ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


27/2/13

Όσφρηση και σεξ


Όσφρηση. Μόνο.

Ήταν μια μέρα του Δεκέμβρη πριν εφτά-οχτώ χρόνια, και στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών διεξαγόταν το ετήσιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Βιοχημείας και Μοριακής Βιολογίας. Μεταξύ των προσκεκλημένων υπήρχαν αρκετοί επιστήμονες διεθνούς κύρους και ένας τουλάχιστον κάτοχος βραβείου Νόμπελ. Στο ακροατήριο βρισκόταν σύσσωμη η κοινότητα των σχετικών με το αντικείμενο Ελλήνων βιοεπιστημόνων (καθώς και αρκετών ασχέτων) κι επιπλέον ένα τεράστιο φοιτητομάνι. Τριγυρνούσα μέσα στο πλήθος αναζητώντας ένα συγκεκριμένο νέο συνάδελφο (υπερατλαντικής ακαδημαϊκής προέλευσης) του οποίου οι πρόσφατες δημοσιεύσεις είχαν τύχει ιδιαίτερης προσοχής στην επιστημονική κοινότητα. Βέβαια το αντικείμενο του είναι κάμποσο μακριά από τα δικά μου, οπότε ομολογώ ότι δεν τον έψαχνα για επιστημονικούς λόγους. Απλά έτυχε να είναι Καριώτης, οπότε για έναν παραπάνω λόγο η περιέργειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο.

Κάποια στιγμή μου υπέδειξαν ένα πηγαδάκι όπου κάποιος με χαρακτηριστικό προφίλ μιλούσε σε κάποιους άλλους για τις θεραπευτικές δυνατότητες της κοινωνικής (ή ίσως κοινοτικής) ζωής σε κάποιες φυλές ιθαγενών της Βραζιλίας. Χώθηκα κάπως απρόσκλητος στην κουβέντα και συστήθηκα ως Καριώτης μάλλον παρά ως συνάδελφος. Ορθώς, από ό,τι φαίνεται, καθώς ο φαν των ιθαγενών μου εξήγησε ότι δεν ήταν συνάδελφος ο ίδιος, απλά ήταν φίλος του συναδέλφου. Ο δεύτερος συστήθηκε ως αδελφός του συναδέλφου. Ο τρίτος ο μικρότερος δεν συστήθηκε, διότι προφανώς ήταν ο συνάδελφος αυτοπροσώπως. Δεν ήξερα κανέναν τους από την Ικαρία, καθότι αποσταβέντου εκείνοι, αποσοφράνου εγώ, δεν είχαμε κοινές παρέες. Πάνω στην ώρα ακούστηκε το σήμα για να μαζευτούμε στο αμφιθέατρο. Ο συνάδελφος βιάστηκε να μπει στην αίθουσα, καθότι η ομιλία του θα έπρεπε να ξεκινήσει όπου να ‘ναι.

Στο αμφιθέατρο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Κατάφερα και βρήκα μια θέση ανάμεσα σε δύο γνωστές (τρία άτομα σε δυο καθίσματα, όχι πολύ βολικό, αλλά εκείνα τα χρόνια ήμουν κατά τι λεπτότερος από ό,τι σήμερα και κάπως χώρεσα). Ο κόσμος συνέρρεε και καθόταν ακόμα και στα σκαλιά, άλλοι έμεναν όρθιοι στους τοίχους, και κάμποσοι δε μπόρεσαν καθόλου να μπουν.

- Μα τι έπαθαν όλοι σήμερα; αναρωτήθηκα. Χτες που μιλούσε ο νομπελίστας δε γινόταν τέτοιος χαμός.
- Είδες τον τίτλο της ομιλίας του συμπατριώτη σου; ρώτησε η εκ δεξιών γνωστή.

Δεν πρόλαβα να βγάλω το πρόγραμμα από τη συνεδριακή τσάντα για να διαβάσω τον τίτλο, καθώς εκείνη τη στιγμή ο συντονιστής κήρυξε την έναρξη της συνεδρίας και παρακάλεσε το ακροατήριο να κάνει ησυχία (δύσκολο, βέβαια...). Ύστερα παρουσίασε εν συντομία τον προσκεκλημένο. Επεσήμανε το νεαρό της ηλικίας του και την ταχύτατη άνοδό του, από τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ως το διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και την τρέχουσα μεταδιδακτορική του έρευνα στο εργαστήριο του διάσημου νομπελίστα Τάδε. Ύστερα κάλεσε τον ομιλητή στο βήμα και ανακοίνωσε τον τίτλο της ομιλίας:

- Ο [...] θα μας μιλήσει για την τρέχουσα έρευνά του...

Η οθόνη έδειξε τον υπερμεγέθη τίτλο πίσω από τον ομιλητή. Ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό ακούστηκε.

-... με τίτλο: «Όσφρηση και Σεξ».

Σιγή απλώθηκε στο κατάμεστο αμφιθέατρο. Ο ικάριος επιστήμων καθάρισε λίγο το λαιμό του και ξεκίνησε λέγοντας:

- Σήμερα θα σας μιλήσω για τα αποτελέσματα της δουλειάς μου στο εργαστήριο του νομπελίστα Τάδε σχετικά με το μοριακό μηχανισμό της όσφρησης...

Έκανε μια μικρή παύση. Το κατάμεστο αμφιθέατρο τον κοίταζε με αδημονία.

- ...πριν έρθω στην Ελλάδα, ρώτησα τον καθηγητή μου, το νομπελίστα Τάδε αν είχε να με συμβουλεύσει κάτι ως «μέντορας» για να δώσω μια επιτυχημένη διάλεξη. Εκείνος μου πρότεινε να βάλω στον τίτλο τη λέξη «Σεξ»...

Κάμποσοι στο ακροατήριο έπιασαν να κοιτάζονται μεταξύ τους.

- ...και στην απορία μου «μα τι σχέση έχει το σεξ με αυτά που θα πω;» ο νομπελίστας μου είπε απλώς «Έλληνας είσαι, άρα όλο και κάποια σχέση θα βρεις με το σεξ».

Το ακροατήριο (όχι όλο...) ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Όταν καταλάγιασαν, ο συμπατριώτης μίλησε για περίπου μισή ώρα για μόρια και γονίδια και trans-ρυθμιστές μεταγραφής του RNA· χειροκροτήθηκε και απάντησε σε ερωτήσεις, αλλά για σεξ δεν έβγαλε κουβέντα.

Σήμερα είναι καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας· ακούω καλά λόγια για τη δουλειά του. Καμιά φορά βέβαια αναρωτιέμαι άμα συμπέσουμε ποτέ με τον άνθρωπο σε κάνα συνέδριο ή ίσως στην Ικαρία ή αλλού πουθενά, για ποιο θέμα θα πιάσουμε κουβέντα άραγε;

Αλλά Έλληνες είμαστε, που λέει κι ο νομπελίστας Τάδε, Καριώτες μάλιστα, οπότε όλο και κάτι θα βρούμε, ε;


Σ.Σ. Δημοσιεύτηκε στο Ikariamag με διαφορετική φωτογραφία για την οποία δε φέρω ευθύνη (ενώ αυτήν την έχω ξαναβάλει, εδώ). Για τους τυχόν μη γνωρίζοντες, «αποσταβέντου» σε ικαριακά συμφραζόμενα σημαίνει τη νότια πλευρά του νησιού (κατ' αναλογία «σοφράνο» είναι η βόρεια). Στη ναυτική ορολογία οι αντίστοιχοι όροι σημαίνουν την υπήνεμη (σταβέντο) και προσήνεμη (σοφράνο) πλευρά του σκάφους, αλλά τους έχω δει να χρησιμοποιούνται για νησί και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Στο Χριστό, στο Κάστρο». Τόσο η Σκιάθος όσο και η Ικαρία είναι νησιά επιμήκη κατα τον ανατολικό-δυτικό άξονα, οπότε νομίζω η έκφραση δηλώνει μια αναλογία με σκάφη που ταξιδεύουν ενώ φυσάει βοριάς.

ΥΓ. 12/3/2013 Η μνήμη παίζει παράξενα παιχνίδια. Τελικά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι στο εν λόγω συνέδριο όντως παρίστατο κάποιος Νομπελίστας (εννοείται όχι ο νομπελίστας Τάδε, άλλος...) αλλά ας μου συγχωρεθεί παρακαλώ η ανακρίβεια «ποιητική αδεία», έτσι;


22/2/13

Ψηφίδες



Το σπίτι είναι λίγο πιο μεγάλο από τις τωρινές ανάγκες μου, και δεν έχω αρκετά έπιπλα για να το γεμίσω. Αυτό αφήνει πολλούς χώρους ελεύθερους, αλλά ο ελεύθερος χώρος είναι ένα είδος πολυτέλειας που απολαμβάνω πάντα με εξαιρετική ευχαρίστηση, καθώς έχω μεγαλώσει σε ένα σπίτι γεμάτο ανθρώπους και πράγματα, χιλιάδες πράγματα που πετάγονται μπροστά σου όταν δεν τα θες και εξαφανίζονται ακριβώς τη στιγμή που τα ψάχνεις, λες και τα χαρχαλεύουν τίποτα οικιακοί καλικάνζαροι παντός καιρού, όχι μόνο του δωδεκαημέρου.

Βέβαια η αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν ψάχνω στ’ αλήθεια κάτι συγκεκριμένο. Απλώς αρκούμαι να φτιάχνω μικρούς σωρούς με πραγματάκια ποικίλης προέλευσης που σιγά σιγά θα βρουν τη θέση τους στις άδειες ντουλάπες και στο γραφείο, στο ένα ή στο άλλο δωμάτιο ή ίσως στο τεράστιο, για τα δεδομένα μου, άδειο σαλόνι. Από τα υπάρχοντά μου πριν δραπετεύσω στην Ολλανδία, κάμποσα έχουν καταφύγει στην Ικαρία όπου και θα παραμείνουν εσαεί φαντάζομαι: το παλιό μου κρεβάτι, ένας καναπές, δυο πολυθρονίτσες σκηνοθέτη, ένα φωτιστικό δαπέδου, ένα τραπεζάκι ας πούμε σαλονιού.

Εδώ που βρίσκομαι, οι καλοί άνθρωποι που μου διαθέτουν το χώρο τους, μου έχουν αφήσει ένα γλυκύτατο μεταλλικό κρεβάτι (τύπου «γιαγιάς» θα έλεγα αν υπήρχε τέτοιος τύπος, πάντως μου θυμίζει τα κρεβάτια στο πατρικό της μάνας μου στη Ροβυθέ). Υπάρχει κι ένας καναπές στο σαλόνι και μερικές ηλεκτρικές συσκευές. Στρώσαμε στον καναπέ μια κουβερτούλα που μου έραψε κάποτε η Μανταλένα και μου την έστειλε μέσω Μαρίστρας στο Λέιντεν – μια χαρά του πάει. Φέραμε το ψυγειάκι μου και το παλιό μου γραφείο, κάτι στρωσίδια και παπλώματα, ένα χαλάκι μεγαλύτερης ηλικίας από εμένα, μια μοκέτα, κι ένα κιλίμι της άλλης γιαγιάς.

Κουβάλησα ακόμα κάμποσες από τις κλειστές κούτες (εκτός βιβλίων, για την ώρα) που είχαν αποθηκευτεί στο υπόγειο του πατρικού μου και βάλθηκα να βγάζω από μέσα τα απομεινάρια του παρελθόντος. Κουζινικά και σκεύη αγορασμένα σε προσφορές σουπερμάρκετ και λαϊκές, μια μεταχειρισμένη τοστιέρα, ένα μίνι-μουλινέτ, έναν αχρησιμοποίητο μάλλον αποχυμωτή. Πιατικά και μαχαιροπήρουνα και θήκες για μπαχαρικά και λαδόξυδα, ξεχασμένα τάπερ, μαγνητάκια για το ψυγείο, μεταλλικά κουτάκια από τσάι ή ρίγανη, φλυτζάνια και κούπες αναμνηστικές. Πρόσθεσα στη συλλογή τα πιο πρόφατα αποκτήματα, κούπες από το μουσείο Βαν Γκογκ του Άμστερνταμ, επιστημονικά φλυτζάνια του Ιδρύματος Γκουλμπένκιαν, ένα μακρύ κουταλάκι που οι Πορτογάλοι βάζουν στο galão αλλά εγώ προορίζω για ελληνικό καφέ, κάτι πολυταξιδεμένα μπρίκια και σέικερ για φραπέ.

Πάνω στο επανασυναρμολογημένο γραφείο αδειάζω άλλα μικροπράγματα που αναζητούν ή επαναδιεκδικούν τη θέση τους. Σημειώσεις για τις ουδέποτε συγγραφείσες επιστημονικές εργασίες που χρωστάω (στον εαυτό μου κυρίως), το αστείο καπελάκι που φόραγα στην ιστιοπλοΐα δεμένο με ένα κορδόνι παπουτσιού, ψαλιδάκια ανατομίας από τον καιρό που ήμουνα φοιτητής, πένσες που έχω βουτήξει από τον πατέρα μου προ ετών αντάμα με κατσαβίδια που αγόρασα από τον Κινέζο κάτω από το σπίτι μου στο Οέιρας, το βιβλίο που παράτησε στο σπίτι μου το παπί όταν ήρθε από το Παρίσι, ένα ολλανδο-αγγλικό κι ένα πορτογαλο-αγγλικό λεξικό, κάτι εργαστηριακά μικροπράγματα που χρόνια περιφέρω από εργαστήριο σε εργαστήριο (άστεγα προσώρας), χιλιάδες στυλό που τα περισσότερα μάλλον δε θα γράφουν πια, κάτι ολλανδικά χαρτομάντηλα και μια πορτογαλική ομπρέλα.

Ανοίγω κι άλλες κούτες και ξεθάβω χριστουγεννιάτικα στολίδια ηλικίας τουλάχιστον οκτώ ετών ή και παραπάνω, κι ακόμα κάτι καδράκια με ρεπλίκες πινάκων από επισκέψεις σε μουσεία στο Παρίσι και στο Μιλάνο, ένας ψευδο-παλαιωμένος χάρτης της Μεσογείου που αγόρασα μιάμισι λίρα στο Γιορκ τον περασμένο αιώνα, το σκίτσο του πατέρα μου που έκανε κάποιος πλανόδιος το 1944, κάτι ζωγραφιές φίλων εδώ κι εκεί, άλλες με καλλιτεχνική φιλοδοξία άλλες απλές ασκήσεις αλλά με κάποιο προσωπικό νόημα, ίσως. Την πιατέλα-βάζο που μου έκανε δώρο η Μαρίνα μια πρωτοχρονιά που δεν έβρισκε τίποτα ανοιχτό εκτός από ανθοπωλεία, ένα ρολόι Κάμα-Σούτρα κι ένα άλλο διακοσμητικό ρολόι τοίχου (θέλουν μπαταρία φυσικά και τα δύο), κάτι κεριά που είχα στην Κρήτη, μια τρίλιζα με χελώνες και βατραχάκια, κάτι πανέμορφα σουβέρ που μου χάρισε η Κατερίνα, ένα σπιρτόκουτο από τη Σεβίλλη ή τη Γρανάδα (σουβενίρ της Άννας μάλλον γύρω στο 1994), το μεταλλικό τασάκι της Νάντιας, ένα πρες-παπιέ με τη στήλη της Ροζέτας δώρο από τη Δήμητρα.

Κι ακόμα, ένα CD με την Αμπελοκουτσούρα που άκουγα στο Οέιρας καμιά φορά, κάτι άλλα με τζαζ που αγόρασα στο Άμστερνταμ και δεν πρόλαβα ποτέ να ακούσω, το βιβλίο που επιμελήθηκε ο Θανάσης και μου χάρισε τις προάλλες, ένα λικέρ βατόμουρο Ικαρίας κι ένα σαπούνι χαμομηλιού Ικαρίας που αγόρασα από το Ikariastore πριν καμιά βδομάδα (ήταν κι ένα γλυκό περγαμόντο αλλά το ρούφηξα όλο πριν βγει η βδομάδα), δυο-τρεις εφημερίδες λίγο περασμένης ημερομηνίας, το ατμοσίδερο που μου χάρισε ο Νίκος χάριν παιδειάς όταν μετακόμισα πρώτη φορά εκτός Αθηνών και μερικά ρούχα να κρέμονται στην απλώστρα στη μέση του άδειου σαλονιού.

- Μα πώς ζεις εδώ μέσα; απορεί ειλικρινώς η Δ. κοιτάζοντας έντρομη γύρω-γύρω τους σωρούς των πραγμάτων που στα μάτια της μοιάζουν με ανατιναγμένο σπίτι παρατημένο στη μοίρα του. Γιατί δεν τα βάζεις στη θέση τους όλα αυτά τα πράγματα;

Γιατί ψάχνω ακόμα να τη βρω τη θέση τους, καλή μου. Ή μάλλον, περιμένω να μου πουν τα ίδια τα αντικείμενα ποια είναι η θέση τους, καθώς τα ψάχνω ένα-ένα και προσπαθώ να θυμηθώ τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάτω από τις οποίες περιήλθαν στην κατοχή μου. Περιμένω να ακούσω την ιστορία του καθενός και να βρω πώς ταιριάζουν με τα διπλανά τους, σαν ψηφίδες που συνθέτουν μια εικόνα που θα μπορούσε να είναι κάτι από το δικό μου, προσωπικό σύμπαν.

Ή απλά και μόνο η αίσθηση της οικειότητας που βγάζει αυτό που λέμε «σπίτι». Το σπίτι μου. Το σπίτι μας.

Μην ανησυχείς, υπάρχει άφθονος χώρος.

14/2/13

Μια ήσυχη αναχώρηση


"Ó mar salgado, quando do teu sal são lágrimas de Portugal" (στίχος του Πεσσόα που μπορεί να σημαίνει «Ω αλμυρή θάλασσα, τόσο πολύ από το αλάτι σου είναι δάκρυα της Πορτογαλίας»). Από ένα βιβλιοπωλείο στην Αλφάμα, Απρίλιος 2011 (σήμερα πλέον έχει κάποιον άλλον στίχο).

Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Ή όχι τόσο πολύ πια, καθώς από τις πέντε μετακομίσεις σε ένα χρόνο το 2009-2010 τώρα έχω μόνο δύο σε δεκατέσσερις μήνες (κι ίσως ακολουθήσει μια τρίτη λίγο αργότερα). Πάντως αυτό ήτανε, πάει τέλειωσε, και τα μάζεψα από το μαγευτικό Οέιρας τις τελευταίες μέρες του Γενάρη. Με την κτηθείσα εμπειρία βέβαια δεν ήταν και πολύ δύσκολο, καθώς ήδη από το καλοκαιράκι ερχόμουνα στα πεταχτά στην Ελλάδα με μια γεμάτη ογκώδη βαλίτσα τη φορά (που επέστρεφε στη Λισσαβώνα εντυπωσιακά κενή για να ξαναγεμίσει στο επόμενο ταξίδι) μέχρι που οι ντουλάπες μου σχεδόν άδειασαν, ώστε να μπορέσω να πακετάρω τα εναπομείναντα υπάρχοντά μου σε τρεις μόνο βαλίτσες για την οριστική αναχώρηση.

Βέβαια ήδη από τις γιορτές το πράγμα βοούσε πως είχε φτάσει η ώρα μου, καθώς το σπίτι μου είχε αρχίσει να αποσυντίθεται λες και το έτρωγαν τα λανγκολίερς. Παραμονές πρωτοχρονιάς ενημέρωσα τον ιδιοκτήτη ότι θα το αδειάσω μέχρι το τέλος Γενάρη. Στις δέκα του μήνα που κατέφτασα για τελευταία (εισέτι) φορά στην Πορτογαλία, η πόρτα δεν άνοιγε διότι πίσω της το πάτωμα είχε ανασηκωθεί μερικούς πόντους εδώ κι εκεί. Αφού ξηλώσαμε κάμποσο, εντοπίστηκε μία τουλάχιστον διαρροή ύδατος υπεύθυνη για το φαινόμενο. Ακολούθησε μια (περιορισμένη, τελικά) ανάφλεξη μιας πρίζας και μερικά άλλα μικροαπρόοπτα συμβολικού χαρακτήρα. Δεν έχασα χρόνο να το συζητάω, βέβαια, αφήνοντας τον ιδιοκτήτη να τσακώνεται με το διαχειριστή και τις ασφαλιστικές εταιρίες στα πορτογαλικά ενώ συμμάζευα έντυπα και μικροπράγματα από τα συρτάρια. «Ο κύβος ερρίφθη», είπα μέσα μου, και διέβην το Ρουβίκωνα (ή, για την περίσταση, τον Τάγο).

Στην απέναντι πλευρά του ποταμού η αγία Σουζάνα ήρθε να με μαζέψει από το σταθμό του τραίνου μαζί με την τεσσάρων μηνών κορούλα της. Ασχολήθηκα λίγο με μπέιμπι-σίτιγκ (ή μάλλον τάισμα, άλλαγμα, μπανάκι και νανούρισμα). Η μικρή Φιλίπα με συμπάθησε, καθότι ανταποκρίθηκε τόσο στο παραδοσιακό «κουκου-τσα» που από ό,τι έχω μάθει εσχάτως συγκινεί ιδιαίτερα τα μωράκια, όσο και σε μερικά ελληνικά νανουρίσματα ή τραγουδάκια που μου ήρθαν εκ του προχείρου, όπως το «Νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ’ αγγόνι» και το «Είμαι ένα γουρουνάκι βρώμικο πολύ» που τραγούδησα καραφάλτσα προς μεγάλη διασκέδαση της Σουζάνας που βρήκε έστω και προσωρινή ανακούφιση από τις μητρικές υποχρεώσεις. Όχι και λίγες, καθώς οι συνήθεις γιαγιάδες που επικουρούν στην καθ’ ημάς Ανατολή δεν αφθονούν εδώ στην άπω Δύση, καθώς στην προκειμένη περίπτωση η μία ζει στο Αλεντέζου και η άλλη στο Αλγκάρβε και ακόμα εργάζονται αμφότερες. Όπως εργάζεται και η Σουζάνα, που είχε περίπου ένα δεκαήμερο μπροστά της να εκπαιδεύσει τη μικρή Φιλίπα στο να ξυπνάει νωρίς και να τρώει από άλλα χέρια, καθώς θα έπρεπε να παραδοθεί στις φροντίδες του παιδικού σταθμού της γειτονιάς από την τρυφερή ηλικία των τεσσεράμισι μηνών.

Τετάρτη βράδυ κατάφερα να συναντηθώ και με την Άνα στο κέντρο. Κάτσαμε στο μάλλον τουριστικό μαγαζί με το άγαλμα του Πεσσόα, δίπλα σε έναν εναλλασσόμενο θίασο πλανόδιων, άλλοτε μουσικών και άλλοτε ζογκλέρ, που έδιναν παράσταση για τους διερχόμενους, κυρίως αυτούς που έβγαιναν από το μετρό. Κάποια στιγμή χτύπησε το (ελληνικό) τηλέφωνο όπου μια φίλη μου είπε για μια πιθανή δουλειά στην Ελλάδα. Μου ήρθε κάπως άξαφνα, πάνω που προγραμμάτιζα ένα σχετικά μακρύ σαμπάτικαλ. Δεν ξέρω αν αυτό έφταιγε που έκανα μια μεγαλοπρεπή τούμπα στο πεζοδρόμιο του Chiado, παραβλέποντας ένα σκαλάκι, και συγκεντρώνοντας τα γέλια των πλανόδιων και των διερχομένων. Ένας με ακολούθησε κάμποση ώρα λέγοντάς μου διάφορα ακατάληπτα στα πορτογαλικά και γελώντας, μέχρι που χωθήκαμε με την Άνα σε μια θορυβώδη διαδήλωση που έκανε ο σύλλογος αυτών που στήνουν πάγκους στα πανηγύρια (πώς το λένε αυτό στην Ελλάδα;) σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους φόρους που επέβαλε η κυβέρνηση στα πλαίσια του πορτογαλικού μνημονίου. Μετά χωθήκαμε στο τραίνο και την αποχαιρέτησα στην Αλζές.

Την Πέμπτη η Σουζάνα κατάφερε και ήρθε να ανταποδώσει την επίσκεψη στην από δω πλευρά του ποταμού, ώστε να πάμε στην κοντινή τράπεζα στο Οέιρας να κλείσουμε τον (κοινό) λογαριασμό που είχαμε και χρησίμευε ως εξασφάλιση για την ιδιότητά της ως εγγυήτριας στο ενοικιαστήριο συμβόλαιό μου (πορτογαλικές παραξενιές της κακιάς ώρας εκ μέρους του ιδιοκτήτη, ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω αναδρομικώς). Ήρθε μετά συζύγου και τέκνου, πράγμα που μας βοήθησε να παρακάμψουμε την ουρά (καθώς η μικρή έκλαψε ακριβώς πάνω στην ώρα) και να ξεμπερδέψουμε τάχιστα. Παρέλαβα τα εκατόν τριάντα τέσσερα ευρώ και εικοσιδύο σεντς που είχαν απομείνει από το πορτογαλικό μου κεφάλαιο και αποπειράθηκα (εις μάτην) να τους κάνω το τραπέζι σε ένα παρακείμενο εστιατόριο με κουζίνα από την περιοχή του Ντούρου (ποταμός είναι αυτό, στα βόρεια της χώρας).

Πάντως επείσθησαν τελικά να πάρουν ό,τι μου περίσσευε στο σπίτι και δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω στην Ελλάδα: μια μίνι φλοκάτη, ένα χαλάκι, ένα σώμα καλοριφέρ, κάτι κουζινικά αχρησιμοποίητα, συν όλα τα συμπράγκαλα που μου είχε κουβαλήσει η Σουζάνα προ δεκατριών μηνών. Δεν ήταν και πολλά, χώρεσαν στο πορτ μπαγκαζ και τα πίσω καθίσματα, χωρίς να διαταραχθεί το καλαθάκι του μωρού. Τους σταυροφίλησα (προς μια ορισμένη αμηχανία του Πέδρο που μου εξήγησε ότι οι εναγκαλισμοί και οι ασπασμοί μεταξύ αρρένων είναι λίγο gay για τα Πορτογαλικά ήθη, αλλά του συνέστησα να κάνει λίγο παρέα με Ρώσους ή Βαλκάνιους και θα διαπιστώσει ότι μια χαρά στρέιτ είναι σε άλλες κουλτούρες) και τους αποχαιρέτησα με πολλές ευχαριστίες.

Το ίδιο βράδυ έδωσα στη Λέιλα την πολυθρονίτσα γραφείου που ζαχάρωνε και ένα σετάκι ποτήρια κρασιού· μου ανταπέδωσε με ένα δείπνο με χορινό με πατατούλες αλά βραζιλιανογιαπωνέζικα, και αδειάσαμε κάμποσο κρασί με τη βοήθεια του Ρουμάνου φίλου της που επίσης εγκαταλείπει τη χώρα, άνεργος ων. Μιλήσαμε για κοινότητες αγγλικανών ιεραποστόλων στον Αμαζόνιο, τον αναπόφευκτο Τσαουσέσκου, έναν αγώνα μπάσκετ στη δεκαετία του ’80, την οικονομική κρίση, τα οικολογικά-πράσινα κόμματα στην Ελβετία, τις τιμές του χασίς στα κόφι σοπ του Άμστερνταμ και το άδηλο μέλλον μας. Στο τέλος της βραδιάς αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε (χωρίς αμφιβολίες για το σεξουαλικό μας προσανατολισμό) με το βόρειο γείτονα και την βραζιλιανογιαπωνέζα φιλενάδα. Με μετέφεραν στα παγωμένο σπίτι μου (καθότι άνευ θερμαντικού σώματος πλέον) μέσα στην ομίχλη που ερχόταν από τον Ωκεανό.

Η επόμενη μέρα, η τελευταία στο εργαστήριο, είχε γεύμα με όλο τον κόσμο (σχεδόν) παρά θιν αλός. Μου πήραν δώρο μερικές συσκευασίες galão μην τυχόν και μου λείψει (παρέλειψα να τους πω ότι στην Ελλάδα απλώς το παραγγέλνεις ως Café Latte και το πίνεις σε φλυτζάνι αντί για ποτήρι), και έγραψαν πάνω τους αποχαιρετιστήρια μηνύματα. Χαιρέτησα το Ρομπέρτο και την Ελβίρα, αγκάλιασα τρυφερά τη Φιλίπα, έδωσα ευχές και κουράγιο στις άλλες. Μάζεψα κάτι εναπομείναντα μικροπράγματα, είπα τα τυπικά με την πρώην εργοδότι μου, αγόρασα μια κούπα για σουβενίρ και έβγαλα φωτογραφία τη Σοφία, το μαύρο άγγελο του κυλικείου. Γύρισα σπίτι νωρίς πασχίζοντας να κλείσω τις δύο τουλάχιστον από τις τρεις βαλίτσες (εις μάτην). Τελικά τις έκλεισα όλες το πρωί του Σαββάτου, αφήνοντας απέξω δυο μαξιλάρια που είχα κουβαλήσει από την Ολλανδία και μια φλις κουβερτούλα από την Ελλάδα που δε χώραγαν πουθενά. Ο ιδιοκτήτης ήρθε και τσεκάραμε τις ενδείξεις στους μετρητές, γκρίνιαξε για το κόστος επισκευής του πατώματος (τον κοίταξα με συμπάθεια, αλλά ας είχε καλύτερα υδραυλικά) και για τους υπαλλήλους που δεν κάνουν τη δουλειά τους και εξέφρασε για μια ακόμα φορά τον ενθουσιασμό του για τη Μπενφίκα. Ήταν βιαστικός και μου είπε να ρίξω τα κλειδιά στο γραμματοκιβώτιο φεύγοντας, και ότι θα κανόνιζε να μου στείλει τα περισσευούμενα της εγγύησης μόλις έρχονταν οι λογαριασμοί του μήνα (θα εκπλαγώ ευχάριστα αν το κάνει).

Η Ρίτα ήρθε λίγο αργότερα. Φορτώσαμε τις τρεις βαλίτσες, το ένα βαλιτσάκι και το λάπτοπ στο αμαξάκι της. Δεν ήθελε ούτε την κουβερτούλα ούτε τα μαξιλάρια ούτε τα εναπομείναντα κουζινικά, αλλά με χαρά πήρε κάτι κονσέρβες και κάτι ζυμαρικά και σάλτσες. Έκλεισα τα φώτα, το γενικό του ρεύματος, του γκαζιού και του νερού, και ακολούθως την πόρτα. Έριξα και τα κλειδιά στο γραμματοκιβώτιο. Φύγαμε για το αεροδρόμιο χάνοντας τουλάχιστον δύο φορές το δρόμο, αλλά είχαμε κάμποσο χρόνο να τον ξαναβρούμε. Της υποσχέθηκα για πολλοστή φορά ότι θα πάω στην παρουσίαση της διατριβής της στο Λέιντεν και ότι θα ξανάρθω στη Λισσαβώνα οπωσδήποτε (και λέω να τα κάνω και τα δύο). Ήταν μια μέρα με λαμπρό ήλιο. Το βράδι στη Ζυρίχη χιόνιζε. Τα μεσάνυχτα στην Αθήνα είχε απλώς λίγο κρύο.

Κυριακή κοιμήθηκα πολλές ώρες. Απόγευμα Δευτέρας συναντήθηκα με τον ενδιαφερόμενο wannabe εργοδότη: μου είπε τι ήθελε, του είπα τα δικά μου, τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε. Θα χρειαστεί να περικόψω το σαμπάτικαλ σε τρεις-τέσσερις μήνες, ίσως μέχρι το Πάσχα ή κάπου εκεί. Μετά θα με περιμένει να ξεκινήσω. Στην Κρήτη. Ξανά. Το βράδι της Δευτέρας πήγα στο καινούργιο μου σπίτι να πάρω τα κλειδιά, αφού είχα προηγουμένως διευκρινίσει ότι τελικά θα μείνω μόνο προσωρινά. Δεν είχαν αντίρρηση· φίλοι είναι και χάρηκαν που θα έχω δουλειά (είδος ουσιώδες εν ανεπαρκεία στις μέρες μας) ακόμα και στην επαρχία. Αργά τη νύχτα άνοιξα το κομπιούτερ και βρήκα μηνύματα από τη Ρίτα, τη Λέιλα και τη Φιλίπα ότι τους λείπω. Τις κάλεσα όλες στην Κρήτη, για καλοκαίρι. Δε φαντάζομαι να έρθουν.

Εδώ και λίγες μέρες ξαναβιδώνω τα παλιά μου έπιπλα, ξεφυλλίζω τα παλιά μου βιβλία, κρεμάω στους τοίχους τα παλιά μου κάδρα και πλένω τα κουζινικά που είχα πριν φύγω.

Ακόμα προσπαθώ να χωνέψω τις αλλαγές.

8/2/13

Κοιτάζοντας πίσω ΙΙ


Οι Madredeus τραγουδάνε «Ζω στη Λισσαβώνα» και εγώ κοιτάζω την πόλη που αφήνω πίσω καθώς ένας ακόμα κύκλος κλείνει.


Que outra cidade
Levantada sobre o mar
Á beira rio
Acabou por se elevar
Entre dois braços de água
Um de sal, outro de nada
Água doce, água salgada
Águas que abraçam Lisboa
É em Lisboa
Que o Tejo chega ao mar
É em Lisboa
Que o mar azul recebe o rio
E essa brisa que nos faz
Promessas de viagem
Brisa fresca que reclama
as nossas almas ausentes
Suave
cidade
do sal
do mar
Moro em Lisboa
E a tarde cai


Ποια άλλη πόλη
Σηκωμένη πάνω από τη θάλασσα
από έναν ποταμό
έχει στο τέλος ανυψωθεί
ανάμεσα σε δυο μπράτσα νερού
Ένα από αλάτι, το άλλο από τίποτα
Νερό γλυκό, νερό αλμυρό
Νερά που αγκαλιάζουν τη Λισσαβώνα
Είναι στη Λισσαβώνα
Που ο Τάγος φτάνει τη θάλασσα
Είναι στη Λισσαβώνα
Που η γαλάζια θάλασσα δέχεται τον ποταμό
Κι αυτή η αύρα που μας δίνει
Υποσχέσεις ταξιδιού
Η δροσερή αύρα που ζητά
Τις απούσες ψυχές μας
Απαλή
πόλη
του αλατιού
της θάλασσας
Ζω στη Λισσαβώνα
Και πέφτει το απόγευμα


Madredeus - "Moro em Lisboa"
Στίχοι και μουσική Pedro Ayres Magalhães