. σε παλαιές υποτιμημένες δραχμές) αλλά αφετέρου κακό διότι οι ρυθμοί εξυπηρέτησης ήταν περίπου ικαριακοί (Σ.Σ. πολύυυ αργά), ειδικά σε ώρες αιχμής. Μου εξήγησε μερικά ντεσού του ιδρύματος και της πόλης, μου είπε για την ομάδα μουσικών-φοιτητών του Φυσικού (που αργότερα θα γινόντουσαν πιο γνωστοί ως Χαΐνηδες), για το φέρελπι Ιρλανδό μουσικό που έπαιζε λύρα (τον ψιλοάγνωστο ακόμα Ρος Ντέιλι) και για τον ενδιαφέροντα κύριο που στεκόταν λίγο παραπίσω στην ουρά και εμφανώς ήταν καθηγητής αλλά η φυσιογνωμία του απέπνεε κάτι εμφανώς διαφορετικό σε σχέση με τους δικούς μας καθηγητές στην Αθήνα και που ήταν ο Πρύτανης, ένας καθηγητής αστροφυσικής ονόματι Γραμματικάκης.
- Πλάκα μου κάνεις, αποκλείεται κοτζάμ Πρύτανης να κάνει ουρά σε αυτοδιαχειριζόμενο κυλικείο.
Δεν μπορούσα να φανταστώ πρύτανη του ΕΚΠΑ να κάνει το ίδιο. Ο Χρήστος μου διευκρίνισε ότι αφενός δεν έχει άλλο κυλικείο το κτίριο, και αφετέρου ο Πρύτανης περιμένει τη σειρά του όπως όλος ο κόσμος και δεν είναι κατανοητή η απορία μου. Ρώτησα αν συνηθίζουν οι καθηγητές να στέκονται στην ουρά του κυλικείου – και δη αυτοδιαχειριζόμενου – εν γένει, καθότι οι δικοί μας παράγγελναν σάντουιτς και καφέδες από τηλεφώνου και ο υπάλληλος του κυλικείου τους τα έφερνε στο δίσκο κατά προτεραιότητα. Ο Χρήστος γέλασε και μου διηγήθηκε μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον εν λόγω Πρύτανη και την (συχωρεμένη σήμερα) Ζ., μια καθηγήτρια της Ιατρικής ή του Χημικού, διάσημη (ή μάλλον διαβόητη) για την αθυροστομία της και τον εν γένει δυναμισμό της.
Καθόντουσαν λοιπόν στην ίδια ουρά καλή ώρα στο κυλικείο η Ζ. και ο Πρύτανης και είχανε πιάσει μια κουβέντα από αυτές που πολύ συνηθιζόντουσαν την εποχή εκείνη, για το ρόλο του Πανεπιστημίου στην κοινωνία, και κάπως για το νόμο-πλαίσιο και κάτι για τις θεσμικές αλλαγές και νάσου ξανά ο ρόλος του Πανεπιστημίου και «Όχι, καλή μου», να της λέει ο Πρύτανης «δεν είναι έτσι το Πανεπιστήμιο» και τα παίρνει σε μια φάση η Ζ. (δηλαδή τι σε μια φάση, διαρκώς παρμένη ήτανε) και του λέει δυνατά και καθαρά εις επήκοον όλου του παρακείμενου φοιτηταριού «Τι μας λες ρε Γιώργη το Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο, θα σου πω εγώ τι είναι το Πανεπιστήμιο! Μια ουρά σαν αυτή εδώ που καθόμαστε είναι που ο καθένας με το ένα χέρι κρατάει τον πούτσο του να τον χώσει στον κώλο του μπροστινού του και με το άλλο χέρι φυλάει τον κώλο του μην του τον χώσει ο από πίσω. Αυτό είναι το Πανεπιστήμιο!»
- Φραπεδάκι; Μέτριο; ρώτησε ο αυτοδιαχειριζόμενος απέναντι.
- Με πολύ γάλα, συμπλήρωσα.
Ούτε ο φρέντο είχε εφευρεθεί ακόμα.
Σ.Σ. Δεν ξέρω αν είναι συμπτωματικό που οι ζώντες είναι με πλήρη στοιχεία και οι τεθνεώτες με ένα αρχικό γράμμα – ίσως γιατί οι τεθνεώτες δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στην πιθανή αυθαιρεσία του ιστολόγου που τους κάνει λίγο καρικατούρες, νομίζω πάντως πως η αφήγηση είναι ειλικρινής όπως τα θυμάμαι τα πράγματα, αν και φυσικά υποκειμενική, να λέγεται. Πάντως στα χρόνια που πέρασαν (κοντά τριάντα πια) πολλά άλλαξαν και το λυόμενο της Κνωσσού κάποια άλλη χρήση έχει τώρα αν και δεν είμαι και σίγουρος ακριβώς ποια καθότι ιδιαίτερη σχέση με το Πανεπιστήμιο Κρήτης δεν είχα μέχρι πρόπερσι. Σήμερα πάντως έχουμε κανονικά τσιμεντένια κτίρια που ήδη παλιώνουν, χαλάνε και δεν επισκευάζονται λόγω οικονομικής καχεξίας, οπότε ο παλιός μεταπτυχιακός του Θ. που εδώ και καιρό είναι Καθηγητής στο δίπλα εργαστήριο από το δικό μας διαμαρτύρεται διαρκώς επειδή δεν ανάβουν τα κλιματιστικά.
Δεν είμαι 100% σίγουρος αν ο Χρήστος μου είχε μιλήσει τότε για τους μετέπειτα Χαΐνηδες ή για τους μετέπειτα Νεάρχου Παράπλους, πάντως και στα δύο σχήματα συμμετείχε αρχικά ο μετέπειτα Μίλτος Πασχαλίδης. Ο νυν ευρωβουλευτής και διαχρονικός Πρύτανης Γιώργης Γραμματικάκης ήταν από τότε γνωστός και πέραν των ακαδημαϊκών κύκλων, αλλά χωρίς το σχετικό σταριλίκι που τον περιέβαλε αργότερα, μετά την «Κόμη της Βερενίκης». Η Ζ. ήταν καλή του φίλη από ό,τι διαβάζω. Είχα την τύχη να τη γνωρίσω αργότερα και δια ζώσης και να επιβεβαιώσω τη φήμη περί αθυροστομίας που τη συνόδευε (συνδυασμένης ενίοτε με ιδιαίτερα οξυδερκείς παρατηρήσεις). Συνέβη κάποτε αφότου αφυπηρέτησε από το αθηναϊκό ερευνητικό ινστιτούτο που διοικούσε για πολλά χρόνια (και το οποίο επίσης με φιλοξένησε για καιρό) να έρθει στο παλιό της γραφείο να μαζέψει τα πράγματά της, που ο φέρελπις (ακόμα τότε) συνάδελφος που νεμόταν πλέον το χώρο είχε διαφυλάξει υπομονετικά. Η Ζ. άνοιγε τα παλιά ντουλάπια σχολιάζοντας κάτι σαν «Αυτό το ντουλάπι βρωμάει σα μουνί κακογαμημένης πουτάνας» ή κάπως έτσι.
«Πρωτοδεσμίτικο» πλήθος υπονοείται το φοιτητικό πλήθος των Θετικών και Τεχνολογικών σχολών που τροφοδοτούντο από μαθητές που στη Γ' Λυκείου έπαιρναν την «πρώτη δέσμη» μαθημάτων (π.χ. ο γράφων, καλή ώρα). Η έκφραση «ξηγημένο παιδί» μάλλον περιέπεσε σε αχρηστία μετά τη δεκαετία του '90, έχω καιρό να την ακούσω, όσο για το «ντερβίσικο» ήταν ήδη παλαιωμένο και τότε, μάλλον ο συμφοιτητής του Χρήστου την είχε ξεσηκώσει από τίποτα «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά» του Τσιτσάνη, οπότε μου έκανε μια σχετική εντύπωση. Οι εκφράσεις «Αθήνησι», «ΕΚΠΑ» και «Καποδιστριακό» είναι όλες ευφημισμοί για το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η έκφραση «Δημοκρατικό Ηράκλειο» είχε καθιερωθεί εκείνες τις πρώιμες ΠΑΣΟΚικές εποχές από κάτι ταμπέλες που είχε βάλει ένας ρέκτης δήμαρχος, ο Κ. (με αρχικό καθότι απεδήμησε κι αυτός προ καιρού) στις εισόδους της πόλης κι έλεγαν «το Δημοκρατικό Ηράκλειο σας καλωσορίζει».
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, εγώ ακόμα φραπέ πίνω όταν σφίγγουν οι ζέστες, ο φρέντο ποτέ δε με συγκλόνισε.
Ο μετέπειτα Μίλτος Πασχαλίδης σε πρώιμους Χαΐνηδες, υπό την αιγίδα του διαχρονικού Πρυτάνεως που γράφει ένα εισαγωγικό σημείωμα στο δίσκο. Στο κείμενο της ανάρτησης τους έχω μάλλον αναχρονίσει ελαφρώς επί το προγενέστερο.