ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


8/12/19

ΜΓΔ

Σύνηθες σκηνικό αρχών δεκαετίας 2010 (Φωτό Ροβυθέ, Ιούλιος 2010)


Η ιστορία έχει παλιώσει κάπως τώρα, αλλά με έναν τρόπο επανέρχεται κάθε τόσο στην επικαιρότητα. Κατά καιρούς σκεφτόμουν να την καταγράψω και να την αναρτήσω, αλλά με συγκρατούσε – πέραν της συνήθους ικαριακής ραθυμίας – κι ένας αδιόρατος φόβος μη μπλέξω πουθενά έναν από τους πρωταγωνιστές, καλή του ώρα, και βρει κάνα μπελά. Βέβαια είναι δύσκολο να μπλέξεις κάποιον που δεν θυμάσαι ούτε το όνομά του ούτε τη φάτσα του, παρά μόνο ότι φορούσε καρώ σακάκι και γιαλιά. Εικάζω μετά από τόσα χρόνια θα έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί δόξη και τιμή και ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που κάποιος κακόβουλος διαβάσει τούτες τις γραμμές δεν θα υπάρξουν ντράβαλα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

- . - . -

Γενικά δεν πολυπάω σε διαδηλώσεις. Όσοι με ξέρουν από παλιά, ξέρουν ότι είμαι ένας μάλλον μετριοπαθής άνθρωπος (μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος που έλεγαν οι Φατμέ το πάλαι ποτέ), πράγμα που θα μπορούσε κάποιος να μου το πιστώσει ως προσόν ή να μου το προσάψει ως ελάττωμα, ανάλογα με την περίσταση. Πολιτικά είναι γνωστό ότι οι συμπάθειές μου διαχρονικά κινούνται μεν προς τη μία πλευρά του φάσματος (μεταξύ μας είμαστε, αντιλαμβάνεστε προς ποια), αλλά αρκετά μακριά από την άκρη-άκρη. Στα πολύ νιάτα μου που συνδικαλιζόμουν βέβαια, μιλούσα στις φοιτητικές συνελεύσεις (ω, ναι, μου αρέσει να μιλάω στα αμφιθέατρα, μάλλον κάπως έτσι κατέληξα πανεπιστημιακός τώρα στα στερνά) και εμφανιζόμουν ενίοτε και σε διάφορες διαδηλώσεις, πότε για τη σίτιση και τη στέγαση, πότε για τον επικείμενο νόμο τάδε, κάποτε και πιο σοβαρά θέματα όπως για το Τσερνομπίλ ή τη δολοφονία του Καλτέζα.

Δεν μπορώ να πω ότι το καταδιασκέδαζα (ψιλοβαριέμαι το περπάτημα και σιχαίνομαι τις αλύσίδες/μπλοκ και τα ελαφρώς προκάτ συνθήματα «μία η ντουντούκα – τέσσερις εμείς») αλλά με τούτα και με κείνα είχα ανεβοκατέβει το κέντρο της Αθήνας κάμποσες φορές, μια-δυο από τις οποίες κάπως περιπετειώδεις. Το μακρινό 1987, επί Αρκουδέα, είχα μια ατυχή ακούσια συνάντηση με κάτι ΜΑΤ, για τα οποία δεν έτρεφα ως τότε κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα (ξέρετε, καμμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, ένα μεροκάματο βγάζουν οι άνθρωποι) μέχρι που έσκασε πάνω μου (κυριολεκτικά) το πρώτο δακρυγόνο και αναθεώρησα ελαφρώς. Από τότε, και για πολλά χρόνια, η γραμμή ήταν «μακριά κι αγαπημένοι», με την έμφαση στο «μακριά».

Από τη μια λοιπόν δεν πολυπάω σε διαδηλώσεις, από την άλλη ώρες ώρες με πιάνει μια τσαντίλα όταν έχω την αίσθηση ότι με δουλεύουνε χοντρά και παίρνω τους δρόμους. Βλέπετε άλλο ο επαναστάτης (κατά ιδεολογία ή οιονεί επάγγελμα) κι άλλο ο επαναστατημένος. Επαναστατημένος μπορεί να γίνει ο οποισδήποτε αισθάνεται ότι του πατάνε τον κάλο: εμένα με είχε πιάσει ας πούμε πριν καμμιά δεκαετία, τα πρώτα χρόνια του μνημονίου, που το δούλεμα πήγαινε σύννεφο (αφού μαζί τα φάγαμε, γιατί μερικοί είναι χορτάτοι και μερικοί είμαστε θεονήστικοι;). Αλλά τότε διαδήλωνε το σύμπαν, αντιμνημονιακός ήταν και ο Αντώνης Σαμαράς ξέρω γω, οπότε δεν είναι και φοβερή είδηση.

Η προηγούμενη φορά που με είχε πιάσει τσαντίλα στα σοβαρά κάπως ήτανε γύρω στο 2003, όταν ο τότε πλανητάρχης και το εξ’ Αλβιώνος πρόθυμο pet του μας είχαν ανακοινώσει περιχαρείς από τηλεοράσεως ότι θα επέμβουν στο Ιράκ για να εξασφαλίσουν την ειρήνη. Η ιστορία έχει ήδη γράψει τι ακριβώς εξασφάλισαν (η ίδρυση και η άνοδος του ISIS είναι απόρροια αυτής της επέμβασης εν πολλοίς), αλλά σε ό,τι μας αφορά οδήγησε κι εμένα μαζί με κάποσους άλλους σε επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες έξω από την Πρεσβεία (μία είναι η Πρεσβεία με κεφαλαίο, οι άλλες όλες είναι με μικρά). Δεν ήμασταν μια δράκα επαναστατών – το αίτημά μας το συμμεριζόταν όλος ο νουνεχής κόσμος, και ο Σιράκ και η Μέρκελ ακόμα. Ήταν ένα μετριοπαθέστατο αίτημα: Όχι στον πόλεμο.

Στις διαδηλώσεις εκείνες πήγαιναν κυρίως διάφοροι μετριοπαθείς σαν κι εμένα, μαμάδες με παιδάκια στο καρότσι, φιλειρηνικά ΚΑΠΗ, τέτοια πράγματα. Υπήρχαν βέβαια και τα συνήθη μπλοκ, το θεσμικότατο ΚΚΕ βεβαίως, διάφορες αριστερίστικες ομάδες και ομαδούλες, ένας προδρομικός Σύριζα ως «Ενιαίο Κοινωνικό Φόρουμ», αλλά αναιμικά πράγματα εν γένει. Και καμμιά εκατοστή αντιεξουσιαστές, τίποτα φοβερό. Το μετριοπαθές μας αίτημα το συμμεριζόταν όλος σχεδόν ο κόσμος, αλλά τότε ήταν εποχή λελογισμένης ευμάρειας, επί «εκσυγχρονισμού» και ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων, πού να τρέχουνε τώρα στους δρόμους οι άνθρωποι να ξεποδαριάζονται.

Ήμασταν πάντως χαριτωμένοι, είχαμε κάτι πολύχρωμες σημαιούλες σαν ουράνιο τόξο που γράφανε «Ειρήνη» (σήμερα οι ίδιες σημαίες θα πέρναγαν ως σύμβολο του gay pride, οπότε μία που μου έχει ξεμείνει κάπου δεν την ανεμίζω πουθενά μην τυχόν μας παρεξηγήσουν). Πηγαίναμε Πρεσβεία σε τακτική βάση, μπορεί και δις εβδομαδιαίως. Το χειρότερο που μπορεί να συνέβαινε ήταν να πετάξει κάποιος κανένα ζαρζαβατικό προς το κτίριο (θυμάμαι ένα λάχανο που είχε σκαλώσει στα καλώδια του τρόλεϊ και επικρεμόταν για μέρες), ρίχναμε κι ένα παλλαϊκό «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» και διαλυόμασταν ησύχως να πάμε σε καμμιά ταβέρνα να συγχαρούμε εαυτούς και αλλήλους. Μετριοπαθή πράγματα.

Μια μέρα όμως, Σάββατο ήτανε, είχε και καλό καιρό, είχε μαζευτεί κάμποσος κόσμος στο Σύνταγμα, κι όπως αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τη Βασιλίσσης Σοφίας κατά το έθος, έπεσα πάνω σε μια κάπως γνωστή, που μου ήταν ιδιατέρως συμπαθής εκ του μακρόθεν, αλλά δεν την είχα και για πολύ διαδηλωτικό τύπο. Κρατούσε το πολύχρωμο σημαιάκι και βημάτιζε περήφανα, κι εμένα μου ήρθε το τραγουδάκι που έλεγε «Η πλατεία ήταν γεμάτη» και ειδικά ο στίχος «κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή» οπότε να μην τα πολυλογώ, σε μια ασυνήθιστη παρέκκλιση από τη μετριοπάθεια παράτησα την παρέα μου και πλασαρίστηκα δίπλα και ανηφορίσαμε μαζί κάμποσα τετράγωνα μέχρι το Πάρκο Ελευθερίας περίπου (τώρα πια το λένε Μέγαρο Μουσικής το σημείο), διότι ναι μεν δεν ήταν ακριβώς «σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή» αλλά καθώς περνάγανε τα χρόνια – ήμουνα τριανταπεντάρης ήδη τότε – οι γιορτές είχαν αρχίσει να αραιώνουν κι όταν σου σκάνε δεν πρέπει να αφήνεις την ευκαιρία να περνάει ανεκμετάλλευτη. Κουβέντα στην κουβέντα ανταλλάξαμε τηλέφωνα, της πρότεινα να πάμε κάπου μαζί μετά ίσως, μου είπε ότι την περίμεναν κάποιοι γνωστοί αλλά να πάμε όλοι μαζί, χάρηκα και συμφώνησα, αλλά με έπιασαν οι τύψεις που είχα αφήσει την παρέα μου πίσω και είπαμε να βρεθούμε σε λίγη ώρα απέναντι από την Πρεσβεία, αφού πρώτα έβρισκα τους δικούς μου και τους ενημέρωνα.


Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί.


Άρχισα να κινούμαι λοιπόν αντίστροφα από τη ροή της διαδήλωσης εκτιμώντας βάσιμα ότι οι – καριώτες – φίλοι μου θα πήγαιναν αργά αργά και με το πάσο τους και θα τους βρω πιο πίσω, όταν στα καλά του καθουμένου άρχισε μια μανούρα με μια διμοιρία ΜΑΤ που έσκασε από ένα στενό και ξαφνικά μύρισε δακρυγόνο και το πλήθος κινήθηκε ασυνάρτητα προς όλες τις κατευθύνσεις κι αρχίσαμε όλοι να τρέχουμε κι εγώ έπιασα έναν τοίχο κι έκανα να πάω προς Μιχαλακοπούλου αλλά από εκεί ερχόντουσαν άλλα ΜΑΤ και σκέφτηκα ότι μέχρι να τους εξηγήσω ότι εγώ είμαι μετριοπαθής μπορεί να είχα βρεθεί με ανοιγμένο κεφάλι σε καμιά κλούβα για τη ΓΑΔΑ, και τέλος πάντων του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ που λέει η παροιμία και πάνω στη σύγχιση χτύπησε το τηλέφωνο με το άρτι αποκτηθέν νούμερο της κοπέλας την οποία ρώτησα με απροσποίητη αγωνία αν είναι καλά και μου απάντησε χαλαρότατα «ναι, μια χαρά, έλα στην τάδε διεύθυνση, είμαστε πολλοί».

Η διεύθυνση ήταν μια κάθετη λίγο πιο πέρα, πήγα τοίχο-τοίχο και εντόπισα μια είσοδο πολυκατοικίας, έξω από την οποία στεκόταν μια γιαγιά και χειρονομούσε σε όποιον περνούσε απέξω. «Απο δω, παιδάκι μου» είπε, και μπήκα στην είσοδο μαζί με μια μαμά που έσπρωχνε ένα καροτσάκι με ένα μωρό που ούρλιαζε, δικαίως μάλλον. Χωθήκαμε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου ήταν εκεί και έλαμπε ως συνήθως, αν και κάπως αναμαλλιασμένη. Μαζί μας πρέπει να ήταν πακτωμένοι άλλα εβδομήντα άτομα περίπου. Το σπίτι ήταν δυάρι, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Οι πιο τυχεροί ημιλιπόθυμοι σε καναπέδες, καρέκλες, κρεβάτια. Κάποιοι είχαν πιάσει παράθυρο και μας έλεγαν τι γίνεται έξω. Κάποιοι έκαναν ουρά στην τουαλέτα να ξεπλύνουν το δακρυγόνο. Οι υπόλοιποι έβριζαν βήχοντας το Μπους, το Μπλαίρ, την κυβέρνηση και τους μπάτσους.

Ρώτησα την κοπέλα πώς βρέθηκε εκεί. «Με μάζεψαν οι φίλοι μου» είπε και μου έδειξε ένα ζευγάρι μεσηλίκων δίπλα. (Σήμερα θα έλεγα απλώς «ένα ζευγάρι» αλλά τότε μου φαινόντουσαν μεσήλικες, πενήντα πάνω κάτω). Μου συστήθηκαν – έχω ξεχάσει τώρα πια τα ονόματά τους. Μου είπαν ότι είναι γιατροί. Ψυχίατροι, για την ακρίβεια. Τους ρώτησα πώς βρέθηκαν εκείνοι εδώ. Μου υπέδειξαν έναν τύπο που φύλαγε σκοπιά στο παράθυρο. «Ο Τάδε, συνάδελφος, εδώ είναι το πόστο του». Σκέφτηκα ότι είχα πέσει σε φωλιά ψυχιάτρων. «Το διαμέρισμα είναι της κυρίας έξω», συμπλήρωσαν. Παραμέρισα μερικούς και πλησίασα τον Τάδε, που κοιτούσε προς τη γιαγιά η οποία εξακολουθούσε να χειρονομεί στο πεζοδρόμιο, βάζοντας μέσα όποιον περνούσε απέξω. Έμπαιναν συνεχώς, κυριολεκτικά είμασταν σαν σε παραγεμισμένο λεωφορείο.

Η φίλη μου (αν μπορώ να την πω έτσι) ανέλαβε το μωρό ενόσω η μαμά του προσπαθούσε να ξεπλυθεί στην τουαλέτα. Παραδόξως τα πήγε αρκετά καλά, το μωρό κάποια στιγμή σταμάτησε να κλαίει. Όταν βγήκε η μαμά πρόσεξα ότι ήταν πολύ νέα, πολύ όμορφη και προφανώς ξένη. Μιλούσε άσχημα αγγλικά, η φίλη τη ρώτησε από πού είναι. Είπε «από το Μπιλμπάο». «Α, Ισπανίδα» της είπε η φίλη στα Ισπανικά. «Βάσκα» τη διόρθωσε η άλλη. Συνέχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα Ισπανικά, που δεν καταλάβαινα. Γύρισα στον Τάδε.

- Είναι ασφαλής η κυρία εκεί έξω;
- Μια χαρά είναι, ξέρει καλά από αυτά. Αλλά την έχω το νου μου.

Έξω είχε σταματήσει το νταβαντούρι, τα ΜΑΤ δε φαινόντουσαν πουθενά, ο κόσμος ξεμύτιζε από διάφορες γωνίες. Κάποιος είπε ότι πήγανε να αποκόψουν τους μπαχαλάκηδες στην ουρά, αλλά ως συνήθως την πέσανε στον απλό κόσμο.

- Κοίτα ένα μπαχαλάκια, είπε κάποιος, δείχνοντας το μωρό, που είχε επιστρέψει στην αγκαλιά της μαμάς του.

Η γιαγιά μπήκε στο διαμέρισμα με φόρα.

- Εντάξει, ησύχασαν τα πράγματα, είπε ανακουφισμένη. Και συμπλήρωσε «Βγείτε ήσυχα ήσυχα, μην ξυπνήσει το μωρό». Ύστερα άρχισε να λέει διάφορες ευχές και κανακέματα στη μαμά, που δεν καταλάβαινε φυσικά. Η φίλη μου μετέφραζε, η μαμά έλεγε «ευχαριστώ» σε διάφορες γλώσσες.

- Ε, τι να κάνουμε, να αφήσουμε να χτυπάνε τα παιδιά του κόσμου; Όπως στο Πολυτεχνείο... Και τότε είχα μαζέψει τόσα παιδιά...

Κάποιος της πρόσφερε μια καρέκλα – μια από τις δικές της καρέκλες. Κάποιοι άρχισαν να βγαίνουν, με προφυλάξεις. Η γιαγιά συνέχισε.

- Τότε μέναμε Στουρνάρη. Μετά που έμεινα μόνη μου ήρθα εδώ. Και τότε έτσι ήταν, μόνο που ήταν νύχτα. Τι να κάνεις, να αφήσεις να χτυπάνε τα παιδιά; Είχα κρύψει πόσα παιδιά, τότε... Ίδια είναι τα παιδιά και τώρα.

Και συμπλήρωσε δείχνοντας προς το παράθυρο:

- Κι αυτοί ίδιοι είναι.

Σιγά σιγά έφυγαν οι περισσότεροι. Έμεινα εγώ, η φίλη, οι τρεις ψυχίατροι και η μαμά με το μωρό που είχε ξυπνήσει. Η μαμά έβγαλε από μια θήκη του καροτσιού ένα μπιμπερό. Η γιαγιά την πήρε από το χέρι και την πήγε στην κουζίνα να ζεστάνει το γάλα. Η φίλη ακολούθησε. Έμεινα με τους ψυχίατρους γύρω από ένα τραπέζι.

- Εδώ μένετε; ρώτησα τον Τάδε.

Έγνεψε αρνητικά.

- Και τι εννοούσατε, στράφηκα στο ζευγάρι, ότι εδώ είναι το πόστο του;

Ο Τάδε γέλασε και μου έσκασε το μυστικό. «Είμαι αστυνομικός», είπε. «Ψυχίατρος της Αστυνομίας». Σε κάθε διαδήλωση ή έκτακτη ανάγκη, για κάποιους απροσδιόριστους υπηρεσιακούς λόγους, έπρεπε να είναι όλοι σε διαθεσιμότητα. Δίνουν λοιπόν κάποια διεύθυνση όπου θα βρίσκονται. Όποτε γίνεται κάτι στην Πρεσβεία λοιπόν, ο Τάδε δίνει αυτή τη διεύθυνση. Της γιαγιάς.

- Είστε συγγενείς;
- Είμαστε φίλοι. Από τότε που έμενε στη Στουρνάρη.
- Και πώς είναι να είσαι ψυχίατρος της Αστυνομίας;
- Μια δουλειά είναι. Προσπαθείς να την κάνεις καλά. Όσο γίνεται. Δε γίνεται πάντα.

«Ο φουκαράς ο Τάδε» είπε γελώντας η γυναίκα εκ του ψυχιατρικού ζεύγους «θα βρεθεί σε κάνα χαντάκι καμμιά μέρα». Κοίταξα τον Τάδε κάπως απορημένος. Μου είπε ότι η δουλειά του έχει κάποιους περιορισμούς. Υπηρεσιακούς. Έρχονται διάφοροι για αξιολόγηση. Ειδικά για τα ΜΑΤ, που έχουν πιο πολλά λεφτά. Μερικοί είναι εντελώς ακατάλληλοι. Δεν πάνε για τα λεφτά, πάνε πολύ απλά επειδή τους αρέσει να δέρνουν. Αυτούς τους κόβει. Μετά έρχεται ένα χαρτάκι ή ένα τηλεφώνημα από ψηλά, με εντολή να τους περάσει. Κάνει ό,τι μπορεί για να το αποφύγει αλλά δεν είναι εύκολο. Υπάρχουν ισχυρές πιέσεις, υπάρχουν και άλλοι συνάδελφοι με λιγότερες αναστολές.

Μερικές περιπτώσεις ωστόσο είναι εντελώς παθολογικές. Έχει συναντήσει εν δυνάμει δολοφόνους, ανθρώπους εξαιρετικά επικίνδυνους – και με πολύ ισχυρές διασυνδέσεις, βουλευτές, υπουργούς, το αρχηγείο. Εκεί έχει πατήσει πόδι κι έχει αρνηθεί μέχρι τέλους. Έχει δεχτεί απειλητικά τηλεφωνήματα, στο υπηρεσιακό τηλέφωνο που δεν το ξέρουν παρά οι προϊστάμενοί του. Μια μέρα κάποιοι «άγνωστοι» πυροβόλησαν το σπίτι του. Η διεύθυνσή του είναι κρυφή, μόνο πολύ υψηλά κλιμάκια μπορούν να την ξέρουν.

- Φυσικά μπορεί να ήταν τυχαίο, λέει και ξεσπάει σε γέλια.
- Δεν έγινε έρευνα;
- Ήρθε η Σήμανση. Ό,τι ξέρεις, ξέρω.

Τα κορίτσια επιστρέφουν από την κουζίνα. Το μωρό ρουφάει λαίμαργα το γάλα στην αγκαλιά της μαμάς του. Μετά το βάζει στον ώμο και του χτυπάει απαλά την πλάτη να ρευτεί και το βάζει στο καρότσι. Κάνει να μας αποχαιρετήσει.

- Μπορείς να το πας μόνη σου; ρωτάει η φίλη αγγλικά.
- No problem, απαντάει η μαμά. Σταυροφιλάει τη γιαγιά και τη φίλη, κάνει ένα νεύμα προς τους υπόλοιπους και αποχωρεί. Έξω ο δρόμος είναι ήσυχος, ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο Σαββάτου.

- Πάμε κι εμείς σιγά σιγά, πολύ σας κρατήσαμε, λέει ο άρρεν του ψυχιατρικού ζεύγους και ανασηκώνεται.
- Τι θα κάνεις τώρα; ρωτάω σιγανά τη φίλη.
- Πήγε αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι γιατί θα ανησυχεί ο καλός μου.
- Α, μάλιστα...
- Σταθείτε να βγούμε μια φωτογραφία πρώτα, λέει η ψυχίατρος.

Βάζουμε τη γιαγιά στη μέση και στηνόμαστε εκατέρωθεν, με το ζεύγος να εναλλάσσεται σε ρόλο φωτογράφου. Έχουν μια μηχανή από τις παλιές, με φιλμ.

- Μόλις τις εμφανίσω θα βγάλω για όλους, λέει εμφατικά η ψυχίατρος.

Αποχαιρετάμε τη γιαγιά και τον Τάδε που στέκονται στην πόρτα. Σκέφτομαι ότι ηλικιακά (μπορεί και ιδεολογικά) ο τύπος θα μπορούσε να κρυβόταν στο διαμέρισμα της γιαγιάς στη Στουρνάρη πριν τριάντα χρόνια, τις μέρες του Πολυτεχνείου. Αλλά μου φαίνεται άστοχο να ρωτήσω. Βηματίζουμε μέχρι το πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας. Απέναντί μας η Πρεσβεία, απρόσιτη, και μια κλούβα ΜΑΤ. Οι τρεις τους πάνε προς την Αλεξάνδρας, εγώ προς το κέντρο.

- Θα σου στείλω τη φωτογραφία, μου φωνάζει η φίλη (φίλη;) φεύγοντας.
- Θα περιμένω, της φωνάζω.

Ψέμματα λέω, δεν περιμένω τίποτα. Ούτε εκείνη θα τη στείλει άλλωστε.

Κοιτάζω το κινητό. Οι φίλοι μου έχουν στείλει μήνυμα ότι θα μαζευτούν σε μια ταβέρνα στην Πλάκα και να μην αργήσω πολύ. Δεν είναι πολύ μακριά, προλαβαίνω.

Αργά αργά κατηφορίζω προς το κέντρο. Η Ηρώδου Αττικού είναι κλειστή από δυο κλούβες κάθετα. Βαριεστημένοι ΜΑΤατζήδες έχουν αποθέσει κράνη και ασπίδες και συζητάνε για ποδόσφαιρο.



Δεν είμαι βουτυρόπαιδο, δεν έιμαι αλανιάρης, Δεν είμαι ντιπ αμόρφωτος, ούτε και κουλτουριάρης / Δεν είμαι βέρος Έλληνας, δεν είμαι Ευρωπαίος, δεν είμαι πανκ, ούτε ροκάς, μα ούτε και Ζαγοραίος


Δεν υπάρχουν σχόλια: