ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


11/11/19

Μια παρέκβαση στην Κρήτη - Patrick Leigh Fermor

Patrick Leigh Fermor (1915-2011) - εικόνα από εδώ.

Η Κρήτη έδωσε στις παλινδρομικές μου επιθυμίες την τελική τους στροφή. Παρ’ όλη τη νησιώτικη περηφάνια των κατοίκων της, το αίσθημα της απόστασης από την ηπειρωτική χώρα και την ιδιοτυπία της διαλέκτου που μιλούν και των συνηθειών τους, το νησί είναι μια σύνοψη της Ελλάδας. Οι ελληνικές αρετές και τα ελαττώματα, κάτω από πιο απότομα βουνά και πιο καυτό ήλιο, φτάνουν στον παροξυσμό. Είναι, με την κάθε άλλο παρά μειωτική έννοια με την οποία προσπάθησα να αποκαταστήσω τη λέξη, η πιο ρωμαίικη περιοχή από όλες· η τελευταία περιοχή που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι. Υπό άλλη έννοια είναι και η λιγότερο ρωμαίικη· η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων δυο αιώνες αργότερα από την υπόλοιπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. [...]

Όπως μερικά από τα όρη της Ηπείρου και της Μάνης, τα βουνά της Κρήτης ποτέ δεν υποτάχτηκαν εντελώς. Ο αγώνας μπορούσε να συντηρηθεί μόνο σε μια χώρα με άγρια βουνά, από ανθρώπους με εξαιρετική ζωτικότητα και αποφασιστικότητα. Δύσκολα θα βρεις χωριό όπου οι γέροι να μην έχουν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους τουλάχιστον μια εξέγερση και να θυμηθούν αυτάρεσκα τα κατορθώματα που έκαναν. [...] Όταν, μαζί με μια φούχτα άλλους σκορπισμένους Άγγλους, βρέθηκα κι εγώ ανακατεμένος σ’ εκείνα τα γεγονότα, τα βουνά ανάμεσα στον Ψηλορείτη και στα Λευκά Όρη έγιναν το καταφύγιό μας· οι άνθρωποι που ζήσαμε ανάμεσά τους ήταν ορεσίβιοι, βοσκοί και χωρικοί που ζούσαν ψηλά, πάνω από τους κάμπους και τις πολιτείες, μέσα σε συνθήκες πανομοιότυπες με τη ζωή και το περιβάλλον των επαναστατημένων κλεφτών οποιασδήποτε εποχής κατά τους τελευταίους αιώνες. Η σύγχρονη ζωή είχε απλούστατα βρει το πιο παράτολμο μετερίζι· πολλά από τα ελαττώματα της παράνομης ζωής στα βουνά είχαν αποχαλινωθεί. Η συνήθεια αιώνων, όπως είδαμε, απαιτούσε την αντίσταση με κάθε θυσία ενάντια στον κατακτητή. Είχε επίσης κληροδοτήσει έθιμα εκτός νόμου, που τώρα έκαναν θραύση ανάμεσα στους ίδιους τους Κρητικούς. Οι άνθρωποι αυτοί ανασταίνονται κυριολεκτικά με το μπαρούτι και την τουφεκιά· ο κάθε βοσκός περιφέρεται οπλισμένος, και η λατρεία για τ’ άρματα, καθώς και η επιδεξιότητα στη χρήση τους, κυριαρχούν στις ορεινές περιοχές. Η ζωοοκλοπή, μόλο που πάει να σβήσει, συνεχίζεται ακόμα. Οι γάμοι αρχίζουν πολλές φορές με την ένοπλη απαγωγή της νύφης από τον υποψήφιο γαμπρό και τους φίλους του, και οι αιματηρές βεντέτες, που έχουν ξεκινήσει από μια από αυτές τις δυο αιτίες, ή από μια προσβολή, από την οργή ή από μια ανταλλαγή πυροβολισμών, μπορούν να αποδεκατίζουν τις αντίπαλες οικογένειες επί δεκαετίες και να κλείσουν γειτονικά χωριά μέσα σε ένα αδιέξοδο εχθρότητας. Τρομερά πράγματα έχουν γίνει στο όνομα της οικογενειακής τιμής. [...]

Εδώ και αιώνες, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει σ’ εκείνους τους γκρεμούς και τα φαράγγια. Είχες την εντύπωση ότι το κάθε χωριό θα υπήρχε από τη μινωική εποχή. Δεν έβλεπες και πολλά πράγματα εκεί πέρα, έξω από καμμιά εκκλησία γεμάτη βυζαντινές τοιχογραφίες που μαδούσαν κι έναν κατηφορικό λαβύρινθο από δρομάκια όλο σκαλοπάτι και καλντερίμι· υπήρχαν ωστόσο λεπτότατες διαφορές στην ύφανση και στα σχέδια πάνω στις μπατανίες και τα βουργάλια τους και στον τρόπο που έδεναν οι άντρες τα κροσσωτά σαρίκια τους και στην κοψιά της κάπας με την κουκούλα, και σε μερικά χωριά μια ιδιαίτερη προφορά, παραλλαγή του κρητικού ιδιώματος, κι ακόμα μια διαφορά στο παρουσιαστικό. Κι όμως όλα μιλούσαν για συνέχεια κι έδειχναν συνταιριασμένα με τη ζωή που έκρυβαν μέσα τους. Όσες φορές κι αν είχανε πατηθεί και πυρποληθεί τα χωριά, ξαναχτίζονταν πάντα σύμφωνα με έναν απαράβατο τύπο. [...] έφερνα στο νου μου το ιδανικό του Αριστοτέλη για τις πρωτεύουσες των ελληνικών πολιτειών· οικισμοί τόσο μικροί, ώστε ν’ ακούγεται η φωνή ενός μόνο κήρυκα.

[...] Πουθενά σε όλη την Ελλάδα δε φανερώνεται τόσο ξεκάθαρα η λεβεντιά. Τούτη η ιδιότητα κλείνει μέσα της μια σειρά από χαρακτηριστικά: νιάτα, υγεία, σφρίγος, κέφι, χιούμορ, γρήγορο νου και γρήγορη δράση, επιδεξιότητα στα όπλα, το χάρισμα να αρέσεις στα κορίτσια, αγάπη για το τραγούδι και το πιοτό, γενναιοφροσύνη, ικανότητα να αυτοσχεδιάζεις μαντινάδες – εκείνες τις περίτεχνες, ζευγαρωτές ρίμες που τις τραγουδάνε μ’ ένα παιχνίδισμα στον δεύτερο στίχο – και «να πετάς σαν το πουλί» στους γρήγορους και παράφορους χορούς. Η λεβεντιά συχνά προϋποθέτει και τη δεξιοτεχνία στο παίξιμο της λύρας: είναι γενικά ένα πάθος για τη ζωή – ν’ αγαπάς το «ζην επικινδύνως» και να είσαι έτοιμος για όλα. [...] Όμορφα σκαμμένο και σκαλισμένο σε ξύλο καρυδιάς, αυτό το μαγληνό και λουστραρισμένο όργανο είναι ανάλαφρο σαν φτερό και πιάνει μια καταπλητική ποικιλία τρόπων. Συναρπαστική, όμοια με του βιολιού, η γραμμή της μελωδίας χύνεται ορμητικά, ανεβαίνει ψηλά, στροβιλίζεται, θρηνεί και αναγαλλιάζει με μια μανιοκαταθλιπτική ρευστότητα. Ήταν καλή τύχη να έχεις ένα λυράρη στην παρέα, κι όχι μόνο για τη μουσική· οι λυράρηδες έχουν πολύ γούστο· είναι συνήθως γρήγοροι στα πόδια, πρώτοι στο σημάδι· με λίγα λόγια, το πρότυπο της λεβεντιάς.

[...]

Το υπόβαθρο στη ζωή των Κρητικών παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Οράματα, συσσωρευμένα μέσα σε χίλιες σχεδόν μέρες και νύχτες, παρουσιάζονται στο νου μου και παίρνουν το ένα τη θέση του άλλου, γοργά σαν φωτεινές διαφάνειες: Κρητικοί να τρέχουν σκορπισμένοι ανάμεσα στις ελιές, να πυροβολούν πίσω από βράχους και τοίχους, έπειτα να παίρνουν πάλι δρόμο· να καταριώνται τις πληγές, να πεθαίνουν στωικά· να το σκάνε από χωριά γεμάτα φλόγες κι εκρήξεις, προφέροντας υποσχέσεις για εκδίκηση μέσα από τα δόντια τους· να κάθονται, σε ειρηνικές στιγμές, γαλήνιοι κάτω από το μεγάλο πλάτανο του χωριού· να τρυγάνε σταφύλια μέσα σε τεράστια κοφίνια· να τα πατούν για να κάνουν το κρασί· να παρακολουθούν τις γυναίκες που μαζεύουν τις ελιές ραβδίζοντας τα κλαδιά με μακριά καλάμια, με τον καρπό να πέφτει βροχή πάνω στις ζωηρόχρωμες μπατανίες που έχουν απλώσει από κάτω· να φορτώνουν στα μουλάρια τυριά σαν μυλόπετρες· να σηκώνουν σύννεφο τη σκόνη χορεύοντας στον ξέφρενο ρυθμό της λύρας· να μαζεύονται τα μεσάνυχτα σε μια εκκλησιά με καραούλια στημένα γύρω της, ενώ κάποιος επικηρυγμένος ξένος μπαίνει νονός στο παιδί ενός φίλου· να γλεντάνε μετά σ’ ένα δώμα και ν’ αδειάζουν τα πιστόλια τους στον αέρα για να φέρουν καλοτυχιά στο νεοφώτιστο κοριτσάκι. Θα βρεις εδώ σκηνές μάχης, δράματα, εικόνες της καθημερινής ζωής, αποσπάσματα από συνομιλίες, πανηγύρια και ποιμενικά ειδύλλια, όλα τούτα χωρισμένα σε γκρο-πλαν που ακινητοποιούν αυτό τον κόσμο και τον κάνουν να προβάλλεται και να υποχωρεί στις δικές του διαστάσεις.

[...] Σ’ έναν τόπο όπου τα πάντα είναι παράφορα και ακραία, αφθονούσαν και τα ελαττώματα. Το πάθος για τα όπλα, η φανταχτερή φορεσιά, η απέραντη και έκδηλη τοπικιστική περηφάνια εκφυλίζονται καμμιά φορά. Υπάρχει μια επιζήμια μειοψηφία από παλικαράδες, όπως τους λένε – ένοπλους καυχησιάρηδες μπράβους, αντίθετα με τα παλικάρια, τους πολεμιστές – και ψευτοκαπεταναίους. Μερικοί απ’ αυτούς αποδείχτηκαν, αναπάντεχα, ισάξιοι με τις πιο έξαλλες καυχησιολογίες τους. Άλλοι αερολογούσαν γυρίζοντας μονάχοι τους τα ριζοβούνια ή κολλούσαν, ώσπου να μπορέσει κανένας να τους ξεφορτωθεί, στις οπισθοφυλακές των αντάρτικων σωμάτων· άχρηστα στόματα που έπρεπε να τα ταΐζεις, και βάρος για τους αρχηγούς. (Είναι ένας τύπος Κρητικού που, στην Αθήνα ή στην ηπειρωτική Ελλάδα χαλάει τη φήμη του νησιού σε περιοχές που δε γνωρίζουν την ίδια την Κρήτη). Η δυσπιστία μπρος στην αλήθεια θόλωνε πότε πότε τα πράγματα, και εξάλλου τα φαράγγια ήταν εύκολοι δρόμοι για τις διαδόσεις – το ψιθύρισμά τους εκεί κάτω ήταν τόσο έξω από την πραγματικότητα όσο το βουητό της θάλασσας μέσα στους γύρους ενός κοχυλιού. Οι υποψίες και οι ζήλιες αναμεταξύ τους γίνονταν συχνά εμπόδιο στο δρόμο μας. Η συνεργασία με τον εχθρό ήταν αξιοθαύμαστα σπάνια, η προδοσία ακόμα σπανιότερη. Τα πεισματάρικα κεφάλια τσούγκριζαν καμμιά φορά, ο θυμός φούντωνε, τα φαράγγια αντιλαλούσαν από τα τελεσίγραφα.

- Αχ, Μιχάλη μου, μου είπε ένας γέρο-Κρητικός σε μια τέτοια στιγμή, φτάνει να βάλουμε μια γυάλινη σκεπή πάνω σε τούτο το νησί και θα έχουμε ένα τρελοκομείο πρώτης...

Πάτρικ Λη Φέρμορ - Ρούμελη
(Εκδόσεις Κέδρος, Μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη)

Σ.Σ. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ή Μιχάλης ή Φιλεντέμ έζησε μια μακρά και ενδιαφέρουσα ζωή, στη διάρκεια της οποίας ασχολήθηκε αρκετά με τα ελληνικά πράγματα (αρκετά ώστε να γράφει ο τάφος του ως επιτύμβιο τον καβαφικό στίχο Ὑπῆρξεν ἔτι τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικός). Το κείμενο είναι γραμμένο γύρω στο 1960 - ένα εκτεταμένο κεφάλαιο για την Κρήτη ως παρέκβαση σε ένα βιβλίο που μιλάει για όψεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ήδη παλιακές την εποχή εκείνη. Οι λέξεις με πλάγια είναι γραμμένες ελληνικά στο αγγλικό κείμενο.

Δεν ξέρω αν στους παλικαράδες της περιγραφής θα αναγνώριζε σήμερα άλλα ελαττώματα της κρητικής ζωής (ξέρω γω μπαλωθιές, καπετανιλίκια, κούπες, οδήγηση) αλλά στα δικά μου μάτια η περιγραφή είναι λίαν αναγνωρίσιμη εξήντα χρόνια μετά.

Αλλά και η δική μου παρέκβαση στην Κρήτη τελειώνει κάπου εδώ κοντά - ας κρατήσουμε τα καλύτερα πράγματα της εμπειρίας· τον ήχο της λύρας ας πούμε, ή τους παράφορους χορούς. Ή εκείνη τη μαντινάδα που λέει:

Η λεβεντιά είναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει
Θε’ μου, και πώς τηνε βαστά εκείνος που την έχει.



Και καλό μας ταξίδι.