Κενός χώρος στην αίθουσα προβολών.
Ο Μιχάλης πέρασε κάπως βιαστικός ένα Σάββατο· τον βοήθησα να ξεβιδώσει ένα φωτιστικό και να το πακετάρει. Έκανε μια λίστα με πράγματα που πίστευε ότι ίσως ενδιέφεραν κάποιους γνωστούς. Στο τέλος έμειναν στη λίστα κάτι μικροπράγματα· ένα κράνος για μηχανάκι σχεδόν παιδικού μεγέθους, ένα απαρχαιωμένο λάπτοπ, κάτι καδράκια ενδεχομένως όχι και φοβερής περιωπής, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα σχετικά στολίδια. Του υπέδειξα κάτι πρες παπιέ, κάτι τεύχη του New Yorker και του National Geographic μάλλον αρκετά παλιάς ημερομηνίας, ένα αυγό στρουθοκαμήλου κενό περιεχομένου. Έκανε μια γκριμάτσα ελαφράς απαρέσκειας.
- Μπα, τι να τα κάνω; Άμα δε σου αρέσουν πέτα τα ή χάρισέ τα σε όποιον του αρέσουν.
Η αλήθεια είναι ότι πέρσι που ήρθαν με τη Μάουρα και μάζεψαν τα περισσότερα πράγματα και την επίπλωση, εκείνα που περισσότερο τους άρεσαν τα πήραν. Μου άφησαν ωστόσο χάρισμα κάμποσα, το κρεβάτι που κοιμόμουν, έναν καναπέ, δυο βιβλιοθηκούλες, τραπέζια, καρέκλες, κάμποσα κουζινικά. Αρκετή μαγιά για να ξαναστήσω το «σπιτικό» μου με μικρές μόνο προσθήκες, επωφελούμενος για άλλη μια φορά από την παροιμιώδη γενναιοδωρία των παιδιών που μου έχει προσφερθεί απλόχερα με διάφορες μορφές: επιστημονικές δημοσιεύσεις, συστατικές επιστολές, μια «προσωρινή» φιλοξενία που ξεκίνησε για ένα μήνα και κράτησε εικοσιδύο – κανένα παράπονο δεν έχω.
Βέβαια όπως έχουμε ξαναπεί με άλλες αφορμές, τίποτα δεν είναι τόσο μεγάλο που να μην τελειώνει, κι έτσι τέλειωσε κι αυτή η φάση χρονικά ξεχειλωμένης προσωρινότητας κι όπως όλες οι φάσεις στη ζωή μου επισφραγίζεται από μια ακόμα μετακόμιση (όπως αυτή ή αυτή ή πιο πρόσφατα ετούτη). Έχω σταματήσει πλέον να τις μετράω (ο αριθμός πάντως είναι διψήφιος, παραπάνω από δέκα, ακόμα και αν δεν μετρήσω κάποιες ενδιάμεσες στάσεις εδώ κι εκεί). Με τούτα και με κείνα τα εκάστοτε «πράγματά μου» είναι διασκορπισμένα σε διάφορες πόλεις και σπίτια. Ωστόσο με τον καιρό έχω μάθει ότι δεν πρέπει να δένεσαι πολύ με τα αντικείμενα, κι αν είναι να ταξιδέψεις, καλύτερα να ταξιδεύεις ελαφρύς.
Μια κουβέντα είναι αυτό, φυσικά. Μετά την υπογραφή των συμβολαίων, η νέα ιδιοκτήτρια υπήρξε διακριτικά επίμονη να της αδειάζω τη γωνιά και το γοργόν και χάριν έχει. Συμφωνήσαμε με τον περιστασιακό συγκάτοικο να επεκτείνουμε την περιστασιακότητα στο λίγο πιο μόνιμο, δεδομένων των μνημονιακών καιρών και της εν γένει εργασιακής ανασφάλειας άλλωστε, οπότε βρήκαμε με συνοπτικές διαδικασίες ένα σπίτι αντίστοιχων προδιαγραφών λίγο έξω από τα τείχη. Από μόνο του δεν θα ήταν φοβερά εφικτός στόχος, αλλά διά δύο μάλλον καλή επιλογή μοιάζει. Ρίχτηκα λοιπόν στο έργο του να διαμοιράσω τα τελευταία ιμάτια του παλιού σπιτιού, αφού φυσικά πρώτα βούτηξα τη μερίδα του λέοντος για να εξοπλίσω το καινούργιο. Ως εκ τούτου βρέθηκα φορτωμένος με ένα σκασμό πράγματα και μόνο ελαφρύς δεν ταξίδεψα.
Βέβαια σε σχέση με άλλα προγενέστερα, το ταξίδι αυτό ήταν ένα τίποτα, τέσσερα λεπτά με το αμάξι. Αλλά το αμάξι φορτωμένο μέχρι τα μπούνια, πήγαινε έλα κάμποσες φορές, χώρια οι φίλοι που αγγάρεψα «για πέντε λεπτά μόνο» (που κράτησαν καμιά δεκαριά ώρες για ορισμένους) να κρατάνε τσίλιες στο παρκάρισμα, να γεμίζουν κούτες, να τυλίγουν ποτήρια σε φυσαλιδωτό πλαστικό περιτύλιγμα και να σκαλίζουν το παρτέρι για να ξεχώσουν τα φυτά, καθότι η νέα ιδιοκτήτρια ξεκαθάρισε ότι δεν θέλει τίποτα από αυτά και θα τα ξεπαστρέψει για να βάλει άλλα, δικά της.
Από μια σκοπιά βέβαια την καταλαβαίνω. Ο καθένας θέλει να βάλει τη προσωπική του σφραγίδα στο χώρο, οπότε προτιμάς τη βουκαμβίλια σου από τους δυόσμους του προηγούμενου, κι ένα ανασχηματισμένο τζάκι με ευρύχωρο πλαίσιο για να κρεμάσεις από πάνω την τηλεόραση (ενώ ο προηγούμενος δεν αντιλαμβάνεται γιατί να έχεις τόσο μεγάλη τηλεόραση όταν μπορείς να βάλεις ένα τζιτζιλόνι προτζέκτορα να προβάλλει στον απέναντι τοίχο). Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι τον τελευταίο χρόνο ο προτζέκτορας έχει πάει να βρει τους πραγματικούς του ιδιοκτήτες, και ως εκ τούτου το πάλαι ποτέ Σινέ Ραδάμανθυς (δεν είμαι υπεύθυνος για τον όρο, τον βρήκα εμπεδωμένο) ήταν πια η σκιά του παλιού εαυτού του.
Στα ντουζένια του το είχα προλάβει προ ετών, όταν το σπίτι κατοικείτο ακόμα από την οικογένεια, να έχει προβολές κάθε Παρασκευή σχεδόν. Κάποιες φορές μαζευόμασταν κάμποσοι, κάποτε πάλι είχε τύχει να κάνω μόνος μου μια κάπως αμήχανη εμφάνιση στο σαλόνι του ζευγαριού. Είχαμε δει κλασικό Χόλυγουντ και επιστημονική φαντασία, Κισλόφσκι και Γούντυ Άλεν, Μόντυ Πάιθονς και μελόδραμα. Στο αυτοσχέδιο διάλειμμα υπήρχε πίτσα και ενίοτε μπύρα από μια μικροζυθοποιία στο Ρέθυμνο με περιορισμένη διανομή σε σουπερμάρκετ του Ηρακλείου. Υπήρχαν αγγλικοί υπότιτλοι για τους ξένους (το κοινό του Σινέ Ραδάμανθυς ήταν κατά το ήμισυ περίπου αλλοεθνές, όπως και οι ιδιοκτήτες του άλλωστε). Υπήρχε μια αρκετά εκτεταμένη συλλογή DVD και εξτρά προσφορές από το κοινό. Υπήρχε κέφι, αν μη τι άλλο.
Όταν έμεινα εγώ «προσωρινά» στο σπίτι, δεν αμέλησα να οργανώσω ένα αντίστοιχο event που περιελάμβανε άγριο κρίταμο Ικαρίας και το ντοκυμανταίρ Little Land του Νίκου Νταγιαντά σε παραγωγή της Anemon, ικαριακού ενδιαφέροντος επίσης. Μαζεύτηκαν κάμποσοι φίλοι μου, αλλά ήταν καλοκαιράκι κι έκανε ζέστη, οπότε σκέφτηκα να το ξαναρχίσω πιο επίσημα το φθινόπωρο που θα δρόσιζε. Τελικά δεν προχώρησε το πράγμα· κατάφερα να δω άλλο ένα ντοκυμανταίρ (το Sayome, από τους ίδιους συντελεστές), μια-δυο ταινίες μόνος ή με στενή παρέα (το «Όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι» ήταν μια από αυτές) και μετά ο προτζέκτορας άρχισε να κάνει νερά βγάζοντας κάθε τόσο μια μπλε οθόνη. Αφού πέρασα μερικούς ποδοσφαιρικούς και μπασκετικούς αγώνες παραδομένος στη χλεύη των φίλων που για προτζέκτορα ήρθανε και σε τηλεόραση (μικρή) κατέληξαν, παραιτήθηκα οριστικά κι αργότερα ο προτζέκτορας πακεταρίστηκε και έφυγε με τη λοιπή οικοσκευή· εικάζω πως αν του αλλάξουν λάμπα θα δουλεύει καλά.
Μου έμεινε ενθύμιο ο όρος «Σινέ Ραδάμανθυς» στη μνήμη του τηλεφώνου (αναφερόμενος στο σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού) καθώς και στο GPS (όπου ο όρος «σπίτι» ήταν καπαρωμένος από άλλο οίκημα όταν πέρασα τη συγκεκριμένη διεύθυνση). Μου έμειναν επίσης όπως είπαμε κάμποσα παραφερνάλια για δόσιμο. Σκέφτηκα να βγάλω μια ηλεκτρονική αγγελία στη λίστα παραληπτών του Πανεπιστημίου, αλλά είχα ένα προαίσθημα ότι δεν θα χρειαζόταν τελικά. Μια μέρα πέτυχα μια μικροκαμωμένη φοιτήτρια που είχε περάσει για ένα διάστημα από το εργαστήριο· θυμήθηκα ότι οδηγούσε συνήθως ένα παπάκι. Τη ρώτησα αν χρειαζόταν κράνος· ενθουσιάστηκε. Ο υπεύθυνος υπολογιστών του Ινστιτούτου συγκινήθηκε όταν είδε το αρχαίο λάπτοπ· με διαβεβαίωσε ότι θα το αξιοποιήσει. Ακολούθησαν στιγμές αβίαστου δοσίματος: άλλος πήρε μια κουνουπιέρα αμεταχείριστη σε αντάλλαγμα για το κουβάλημα του στερεοφωνικού και των CD, άλλοι πήραν κάδρα, μπιμπελό και πετσετάκια, άλλοι ένα μεγάλο πλαστικό μπαούλο αποθήκευσης ειδών κηπουρικής, άλλοι άδειες γλάστρες και άλλοι γεμάτες, άλλοι πήραν χιονοαλυσίδες ενός αμαξιού πουλημένου από χρόνια, άλλοι ένα παιδικό καρεκλάκι αυτοκινήτου (το παιδί που καθόταν πάει τώρα Τρίτη Γυμνασίου, νομίζω) και τα τεύχη του New Yorker. Εγώ πήρα το αυγό στρουθοκαμήλου, κενό περιεχομένου φυσικά.
Στο τέλος ήρθε η κυρία που ασκούσε καθήκοντα babysitter (και όχι μόνο) τα προηγούμενα χρόνια σ’ αυτό το σπίτι, και μάζεψε ό,τι δεν πήραν οι υπόλοιποι ώστε να παραδοθεί το σπίτι άδειο και καθαρό. Με κάμποση συγκίνηση, είναι αλήθεια, πήρε μια παιδική κρεμάστρα και τα γράμματα που σχημάτιζαν τα ονόματα των παιδιών στην πόρτα του δωματίου τους. Τη βοήθησα να βάλει στο ασανσέρ ό,τι χωρούσε· το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια («εγώ τους το έφερα, γιατί την πρώτη χρονιά που ήρθαν δεν είχαν να στολίσουν»), κάτι κουζινικά άγνωστης (σε εμένα) χρησιμότητας.
Μια παιδική κρεμάστρα, γράμματα στην πόρτα, και στη ντουλάπα η κλίμακα για διαδοχικές μετρήσεις ύψους παιδιών που ψηλώνουν.
Έμεινα για λίγο μόνος στο άδειο σπίτι· ύστερα ξαναήρθε η φίλη που με βοηθούσε με τα φυτά να μαζέψουμε τα υπόλοιπα πράγματα, κυρίως τις γλάστρες. Με κόπους και προσπάθεια πολλής ώρας γεμίσαμε το αμάξι μου και το δικό της. Με τη μεταφορική είχα προλάβει να στείλω κάτι ταλαιπωρημένα γεράνια κι ένα αμφίβολης προοπτικής παχύφυτο· η συμβολή της φίλης μου ήταν καθοριστική στο να φύγω φορτωμένος με τρεις αλόες, επτά δυόσμους («κι όποιος πιάσει», λέει) κι ένα φυτό άγνωστης ονομασίας που εμένα μου έμοιαζε με ανοιγμένη αγκινάρα βέβαια, αλλά δεν ήταν. Άλλα τόσα πήρε εκείνη, χώρια οι άδειες γλάστρες. Τελευταία στιγμή παρατήσαμε στο δρόμο ένα ημιθανές μπέντζαμιν που δε χωρούσε πουθενά, με την υπόσχεση να ξαναπεράσουμε να το πάρουμε (τηρήθηκε!).
Έκλεισα πόρτες και παράθυρα, έσβησα τα φώτα και κλείδωσα· τσέκαρα την ένδειξη του μετρητή της ΔΕΗ καθότι το πρωί θα πηγαίναμε με τη νέα ιδιοκτήτρια να μεταβιβάσουμε την παροχή, οπότε και θα της έδινα τα κλειδιά.
Μπήκα στο αμάξι που μύριζε δυόσμο και απορρυπαντικό πιάτων σκεπτόμενος αν υπάρχει κάτι άλλο που να άφησα πίσω, κάτι που να ήθελα να έχω πάρει μαζί.
«Της ωραίας τα χείλη», θυμήθηκα. «Το δαφνάκι».
Αλλά δεν έζησε. Ήταν πολύ βαρύς ο χειμώνας φέτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου