ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/12/10

...κι αρχή του Γεναρίου, του Μεγάλου Βασιλείου


Μια εκδοχή καλάντων της Πρωτοχρονιάς που βούτηξα από το ikariamag.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή του Γεναρίου, του Μεγάλου Βασιλείου.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, σαν άγιος και πνεματικός
στη γη να πορπατήσει και να μας καλοκαρδίσει
Άης Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε
από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόναν και χαρτί, ζαχαροκάντιοζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι, δες κι εμέ το παλληκάρι.
Το καλαμάριν έγραφε, η μοίρα μου το έλεγε
και το χαρτίν ομίλει, άσπρε μου Άγιε Βασίλη.

Βασίλη πόθεν έρχεσαι και 'ε μας καταδέχεσαι
και πόθεν κατεβαίνεις και 'ε μας εσυντυχαίνεις.
Από της μάνας μ' έρχομαι μα εγώ σας καταδέχομαι
κι εις το σκολειό μου πάω, 'εμ μου λέτε τι 'α κάμω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα και να σας πω τι πάθαινα
τραγούδια εν ηξεύρω αντικρύ μου για να σ' εύρω.
Και σαν ηξέρεις γράμματα, πόσες φορές και κλάματα
πες μας την αρφα-βήτα, πώς ηπέρασες τη νύχτα.

Και το ραβδί του ηκούμπησε, κι όμορφα που τραγούδησε
να πει την αρφα-βήτα ωσάν άγιος που ήτα.
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, πότε στην πόρτα σου να μπει
χλωρά βλαστάρια ηπέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω στα βλαστάρια της, και στα περικλωνάρια της
πέρδικες κελαηδούσαν και 'εμ μας το εμηνούσαν.
Εν ήσαν μόνο πέρδικες, γαρυφαλλιές λεβέντικες 
μα και περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Και πέταξε μια πέρδικα, που πορπατεί λεβέντικα 
να βρέξει το φτερό της μες στο δροσερό νερό της.
Κι ήβρεξε τον αφέντη μας, (Βασίλη) το λεβέντη μας
τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.

Aκολουθούν, κατά περίσταση, τα παινέματα που αναφέρονται ανάλογα με τη δομή της οικογένειας στο κύρη, την κυρά, την κόρη, το γιο κλπ., και ανάλογα με το επάγγελμα ή την φάση ζωής του καθενός, όπως το ακόλουθο για καραβοκύρηδες ή εν προκειμένω για ιστιοπλόους:

Εσένα αφέντη πρέπει σου,
και πάλι ξαναπρέπει σου, καράβι ν' αρματώσεις
και τα σκοινιά και τα πανιά να τα μαλαματώσεις 
Η πλώρη να 'ναι μάλαμα, η πρύμη να 'ν' ασήμι
καταμεσίς του καραβιού να 'ν' ο Αη-Βασίλης

Και τελειώνει με τις ευχές για το σπίτι:

Σ' αυτό το σπίτι πού 'ρταμε τα πάτερα ξυλένια
του χρόνου τέτοια εποχή να 'ναι μαλαματένια
Σ' αυτό το σπίτι που 'ρταμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης κι η κερά χίλια χρόνια να ζήσει
να ζήσει χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσει
κι από τους εκατό κι εκεί να ζήσει να γεράσει.

Στο χαιρέτημα του Αη-Βασίλη, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, παρέες γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι με στρωμένο τραπέζι, τρωγοπίνοντας και τραγουδώντας:

Τη σκάλαν ηνεβήκαμε, την πόρταν την ευρήκαμε 
του φίλου μας τ' αράφι, ήρταμε ούλλον το συνάφι.
Βλέπω την πόρτα σου ανοιχτή, θαρρώ πως έχει και πηχτή
φοινίκια, λουκουμάδες και κρασί με τους κουβάδες.
Ας σας καλησπερίσωμεν, κι έπειτα ας αρχίσωμεν
επαίνους να σας πούμε, βάρτε μας κρασί να πιούμε.
Εμείς κρασίν 'εμ πίνωμε, μόνο που 'εν αφήνωμε
σταλιά μες στο ποτήρι, και αυτό για το χατήρι. 
Και όμως μη μας βιάζετε, και στο κρασί μη βάζετε
νερό και ξεθυμαίνει, άστο άδολο κι ας μένει.

Και όταν εμφανιστεί άλλη παρέα και είναι ώρα να φύγουν:

Ηφάαμεν τον πετεινό, να φάμε και την κότα
να πιούμε το κρασάκι μας να πάμε σ' άλλην πόρτα
Μην τύχει και χολιάσετε και μας ξανακεράσετε
κι η ώρα πλησιάζει κι άλλος φίλος μας φωνάζει.

Σ.Σ. Την ιδέα μου έδωσε ένα σχόλιο του αράπη σε προηγούμενη ανάρτηση, αλλά όποιος έχει έστω και μια φορά περάσει Πρωτοχρονιά στην Ικαρία, μάλλον δεν ξεχνάει την εμπειρία. Η επιλογή των στίχων έγινε με βάση το βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού "Λαϊκά τραγούδια της Ικαρίας" με συμπληρώσεις και τροποποιήσεις από μνήμης, με βάση δικές μου καριώτικες Πρωτοχρονιές και μερικά παινέματα της συχωρεμένης Κλειώς Ξηρού, το γένος Τουφεξή, αδελφής της γιαγιάς μου, που ήταν άφταστη στον καιρό της σε ρίβες και αυτοσχέδια στιχάκια.

28/12/10

Συνταγή για καριώτικα φοινίκια

Το τετραδιάκι με τις συνταγές δίπλα στο επίμαχο γλυκό. Φωτό Ροβιθέ, από το ikariamag.

Η Καλή μπήκε στην κουζίνα, φορώντας την ποδιά και ένα καλοκαιρινό καπελάκι με ζωγραφιστά λουλουδάκια. Ο γιος της που έπινε τον πρωινό καφέ του (μεσημέρι ήτανε) παραξενεύτηκε· η μάνα του είχε κλείσει τα ογδόντα αλλά λωλάδες δεν έκανε, συνήθως.

- Τι το θες ρε μάνα το καπελάκι παραλίας χριστουγεννιάτικα;
- Μην τυχόν πέσει καμμιά τρίχα στη ζύμη.


Ο γιος κοίταξε για μια στιγμή το καπελάκι-μαγειρικό σκούφο και μετά έψαξε γύρω γύρω να βρει την επίμαχη ζύμη, μάταια όμως. Βρήκε βέβαια τα υλικά της, λάδι σε μια πήλινη λεκάνη, ζάχαρη, κοπανισμένο αμύγδαλο (στο γουδί, το μίξερ ήταν χαλασμένο) και διάφορα μικροσυμπράγκαλα ζαχαροπλαστικής. «Τούτες οι μέρες έχουν το» σκέφτηκε, και μεταπάτησε για να της δώσει χώρο. Η Καλή πήρε το μπρίκι με το υπόλοιπο του καφέ, το ξέπλυνε κι έβαλε νερό να βράσει. Μετά ξεδίπλωσε ένα σακουλάκι και έβγαλε από μέσα μια κουταλιά από μια γκρίζα σκόνη. Στο μεταξύ μονολογούσε:

- Μια κουταλιά σόδα στο κονιάκ και μετά...
- Τι είναι αυτό; ρώτησε ο γιός με απορία, δείχνοντας προς τη γκρίζα σκόνη που η μάνα του πρόσθεσε στο νερό.
- Στάχτη, είπε η Καλή. Για τα φοινίκια.

«Πάει, το ‘χασε» σκέφτηκε ο γιός. «Εμ, βέβαια, μετά από ογδόντα χρόνια φυσικό είναι. Έπρεπε να το είχα καταλάβει από το καπελάκι. Μάλλον νευρολόγο θα φωνάξω.»

- Αλυσίβα, συμπλήρωσε η Καλή ανακατεύοντας τη στάχτη στο νερό με το κουταλάκι.
- Αλυσίβα;
- Για τα φοινίκια.


Ο γιος ξανακοίταξε με δυσπιστία τα υλικά πάνω στο τραπέζι. Εντάξει τα λάδια και οι ζάχαρες και τα αλεύρια και το κονιάκ, άντε και η σόδα. Αλλά στάχτη; Έστω βρασμένη;

- Το γράφει η συνταγή; επέμεινε.

Η Καλή σήκωσε τους ώμους. Ο γιός πήγε στο μέσα δωμάτιο και βρήκε ένα χοντρό τόμο που έγραφε «Ο Νέος Τσελεμεντές, 1977». Βαρέθηκε να ψάξει το λήμμα «μελομακάρονα» και απλώς έβγαλε από μέσα ένα τετραδιάκι που χρησίμευε θεωρητικά ως σελιδοδείκτης (εδώ και χρόνια κολλημένος στη σελίδα «Τσουρέκι βασιλόπιτα σμυρνέικη») και που μέσα του προ ετών είχαν αποθησαυριστεί διάφορες συνταγές της Καλής χειρόγραφες. Δε βρήκε συνταγή για μελομακάρονα. Μετά σαν κάτι να θυμήθηκε και ξαναπήγε στην κουζίνα.

- Πού είναι το τετραδιάκι με τις συνταγές της γιαγιάς;

Η συχωρεμένη η γιαγιά του η κυρά-Λαμπρινή, η μάνα της Καλής, είχε καταγράψει τις συνταγές της σε ένα μικροσκοπικό τεφτέρι με τετραγωνάκια, το οποίο η Καλή που το κληρονόμησε το προστάτευε ως κόρην οφθαλμού. Πήγαν μαζί και το ξέθαψε από την κρυψώνα του και το έδωσε στο γιο της πριν γυρίσει στην κουζίνα. Αυτός το ξεφύλλισε λίγο, είδε τα γράμματα της γιαγιάς του που τη θυμόταν μόνο σαν μια ακαθόριστη ανάμνηση ντυμένη στα μαύρα, και χάζεψε μερικές συνταγές. Οι ποσότητες ήταν σε δράμια και οκάδες, όχι σε γραμμάρια, και η γραφή της ήταν από κείνες τις καλλιγραφίες που μάθαιναν παλιά, με μολύβι πάνω στα τετραγωνάκια του τετραδίου. Έψαξε, αλλά συνταγή για φοινίκια δε βρήκε. Βρήκε ομως έναν άλλο γραφικό χαρακτήρα κάπου, που έγραφε «η αρχιμάγειρος» και το όνομα της γιαγιάς του από κάτω, με το πατρικό της επώνυμο.

- Αυτό τι είναι; ρώτησε τη μάνα του που ζύμωνε στην πήλινη λεκάνη.
- Αυτό το έκανε το Κωστάκι, την έβαζε τη μάνα να υπογράφει τις συνταγές. Δημοτικό πήγαινε.

Το Κωστάκι ήταν ο μικρός αδελφός της, συχωρεμένος κι αυτός χρόνια. Δημοτικό θα πήγαινε στην Κατοχή, μάλλον. Ο γιος ξεφύλλισε για λίγη ώρα ακόμα το τετραδιάκι και βάλθηκε να το τραβάει φωτογραφίες. Τα φοινίκια ψήθηκαν και μελώθηκαν.

- Για δοκίμασε, είπε η Καλή κάποια στιγμή.

Ο γιος δοκίμασε ένα. Νοστιμότατο, όπως κάθε χρόνο. Μετά πήρε και δεύτερο. Με αλυσίβα.

- Πάντως δεν έχει συνταγή για φοινίκια εδώ, συμπλήρωσε.

Η Καλή δεν είπε τίποτα. Μάζεψε την κουζίνα, έβγαλε την ποδιά, ακούμπησε το καπελάκι στην πλάτη μια καρέκλας και μουρμούρισε:

- Ε, π’ ανάγκασμάν’ το, εν ηθέλω και συνταγή για να κάμω φοινίκια πια...

Και πήγε μετά να ξεκουραστεί λίγο πριν πιάσει τις απογευματινές δουλειές.



Σ.Σ. «Τούτες οι μέρες έχουν το, τούτες οι εβδομάδες», παραδοσιακό καριώτικο τραγούδι των γιορτών (όχι υποχρεωτικά των Χριστουγέννων, σε μια συλλογή του Σίμωνα Καρά έχει καταγραφεί νομίζω ως αποκριάτικο).

Μεταπατώ: πάω πιο κει, πατάω πιο πέρα.

Υποθέτω οι καριώτες της παρέας χρησιμοποιούν και τα φοινίκια και το π’ ανάγκασμάν΄το· αμετάφραστα.

(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 27/12/2010)

19/12/10

Hora est

Άποψη του πανεπιστημιακού κτιρίου όπου βρίσκεται η αίθουσα της Συγκλήτου στην Rapenburg του Λέιντεν. Φωτογραφία Gill Steenvoorde από το flickr.

Ενόψει της promotie της Μάικε (που λέγαμε εδώ) φρόντισα να είμαι στην ώρα μου - το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Τη μέρα εκείνη έβρεχε μανιασμένα από το πρωί, αλλά αυτό δε με εμπόδισε να διαβώ την πόρτα του κτιρίου της Rapenburg που στεγάζει την αίθουσα της Συγκλήτου (όπου και γίνονται οι εξετάσεις των διατριβών) αρκετή ώρα πριν από την καθορισμένη. Τα πράγματα έγιναν σύμφωνα με την εθιμοτυπία που ήδη ήξερα, αλλά ορισμένες μικρές λεπτομέρειες μπόρεσα να τις εντοπίσω μόνο βλέποντας τα πράγματα από κοντά.

Είχα ήδη από ημερών επισημάνει στους συναδέλφους (όπως και στο κοινό του ιστολογίου) το πόσο η όλη διαδικασία θύμιζε κάποιες θρησκευτικές τελετουργίες, χώρια η αίθουσα της Συγκλήτου με τα πορτραίτα των ανά τους αιώνας πρυτάνεων και κοσμητόρων (νομίζω). Η Πατρίτσια, η Πορτογαλίς εργοδότις μου, επεσήμανε ότι όλοι οι εικονιζόμενοι είναι άρρενες. Η κοπέλα είναι λίαν ευαίσθητη σε θέματα διακρίσεων λόγω φύλου (θα έχει τους λόγους της, φαντάζομαι, μετά από δέκα χρόνια και βάλε θητείας, ξένη κιόλας, στο ολλανδικό ίδρυμα) και δεν είχα κανένα λόγο να αμφισβητήσω τα λεγόμενά της. Μόλις όμως βρέθηκα στην αίθουσα βάλθηκα να κοιτάω τους τοίχους με τα πορτραίτα, πασχίζοντας να πετύχω και καμιά γυναικεία μορφή ανάμεσα στους βλοσυρούς προφέσορες που διοίκησαν το Πανεπιστήμιο από το 1574 μέχρι σήμερα.

Δεν είχα ολοκληρώσει την επιθεώρηση όταν μπήκε στην αίθουσα η Μάικε (η εξεταζόμενη υποψήφια διδάκτωρ της ημέρας) συνοδευόμενη από τους παρανύμφους της, τον δίμετρο Σουηδό και τον ελάχιστα πιο κοντό Ολλανδο-Κολομβιανό. Παρόλο το δεκάποντο και βάλε τακούνι, η μικροκαμωμένη Μάικε έμοιαζε σαν παιδάκι ανάμεσα στα θηρία. Ήταν όμως ωραία - και το αιθέριο ξανθό κεφάλι της έκανε χτυπητή αντίθεση με τη γενική μαυρίλα της αίθουσας, χώρια το μαύρο αυστηρό ταγέρ. Πρόσεξα ότι τα κουστούμια των παρανύμφων ήταν τύπου φράκο (το ψαλιδόκωλο που έλεγαν οι Ρωμιοί το πάλαι ποτέ) και όχι σμόκιν όπως νόμιζα παλαιότερα). Νύμφη και παράνυμφοι πήραν τις θέσεις τους στη μία πλευρά του τραπεζιού.

Συνέχισα να περιεργάζομαι τα πορτραίτα, μέχρι που το μάτι μου κόλλησε σε ένα που δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα. Δεν έβλεπα και πολύ καλά λόγω προβληματικής αντιστοίχισης μυωπίας και γιαλιών, οπότε καλού κακού ζήτησα τη βοήθεια της Μπάρμπαρα, της κοπέλας που καθόταν δίπλα μου:

- Γυναίκα είναι αυτό;
- Ποιο; ρώτησε η Μπάρμπαρα παραξενεμένη.
- Εκείνο το πορτραίτο, εκεί, έδειξα με το δάχτυλο.

Η κοπέλα επιθεώρησε το πορτραίτο και διάβασε και τη συνοδευτική λεζάντα.

- Ναι, γυναίκα. Καθηγήτρια Ελληνικών.

Και συμπλήρωσε:

- Αρχαίων ελληνικών, φαντάζομαι. Αλήθεια, εσύ μιλάς αρχαία ελληνικά;

Το παιχνιδιάρικο ύφος της πρόδιδε μια ορισμένη δυσπιστία. Της εξήγησα (με κάποια ενδόμυχη ευχαρίστηση, ομολογουμένως) ότι φυσικά δεν μιλάω αρχαία ελληνικά, αλλά μπορώ να καταλάβω κείμενα αλεξανδρινής εποχής, δύο χιλιάδων χρόνων, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Με πιο κλασικά κείμενα, Θουκυδίδη, τραγωδίες κλπ., έχω αρκετά προβλήματα, με τις μη ιωνικές διαλέκτους πολύ σοβαρά προβλήματα, και από Όμηρο μόνο σκόρπια καμμιά λέξη πιάνω πού και πού. Μπορώ όμως να διαβάσω την Αγία Γραφή στο πρωτότυπο (βέβαια βοηθάει να έχεις και μια νεοελληνική απόδοση δίπλα στο πρωτότυπο κείμενο, αλλά αυτό δεν της το είπα). Μου είπε ότι είχε κάνει αρκετά χρόνια ελληνικά στο σχολείο, αλλά ίσα που αναγνώριζε τα γράμματα και διάβαζε μερικές λέξεις. Της είπα συγκαταβατικά ότι είναι πιο απλό για κάποιον που τα έχει ως μητρική γλώσσα, έστω και στη σύγχρονη μορφή τους. Είχα κάνει βέβαια και λίγα αρχαία στο Λύκειο (δυο χρόνια μόνο, πρωτοδεσμίτης γαρ).

Πάνω στη ώρα σηκωθήκαμε όρθιοι διότι εμφανίστηκε η επιτροπή εξέτασης, καθοδηγούμενη από τον τελετάρχη-γραμματέα του πανεπιστημίου: επτά κύριοι με τηβέννους και δύο κυρίες άνευ, η Πατρίτσια και μία προσκεκλημένη συνάδελφος εκ Φινλανδίας. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι δύο κυρίες έσπαγαν τη γενική μαυρίλα· η μεν Πορτογαλίς με ένα απλό και διακριτικό γκρι-ραφ πλεκτό μπλουζάκι πάνω από το μαύρο υπόλοιπο, αλλά η Φινλανδή με μια πολύχρωμη μπλούζα με άπειρες ζωγραφισμένες πεταλούδες, σε απόλυτη αρμονία με το θέμα της διατριβής της Μάικε, αλλά σε χτυπητή αντίθεση με το υπόλοιπο σκηνικό. Φαντάστηκα τον τελετάρχη να αλλάζει τριάντα χρώματα βλέποντας την προσκεκλημένη επιστήμονα με τα χίππικα, αλλά από το λίγο που τη γνωρίζω έχω την εντύπωση ότι αν της έλεγαν ότι η μπλούζα της είναι ακατάλληλη για το τελετουργικό δεν θα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να τη βγάλει και να κάνει την εξέταση με τα εσώρουχα, κάνοντας το τελετουργικό μία χόρτα. Ξαναφαντάστηκα τον τελετάρχη να κάνει την καρδιά του πέτρα και να καταπίνει με δυσκολία τη δίκαιη οργή του υπό τα όμματα των μαυροντυμένων αγίων του ιδρύματος στους τοίχους. Η επιτροπή πήρε τη θέση της στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, υποψήφια, παράνυμφοι και κοινό κάθησαν, ο τελετάρχης μας κλείδωσε μέσα και βγήκε.

. . .


Σαρανταπέντε λεπτά αργότερα, ως από μηχανής θεός ο τελετάρχης βρόντηξε την πόρτα, μπούκαρε μέσα και ανακοίνωσε:

- Hora est!

Ο κοσμήτορας κύρηξε τη διαδικασία περαιωμένη προς μεγάλη ανακούφιση της Μάικε που είχε ζοριστεί κάπως και αν και εκ του φυσικού ήδη ωχρή, είχε φτάσει να γίνει κάτι στο χρώμα του χιονιού. Η επιτροπή αποχώρησε προς διαβούλευση, το κοινό σχολίασε κάτι ανάμεσα σε «άντε, πάει κι αυτό» και «είδες τη μπλούζα με τις πεταλούδες;» και μετά τελετάρχες και επίτροποι, συγγενείς και φίλοι και συνάδελφοι, την ανακυρήξαμε Δόκτωρα μετά βαΐων, κλάδων και περγαμηνής και πήγαμε παραδίπλα για ένα ποτάκι μέσα στη βρόχα. Πριν φύγουμε όμως, φρόντισα να ρίξω μια ματιά (τελευταία, εικάζω) στην αίθουσα της Συγκλήτου, και πλησίασα το πορτραίτο της καθηγήτριας των ελληνικών που ήταν εν τέλει η μοναδική εκπρόσωπος του γυναικείου φύλου στο χώρο. Τελικά δεν δίδασκε αρχαία, αλλά νέα ελληνικά· για την ακρίβεια κατείχε την έδρα ελληνικών και βυζαντινών σπουδών μεταξύ 1929 και 1955. Και αστεία αστεία, η μόνη γυναίκα συγκλητικός που ιστορείται στο συναξάρι του Λέιντεν έως και σήμερα, λεγόταν Σοφία Αντωνιάδη. Ελληνίδα.

Μια μάλλον προπολεμική (αχρονολόγητη πάντως) φωτογραφία της Σοφίας Α. Αντωνιάδη (1895-1972), της πρώτης στα χρονικά καθηγήτριας (μεταξύ των ετών 1929 και 1955) του Πανεπιστημίου του Λέιντεν, από την ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου.

Δεν την είχα ακουστά, αλλά μετά έψαξα λίγο εδώ κι εκεί στο διαδίκτυο και εντόπισα μια συνέντευξή της (γύρω στο 1955 μάλλον), σε μια φάση που έφευγε από το Λέιντεν για να εγκατασταθεί στη Βενετία, όπου χρημάτισε διευθύντρια (η πρώτη) του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, μέχρι το 1966. Αν και η συνέντευξη είναι στα Ολλανδικά, με λίγο γκουγκλομεταφραστή συνήγαγα ότι από το Λέιντεν της άρεσαν η Rapenburg και τα κανάλια (που δε θα τα εστερείτο φυσικά καθόλου στη Βενετία) και δεν της άρεσε ο καιρός (πράγμα που καθόλου δε με εκπλήττει, ομολογουμένως). Επίσης, προφήτεψε ότι τα πορτραίτα και άλλων πολλών γυναικών θα κοσμούσαν την αίθουσα της Συγκλήτου, προφητεία εισέτι ανεκπλήρωτη. Τέλος, στην ερώτηση πώς τη δέχτηκαν οι άρρενες συνάδελφοι, απαντάει με χιούμορ ότι εφόσον δεν ήταν Ολλανδέζα, δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα· άλλωστε τους φαινόταν πιο φυσικό να κατέχει την έδρα των ελληνικών κάποιος που τα έχει ως μητρική γλώσσα, έστω και γυναίκα. Το επιχείρημα κάτι μου θύμισε.

Το βράδι που μαζευτήκαμε να ξαναματαπιούμε, διηγήθηκα στη Πατρίτσια τις ανακαλύψεις μου. Δεν εντυπωσιάστηκε· μου σχολίασε μάλλον αρνητικά την πατροπαράδοτη ολλανδική ακαδημαϊκή συνήθεια οι γυναίκες να κάθονται σπίτι και οι άντρες να κάνουν καριέρα. Η κουβέντα γρήγορα ξέφυγε και πήγε στο βρωμόκαιρο που το είχε γυρίσει σε χιόνι απότομα, τη δουλειά που δεν προχωράει γρήγορα, το ενδεχόμενο να την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια για αλλού (ως εργαστήριο) σχετικά σύντομα, και τις επερχόμενες διακοπές των Χριστουγέννων. Με ρώτησε πού σκόπευα να τις περάσω.

- Hora est, είπα, αλλά με δύο έννοιες.
- Δηλαδή;

Της εξήγησα ότι σημαίνει μεν «ήρθε η ώρα» αλλά θα μπορούσε και να σημαίνει (λανθασμένα, ως λογοπαίγνιο δε μεταξύ ελληνικών και λατινικών) «είναι μια χώρα».

- Κατάλαβα, μου είπε, πας στην Ελλάδα.

Ύστερα ήπιαμε στην υγεία της Δόκτορος Μάικε και όλων των αφρικανικών πεταλούδων. Όταν βγήκα έξω, το χιόνι το είχε στρώσει για τα καλά.

Ήταν ώρα, αναμφίβολα.


Σ.Σ. Η αιφνίδια ανακάλυψη της μοναδικής γυναίκας συγκλητικού του Λέιντεν με ξεστράτισε από την αρχική πρόθεσή μου να αναφερθώ στην ταινία μικρού μήκους "Diecyclus" που συν-παρήγαγε και συν-σκηνοθέτησε το δίδυμο των παρανύμφων προς τιμήν (αλλά και εν αγνοία) της Μάικε. Στην ταινία, ο Πωλ, ένας μοχθηρός καθηγητής πανεπιστημίου στο Λέιντεν, στέλνει στην Αφρική μια νεαρά υποψήφια διδάκτορα ονόματι Μάικε για να φέρει στο εργαστήριο κάποιες αφρικανικές πεταλούδες, ανάμεσα στις οποίες κρύβεται ένα πολύ επικίνδυνο και θανατηφόρο είδος. Η Μάικε εκπληρώνει την αποστολή της, αλλά μια σειρά από περίεργα περιστατικά αναστατώνουν την ακαδημαϊκή ζωή. Μια συνεργαζόμενη επίκουρη καθηγήτρια ανευρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα πεταλουδοτροφείο, ένας υποψήφιος διδάκτωρ βρίσκεται πνιγμένος σε μια κουταλιά νερό, ένας άλλος βρίσκεται νεκρός από υπερβολική δόση φερομονών, ένας Σουηδός πεταλουδοσυλλέκτης καρφιτσώνεται μέχρι θανάτου, το λοιπό προσωπικό διαδοχικά πεθαίνει από ηλεκτροφόρηση ή άλλες αιτίες αιφνιδίου θανάτου. Η Μάικε αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένα είδος πεταλούδας-δολοφόνου που ο μοχθηρός Πωλ θέλει να χρησιμοποιήσει για να καταστρέψει τον κόσμο, και δίνει μια μάχη μέχρις εσχάτων για να σώσει τον πλανήτη. Τότε ο Πωλ την απειλεί με το σκληρό και αμείλικτο δίλημμα ότι αν εξολοθρεύσει τις πεταλούδες και σώσει τον πλανήτη, διδακτορικό δε θα πάρει ποτέ, καθότι θα μείνει χωρίς θέμα διατριβής. Η ηρωΐδα όμως καταφέρνει και να σώσει τον κόσμο και να κάνει διδακτορικό με τη βοήθεια ενός άλλου επιβλέποντος, με παράπλευρες απώλειες ένα πλήθος πτωμάτων που οι πεταλούδες-δολοφόνοι σπέρνουν στο πέρασμά τους.

Η ταινία είναι στην πραγματικότητα ένα low budget θρίλερ, ή μάλλον ταινία τρόμου με στριγγλιές, αίματα, και φοβερό σασπένς. Στην πρώτη δημόσια προβολή της ωστόσο, στο επινίκιο πάρτυ της Μάικε, το υποψιασμένο κοινό κατά βάση ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια, αλλά αυτό φαντάζομαι οφειλόταν στο ότι απουσία πραγματικής Μάικε, τον αντίστοιχο ρόλο νεαράς αιθέριας ύπαρξης είχαν αναλάβει κάτι δίμετροι (ενίοτε μουσάτοι) τύποι με κόκκινη περούκα, στο ρόλο του μοχθηρού Πωλ έπαιζε ο natural born killer κανονικός Πωλ (που είναι ίσως η πλέον καλοκάγαθη φάτσα που κυκλοφορεί στα ολλανδικά και βρετανικά πανεπιστήμια), στην ανακάλυψη ότι μια μικροκαμωμένη Πορτογαλίδα επίκουρη καθηγήτρια όντως χωράει (αν τη διπλώσεις καλά) σε έναν κλωβό πεταλούδων μισού μέτρου ώστε να παίξει τον απαιτητικό ρόλο της tiny Patricia, και σε μερικά ειδικά εφέ χάρη στα οποία διάφορα καταματωμένα πτώματα ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί στο εργαστήριο.

Θα ήθελα να αναφερθώ ειδικά στη συμβολή Έλληνος ερευνητή (και περιστασιακού μπλόγκερ) σε ρόλο πτώματος (άλλωστε κάπως έτσι ξεκίνησε την καριέρα του ο Κέβιν Κόστνερ, ως πτώμα στο The Big Chill), αλλά θα περιοριστώ να αναφέρω για τυχόν ενδιαφερόμενους ότι στο σινεμά ο θάνατος έχει γεύση κέτσαπ. Λίγο μπαγιάτικου ίσως, αλλά τι να κάνεις...

13/12/10

Παρανυφάκι πεταλούδων

Το εκκλησίασμα στη θέση του, το ιερατείο υπό το βλέμμα των ομοίων του ανά τους αιώνας και (πάνω δεξιά) η μέλλουσα νύμφη πλαισιωμένη από τους παρανύμφους. Τη γενική μαυρίλα σπάει η γαλάζια τήβεννος του Σκώτου ιεροεξεταστή αριστερά και το βυσσινί μαλλί εκκλησιαζομένου τινός. Η φωτογραφία είναι από κινητό τηλέφωνο σε οθόνη κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης διότι ο σωστός καριώτης εννοείται ότι φτάνει αφότου έχει κλειδώσει η πόρτα (χωρίς να φταίει, πάντως, του είχαν δώσει λάθος διεύθυνση).

Αν και φημολογείται ότι οι Ολλανδοί δεν διακρίνονται για το χιούμορ τους (δεν ξέρω αν έχετε ακούσει ποτέ την έκφραση «Ολλανδικό αστείο», που δηλώνει ακριβώς την απουσία αστείου) υπάρχουν ορισμένες εκφάνσεις του βίου τους που είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικές. Στη σχετικά σύντομη παραμονή μου στη χώρα έχω ορισμένες αλλόκοτες εμπειρίες, με πιο χαρακτηριστική ίσως τη διαδικασία εξέτασης για την απονομή διδακτορικού τίτλου που στα ολλανδικά λέγεται promotie και στα αγγλικά defence – και νομίζω ότι οι αντίστοιχες ελληνικές λέξεις «προαγωγή» και «υπεράσπιση» δηλώνουν ακριβώς τη διαφορά που υπάρχει στην αντίληψη ως προς τη διαδικασία ανάμεσα στις δύο αντίστοιχες ακαδημαϊκές κουλτούρες.

Η διαδικασία διεξάγεται με ένα αυστηρό τελετουργικό που εποπτεύεται από έναν τελετάρχη με περούκα, τήβεννο και σκήπτρο. Αυτός χρονομετρεί αυστηρά τη διαδικασία και δεν επιτρέπει να υπάρξει υπέρβαση ούτε κατά ένα δευτερόλεπτο. Για σιγουριά κλειδώνει και τις πόρτες κατά την είσοδο και τις ξεκλειδώνει στην έξοδο. Όση ώρα ο κόσμος είναι κλειδωμένος μέσα στην αίθουσα τελετών, ο προεδρεύων της διαδικασίας (ο κοσμήτορας, αν κατάλαβα καλά) δίνει το λόγο χωρίς να συμμετέχει ο ίδιος στην συζήτηση. Ως είθισται, οι επιβλέποντες της διατριβής δεν απευθύνουν ερωτήσεις, αν και είναι μέλη της επιτροπής εξετάσεων. Υπάρχουν και κάποια εξωτερικά μέλη, ενίοτε από άλλες χώρες. Στη διαδικασία που παρακολούθησα εγώ (από όπου και η φωτογραφία) οι Τακτικοί Καθηγητές φορούσαν ένα είδος μαύρης τηβέννου με καπελάκι (διαφορετική ανάλογα με το πανεπιστήμιο από το οποίο προέρχονταν), ενώ ο προσκεκλημένος από το Εδιμβούργο φορούσε άλλη τήβεννο χωρίς καπελάκι χρώματος θαλασσί. Οι απλοί δόκτωρες της επιτροπής φορούν υποχρεωτικά σμόκιν (οι κύριοι) ή μαύρο ταγέρ (οι κυρίες).

Η επιτροπή κάθεται στη μία πλευρά ενός μακρόστενου τραπεζιού· στην απέναντι πλευρά κάθεται ο υποψήφιος διδάκτωρ (στην περίπτωσή μας η Ρωσίδα συνάδελφος με μαύρο ταγέρ). Ο υποψήφιος δεν είναι μόνος του· περιβάλλεται από δύο φίλους της επιλογής του, όχι υποχρεωτικά επιστήμονες (στην περίπτωσή μας η κοπέλα εμφανίστηκε συνοδευόμενη από δύο υψηλόσωμους κυρίους με σμόκιν, ένα νέο και έναν αρκετά μεγάλο). Οι δύο παρακαθήμενοι ονομάζονται «παράνυμφοι», πράγμα που στα ελληνικά ακούγεται λίγο αστείο, αλλά στην Ολλανδία τους παίρνουν πολύ σοβαρά. Η διαδικασία προβλέπει ότι θεωρητικά έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν στη συζήτηση και να απαντήσουν αντί του υποψηφίου (αν και μεταξύ μας μάλλον δεν είναι καλή ιδέα...). Πάντως μου είπαν ότι έχει καταγραφεί περιστατικό (εντός ακαδημαϊκής τάξεως, αλλά κάποιους αιώνες πριν) που παράνυμφος λογομάχησε έντονα με εξεταστή και κατέληξαν να μονομαχήσουν· χωρίς θύματα, αλλά με κάμποσο ξύλο στο τέλος.

Η διαδικασία ερωταπαντήσεων είναι λίαν τυποποιημένη. Χωρίς να έχει προηγηθεί παρουσίαση της διατριβής από τον υποψήφιο, οι εξεταστές απευθύνουν κατά σειρά ερωτήσεις. Ο υποψήφιος υποχρεωτικά ξεκινάει την απάντηση λέγοντας στα ολλανδικά κάτι που σημαίνει «ευχαριστώ για τη σημαντική σας ερώτηση, σοφέ αντίπαλε» όπου ανάλογα με τη βαθμίδα του ερωτώντος opponent το «σοφός» μπορεί να είναι «πολύ σοφός» για τους Τακτικούς ή απλά «γνώστης» για τους σκέτους Δόκτωρες. Ακολουθεί η απάντηση, η οποία μπορεί να είναι σοβαρή ή όχι, αλλά ο ερωτών δεν έχει δικαίωμα να επαναφέρει ερώτηση δηλώνωντας ότι δεν τον ικανοποίησε η απάντηση. Κανένας άλλος δεν μπορεί να παρέμβει συμπληρώνοντας ή επαναδιατυπώνοντας. Ο καθένας έχει χρόνο για 2-3 ερωτήσεις αν ο εξεταζόμενος δεν είναι και πολύ φλύαρος. Στον καθορισμένο χρόνο ο τελετάρχης βαράει το σκήπτρο κάτω και ξεκλειδώνει την αίθουσα. Το κοινό σηκώνεται όρθιο και η επιτροπή αποχωρεί προς διαβούλευση.

Στη διάρκεια της διαβούλευσης, ο επιβλέπων διαβάζει το βιογραφικό του υποψηφίου και ρωτάει τα υπόλοιπα μέλη αν συμφωνούν να απονεμηθεί ο τίτλος. Συμφωνούν βέβαια, αλλιώς σιγά μην τραβιόντουσαν μέχρι εκεί με τις τηβέννους. Επιστρέφουν στην αίθουσα εν πομπή (ο τελετάρχης μπροστά), ο προεδρεύων απονέμει τον πάπυρο, ο επιβλέπων λέει μερικές κουβέντες για το πόσο καλός είναι ο υποψήφιος, και στη συνέχεια βγαίνουμε όλοι έξω και κάνουμε χαιρετούρα όπως στους γάμους: νύφη (δηλαδή νέος διδάκτωρ) και παράνυμφοι στήνονται για τα συχαρίκια. Κάπου τότε συνειδητοποιώ πόσο θρησκευτικό μου μοιάζει το τελετουργικό· θρησκευτικό υπό την έννοια του τυπικού της καθ’ ημάς ανατολής.

Ο χώρος των τελετών είναι ό,τι πλησιέστερο σε ορθόδοξο ναό έχω δει στην Ολλανδία: δεν υπάρχει Ιερό, υπάρχει όμως Αγία Τράπεζα (των εξετάσεων) και πίσω από αυτήν ο θυρεός του Πανεπιστημίου σε ρόλο Πλατυτέρας των Ουρανών. Τα πορτραίτα των καθηγητών του πανεπιστημίου στα 436 χρόνια από την ίδρυσή του πλαισιώνουν το χώρο, φτάνοντας ως το ταβάνι, σαν τις απεικονίσεις των Αγίων, των Αποστόλων, των Προφητών και των Αγγέλων στα καθ’ ημάς. Το ιερατείο φοράει μαύρα ράσα με καλυμμαύκι, εκτός από τον εισαγόμενο του σκωτικού δόγματος με τα μπλε. Ο τελετάρχης φέρνει σε διάκο που βγάζει το ιερατείο εν πομπή σε Μικρή και Μεγάλη Είσοδο, και λέει «τας θύρας, τας θύρας». Το εκκλησίασμα σηκώνεται όρθιο όποτε διέρχεται η πομπή.

Περνάω μπροστά από τους παράνυμφους και τους λέω ελληνικότατα «πάντα άξιοι»· ο μικρός με κοιτάει με απορία, ο άλλος ο μεγαλύτερος είναι μέσα στην καλή χαρά και μου σφίγγει θερμά το χέρι. Φιλάω τη νύφη με τα μαύρα τρεις φορές κατά το έθος του τόπου που μας φιλοξενεί και τους δύο. Ο γάμος σχολάει σιγά σιγά. Το προφεσοράτο βγάζει τις τηβέννους· κάτω από τα μαύρα ξαναγίνονται οι απλοί άνθρωποι που συναντάω καθημερινά. Ο Βας διπλώνει την τήβεννο και τη βάζει σε ένα σακκίδιο που κρεμάει στην πλάτη· φοράει ένα χαβανέζικο πουκάμισο από κάτω και το αιώνιο σκουλαρίκι του φωσφορίζει στο αυτί. Ξεδιπλώνει το πτυσσόμενο ποδήλατό του και ετοιμάζεται να φύγει για το σταθμό. Ο Πωλ τον συγκρατεί και τον παρασέρνει μαζί με το Σκωτσέζο στο παρακείμενο μπαρ όπου ακολουθούμε όλοι. Οι Ρώσοι συγγενείς κερνάνε τα ποτά κι εγώ φροντίζω να γίνω σταφίδα· παρέα με τις Πορτογαλίδες και το Σουηδό περνάμε γενεές δεκατέσσερις το ολλανδικό σύστημα εξετάσεων.

Ένας τρισευτυχισμένος γερο-παράνυμφος μας γεμίζει τα ποτήρια. Τον λένε Μπεν, είναι περίπου εξηνταπέντε με εβδομήντα χρονών, συνταξιούχος. Ρωτάω από πού ξέρει τη Ρωσίδα· μου εξηγεί ότι ήταν συμφοιτητές. Γύρω στα 60 του αποφάσισε ότι θέλει να σπουδάσει Βιολογία, μετά έκανε και μάστερ. Όταν σχολάει το πράγμα, φεύγουμε παρεούλα με το Μπεν. Τον ρωτάω αν χρειάζεται βοήθεια καθώς τρεκλίζει ελαφρά. «Γιατί;» ρωτάει, «μια χαρά είμαι.» και καβαλάει το ποδήλατο σφυρίζοντας. Ανοίγει μια θήκη πίσω από τη σέλα και ξεπροβάλλει το σακάκι του σμόκιν· ψαχουλεύει λίγο πιο κάτω και ανασύρει μια τραγιάσκα. Φεύγει τραγουδώντας και με αποχαιρετάει με μια κίνηση του χεριού.

Κοιτάω προς το σκοτεινιασμένο ουρανό· ψιχαλίζει.


ΥΓ. Για πολλοστή φορά, άλλα ξεκινάς να γράψεις, άλλα προκύπτουν στην πορεία. Την αφορμή για την ανάρτηση μου την έδωσε η επικείμενη promotie της Μάικε, για την οποία έχω ξαναμιλήσει εδώ. Σήμερα έπεσε στα χέρια μου η διατριβή της· μαζί με το δεμένο βιβλιαράκι υπάρχει κι ένα ξεχωριστό χαρτάκι που επιγράφεται «Προτάσεις» ή ίσως «Συμπεράσματα». Πάνω έχει μερικά επιστημονικά που δεν έχουν σημασία εδώ, αλλά πιο κάτω το πράγμα αποκτάει πιο πολύ ενδιαφέρον. Αντιγράφω τα τρία τελευταία σημεία:

- Η αναζήτηση πεταλούδων στη Αφρική είναι ένα ζήτημα εντελώς αδιάφορο για τους Αφρικανούς.

- Υπάρχει γενικά μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στο ενδιαφέρον για την επιστημονική έρευνα και το ενδιαφέρον για τη μόδα. ΩΣΤΟΣΟ, πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις.

-Η χρήση της γραμματοσειράς Comic Sans σε επιστημονικά κείμενα θα έπρεπε να τιμωρείται.

Μπράβο, κορίτσι μου, μαζί σου. Συμφωνώ και επαυξάνω.

7/12/10

Καλημέρα, γειτονιά


Οι Ghetonia από το Σαλέντο (όπου και το χωριό Καλημέρα) τραγουδούν το (παραδοσιακό, νομίζω) Agapi mu fidella protini.


Sto korafaissu 'ssiànonna linari
ce 'derlampise mesa sto chlorò
sekundu motti skònnete o fengari
atto krovàtti tu òrrio, pareftò

M'ide c'ekàise 'kau sta chortìa;
faristi n'avro sena manechì,
Tàrassa, ma so leo ma ti kardìa,
ta poia pian ambrò ce a mmàddhia 'mpì.

Agapimu fidela protini
Puru ti nifta iss' innu se toro;
Ivo fsunnotas 'e se vrisko 'ci
Ce is ta mala klamata arcino

Tin agapimu vale sti fsichi,
Sekundu sti kardiammu tin vasto:
lus panta sto kosmo pai 'to zisi,
Sekundu s' agapune n' agapisi

Στο χωραφάκι σου μάζευα λινάρι
σ’ είδα να λάμπεις μες το πράσινο
όπως όταν σηκώνεται το φεγγάρι
απ΄το κρεβάτι του, ωραίο, λαμπρό.

μ’ είδες, κι έκατσες κάτω στο χορτάρι
χαρά μου, που σε βρήκα μοναχή
φύγε, αν η καρδιά δε σε κρατάει
κινούν τα πόδια, μα τα μάτια -εκεί

Αγαπη μου πιστή, πρώτη,
και τη νύχτα στον ύπνο μου σε βλέπω,
ξυπνώντας δε σε βρίσκω εκεί
και τα πικρά τα κλάματα αρχινώ.

Την αγάπη μου βάλε στην ψυχή
όπως εγώ στην καρδιά μου την βαστώ,
έτσι πάντα στον κόσμο πάει η ζωή,
εκεί που σ' αγαπούνε ν’ αγαπάς.



Σ.Σ. Είπα να ξεφύγω από το Ικαριακό ή Κρητικό φολκλόρ που αναπαράγει κατά κανόνα το ιστολόγιο και πήγα λίγο δυτικότερα. Το τραγουδάκι το πρωτοάκουσα από την εκτέλεση των Encardia με το Νίκο Πορτοκάλογλου, αλλά αυτή εδώ έχει κάτι παραπάνω στίχους και μου φαίνεται και πιο πιστή γλωσσικά αφού ο Roberto Licci τραγουδάει στη μητρική του διάλεκτο. Τους στίχους τους βρήκα διάσπαρτους στο διαδίκτυο και τη μετάφραση επίσης και τα κόλλησα κατά το δοκούν, δεν προέρχονται από μια πηγή μόνο, ελπίζω να μην αδικώ κανέναν αυθαιρετώντας.

Χάριτες χρωστάω στην Ειρήνη και την Αθανασία που υπέκλεψα την κουβέντα τους στο "βιβλίο των προσώπων" και κατέληξα να ακούω γκρεκάνικα μέσα στη νύχτα. Ώρα τους καλή· σ' αυτές, και στις άλλες βέβαια...