Την πρώτη τη συνάντησα ένα βράδυ του 1999 στην πλατεία Ψυρρή. Θα ήταν εννιά-δέκα χρονών τότε. Μας πλησίασε και πρότεινε τα λουλούδια που κρατούσε. Δεν θέλαμε λουλούδια, αλλά η κοπέλα που συνόδευα της έπιασε κουβέντα· θεωρούσε τον εαυτό της με κάποιο τρόπο συγγενική με τους Ρομά, όχι ως φυλή αλλά ως νοοτροπία. Εγώ πάλι δεν το θεωρούσα αλλά η γνώμη μου περίττευε. Είπαμε στη μικρή ότι λεφτά δεν θα έπαιρνε, αλλά άμα ήθελε να φάει κάτι θα την κερνούσαμε. Στρογγυλοκάθησε ευχαριστημένη και άρχισε να τσιμπολογάει από όλα τα πιάτα με μεγάλη όρεξη. Ρωτήσαμε αν ήθελε κάτι συγκεκριμένο. Ζήτησε τηγανητές πατάτες.
Μέχρι να έρθουν οι πατάτες μιλούσε ακατάπαυστα. Έμαθε πώς μας λένε και τι κάνουμε, αν είμασταν ζευγάρι (δεν είμασταν). Μας είπε ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει πολύ πλούσια και θα έχει χρυσαφικά και υπηρέτες. Το έλεγε με μεγάλη πεποίθηση. Τη ρώτησα το όνομά της. Μου είπε «Κατερίνα». Ρώτησα πού έμενε. Είπε (με μια γκριμάτσα) «στο Γκάζι». Ήξερα ότι στο Γκαζοχώρι την εποχή εκείνη είχαν κατέβει πλήθη κατσίβελων (έτσι τους έλεγαν οι αυτόχθονες) από τη Θράκη, μουσουλμάνοι, τύποις μάλλον. Ξαναρώτησα πώς τη λένε, κι αν τη λένε μόνο έτσι. Χαμογέλασε πονηρά. Είπε ότι τη λέγανε και Γκιουλιέ και Κατερίνα, Καμμιά φορά η μάνα της τη φώναζε Γκουλιέ-Κατερίνα, συμπλήρωσε γελώντας.
Ήρθαν οι πατάτες και ταυτόχρονα σχεδόν ήρθε ένα παιδομάνι, άλλος με λουλούδια, άλλος με ακκορντεόν, άλλος με κάποιο κρουστό. Περικύκλωσαν το τραπέζι φωνάζοντας σε μια άγνωστη γλώσσα. «Τι λένε; Αδέλφια σου είναι;» ρώτησε η φίλη μου. «Δεν ξέρω τι λένε» είπε ατάραχη η Γκιουλιέ-Κατερίνα μασουλώντας μια πατάτα, «αυτοί είναι γύφτοι». Κάποιο από τα πιτσιρίκια άπλωσε το χέρι και τσίμπησε μια πατάτα από το πιάτο της· η μικρή δαιμονίστηκε. Του άστραψε μια στα μούτρα και του είπε κάτι άγρια στη γλώσσα που υποτίθεται πως δεν ήξερε. Τον πέτυχε τζούφια όμως και ο άλλος απλώς έκανε ένα βήμα πίσω και συνέχισε να της μιλάει με κοροϊδευτικό ύφος. Η φίλη μου τον αγριοκοίταξε, αυτός έπαιξε μια-δυο νότες με το ακκορντεονάκι που κράταγε και πήγε πιο κει με τα άλλα πιτσιρίκια. Σκορπίστηκαν στην πλατεία, στα διάφορα μεζεδοπωλεία.
Οι θαμώνες των άλλων τραπεζιών μας κοίταζαν με ένα μίγμα απορίας και περιφρόνησης, καθώς είμασταν σαν οικογένεια με το αταίριαστο θορυβώδικο παιδάκι μας· λίγο μαυριδερό βέβαια και κακοντυμένο, χώρια η φασαριόζικη παρέα του. Η Γκουλιέ-ούτως-ειπείν-Κατερίνα τσιμπολόγησε τις τελευταίες πατάτες και με διέταξε δείχνοντας το διερχόμενο γκαρσόνι: «Πες του να μου φέρει κοκακόλα» Συμμορφώθηκα με τις εντολές της μελλοντικής πλούσιας· το γκαρσόνι στράβωσε ελαφρώς όταν κατάλαβε για ποιον είναι η κοκακόλα αλλά δεν είπε τίποτα. Τη ρώτησα αν πήγαινε σχολείο. Στραβομουτσούνιασε. «Δε μου άρεσε. Πήγα Πρώτη και Δευτέρα. Τρίτη δεν πήγα, βαριόμουνα.» Η φίλη μου τη ρώτησε αν ξέρει να γράφει και να διαβάζει. Συγκατένευσε, αλλά χωρίς ιδιαίτερη έμφαση. Η φίλη της έδειξε μια λέξη στον κατάλογο του μαγαζιού και τη ρώτησε «τι λέει εδώ;». Η Γκιουλιέ δεν γύρισε καν να κοιτάξει· μάλλον της ήταν πολύ περίπλοκο ή πολύ αδιάφορο. Αντ’ αυτού, το πρόσωπό της φωτίστηκε ξαφνικά και είπε «Ξέρω και αγγλικά, θες να σου πω ένα τραγούδι;».
Κοιταχτήκαμε απορημένοι. Η μικρή άρχισε να τραγουδάει ένα τραγουδάκι, πιθανότατα παιδικό, σε άπταιστα αγγλικά. Μάλλον δεν καταλάβαινε τίποτα, αλλά δεν της ξέφευγε ούτε λέξη, ούτε νότα. Είχε και πολύ ωραία φωνή. Από τα γύρω τραπέζια σταμάτησαν να μας κοιτάνε παράξενα, και ακούγονταν μέχρι και μουρμουρητά θαυμασμού. Όταν τέλειωσε, κάνα-δυο χειροκρότησαν κιόλας. Ρούφηξε τις τελευταίες γουλιές από το μαυροζούμι κάνοντας θόρυβο με το καλαμάκι. Πάνω στην ώρα ξαναμαζεύτηκε το παιδομάνι γύρω μας και κάποιος της είπε κάτι στην ακατανόητη γλώσσα. Η σχεδόν Κατερίνα πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να τρέχει μαζί με τα άλλα μικρά. «Πού πας;» της φώναξε η φίλη μου, «Με φωνάζει η μαμά μου» απάντησε η μικρή και συνέχισε να τρέχει προς τα στενά ανταλλάσσοντας πού και πού καμμιά σβουριχτή με το αγοράκι με το ακκορντεονάκι που έτρεχε δίπλα της.
- . - . -
Τη δεύτερη τη συνάντησα για πρώτη φορά στο Ηράκλειο, στα τέλη του 2006. Είχα κανονίσει να πιάσω δουλειά με τον καινούργιο χρόνο, και έκανα ένα διερευνητικό ταξίδι για να βρω διαμέρισμα και να γνωρίσω κάπως καλύτερα τα κατατόπια της καινούργιας πόλης, στην οποία είχα βρεθεί μόνο ως φιλοξενούμενος δεκαετίες πριν. Περιπλανιόμουν στους δρόμους με τις «Κρητικές Αγγελίες» και ένα χάρτη στο χέρι, σε διαδοχικά ραντεβού με διάφορους μεσίτες και σε έναν ατελείωτο ποδαρόδρομο στα στενά για λόγους εξοικείωσης και αναγνώρισης των χαρακτηριστικών της κάθε γειτονιάς. Κάποια στιγμή έκατσα σε μια καφετέρια της πλατείας Ελευθερίας. Ήρθε δίπλα μου και άρχισε να παίζει κάτι με το ακκορντεονάκι της. Ύστερα άπλωσε το χέρι.
Της είπα με χαζοδιδακτικό ύφος ότι τα παιδιά δεν πρέπει να δουλεύουν και γι’ αυτό δεν πρέπει να τους δίνουν λεφτά. Δεν εντυπωσιάστηκε από το επιχείρημα. «Δώσε μου να πάω να πάρω σουβλάκι» είπε. Της είπα ότι άμα πεινάει θα της πάρω εγώ κάτι να φάει αλλά λεφτά δεν έχει. Έκατσε στην καρέκλα απέναντί μου. «Τοστ», είπε ξεφυσώντας. «Δεν έχουν σουβλάκια σε αυτό το χαζομάγαζο. Πες του να βάλει πατατάκια στο πιάτο.». Ρώτησα πώς τη λένε.
- Κατερίνα, είπε.
- Μόνο;
- Τι μόνο; Θες κι επίθετο;
- Δεν έχεις άλλο; Όχι επίθετο, άλλο μικρό όνομα.
- Κατερίνα. Δε σου κάνει;
Μου έκανε. Ρώτησα τα τετριμμένα, ηλικία, αν έχει πάει σχολείο, αν είναι πολλά αδέλφια. Μου απάντησε τα τετριμμένα, έντεκα, μέχρι την Τρίτη (μετά βαρέθηκε και σταμάτησε), όχι πολλά, μόνο τέσσερα για την ώρα. Εκείνη είναι η μεγαλύτερη. Ρώτησα πόσων χρονών είναι η μαμά της. Μου είπε ότι είναι σχεδόν γριά, εικοσιοχτώ. Ύστερα ρώτησε πόσο είμαι εγώ. Της είπα την αλήθεια, κοντά τριανταεννιά. Δεν ξέρω αν ήξερε πόσο είναι τριανταεννιά, αλλά πρέπει να της φάνηκε υπερφυσικά μεγάλο νούμερο. Με ρώτησε πόσα παιδιά έχω εγώ. Της εξήγησα ότι δεν έχω για την ώρα. Δεν είμαι παντρεμένος. Μάλλον της φάνηκε πολύ αφύσικο να μην είμαι παντρεμένος τόσο γέρος, ίσως κάτι σαν αρρώστια. Της είπα ότι από εκεί που είμαι παντρεύονται μεγάλοι γενικά. Ρώτησε από πού είμαι. Είπα κάπως απλοποιητικά ότι ήρθα από την Αθήνα και σκέφτομαι να μείνω στο Ηράκλειο. «Δεν έχω πάει Αθήνα», είπε. Τη ρώτησα αν ήθελε να πάει. «Όχι, γιατί;». Μασούλησε και το τελευταίο πατατάκι μαζί με το τοστ, μάζεψε το ακκορντεόν, με χαιρέτησε κι άρχισε να παίζει κάτι που θα μπορούσε να είναι το «Άστα τα μαλλάκια σου» καθώς απομακρυνόταν.
Την ξαναείδα ένα παγωμένο βράδυ, Γενάρη μάλλον, να κάθεται μπροστά σε μια βιτρίνα στη Μιλάτου και να πασχίζει να παίξει το ακκορντεονάκι. Αν και οι γιορτές πρέπει να είχαν τελειώσει, είχαν ξεμείνει κάτι παράταιρες διακοσμήσεις. Έκανε βρωμόκρυο και τη λυπήθηκα καθώς τα δάχτυλά της πρέπει να είχαν παγώσει. Δεν είχε και κόσμο, ελάχιστοι περνούσαν. «Καλώς τον», είπε. Έβγαλα και της έδωσα ένα μικροποσό. «Μπα, δίνεις και λεφτά τώρα;» είπε πονηρά. «Δεν έχει σουβλατζήδικα εδώ», απάντησα. «Ναι, κρίμα...» είπε εκείνη και γέλασε.
Την ξανάβλεπα πότε πότε στο κέντρο, άλλοτε με το ακκορντεόν και άλλοτε με λουλούδια, κάποιες φορές μόνη της και κάποιες με άλλα πιτσιρίκια της φυλής. Πρέπει να είχα κλείσει κάμποσο καιρό πια στην Κρήτη όταν την πέτυχα να τριγυρνάει στα Λιοντάρια και πρόσεξα ότι το σώμα της είχε αρχίσει να αλλάζει. Μεγάλωνε, μεταμορφωνόταν. Με πλησίασε με το θάρρος της παλιάς γνωριμίας.
- Σήμερα έχω γενέθλια, είπε. Θα μου πάρεις σουβλάκι;
- Ε, άμα έχεις γενέθλια να σου πάρω, είπα. Τα πόσα κλείνεις;
- Τα δεκατέσσερα, είπε.
Υπολόγισα ότι από τα έντεκα που μου είχε πει την πρώτη φορά δεν πρέπει να είχε περάσει χρόνος, ή ελάχιστα παραπάνω. Της είπα ότι δε νομίζω να είναι πάνω από δώδεκα. Γέλασε.
- Τι δώδεκα, τι δεκατέσσερα, είπε. Ένα με γύρο από όλα. Δίπιτο.
- Θα σκάσεις από το φαΐ, τη μάλωσα.
- Κανείς δε σκάει από το φαΐ, είπε.
Παρήγγειλε ένα δεύτερο σαν το πρώτο. «Ένα είπα ότι θα σε κεράσω» της κούνησα το δάχτυλο. «Ένα εσύ, ένα εγώ», είπε. «Εγώ θα το πληρώσω». Το πλήρωσε κανονικά, το πήρε σε μια σακουλίτσα. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα παιδάκι με ακκορντεόν επίσης· του έδωσε τη σακουλίτσα και ο μικρός ενθουσιάστηκε. Έτρεξε μέχρι τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου κι έκατσε στα σκαλιά να το μασουλήσει, αδιαφορώντας για τους διερχόμενους επισκέπτες της Πινακοθήκης.
- Ο αδερφός μου, είπε η Κατερίνα δείχνοντάς τον.
Ύστερα σαβούρωσε το δικό της δίπιτο, το κερασμένο, με αστραπιαία ταχύτητα, πριν εμφανιστεί κανένα άλλο αδελφάκι και ζητήσει μερίδιο.
- Χρόνια πολλά, της είπα. Να τα εκατοστήσεις.
Γέλασε.
Την ξαναείδα μετά από λίγους μήνες στη Χάνδακος· αλαμπρατσέτα με ένα άλλο κοριτσάκι. Μόλις με είδε από μακριά έσκυψε στο αυτί της φίλης της και της είπε κάτι κρυφά. Η φίλη με κοίταξε ασκαρδαμυκτί. Η Κατερίνα μου φώναξε:
- Έχω γενέθλια, θα μου πάρεις σουβλάκι;
- Τα πόσα κλείνεις αυτή τη φορά; ρώτησα ειρωνικά.
- Τα δεκάξι, είπε πανηγυρικά.
- Πριν κάτι μήνες ήσουνα δεκατέσσερα, και πολλά λέω.
- Μεγαλώνω γρήγορα, είπε κι έσκασε στα γέλια.
Έκανα κάμποσο να την ξαναδώ· μπορεί και χρόνο. Την πέτυχα στο Ρέθυμνο, στο καρναβάλι, να περιφέρεται με το ακκορντεονάκι στα στενά της παλιάς πόλης, μέσα στην κοσμοπλημμύρα. Πέρασε δίπλα από το τραπέζι που καθόμασταν.
- Γεια σου Κατερίνα, της είπα.
- Τι κάνεις εδώ; ρώτησε.
- Εσύ τι κάνεις εδώ; ρώτησα με τη σειρά μου.
- Δουλεύω. Θες να σου παίξω ένα τραγούδι;
- Δε θα σου δώσω λεφτά.
- Δεν πειράζει. Ποιο θες να σου παίξω;
- Όποιο θες εσύ.
- Καλά, θα σου παίξω την Πιτσιρίκα.
Έκανα πως δεν κατάλαβα. Την κοίταξα καλά· είχε μεγαλώσει κι άλλο, αλλά είχε μια κούραση στο βλέμμα που θύμιζε νυσταγμένο παιδί. Ύστερα έφυγε μαζί με κάτι άλλα παιδάκια της φυλής.
Άργησα πολύ να την ξαναδώ. Έλειψα από την Κρήτη αρκετά χρόνια, κι όταν ξαναγύρισα δεν την έβλεπα πια ανάμεσα στα παιδάκια με τα όργανα και τα λουλούδια στο κέντρο. Σκέφτηκα ότι πιθανότατα δεν θα ήταν «παιδάκι» πια· καθώς είχαν περάσει ήδη τέσσερα-πέντε χρόνια που δεν την είχα δει, θα είχε κλείσει με τους συντηρητικότερους υπολογισμούς προ πολλού τα δεκάξι, μπορεί να έφτανε και τα δεκαοχτώ. Για τον κόσμο της, κορίτσι της παντρειάς. Ένα Σάββατο πρωί διέσχιζα βιαστικός την 25ης Αυγούστου καθώς είχα ως συνήθως στήσει κάποιους στα Λιοντάρια. Ξαφνικά την είδα να περνάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν με είδε. Είχε ψηλώσει και στρογγυλέψει κάμποσο κι έμοιαζε μεγάλη γυναίκα πια. Δεν την έκανες δεκάξι, ούτε δεκαοχτώ. Σκέφτηκα πώς πέρασαν τα χρόνια (και για μένα βέβαια, ούτε λόγος...). Δεν κρατούσε ούτε ακκορντεόν, ούτε λουλούδια. Έστριψε προς το Πάρκο Θεοτοκόπουλου και χάθηκε στον κόσμο που γεμίζει τις καφετέριες.
Πριν λίγες μέρες με επισκέφτηκε μια παλιά γνώριμη· καθώς περπατούσαμε στο κέντρο μου είπε ότι είχε νοσταλγήσει να φάει σουβλάκι με πίτα. Κάτσαμε σε ένα από τα κεντρικά ψητοπωλεία απέναντι από τη Λότζια, χαζεύοντας το πλήθος στο νυφοπάζαρο του Ηρακλείου. Καθώς ερχόταν η παραγγελία, της είπα ότι είχα να κάτσω σε σουβλατζήδικο στο κέντρο από τον καιρό του κεράσματος της μικρής Κατερίνας. Διηγήθηκα εν τάχει την ιστορία· από το μακρινό 2006 είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια πια. Η φίλη με άκουγε με προσποιητό ενδιαφέρον ενώ άδειαζε το σουβλάκι από τις περισσευούμενες πατάτες. Συνέχισα να διηγούμαι μέχρι που κάποια στιγμή η Κατερίνα εμφανίστηκε ολοζώντανη στο φόντο. Έσπρωχνε ένα καρότσι με ένα μωρό μέσα. «Αυτή είναι» πρόλαβα και είπα στη φίλη μου, καθώς η Κατερίνα πέρασε από δίπλα και με χαιρέτησε, χωρίς να κόψει το βήμα.
- Γεια σου, τι κάνεις;
- Μια χαρά, εσύ; Να σου ζήσει.
- Ευχαριστώ, είπε κι απομακρύνθηκε προς τη θάλασσα.
Η φίλη μου έμεινε καρφωμένη πάνω της.
- Απίστευτο, είπε. Αυτή ήταν;
- Αυτή.
- Να δεις που δεν είναι το πρώτο της παιδί.
- Δεν ξέρω. Θα είναι τώρα εικοσιενός χρονών.
- Εικοσιενός; Αποκλείεται. Αυτή θα είναι κοντά τριάντα σίγουρα.
- Μεγαλώνει γρήγορα, είπα.
Κι εμείς το ίδιο, σκέφτηκα, αλλά αυτό δεν το είπα.
Δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την υπόλοιπη ανάρτηση αλλά έχει ακκορντεόν, και τον Φώτη Πολυμέρη (με τη φάτσα του Αλέκου Αλεξανδράκη) να τραγουδάει κάτι που θα μπορούσε να πει και μια Κατερίνα ή δύο, πολλά χρόνια αργότερα.
Σ.Σ. Αυτή η ιστορία άρχισε να γράφεται το 2009 κι είχε μείνει στις αιωνίως ημιτελείς ιστορίες του ιστολογίου μέχρι τις προάλλες που είδα την Κατερίνα ΙΙ με το μωρό και τα θυμήθηκα όλα. Το τραγουδάκι που μου αφιέρωσε στο Ρέθυμνο ήταν το «Αγαπώ μια πιτσιρίκα», ένα φρικαλέο νησιωτικοσκυλάδικο των Βαζαίου-Γιαννούλη, αλλά βέβαια δε θα ήταν αναμενόμενο να μου αφιερώσει τη Λολίτα του Ναμπόκοφ ξέρω γω ή κάποια άλλη ιστορία με ξεμωραμένα γερόντια και φλογερές κορασίδες από την πινακοθήκη του Μεγάλου Ανατολικού. Αναδρομικώς εκτιμώ το δούλεμα (ψιλό γαζί) που μου έριχνε διαχρονικά· φαντάζομαι η εκπαίδευσή της στο δρόμο θα ήταν τέτοια που εύκολα θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα κερασμένα σουβλάκια ως άτεχνες απόπειρες πεσίματος. Δεν μπορούσε να ξέρει βέβαια ότι είχε πέσει σε μπλόγκερ που την αντιμετώπιζε ως υλικό για ιστορίες. Μεγαλώνουμε γρήγορα· το ζητούμενο είναι οι ιστορίες μας να παραμένουν νέες.
Για τη Γκιουλιέ-Κατερίνα δεν ξανάκουσα τίποτα τον 21ο αιώνα. Ίσως σήμερα έχει παιδιά στην τότε ηλικία της· ποιος ξέρει;