ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


26/12/11

Το σπίτι κοντά στη θάλασσα (Γιώργος Σεφέρης)

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα· πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ·
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει· τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια·
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.

Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της·
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα·
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.

Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω·
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται να᾿ ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει·
ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.

Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.


(Γιώργος Σεφέρης - ΚΙΧΛΗ)

Σ.Σ. Αν και μου φαίνεται κάπως «πολυλογάδικη» η ποίηση του Σεφέρη, μου κόλλησε λίγο το εν λόγω ποίημα τώρα που αλλάζω πάλι σπίτια συνέχεια όπως πιο παλιά, «μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτα δικό μου».

Ή ίσως να φταίει πάλι μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη· ποιος ξέρει.

21/12/11

Φωτάκια στην πλατεία

Εδώ είναι μέρα ανοιξιάτικη, αλλά τις χειμωνιάτικες νύχτες γύρω από το άγαλμα του Καμόες ανάβουν φωτάκια...

Η Σ. με έχει στην καρδιά της από ό,τι φαίνεται, από εκείνη την αθηναϊκή νύχτα του 2004 που μια αλεπού αποπειράθηκε να της φάει το κινητό. Προφανώς επρόκειτο για σημαδιακή νύχτα, καθώς εφτά χρόνια μετά, σχεδόν ό,τι έχω κάνει στην Πορτογαλία (από τουρισμό και διασκέδαση μέχρι εξεύρεση σπιτιού και επίλυση προβλημάτων καθημερινότητας) οφείλεται σε εκείνην πολύ περισσότερο από ό,τι π.χ. στις συναδέλφους ή την εργοδοσία μου. Πέμπτη έφτασα, Παρασκευή είχε τηλεφωνήσει σε δέκα μεσίτες, Σάββατο απόγευμα κουβαλήθηκε στην άλλη όχθη του ποταμού (καμιά ώρα οδήγημα και βάλε) να μου κάνει την οδηγό και τη μεταφράστρια καθώς γυρίζαμε τις ανηφόρες του Οέιρας κοιτάζοντας σπίτια.

Δεν ξέρω αν πρόκειται για τυπικό δείγμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι η εικόνα που έχω κατ' αρχήν από τους Πορτογάλους είναι ότι πρόκειται για εξαιρετικά πρόθυμους και ευγενείς ανθρώπους· αν αρέσκεται κανείς στις γενικεύσεις θα μπορούσε να τους αντιδιαστείλει ίσως με τους σχετικά αδιάφορους Ολλανδούς ή τους ενδεχομένως υστερόβουλους Έλληνες. Ωστόσο εγώ είμαι πολύ επιφυλακτικός ως προς αυτές τις «εθνικές» κατηγοριοποιήσεις, καθώς θεωρώ ότι σε κάθε λαό υπάρχει τόση ποικιλομορφία που το εύρος της υπερβαίνει τις υποτιθέμενες διαφορές μεταξύ των διαφορετικών λαών. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν υφίστανται διαφορές στην αντίληψη, τον πολιτισμό, και τις συνήθειες. Συμβαίνει όμως συχνά να είναι πολύ λιγότερο σημαντικές ή καθοριστικές από όσο νομίζουμε.

Πάντως όταν μου είπε η Σ. ότι μέχρι να περιμένουμε να πάει η ώρα για το καθορισμένο ραντεβού για να δούμε κάποιο σπίτι, καλύτερα να ψάχναμε και αλλού, δεν κατάλαβα πώς ακριβώς το εννοούσε, μέχρι που μπήκε σε ένα καφενείο και ρώτησε κάτι. Ένας νεαρός και δυο κοπέλες απάντησαν κάτι άλλο και μόνο όταν άκουσα το όνομα του ερευνητικού ιδρύματος όπου (θα) εργάζομαι αντελήφθην ότι η κουβέντα αφορούσε ακριβώς την αναζήτηση της μελλοντικής μου κατοικίας. Ο νεαρός προσεκόμισε έναν τηλεφωνικό αριθμό, και η Σ. έκανε μια κλήση (ανεπιτυχή πάντως, διότι ο συνομιλητής της είχε μόνο κενά διαμερίσματα και όχι επιπλωμένα). Για λόγους ευγενείας κάτσαμε να πιούμε καφέ εκεί· λίγα λεπτά αργότερα η μία από τις κοπέλες εμφανίστηκε με μια εφημερίδα με αγγελίες. Σημειώσαμε δύο που μας ενδιέφεραν· η μικρή ομήγυρη που είχε σχηματιστεί γύρω από το τραπέζι ξέσπασε σε επιφωνήματα χαράς όταν η Σ. μετά από μια σύντομη συνδιάλεξη ανακοίνωσε ότι είχαμε κλείσει επιπλέον δύο ραντεβού για να δούμε και άλλα διαμερίσματα. Οι κοπέλες έφυγαν δίνοντάς μου ευχές για το καλύτερο, κι εγώ πλήρωσα τους καφέδες στην εκπληκτική τιμή του ένα ευρώ και σαράντα λεπτά και οι δύο μαζί στον χαμογελαστό νεαρό.

Το βράδυ η Σ. με έβγαλε βόλτα στο κέντρο της Λισσαβώνας. Παρκάραμε μετά κόπων στο Chiado, σε ένα υπόγειο γκαράζ, και πήγαμε να συναντήσουμε ένα φιλικό της ζευγάρι για φαγητό. Η Τερέζα και ο Νούνο μου έσφιξαν το χέρι με θέρμη και με ευχαρίστησαν που τους είχα βοηθήσει να περάσουν τόσο καλά στην Ελλάδα. Δε θυμόμουν να είχα βοηθήσει κανέναν και μου εξήγησαν ότι είναι εκείνοι οι φίλοι της Σ. για τους οποίους της είχα πει κάποια στιγμή το καλοκαίρι κάτι σαν «ε, άμα θέλουνε να πάνε στα ελληνικά νησιά και τους αρέσει ο κόσμος, ας πάνε στη Σαντορίνη». Πήγανε, λοιπόν, και περάσανε καταπληκτικά (εγώ αμυδρά μόνο θυμόμουνα ότι είχε προηγηθεί αυτή η συζήτηση με τη Σ.), και κατά τη διάρκεια του φαγητού περιέγραφαν την ελληνική εμπειρία τους με ευχαρίστηση και κάποια νοσταλγία.

Μάλιστα κάποια στιγμή μου είπαν ότι έδωσαν και συνέντευξη στην ελληνική τηλεόραση. Όχι ακριβώς συνέντευξη, ένα ρεπορτάζ ενός καναλιού για κάποια απεργία των ταξιτζήδων που είχε λάβει χώρα τις μέρες εκείνες. Από την περιγραφή του λογοτύπου του καναλιού υπέθεσα ότι επρόκειτο για το Σταρ τσάνελ· τους είπα ότι από όσο ξέρω το δελτίο ειδήσεων του συγκεκριμένου διαύλου εστιάζει στο λάιφτστάιλ και όχι στις απεργίες εν γένει. Ο Νούνο γέλασε και είπε ότι ίσως αυτό εξηγεί μερικά πράγματα: η ρεπόρτερ του καναλιού ήταν μια νεαρά εμφανίσεως κάπως μπάρμπι, η οποία αφού ρώτησε χαρούμενα αν ταλαιπωρήθηκαν κατά την άφιξή τους στη χώρα από την απεργία των ταξί, μάλλον στεναχωρήθηκε όταν ο Νούνο απάντησε κάτι σαν «όχι, διότι πήραμε το λεωφορείο». Τόσο πολύ στεναχωρήθηκε μάλιστα, που ξαναρώτησε επιμένοντας, κι όταν ο Νούνο επέμεινε κι αυτός ότι δεν ταλαιπωρήθηκαν λόγω των ταξί, η νεαρά το επαναδιατύπωσε λέγοντας «ναι, αλλά αν δεν υπήρχαν ούτε λεωφορεία δεν θα είχατε ταλαιπωρηθεί χωρίς ταξί;».

Ο Νούνο αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι σε αυτή την περίπτωση θα είχαν όντως ταλαιπωρηθεί. Η Τερέζα συμπλήρωσε ότι τυχαία, το ίδιο βράδι, κάνοντας ζάπιγκ έπεσε πάνω στο εν λόγω δελτίο ειδήσεων, όπου για μερικά δευτερόλεπτα έπαιξε και η απάντηση του συντρόφου της. Παραδόξως όμως (χμ...) όχι στο κομμάτι που απαντούσε ότι δεν ταλαιπωρήθηκε, αλλά σε εκείνο που έλεγε ότι θα μπορούσε και να είχε ταλαιπωρηθεί - αυτό ήθελαν να ακούσουν οι άνθρωποι του καναλιού, αυτό έπαιξαν, το άλλο δεν τους ενδιέφερε. Κουβεντιάσαμε λίγο για τα μήντια και και το είδος των ρεπορτάζ με το μικρόφωνο στο χέρι που υποτίθεται αναπαράγουν «τι πιστεύει ο κόσμος», και συμφωνήσαμε ότι δεν είναι ελληνική πατέντα αλλά παίζει παντού. Μετά αρχίσαμε να λέμε κάτι για το ενδυματολογικό στυλ της δεκαετίας του '80 και ξεχάστηκε το θέμα.

Τους συνοδεύσαμε μέχρι το σπίτι τους, λίγο παραπέρα στο κέντρο. Η Σ. μου είπε περίλυπη ότι ήθελε να μου δείξει τη στολισμένη με φωτάκια κεντρική λεωφόρο, ωστόσο φέτος λόγω κρίσης δεν άναψαν φωτάκια διότι ο δήμος δεν είχε (ή δεν ήθελε) να ξοδέψει για στολισμούς. Διαβάζω ότι και στην Αθήνα γίνεται κάτι αντίστοιχο: πόλεις της κρίσης, αφώτιστες και μελαγχολικές. Ε, όχι και εντελώς μελαγχολικές: ξαναγυρίσαμε στο Chiado όπου γύρω από το άγαλμα του Καμόες ένα πλήθος νεολαίας τριγυρνούσε με ένα ποτήρι στο χέρι από το παρακείμενο κιόσκι (ας πούμε κάτι σαν περίπτερο, χωρίς έντυπα αλλά με αλκοόλ εξτρά). Η πλατεία ήταν σκοτεινή σχετικά, αλλά πολλοί από το πλήθος είχαν φωτάκια που αναβόσβηναν στο πέτο ή στις τσάντες ή στο πανοφώρι τους, σαν διερχόμενοι ποδηλάτες. Μείναμε λίγο να τους κοιτάμε μέχρι που ένας νεαρός ήρθε και μας πρότεινε δυο φωτάκια να τα φορέσουμε κι εμείς: αφού η πόλη δε στολίζει δέντρο, είπε, αποφασίσαμε να γίνουμε εμείς το δέντρο και να φωτίσουμε την πλατεία.

Η Σ. τον ευχαρίστησε και είπε ότι εμείς ήμασταν περαστικοί και καλύτερα να έδινε τα φωτάκια σε κάποιον που θα παρέμενε στην πλατεία, να πιάσουν πιο πολύ τόπο. Ο νεαρός δεν επέμεινε. Είχε όντως πολύ λίγα πια στην τσάντα του. Πήρα ένα μπουκάλι νερό από το κιόσκι και χάζεψα λίγο το πλήθος: ένα είδος λαϊκής πλατείας με έναν ετερόκλητο κόσμο: πορτογαλική νεολαία, μαύροι από τις πρώην αποικίες, καλοντυμένες κυρίες καθ' οδόν ίσως για κάπου αλλού, με το φωτάκι να αναβοσβήνει.

Κι εμείς, βέβαια, καθ' οδόν. Για κάπου αλλού.

19/12/11

Όρτσα στο Οέιρας

Η θέα από την πόρτα της αυλής. Δεν είναι θάλασσα, είναι ακόμα οι εκβολές του Τάγου. Χειμώνας, σου λέει μετά...

«Άμα δεις μαύρη καμαριέρια να μπαίνει στο δωμάτιο, μην της πεις πως σε λένε Ντομινίκ», μου είπε ένας φίλος χαριτολογώντας δήθεν με την κάπως μπερδεμένη υπόθεση Στρως Καν, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ετίθετο θέμα διότι όντως δεν με λένε Ντομινίκ, οπότε όταν χτύπησε την πόρτα η κοπέλα είπα απλώς κάτι σαν «Νο πορτουγκέζε» και αυτή με ρώτησε «Ε, τότε τι; Αγγλικά;» κι αφού της κούνησα το κεφάλι καταφατικά μου είπε στα αγγλικά ότι ήρθε να καθαρίσει το δωμάτιο. Παράτησα λοιπόν ό,τι έκανα και βγήκα καλού κακού έξω, από την πόρτα που βγάζει στην αυλή, δίπλα στην εσπλανάδα. Φόρεσα και το γυαλί ηλίου που στην Ολλανδία ήτανε καταχωνιασμένο κάπου για μήνες, και χάζεψα το κυματάκι που έσκαγε στην ακτή, είκοσι μέτρα μπροστά μου.

Για την εποχή το ξενοδοχείο είναι μάλλον γεμάτο· όταν ήρθα φοβήθηκα ότι θα ήμουν στη μαύρη ερημιά σε ένα παγωμένο καλοκαιρινό σκηνικό. Αλλά ο καιρός είναι καλός, με ήλιο και χωρίς ιδιαίτερη υγρασία, κόσμος πηγαινοέρχεται στο δρόμο μπροστά στην παραλία βαδίζοντας ή ποδηλατώντας ή κάνοντας τζόγκιγκ, κάθε τόσο περνάνε ιστιοπλοϊκά σκαφάκια με τα πανάκια τους ολάνοιχτα, και το δωμάτιο βλέπει στη θάλασσα (ή μάλλον, βλέπει τις εκβολές του Τάγου, καθώς ο ωκεανός είναι αρκετά δεξιά μας ακόμα, μετά την Κασκάις, εδώ στο Οέιρας είμαστε ακόμα ποτάμι κατά πως φαίνεται).

Βέβαια όταν λέμε «γεμάτο» ξενοδοχείο, μη φανταστείτε καμιά καλοκαιρινή ατμόσφαιρα με ηλιοκαμένες κορμάρες και φρίσμπυ και jogo bonito. Το μεσημέρι τσίμπησα στο εστιατόριο μαζί με καμιά τριανταριά εμφανώς συνταξιούχους, καθώς μάλλον έχουν έρθει τα ΚΑΠΗ της Κοΐμπρα ή του Οπόρτο εκδρομή στα περίχωρα της πρωτεύουσας, άντε και μια ομάδα παίδων ή νέων κάποιου αφανούς αθλήματος, μετά των συνοδών τους. Κάθομαι και τους χαζεύω λίγο με τις φορμίτσες τους που γράφουν όλες Portugal, ίσως είναι κάποια προεθνική ή εθνική ομάδα, όχι και πολύ γκλάμορους μάλλον καθώς οι φόρμες είναι κάπως μεταχειρισμένες και φαίνεται.

Κοιτάω και τη δικιά μου τη φορμίτσα που φόρεσα επιτούτου για να πάω για περπάτημα στην εσπλανάδα (και δεν πήγα), που κι αυτή είναι κάπως φθαρμένη, όχι από τη χρήση βέβαια, αλλά από το χρόνο, καθώς την είχα πάρει μάλλον κάπου στα τέλη του εικοστού αιώνα για να αρχίσω κάποιου είδους γυμναστική που ποτέ δεν άρχισα, και τελικά μου χρησίμευσε ελάχιστα στην εξάρτυση της ιστιοπλοΐας προ ετών, και κάποτε παλιότερα ως δανεικό ρούχο σε κάποιο φίλο που είχε γίνει μούσκεμα, ώστε να φορέσει κάτι στεγνό. Καθώς άνοιγα τις βαλίτσες που κουβάλησα μετά κόπων και βασάνων από το Λέιντεν, η φόρμα πετάχτηκε έξω πρώτη, και τη φόρεσα προσωρινά ενόψει της παράλιας βολτίτσας που σχεδίαζα.

Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, βέβαια, και η φόρμα έγινε το επίσημο ένδυμα ξενοδοχείου κάθε φορά που κατεβαίνω στη ρεσεψιόν για να ξεκλέψω λίγο πρόσβαση στο δίκτυο, καθώς η υπέροχη διαφήμιση της ξενοδοχειακής μονάδας που προέβλεπε wi-fi δεν υπονοούσε ΚΑΙ στα δωμάτια. Βλέποντας τα ΚΑΠΗ της πελατείας,μπορώ να φανταστώ τους λόγους: οι άνθρωποι μπορούν να σου μιλήσουν για το Σαλαζάρ και την επανάσταση των γαρυφάλλων ενδεχομένως, αλλά για διαδίκτυο μάλλον όχι. Ή τέλος πάντων θα ήθελαν ίσως να μου πουν κάτι, αλλά έχουμε ένα πρόβλημα στην επικοινωνία, καθώς μιλάνε μόνο τη μητρική τους γλώσσα, και παραξενεύονται που εγώ δεν τη μιλάω, διότι ως φάτσα μάλλον τους φαίνομαι κάργα Πορτογάλος. Επιμένουν, μάλιστα, επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση πιο αργά και καθαρά, μήπως είμαι απλώς κουφός ή βραδύνους.

Αλλά είμαι ξένος, όσο παράξενο και αν τους φαίνεται, διερχόμενος, σε αναζήτηση μιας πιο μόνιμης κατοικίας στην υπνούπολη του Οέιρας, δίπλα στο ερευνητικό κέντρο που θα με φιλοξενεί στο εξής. Η κοπέλα τελειώνει το σφουγγάρισμα και όπως έχω μάθει της λέω “οbrigado”, δηλαδή «ευχαριστώ», πράγμα που στην Πορτογαλία (αλλά όχι π.χ. στη Βραζιλία που επίσης ομιλείται η γλώσσα) είναι βασικότατος κανόνας συμπεριφοράς ακόμα κι αν ο άλλος κάνει το εντελώς αυτονόητο. Η κοπέλα χαμογελάει (τα λευκά της δόντια κάνουν έντονη αντίθεση με το κατάμαυρο πρόσωπο) και απαντάει με το τυπικό “De nada”, μάλλον διασκεδάζοντας με την προφορά μου.

Εχτές σε μια παρέα μου παρατήρησαν ότι προφέρω τις λέξεις σαν Ισπανός· εξήγησα ότι τα ελληνικά έχουν παρόμοιους φθόγγους με τα ισπανικά, και ότι η προφορά του R στην αρχή της λέξης ως παχύ Γ αποτελεί πορτογαλική ιδιαιτερότητα που δεν απαντάται εξ’ όσων γνωρίζω στις λοιπές λατινογενείς γλώσσες (καλά, δεν είμαι και ειδήμων...), για να μην αναφερθούμε στο Ο που προφέρεται γενικώς σαν ελληνικό «ου», έτσι ώστε να μου πάρει λίγη ώρα να αντιληφθώ ότι ο μυστηριώδης «Γουμπέρτου» στον οποίο αναφερόντουσαν ήταν ένας κοινότατος Ρομπέρτο στα καθ’ ημάς και τη λοιπή υφήλιο. Από μια άποψη αντιλαμβάνομαι εκείνο τον κάπως μπλαζέ ισπανομαθή συμπατριώτη μου που αναφερόταν στα πορτογαλικά ως «ισπανικά με προφορά σαμιώτικη», αλλά το αστειάκι είναι εντελώς ικαριακό και δεν γίνεται αντιληπτό έξω από τα όρια του νομού, εκτός αν έχετε φίλες από τον Παγώνδα* και τις έχετε ακούσει να συνομιλούν με τη μαμά τους.

Μετά θυμάμαι βέβαια και τον εντελώς καριώτη καφετζή στον Εύδηλο (σε καφενείο διάσημο ανά το παρόν ιστολόγιο κυρίως για τα τοστάκια του) που όποτε τσαντιζόταν (δηλαδή σχδεδόν όποτε έμπαινε πελάτης) μιλούσε απότομα, γρήγορα και μπερδεμένα, και για κάποιο λόγο του κόλλησαν μια εποχή το παρατσούκλι «Πορτογάλος». Μάλλον άδικη παρομοίωση πάντως, καθώς οι χαμηλοί τόνοι των αληθινών Πορτογάλων δεν πολυταιριάζουν με το κάπως εκρηκτικό (στα λόγια μόνο) ταμπεραμέντο του συγχωριανού μου. Ούτε με την εξωστρεφέστατη ομιλία της σαμιωτίνας φίλης.

Παρατηρώ μια νησίδα πιο ανοιχτά, με ένα φάρο σκαρφαλωμένο πάνω της. Πρέπει να είναι το πράσινο φως που είδα χτες βράδι να αναβοσβήνει. Το αδύναμο, ποταμίσιο κύμα, ακούγεται να σκάει στα βράχια της ακτής. Κόσμος πηγαινοέρχεται στην εσπλανάδα· δυο κοριτσάκια κλωτσάνε μια μπάλα στο γρασίδι της αυλής, δίπλα σε μια σκουριασμένη άγκυρα, διακοσμητική μάλλον.

Στο βάθος ένα σκάφος ανοίγει τη τζένοα και προχωράει με τα πανιά στεγνά, τραβηγμένα εντελώς μέσα. «Όρτσα», σκέφτομαι.

Κι έπειτα αναρωτιέμαι πώς να το λένε αυτό στα πορτογαλικά.


Σ.Σ.: *Ο Παγώνδας είναι χωρίον προς τα νότια της νήσου Σάμου, από όπου και κατάγεται η φίλη της οποίας τα δίχτυα (ή δίκτυα) φτάνουν ως το μακρινό Οέιρας: σήμερα το πρωί με περίμενε στο γραφείο πορτογάλος απεσταλμένος της, όχι μόνο με ευχετήρια καρτούλα για τις γιορτές αλλά και με ίσαμε μισό κιλό γραβιέρα Κρήτης (διότι η κοπέλα προφανώς το διαβάζει το μπλογκ και παρετήρησε προσεκτικά την προηγούμενη ανάρτηση), χώρια το απάκι-μπόνους.

Obrigado, καλή μου, και την άλλη φορά που θα στείλεις το Νέλσον με καλούδια, πες μου να πω και σε κάτι ιστιοπλόες φίλες για κείνη τη ρακή που λέγαμε...


Να 'σαι καλά.

11/12/11

Τι λείπει;

Αν δεν σας λείπει η ηδονή της ωμής ρέγγας, έχετε και μερικές ακόμα επιλογές...

Μια κι έχω μπει σε διαδικασία αναχώρησης πλέον, θα έπρεπε κανονικά να έχω πάψει να ασχολούμαι με τα ολλανδικά πράγματα και να προετοιμάζω τον εαυτό μου για πορτογαλικότερες εμπειρίες. Ωστόσο η παραδοσιακή ικαριακή βραδύτητα που με χαρακτηρίζει με βάζει στη λογική του «έχουμε καιρό», ακόμα κι όταν ο καιρός μετριέται πλέον σε αριθμό ημερών που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και πάλι περισσεύει κάτι. Έτσι δεν παρέλειψα να διαβάσω τα ολλανδικά νέα που χαζεύω ενίοτε σε μια αγγλόφωνη ιστοσελίδα η οποία εικάζω ότι απευθύνεται σε expats σαν και ελόγου μου, δηλαδή ξένους με μόνιμη ή ημιμόνιμη διαμονή στην Ολλανδία.

Το μάτι μου έπεσε σε ένα λίγο παλιότερο αρθράκι που αναφερόταν σε ένα γκάλοπ το οποίο έβγαζε ότι αυτό που περισσότερο λείπει από τους Ολλανδούς που ζουν στο εξωτερικό (κάτι σαν κι εμάς από την ανάποδη δηλαδή) είναι η ταπεινή καπνιστή ρέγγα. Το ποσοστό δεν ήταν συντριπτικό, κάπου στο 9%, αλλά ήταν για κάποιο λόγο ψηλότερα από όσο η επιλογή «φίλοι και οικογένεια», πράγμα όσο να 'ναι λίγο σοκαριστικό. Προ ημερών πάλι είχα ακούσει κάτι αντίστοιχο, όχι όμως με ρέγγες, αλλά με κροκέτες, χώρια που ένας αστροναύτης είχε ζητήσει να του στείλουν στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (που όσο να 'ναι, ξενητειά είναι κι εκεί) 2-3 κιλά τυρί γκούντα να έχει να πορεύεται. Βέβαια όπως συνήθως συμβαίνει στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα (που όπως είπαμε δεν απευθύνεται σε Ολλανδούς αλλά σε ξένους που ζουν εδώ), τα σχόλια των αναγνωστών δεν κολάκευαν και πολύ τους ιθαγενείς, ιδιαίτερα σε θέματα που άπτονται των διατροφικών συνηθειών τους.

Προχτές στο αποχαιρετιστήριο δείπνο του εργαστηρίου (προς τιμήν του γράφοντος), οι καλοί συνάδελφοι μου χάρισαν μεταξύ άλλων και ένα βιβλιαράκι (στα αγγλικά ευτυχώς) που αναφέρεται στον χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες των Ολλανδών, με έναν τρόπο κάπως ανάλαφρο και χιουμοριστικό (για τα ολλανδικά δεδομένα υπερβολικά χιουμοριστικό, εικάζω...). Αν και μετά από είκοσι μήνες στη χώρα έχω ικανή αντίληψη των συγκεκριμένων ιδιαιτεροτήτων, το βιβλίο ήταν πολύ διαφωτιστικό από ιστορικής απόψεως για μερικά ζητήματα όπως π.χ. οι ρηχές μέχρι παρεξηγήσεως λεκάνες τουαλέτας, οι ξύστρες τυριών, τα τρουφάκια που αλείφονται στο ψωμί και το μαυριδερό γλυκό (ο Θεός να το κάνει...) με το όνομα drop. Έτσι είδα με ενδιαφέρον το γκάλοπ που έστησε η ιστοσελίδα μεταξύ των αναγνωστών της (που είμαστε, υπενθυμίζω, ξένοι) με το ερώτημα τι από τα «ολλανδικά» πράγματα θα έλειπε σε εμάς αν φεύγαμε από τη χώρα. Μια και φεύγω οσονούπω, σκέφτηκα να απαντήσω στο γκάλοπ, εξετάζοντας μία-μία τις επιλογές που παρείχε.

Να διευκρινίσουμε κατ' αρχήν ότι το ερώτημα δεν αφορά ολλανδικά πράγματα παγκοσμίου κυκλοφορίας (όπως η Heineken ας πούμε) ή τουριστικές ατραξιόν σαν τα coffeeshops και το red light district, αλλά διάφορα «τυπικά» χαρακτηριστικά του ολλανδικού τρόπου ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι στις προτιμήσεις των αναγνωστών της ιστοσελίδας (όπως φαίνονται στην κορυφή της ανάρτησης), πρώτη και με διαφορά είναι η ποδηλασία· αναγνωρίζω ότι αναφέρονται συνολικά στην ποδηλατική κουλτούρα της χώρας που τη διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό από τις υπόλοιπες. Δυστυχώς, σε ό,τι με αφορά, λόγω διαταραγμένης αίσθησης ισορροπίας, ποδήλατο δεν δύναμαι να κάνω, και οι αρχικές μου σκέψεις να αγοράσω τρίκυκλο προσέκρουσαν αρχικά στις υψηλές τιμές και τη δυσκολία εξεύρεσης κατάλληλου πάρκιγκ, και ακολούθως στη συνήθη ικαριακή μου αβελτηρία.

Επιθεωρώ λοιπόν τις υπόλοιπες επιλογές· εξαιρώντας την κατηγορία «φίλοι και οικογένεια», μια και πλείστοι όσοι εξ' αυτών ζουν στην Ελλάδα μάλλον, μας μένουν οκτώ ακόμα πιθανότητες. Κοντοστέκομαι λίγο στην επιλογή «τυρί», αλλά μετά σκέφτομαι ότι ανάμεσα σε ένα πεπαλαιωμένο Oud Amsterdam και μια τυχούσα γραβιέρα Ανωγείων, η επιλογή μου θα έκλινε αβίαστα προς τη γραβιέρα. Αντιπαρέρχομαι με συνοπτικές διαδικασίες τις κροκέτες, τη ρέγγα (δε μας έφτανε ο παστός μπακαλιάρος που θα υποστούμε...), τα ψωμάκια και τα κεκάκια, και τις αηδίες που απλώνουν πάνω τους με τα φυστικοβούτυρα και τις τρουφίτσες. Παραλείπω ασχολίαστο το πολυκατάστημα Hema από το οποίο στα δύο χρόνια που είμαι εδώ έχω αγοράσει ένα σάντουϊτς, μία ομπρέλα και ένα πατάκι μπάνιου τόσο ακριβό που αποφάσισα να το πάρω μαζί μου στη Λισσαβώνα αντί να το αμολήσω στον επόμενο ενοικιαστή. Πάμε λοιπόν παρακάτω.

Για τον Sinterklaas, τα είπαμε και τις προάλλες, είναι προφανής η προτίμησή μου στον προγονικό Αη-Νικόλα σε σχέση με το ολλανδικό κακέκτυπο. Τελευταία επιλογή αυτό που οι Ολλανδοί λένε gezelligheid και η ιστοσελίδα μεταφράζει ως «ζεστή ατμόσφαιρα». Εδώ γελάνε, κι αυτό κατά βάσιν για να μην κλάψουνε. Να είσαι από την Ικαρία και να σου λένε ότι η ολλανδική παρέα συνιστά ζεστή ατμόσφαιρα, σκέφτεσαι καλύτερα να περάσεις τη ζωή σου σε ιγκλού. Δε φταίνε σε τίποτα οι άνθρωποι βέβαια, κάθε λαός έχει τα χούγια του και την ιστορία που τον έχει διαμορφώσει, αλλά μη χάνουμε και την αίσθηση του μέτρου ολοσχερώς. Απογοητευμένος, αποφασίζω ότι δεν θα απαντήσω στο γκάλοπ, καθώς η επιλογή «τίποτα από τα παραπάνω» δε φαίνεται να υπάρχει.

Ύστερα όμως αρχίζω να σκέφτομαι ότι ενδεχομένως υπάρχουν πράγματα που θα αφήσω πίσω και που με κάποιο τρόπο ενδεχομένως θα μου λείψουν. Πράγματα όχι σαν τα pepernoten και το vanille vla, αλλά πράγματα που ίσως άφησαν κάποιο ίχνος κάπου λίγο πιο μέσα. Δεν ξέρω πόσο ολλανδικά μπορεί να τα πει κανείς, αλλά κάθομαι και φτιάχνω μια εναλλακτική λίστα που θα μπορούσε να περιλαμβάνει (με τυχαία σειρά) κάτι σαν τα παρακάτω:

- Τα ποιήματα στους τοίχους του Λέιντεν.

- Τη θέα του Burcht τις τέσσερις εποχές του χρόνου.

- Τα κιτρινισμένα φύλλα που φτιάχνουν ένα παχύ χαλί στους δρόμους το φθινόπωρο.

Μια χώρα με τέσσερις εποχές που ξεχωρίζουν καθαρά η μία από την άλλη. Εδώ, φθινόπωρο στο Λέιντεν (φωτό Ροβυθέ).

- Τη χτεσινοβραδινή έκλειψη, την ώρα που ανέτειλλε το φεγγάρι.

- Τις καμπάνες του Δημαρχείου να παίζουν το Asturias του Albeniz.

- Τα σμήνη των μεταναστευτικών πουλιών, και το σταχτοτσικνιά στη λιμνούλα δίπλα στο Πανεπιστήμιο.

- Τη μπάντα στους δρόμους και τις υπαίθριες συναυλίες.

- Το «Φύλακα Άγγελο» στο Άμστερνταμ με τζαζ τα απογεύματα της Κυριακής

- Το πάρτυ του Α. και της Ι. όπου συμμετείχαν άνθρωποι από 17 χώρες (και βρέθηκε διερχόμενος Ιταλός που μου μιλούσε για ώρες περί Ικαρίας).

- Τα παιδιά των φίλων μου που μεγαλώνουν και τα σκαστά φιλάκια πριν πέσουν να κοιμηθούν.

Αυτό το τελευταίο ίσως και να μου λείψει λίγο παραπάνω τελικά.

7/12/11

Προτεινόμενος

Από κάπου ερχόμαστε, κάπου πάμε. Αποστάσεις από την είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού της Ουτρέχτης. (φωτό Ροβυθέ).

Είκοσι μήνες κοντεύω στο Λέιντεν, αλλά από τη μέρα που έσκασα μύτη όλο και σε κάποια διαδικασία αποχαιρετισμού βρισκόμαστε. Καθώς εγώ έψαχνα ακόμα να δω πού θα βάλω τα πράγματά μου, η Μάικε μάζευε τα δικά της από το δίπλα γραφείο και τα πακετάριζε για Ελσίνκι. Λίγο αργότερα την αποχαιρετούσαμε σε μια σεμνή τελετή ολλανδικής γαστριμαργίας μαζί με τη Ρίτα, την Πορτογαλίδα υποψήφια διδάκτορα που γύριζε Λισσαβώνα, άλλο βέβαια αν έχει ξανάρθει και ξαναφύγει έκτοτε κάνα-δυο φορές. Δεν πρόλαβε να κλείσει βδομάδα και τα μάζευε από το πιο δίπλα γραφείο ο Χουμπέρτους, με προορισμό το διπλανό Ντελφτ. Ο αποχαιρετισμός ήταν κάπως πιο χαμηλών τόνων, με μπύρες δίπλα στις όχθες του Neuwe Rijn (δηλαδή ενός από τα κανάλια της πόλης, μην πάει το μυαλό σας σε τίποτα μεγαλειώδες). Μέσα στο καλοκαίρι εξαφανίστηκε σιωπηλά και ο Αντρέ, αλλά επειδή για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές μάλλον δεν προβλέπονται ιδιαίτερες αποχαιρετιστήριες τελετές, μόνο οι ομοεθνείς Πορτογάλοι πήραν επαρκώς είδηση ότι γύρισε στο Οπόρτο.

Πέρασαν λίγοι ήσυχοι μήνες, αλλά το φθινόπωρο είχαμε τη δίδυμη αποχώρηση των προφέσορ, και σε μια λίγο πιο φραμπαλάτη τελετή με λόγους, ανταλλαγές δώρων, μπαλόνια, ποδήλατα και τραγούδια, ξαποστείλαμε τον Πωλ στο μαγευτικό Κέμπριτζ και τον Μπας στο εδώ παραδίπλα Βαχενίνγκεν. Καθώς πλησίαζε ο περσινός χειμώνας ήρθε η σειρά της Σουζάνα να συνεχίσει το ταξίδι που ξεκίνησε από τις ρωσικές πεδιάδες, κατευθυνόμενη προς τα ελβετικά βουνά. Την αποχαιρετήσαμε με ένα παρτάκι, κάπως ήσυχο είναι η αλήθεια, αλλά όχι τόσο ήσυχο όσο ο αποχαιρετισμός του Μαουράιν που μας ανακοίνωσε μια Παρασκευή ότι από Δευτέρα θα δουλεύει στην Ουτρέχτη τρεις μέρες τη βδομάδα, οπότε ανοίξαμε δυο μπύρες στο εργαστήριο προς τιμήν του (κι ένα κρασί για κάτι μεσογειακούς τύπους, παρεμπιπτόντως).

Εξίσου ήσυχα εξαφανίστηκε η Άνα, η έτερη Πορτογαλίς που κανείς δεν κατάλαβε πότε αποφάσισε να τα μαζέψει, πλην των φίλων της, δηλαδή της προσωρινά επανακάμψασας Ρίτας και του Έλληνος (της προσκολλήσεως αυτός), που ήπιαν τις μπύρες τους (κρασί ο Έλλην, είπαμε) στο νεανικό στέκι με το όνομα Οδησσός (είναι απίστευτο τι πάει και γουστάρει ως στέκι η νεολαία, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας). Ύστερα ήταν η σειρά του Όσκαρ να αδειάσει το άλλο γραφείο. Τον αποχαιρετήσαμε σε ένα δείπνο που μαγείρεψε ο ίδιος αυτοπροσώπως ως Σουηδός σεφ (και ήταν ομολογουμένως εξαιρετικό). Μάλιστα προς μεγάλη χαρά του Έλληνος, το σπίτι ήταν γεμάτο κρασιά, τα οποία δεν παρέλειψε να τιμήσει. Ο Όσκαρ πακέταρε την επομένη τα πράγματά του, συμπεριλαμβανομένων και μερικών πάκων αφρικανικών χαρτονομισμάτων μηδαμινής αξίας, έβαλε τις πεταλούδες του σε βαλίτσες, και ακολούθησε τον Πωλ στο Κέμπριτζ πριν βγει ο χειμώνας.

Μια μέρα η Μαρλήν μας ανακοίνωσε ότι είναι καιρός να θέσει τη ζωή της σε άλλες βάσεις, (εις γάμου κοινωνίαν δηλαδή), οπότε θα πήγαινε με τον καλό της κάπου νοτιότερα και ως εκ τούτου είχε βρει δουλειά αλλού. Ο αποχαιρετισμός ξεκίνησε με κέικ στην ώρα του coffee break, αλλά συνεχίστηκε με ποτάκια στις εξοχές, καθώς είχε μπει πια η άνοιξη. Κατά το Μάη εξαφανίστηκε και η Πατρίτσια, με προορισμό την πατρογονική Λισσαβώνα μετά από χρόνια περιπλάνησης σε Ευρώπες και Αμερικές. Δεν την αποχαιρέτησε κανείς οργανωμένα, πλην του Έλληνος υφισταμένου της που πήγαν παρέα για καφέ πριν επιστρέψει το δανεικό της ποδήλατο στον ιδιοκτήτη του. Αυτός ισχυρίζεται ότι την είδε συγκινημένη, αλλά λόγω της ιεραρχικής μεταξύ τους σχέσης, καλύτερα να αποφεύγονται οι ερμηνείες από δεύτερο χέρι.

Καθώς έμπαινε το φθινόπωρο, ο Έρικ ολοκλήρωσε τη δουλειά που έκανε και τα μάζεψε κι αυτός για το Κέμπριτζ. Τον αποχαιρετήσαμε με ένα μεγάλο παιχνίδι μπιλιάρδου, συνοδευόμενο από άφθονες μπύρες (δε χρειάζεται να σας πω τι ήπιε ο Έλληνας). Στο ίδιο παιχνίδι αποχαιρετήσαμε και τις εναπομείνασες μεταπτυχιακές φοιτήτριες, την Κάριν και την Τόκε, που συνεχίζουν αλλού την καριέρα τους. Λίγο καιρό αργότερα, η Μάριελ μας ανακοίνωσε ότι επειδή δεν είχε κάνει χρήση της άδειάς της εδώ και καιρό, έπρεπε να πάρει όσες μέρες είχε μαζέψει (που συμπτωματικά έκαναν σχεδόν δυο μήνες, μετά το πέρας των οποίων ο Τομέας μας δεν θα υφίσταται πλέον).

Καθώς πλησίαζε το τέλος του χρόνου, έληγαν και τα υπόλοιπα συμβόλαια: η Νικολίν μάζεψε τα υπολείμματα του εργαστηρίου σε κούτες και τα απέστειλε στους νόμιμους δικαιούχους, μας φίλησε σταυρωτά τρεις φορές κατά το ολλανδικό έθος, και έφυγε για διακοπές στις Φιλιππίνες. Ο Βιτσέντσιο έφερε προχτές τους γονείς του να τους δείξει το χώρο που δούλευε πριν αναχωρήσει κι αυτός οριστικά εντός των ημερών. Η Ζοάνα εξαφανίστηκε μια μέρα (μανία αυτοί οι Πορτογάλοι να μην αφήνουν ίχνη...), αν και οι φήμες λένε ότι θα ξανάρθει για λίγο του χρόνου. Η Ανιέσκα μετράει μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα και μάλλον θα πάει πίσω στο Βαχενίνγκεν προσωρινά, ενώ ο Ντάβιντ που έτσι κι αλλιώς ήταν σε ελαστική μορφή απασχόλησης, έχει μείνει άνευ αντικειμένου και εξαντλεί κι αυτός την άδειά του ψάχνοντας την επόμενη δουλειά του.

Κοιτάζω τι έχει απομείνει. Ο Κέες, ως υπάλληλος του Πανεπιστημίου, αναζητεί έργο παίζοντας μαχ-τζογκ στον υπολογιστή. Ο Κρις περιμένει να γυρίσει ο Μαουράιν από την Ουτρέχτη, κάπου το Φεβρουάριο. Η άλλη Μάικε ήδη έχει αλλάξει γραφείο και απασχόληση και στήνει ένα πρότζεκτ στα πατατοχώραφα. Ο Γιοστ είναι ο μόνος που έχει μείνει στο γραφείο, μιλώντας ατελείωτες ώρες στο Skype με διάφορους μακρινούς επιστήμονες που ίσως θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάλυση των αποτελεσμάτων εξ' αποστάσεως. Από τη διοίκηση ήρθε μια εντολή ότι πρέπει οι χώροι να έχουν αδειάσει από πεταλούδες και άλλα ζουζούνια μέχρι το τέλος του χρόνου, διότι θα μπουν συνεργεία να κάνουν αλλαγές στη διαρρύθμιση.

Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια όταν είχαν πρωτομπεί στη ζωή μας τα ριάλιτυ σόου τύπου «Μεγάλου Αδελφού», οπότε και εμφανίστηκαν νέες ορολογίες στην καθημερινή γλώσσα. Τηλεόραση δεν έχω, αλλά έχουν όλοι οι υπόλοιποι οπότε τα σλόγκαν και οι νεολογισμοί που επιβάλλει η τιβί δεν με αφήνουν αλώβητο· κάπως έτσι μου κόλλησε η λέξη «προτεινόμενος». Κοιτάζομαι με το Γιοστ δίπλα στα έρημα γραφεία· αναρωτιόμαστε ποιος έχει σειρά τώρα. Πάνω στην ώρα εμφανίζεται ένα μήνυμα από την Πατρίτσια που με ρωτάει γιατί καθυστερώ και δεν έχω εμφανιστεί ακόμα στις όχθες του Τάγου. Οπότε ξέρω πως ήρθε η σειρά μου, είμαι πλέον «προτεινόμενος» για αποχώρηση.

Αύριο έχουμε αποχαιρετιστήριο δείπνο· κλείνω ένα τραπέζι για δεκατέσσερα άτομα. Το νούμερο είναι βέβαια παραπειστικό, καθώς αφαιρώντας συζύγους/συντρόφους και παλιούς αποχωρήσαντες που ακόμα ζουν στα πέριξ, μένουν ακόμα πέντε άτομα με κάποια σχέση με το Πανεπιστήμιο. Το Γενάρη θα είναι δύο, το Φλεβάρη ίσως γίνουν τρεις. Εγώ βέβαια θα είμαι αλλού· από βδομάδα λέω να πάω να ξεχειμωνιάσω στο Νότο.

Φαντάζομαι θα φυτρώνουν κι εκεί ρεβυθιές.

3/12/11

Ο Αη-Νικόλας του Λέιντεν

Λευκός επίσκοπος 4ου αιώνος μετ' επιχρωματισμένων βοηθών καταφθάνει με ατμόπλοιο στον ολλανδικό 21ο αιώνα (φωτό από το σχετικό άρθρο στη wikipedia).

Άρχισε να με προβληματίζει το θέμα όταν μου έδωσαν να δοκιμάσω μερικά pepernoten, και ομολογώ ότι τους έδωσα και κατάλαβαν. Μέχρι να μου τα πάρουν από τα χέρια πριν φάω το σύμπαν και μείνουν τα παιδάκια παραπονεμένα, είχα προλάβει να θέσω μερικές ερωτήσεις για το χαρακτήρα της γιορτής και να κάνω μερικές βασικές συσχετίσεις. Λίγο μετά το έψαξα το θέμα διαδικτυακώς και αποσαφήνισα μερικές λεπτομέρειες. Όχι για τα pepernoten αυτά καθεαυτά, αλλά για την εποχική γιορτή που συνοδεύουν γευστικώς.

Αλλά για να βάλουμε τα πράγματα με τη σωστή χρονολογική σειρά, η ιστορία ξεκινάει μάλλον κάπου τον 4ο αιώνα στα Μύρα της Λυκίας (δηλαδή στην καθ' ημάς Μικρά Ασία), όπου Επίσκοπος της τοπικής εκκλησίας είναι ο μετέπειτα γνωστός ως Άγιος Νικόλαος. Σε κάποιο από τα συναξάρια που εξιστορούν το βίο του, φαίνεται πως υπάρχει η εξής ιστορία: κάποιος (χριστιανός; εθνικός;) κάτοικος της περιοχής έχει τρεις κόρες, αλλά είναι πολύ φτωχός για να τις προικίσει. Καθώς λοιπόν φτάνουν διαδοχικά σε κρίσιμη ηλικία (της παντρειάς) ο πατέρας προβληματίζεται για το μέλλον της εκάστοτε κόρης και αναρωτιέται (μεγαλοφώνως, μάλλον) αν εν τέλει θα εξωθηθεί στην πορνεία (εικάζω αναφέρεται στην «ιερά» πορνεία που ασκείτο στους ναούς της Αφροδίτης, αλλά τέλος πάντων οι βίοι αγίων δεν είναι και πολύ λεπτομερείς σε αυτού του τύπου τα θέματα). Ο διερχόμενος Επίσκοπος ακούει από το ανοιχτό παράθυρο τον προβληματισμό του πατέρα και σπεύδει να πετάξει μέσα στο σπίτι ένα πουγκί νομίσματα για την προίκα της κόρης (και γίνεται μπουχός μετά).

Στη δεύτερη κόρη ακολουθεί το ίδιο σκηνικό, αλλά στην τρίτη ο υποψιασμένος πατήρ έχει κλείσει το παράθυρο επιτούτου για να δει ποιος είναι ο άγνωστος ευεργέτης (ή μπορεί να είναι και καταχείμωνο, δεν ξέρουμε). Ο Επίσκοπος δεν πτοείται και σκαρφαλώνει στη στέγη, από όπου πετάει το πουγκί από την καμινάδα του τζακιού, όπου η μικρή κόρη έχει απλώσει τις κάλτσες της ή τα υποδήματά της να στεγνώσουν. Δε θυμάμαι ακριβώς πώς τελειώνει (με χάπι εντ πάντως), αλλά ο Επίσκοπος εν τέλει γίνεται ο γνωστός μας Αη-Νικόλας, προστάτης των ναυτικών έως της σήμερον στην καθ' ημάς Ανατολή, και η ελάσσων αυτή ιστοριούλα (πιθανώς κατασκευασμένη) κάπου καταχωνιάζεται μέσα στο βίο του Αγίου, ο οποίος χαίρει ύψιστης τιμής στην Ορθόδοξη παράδοση, και ειδικά στην περιοχή της Μικράς Ασίας όπου βρίκεται (τότε) το λείψανό του.

Καμιά εξακοσαριά-εφτακοσαριά χρόνια αργότερα, εμφανίζονται στα πέριξ κάτι τύποι με ζωγραφιστούς σταυρούς στους χιτώνες που φοράνε πάνω από τις πανοπλίες. Η περιοχή εξακολουθεί να κατοικείται από «Ρωμαίους» που μιλάνε ελληνικά (αυτούς που θα λέγαμε σήμερα Βυζαντινούς) αλλά βρίσκεται παροδικά υπό τον έλεγχο των Σελτζούκων Τούρκων, που όλοι οι προσεκτικοί αναγνώστες του ιστολογίου γνωρίζουν πώς μπήκαν στη Μικρά Ασία. Οι σταυροφόροι αν και υποτίθεται έχουν έρθει για άλλη δουλειά, κάνουν και καμιά μπίζνα δρόμο-δρόμο, οπότε σε μια επιχείρηση με άδηλες τότε συνέπειες, ξεθάβουν το (παραδόξως ακέραιο και ουχί κατατεμαχισμένο) λείψανο του Αγίου, το βουτάνε και το χώνουν σε ένα καράβι το οποίο καταλήγει στο Μπάρι. Εκεί ανεγείρεται (καθολικός) ναός προς τιμήν του Αγίου, ο οποίος μέχρι τούδε ήτο σχεδόν άγνωστος στη Φραγκιά (συγγνώμη, τη Δυτική Ευρώπη ήθελα να πω), αλλά με κέντρο το Μπάρι αρχίζει να διαδίδεται η φήμη του, με τη βοήθεια και κάποιων θαυματουργών υγρών που υποτίθεται εκκρίνει ή μαζεύει ή αγιάζει το λείψανο.

Τους επόμενους αιώνες του ύστερου Μεσαίωνα, η φήμη του Αγίου φτάνει μέχρι τα πέρατα της Δύσεως, οπότε ταξιδεύει μέχρι τις Κάτω Χώρες, όπου του αποδίδεται η ιδιότητα του προστάτη των μικρών παιδιών (που δεν την έχει στην Ορθόδοξη παράδοση). Στις σκοτεινές, μακριές νύχτες του ολλανδικού χειμώνα, πιθανώς και σε αντικατάσταση παλαιότερων παγανιστικών γιορτών, οργανώνονται διάφορες γιορτές με κέντρο κάποιους αγίους: ο άγιος Μαρτίνος (της Τουρ) γιορτάζει το Νοέμβριο και τα παιδιά ανάβουν διάφορα φαναράκια για να τον τιμήσουν. Κατά τα μέσα Νοεμβρίου αρχίζει η περίοδος προετοιμασίας για τα Χριστούγεννα, αλλά ως τις 6 Δεκεμβρίου το τοπικό φολκλόρ περιλαμβάνει κάμποσο Αη-Νικόλα: είναι ο Sinterklaas, που θα φέρει δώρα στα καλά παιδάκια (βάζοντάς τα στις κάλτσες ή τα παπούτσια τους το βράδι της 5ης Δεκεμβρίου), και παρεμπιπτόντως θα τιμωρήσει και τα κακά παιδάκια.

Ο πίνακας του Jan Steen απεικονίζει μια νύχτα 5ης Δεκεμβρίου κάπου μέσα στον ολλανδικό 17ο αιώνα.

Η Μεταρρύθμιση που θα κυριαρχήσει στις πιο πάνω από τις Κάτω Χώρες, καταργεί τη λατρεία των αγίων, οπότε ο εορτασμός του Sinterklaas καταστέλλεται τα πρώτα χρόνια της ολλανδικής ανεξαρτησίας. Όμως τα παιδάκια γκρινιάζουν και οι νύχτες του χειμώνα είναι εξίσου μακριές και υπό καλβινιστικά συμφραζόμενα, οπότε η φιγούρα μετατρέπεται σε κάποιου είδους λαϊκή φολκλορική παράσταση που στήνεται αποκομμένη όσο γίνεται από θρησκευτικό υπόβαθρο. Τώρα ο Sinterklaas, με ανατολική γενειάδα μεν, είναι ντυμένος σαν (καθολικός) Επίσκοπος με κόκκινα ράσα και διχαλωτή μίτρα με σταυρό, αλλά συνοδεύεται από ένα πλήθος μαυριδερών υπηρετών (που μάλλον παραπέμπουν σε σκλάβους της εποχής του δουλεμπορίου). Η χώρα από όπου προέρχονται αυτοί οι μαυρούληδες (οι Zwarte Piet) είναι η Ισπανία· μια και οι βασικοί αντίπαλοι των Ολλανδών στους θρησκευτικούς πολέμους του 16ου και 17ου αιώνα ήταν οι Ισπανοί κλήρονόμοι της υποτιθέμενης «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» των Αψβούργων (οι Ολλανδοί γενικά σάρκαζαν τους κοντούληδες, μαυριδερούς αντιπάλους τους). Ο Sinterklaas μοιράζει γλυκά (pepernoten) και δώρα στα καλά παιδάκια, και απειλεί τα κακά παιδάκια ότι θα τα πάρει μαζί του στην Ισπανία όπου θα μαυρίσουν και θα γίνουν Zwarte Piet κι αυτά.

Κι έτσι περνάνε οι μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα και οι αιώνες μέχρι την ίδρυση της αποικίας του Νέου Άμστερνταμ πάνω στη νήσο Μανχάταν, την οποία με την ευκαιρία κάποιου πολέμου οι Ολλανδοί την πουλάνε στους Άγγλους με αντάλλαγμα αν δεν κάνω λάθος την Ολλανδική Γουϊάνα (νυν Σουρινάμ) στη Νότια Αμερική. Οι Άγγλοι μετονομάζουν την περιοχή σε Νέα Υόρκη (αν και μερικές ολλανδικές ονομασίες όπως Haarlem επιβιώνουν σε κάποιες γειτονιές) και κάποια στιγμή γύρω στο 19ο αιώνα, κάποιοι που θέλουν να αποδιώξουν το αγγλικό παρελθόν των αποίκων αναβιώνουν την ιστορία του Sinterklaas ως επί το αμερικανικότερον Santa Claus, και επειδή η μνήμη των αγίων δεν έχει διατηρηθεί στους αποίκους της νέας ηπείρου, τη μεταφέρουν στην παραμονή των Χριστουγέννων. Ο καινούργιος πλέον Santa φερνει δώρα στα παιδιά από τις καμινάδες, αλλά εμπλέκεται και με μερικούς γερμανικής-σκανδιναβικής προέλευσης μύθους, οπότε καταλήγει με τη βοήθεια του Ντίσνευ και της Κοκακόλας να περιφέρεται με ένα ιπτάμενο έλκηθρο με κάτι τάρανδους και διάφορα άλλα εφέ που όλοι καλά γνωρίζουμε.

Κάποια στιγμή διασχίζει πάλι τον Ατλαντικό και έρχεται στη Δυτική Ευρώπη, όπου ναι μεν στις περισσότερες χώρες βρίσκει έδαφος ανάπτυξης (ως Father Chtistmas ή ως Santa ή ως Αη-Βασίλης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σε κάτι πτωχούς βαλκάνιους), αλλά στην Ολλανδία (και στο Βέλγιο εν μέρει) δημιουργείται μια σύγχιση, καθότι ο προγονικός Sinterklaas δεν έχει εξαφανιστεί και διεκδικεί την αρμοδιότητα να δίνει αυτός τα δώρα, και μάλιστα είκοσι ολόκληρες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ρωτάω τις συναδέλφους με παιδάκια πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα: μου εξηγούν ότι ορισμένες ολλανδικές οικογένειες προτιμούν τον ένα από τους δύο ανταγωνιστικούς αγίους (κατά τεκμήριο τον πιο παραδοσιακό της 5ης Δεκεμβρίου) ενώ άλλες μοιράζουν δωράκια και την 24η του μηνός, δεδομένου ότι τα παιδάκια έχουν μάθει και τα περιμένουν.

Υπάρχουν βέβαια μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, καθώς ο Sinterklaas δεν είναι πανταχού παρών, αλλά έρχεται (με ατμόπλοιο κιόλας...) μια συγκεκριμένη μέρα από την Ισπανία, και μετά περιφέρεται ανά τη χώρα: αυτή τη μέρα είναι στο Λέιντεν, την άλλη στο Άμστερνταμ κλπ. Οι μαυριδεροί υπηρέτες έχουν γίνει λίγο πιο πολίτικαλυ κορέκτ με τα χρόνια (δεδομένης και της μάλλον κερδοφόρας επίδοσης των Ολλανδών στον τομέα του εμπορίου σκλάβων, για την οποία σήμερα δεν είναι τόσο περήφανοι πλέον), και σε κάθε περίπτωση τα γλυκάκια που συνοδέυουν τη γιορτούλα είναι συμπαθέστατα.

Τους διηγούμαι μέσες άκρες την ιστορία με τις τρεις κόρες και τα τρία πουγκιά και την ανατολική προέλευση του ορίτζιναλ αγίου, και μια κοπέλα αναφωνεί ενθουσιασμένη «καλά το θυμόμουνα ότι ο Sinterklaas ήταν Τούρκος». Προς στιγμήν πάει να μου ανέβει το αίμα στο κεφάλι αλλά ένας άλλος συνάδελφος εκφράζει την ειλικρινή απορία του «και τι δουλειά έχει ο Τούρκος στην Ισπανία;», οπότε πνίγω τα γέλια που μου 'ρχονται καταβροχθίζοντας ένα ακόμα pepernoot και μετράω νοερά τις (λίγες...) ακόμα μέρες που έχω να περάσω στις πάνω Κάτω Χώρες πριν πάρω το ατμόπλοιο (λέμε τώρα...) για την Ιβηρική.

Όπου και θα μαυρίσω, βέβαια, ούτε λόγος.