Το 5ο λιοντάρι, Πανσέληνος Μαΐου 2019 (Φωτό Ροβυθέ)
«Ο Χέγκελ λέει κάπου ότι όλα τα γεγονότα και οι προσωπικότητες της ιστορίας επανεμφανίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.»
Καρλ Μαρξ – Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
Πριν δέκα χρόνια έφευγα από την Κρήτη για πρώτη φορά. (Εντάξει, εννιά χρόνια και οχτώ μήνες, δε θα τα χαλάσουμε τώρα επ’ αυτού.) Φεύγοντας δεν πίστευα ότι θα ξαναγυρίσω ποτέ, τουλάχιστον για μόνιμη εγκατάσταση. Την εποχή εκείνη ήμουν φυσικά νεώτερος, αν και όχι πια νέος – έκλεινα τα 42, έναν αριθμό που όπως ξέρουν οι φαν του Ντάγκλας Άνταμς είναι η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα*. Μπορεί στα 42 να μην είσαι νέος ακριβώς, αλλά μπορεί να σε απασχολεί η ζωή, το σύμπαν και τα πάντα με έναν τρόπο πιο άμεσο ή επείγοντα από ό,τι στα 22, τα 32 ή τα 52 κι ίσως κάπου εκεί να βρίσκεται η αιτία που τότε η αναχώρησή μου με είχε επηρεάσει συναισθηματικά σε αρκετά μεγάλο βαθμό· οι παλιοί αναγνώστες του ιστολογίου (δηλαδή ο Θανάσης μέσες-άκρες) θα θυμούνται ότι εκείνη την περίοδο πόσταρα διάφορα αποχαιρετιστήρια, από Τρύπες μέχρι Ψαραντώνη και από Μουντάκη μέχρι διάφορα εξομολογητικά σε τόνο όχι ακριβώς σπαραξικάρδιο αλλά με κάποιες αποχρώσεις όχι εντελώς απαλλαγμένες από μελόδραμα.
Η εποχή βέβαια ήταν πιο μεστή γεγονότων και με διάφορες εναλλαγές, σε συνθήκες ιδιαίτερης αβεβαιότητας τόσο προσωπικής όσο και γενικότερα για τη χώρα, βάλε και μια σχετική καταπόνηση λόγω παρατεταμένης ανεργίας ή τέλος πάντων εργασιακής ανασφάλειας, περιστασιακής διαμονής εδώ κι εκεί, κάτι ανεκπλήρωτων ερωτικών επιθυμιών ή έστω ματαιωμένων προσδοκιών, βάλε και την ταξιδιάρικη διάθεση που μου υπέβαλλε η ιστιοπλοΐα και η όλη φάση προσωρινότητας, χώρια (σοφοὶ δὲ προσιόντων)** η κρίση, αν και η λέξη «μνημόνιο» δεν ήταν ακόμα σε ευρεία χρήση. Υπάρχουν βέβαια πάμπολλες διαφορές ακόμα αν το σκεφτείς· οι γονείς μου ακόμα ζούσαν και για κάποιους ήμουν «το παιδί», οι φίλοι μου ήταν ακόμα ένας σχετικά μεγάλος κύκλος κι όχι όπως σήμερα πολλά διαφορετικά μικρά κυκλάκια. Ας είναι…
Γύρισα στην Κρήτη πριν εξίμισι χρόνια και σε άλλη φάση. Σ’ αυτά τα εξίμισι χρόνια συνέβησαν επίσης διάφορα (μια εισέτι ανεξήγητη επαγγελματική πρόοδος, κάτι ακυρωμένοι a posteriori έρωτες, οιονεί διαζύγια, κάτι ξαφνικές αναλαμπές φωτός σε ένα κάπως μουντό εν γένει υπόβαθρο). Μερικοί από τους ανθρώπους που συναπαντηθήκαμε την πρώτη περίοδο έφυγαν, γεωγραφικά ή κοινωνικά (ορισμένοι, αλίμονο, έφυγαν από τη ζωή ολότελα), άλλοι ήρθαν, ή ήρθαν κι έπειτα έφυγαν πάλι, άλλοι άλλαξαν ρόλους. Άλλαξα βέβαια κι εγώ, όπως έλεγε κι ο Ηράκλειτος, δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι. Κάποιοι ήταν πάντα εκεί και χαίρομαι που τους έχω μαζί μου και τώρα, ακόμα κι αν δε ζούμε πια στην ίδια πόλη (το «μαζί» είναι έννοια που υπερβαίνει τη γεωγραφία). Ο χρόνος κύλησε, ήρθε καιρός να φύγω πάλι.
Έφυγα πριν δεκαπέντε μέρες για δεύτερη φορά. Δε λέω «οριστικά» γιατί η πρότερη εμπειρία διδάσκει ότι πολύ λίγα πράγματα είναι εν τέλει οριστικά. Αλλά κακά τα ψέματα, εκεί που πάω δεν πάω για λίγο, πάω για να μείνω. Καλού κακού πάντως είπα να αποφύγω τους συναισθηματισμούς της προηγούμενης αναχώρησης. Όταν πρωτοπήγα με είχε προειδοποιήσει κάποιος (από τους πρώτους αποχωρήσαντες) ότι η Κρήτη είναι για τρία χρόνια μάξιμουμ, μετά ανακυκλώνεσαι. Εγώ συμπλήρωσα τριάμισι συν εξίμισι, δέκα χρόνια (χώρια μια ενδιάμεση τριετία στο εξωτερικό). Είναι μάλλον πολλά. Όχι γιατί είδα όλα όσα υπάρχουν να δει κανείς αλλά επειδή η γοητεία της ανακάλυψης μειώνεται προϊόντος του χρόνου, κι ας έχω αφήσει απάτητα διάφορα σημεία της κρητικής γεωγραφίας (ειδικά δυτικότερα του Ψηλορείτη), καθόλου δεν με πειράζει. Ας έμειναν ημιτελείς οι σπουδές μου στις χορευτικές παραλλαγές του συρτού (συγγνώμη, δάσκαλε, ραντεβού στην Ικαρία τώρα) και στην άγνωστη ιστορία του Μεγάλου Κάστρου (σταμάτησα και το κυνήγι του θησαυρού τα τελευταία χρόνια). Θα έχουμε την ευκαιρία σε άλλες επισκέψεις, ίσως.
Την πρώτη φορά έκανα ένα αποχαιρετιστήριο «πάρτι» στο Guernica Bar – τότε ήταν το κατεξοχήν στέκι της εναλλακτικής νεολαίας της πόλης. Αυτή τη φορά έκανα ένα αποχαιρετιστήριο «πάρτι» στο Guernica Bar – τώρα είναι στοχοποιημένο από μια ικανή μερίδα της εναλλακτικής νεολαίας ως κέντρο σεξιστικής κουλτούρας και οιονεί άντρο βιαστών (τόσο που μερικές από τις φοιτήτριές μου χρειάστηκε να κάνουν άτυπη συνέλευση για το αν θα έρθουν, κι όταν τελικά ήρθαν ζήτησαν να μη μαθευτεί παραέξω). Και τις δύο φορές ήρθαν εικοσικάτι-τριάντα άτομα, αλλά ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο δύο ή τρεις ήταν παρόντες και στα δύο αποχαιρετιστήρια, με διαφορά μιας δεκαετίας.
Αυτό βέβαια είναι αρκετά λογικό: σήμερα πολλοί από τους «παλιούς» καλεσμένους μου έχουν φύγει από το νησί ή εμμέσως από τη ζωή μου, ενώ πριν δέκα χρόνια πολλοί από τους σημερινούς μου καλεσμένους θα πήγαιναν ακόμα Λύκειο ή και Γυμνάσιο, πολύ πριν μαζευτούν στην Κρήτη για σπουδές ή μεταπτυχιακά. Ορισμένοι πάντως έδειχναν αρκετά συγκινημένοι που με αποχωρίζονταν, και για κάποιο λόγο θεωρούσαν ότι πρέπει να είμαι κι εγώ εξίσου συγκινημένος. Κάπως βέβαια το πράγμα δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στην προσδοκία, διότι κάτι που δέκα χρόνια μετά δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, κάτι που άμα έχεις ξαναζήσει παρόμοια σκηνή δεν σου φαίνεται και τόσο τρομερό, κάτι που τέλος πάντων αυτή τη φορά δεν φεύγω μετανάστης αλλά πάω σε έναν τόπο εξίσου οικείο ή ξένο με όσο ήταν η Κρήτη όταν πρωτοπήγα στο νησί, οι αντιδράσεις μου τους φαινόντουσαν ίσως υπερβολικά χλιαρές.
- Μα δεν είσαι συγκινημένος που φεύγεις;
- Εεεε, εντάξει, ξέρω γω… Έχω ξαναφύγει.
Μετά από λίγο:
- Μα δεν είσαι ενθουσιασμένος που πας σε ένα νέο μέρος;
- Εεεε, εντάξει, ξέρω γω… Έχω πάει σε κάμποσα.
Στο τέλος μια νεαρή φοιτήτρια σχεδόν εκνευρίστηκε.
- Μα δε μου λες, αισθάνεσαι τίποτα ποτέ;
Η απάντησή μου («μια ορισμένη κούραση») μάλλον δεν την ικανοποίησε. Έχει βέβαια τα δίκια της· άμα είσαι εικοσικάτι χρονών, ο κόσμος είναι ακόμα φρέσκος, άμα είσαι τα διπλάσια όλα έχουν πάρει λίγο να μπαγιατεύουν, ακόμα και τα αισθήματα. Η αλήθεια είναι ότι με κατατρέχει χρόνια αυτό το φαινόμενο, να μη με πιάνουν ούτε φοβερές εξάρσεις ούτε τρομερές καταβυθίσεις, ειδικά για πράγματα τόσο τετριμμένα όσο μια ακόμα μετακόμιση από τις (δεκαπέντε; δεκαεφτά;) που έχω ήδη κάνει. Ακόμα πιο ακριβές θα ήταν να πω ότι με κατατρέχει η εναρκτήρια φράση της 18ης Μπρυμαίρ – αν και δεν έχω καμία σχέση βέβαια με το Λουδοβίκο Βοναπάρτη, η αίσθηση της γελοιότητας στην επανάληψη της ίδιας ιστορίας με φοβίζει κάπως. Μου θυμίζει τον ήρωα στα «Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» του Σουρούνη που πάει να καταταγεί στην επιστράτευση το '74 σε περίπου καθημερινή βάση· στην αρχή αντιμετωπίζεται ως ο ήρωας που θα πάρει την Πόλη, στο τέλος απλώς βρίσκει ένα σημείωμα ότι το φαΐ είναι στο φούρνο και να μην κάνει φασαρία το πρωί και ξυπνήσει τους άλλους.
Τι τα θέλετε, άλλοι είναι πλασμένοι για τα υψηλόφωνα, για τελετές και πανηγύρεις, άλλοι είμαστε κάπως του χαμηλόφωνα, μην πω και του ψιθυριστά ολότελα. Κάπως αταίριαστα μου έρχεται στο νου «Ο Βασιλεύς Δημήτριος» του Καβάφη που μπροστά στην επικείμενη ήττα δεν φέρθηκε διόλου σαν βασιλεύς, αλλά «Κάμνοντας ὅμοια σὰν ἠθοποιὸς ποῦ ὅταν ἡ παράστασις τελειώσει, ἀλλάζει φορεσιὰ κι ἀπέρχεται», διαλαθὼν ὑπεχώρησεν.
Από το Λουδοβίκο Βοναπάρτη καλύτερα πάντως.
ΥΓ. Πέρα από τους φίλους, χρωστάω μια αποχαιρετιστήρια κουβέντα ακόμα για ανθρώπους που αν και δεν είμαστε «φίλοι» με την τυπική έννοια του όρου, υπήρξαν εν αγνοία τους «σηματωροί» κατά έναν τρόπο της παρουσίας μου στην Κρήτη, είτε την πρώτη περίοδο είτε τη δεύτερη, είτε και τις δύο. Το συχωρεμένο τον κυρ-Νίκο στο Σκαλάνι, ας πούμε. Το σφο Μήτσο τον Καγιαμπή, διαχρονικά. Τη Ράνια (όχι μόνο για τη ρακή, ξέρει εκείνη). Τον Κωστή τον Αβυσσινό (που σίγουρα δεν ξέρει). Και τη Μαρία Φασουλάκη, βέβαια, το απόλυτο σάουντρακ της ζωής μου στην Κρήτη.
Καλή αντάμωση, παιδιά.
Η Μαρία Φασουλάκη τραγουδάει Κορακάκη στην ταβέρνα του Βαρδή το 2017. Vintage video by yours truly.
*Το ερώτημα βέβαια δεν ξέρουμε, και η διαδεδομένη εικασία «πόσο κάνει εννιά επί έξι» είναι προδήλως λανθασμένη.
**Σιγά τη σοφία, φως φανάρι ήτανε πού πάει το πράγμα τους πρώτους μήνες του 2010.