Φαντάζομαι (δεν είμαι και ειδικός) ότι τα περιστέρια είναι από τα πιο ανθρωπόφιλα πλάσματα που κυκλοφορούν δημοσίως στον πλανήτη. Λέω δημοσίως διότι τα κατεξοχήν πιο ανθρωπόφιλα ζωάκια θα πρέπει να είναι οι κατσαρίδες ή τα ποντίκια, αλλά μάλλον οι άνθρωποι δε χαίρονται και πολύ για την αφοσίωση αυτών των τετράποδων και εξάποδων φίλων τους και κάνουν ό,τι μπορούν για να την υπονομεύσουν. Τουλάχιστον τα περιστέρια μπορούν να κυκλοφορούν χωρίς να υπόκεινται στις υστερικές αγριοφωνάρες όποιου ή όποιας περνάει από δίπλα. Σχεδόν...
Η γειτονιά που ζούσα όταν ήμουν στην Αθήνα είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες. Ο πολεοδομικός ιστός της περιοχής αποτελείται από τέλεια παραλληλόγραμμα (κοινώς μπακλαβάς) έτσι ώστε στη μία άκρη του δρόμου να βλέπεις την Ακρόπολη (ή περίπου) και στην άλλη τη θάλασσα (ή περίπου). Στην πραγματικότητα δεν έβλεπες τίποτα από τα δύο και ήταν μία από τις κλασικές περιπτώσεις γειτονιάς που η θέα από το μπαλκόνι σου είναι η μπουγάδα του γείτονα, ή στην περίπτωσή μου που ήταν γωνιακή και προνομιούχος, επιπλέον το σουβλατζίδικο "Ο Βασίλης" απέναντι.
Στην πολυκατοικία υπήρχαν τριανταένα (νομίζω) διαμερίσματα, διότι όπως όλοι γνωρίζουν στα τριανταδύο καίγεσαι. Από εφτά στο υπόγειο, το ισόγειο και τον πρώτο, από πέντε στους δύο πάνω ορόφους. Υπήρχε επίσης μια εμφανής κοινωνική διαστρωμάτωση καθ΄ύψος: ενοικιαστές στο υπόγειο, το ισόγειο και το μισό πρώτο, ιδιοκτήτες στον άλλο μισό πρώτο και ψηλότερα. Υπήρχε επίσης και μια εθνολογική αποκλιμάκωση εις βάθος: αμιγώς Έλληνες στους δύο πάνω ορόφους και αρκετοί στον πρώτο, αλλά εμφανώς ελάχιστοι πιο κάτω, μερικοί Ουκρανοί ή Ρώσοι στον πρώτο, περισσότεροι στο ισόγειο ανάμικτοι με Αλβανούς, κάποιοι Αιγύπτιοι ή Ιρακινοί Κούρδοι στο υπόγειο. Με βάση αυτές τις πληροφορίες μπορείτε αβίαστα να συνάγετε το συμπέρασμα ότι εγώ έμενα στον πρώτο. Κυριλέ πρώτο όμως, γωνιακός, μπαλκονάτος και με φάτσα στο δρόμο. Ενοικιαστής, βέβαια...
Όταν μετακόμισα στο σπίτι, κουβάλησα το κρεβάτι μου, το γραφείο, τα βιβλία, το PC, το στερεοφωνικό με τους δίσκους και τα ρούχα μου με τη βοήθεια των ΙΧ των φίλων μου και ενός αγροτικού που είχε ο παππούς του Άκη. Η φίλη που μου το νοίκιασε (σε εξευτελιστική τιμή, διότι αλλιώς θα κατρακυλούσα στο ισόγειο ή ακόμα παρακάτω) μου άφησε μέσα μια ηλεκτρική κουζίνα εποχής, ψυγείο, και λεπτομερείς οδηγίες χρησης για ένα σωρό πράγματα τα οποία ξέχασα φυσικά αμέσως, αλλά θυμήθηκα ότι έπρεπε να προσέξω α) την πόρτα του ψυγείου που ενίοτε αποχωρούσε από το υπόλοιπο σώμα και προσγειωνόταν απότομα πάνω σου και β) τη γλάστρα στο μπαλκόνι όπου είχαν γεννήσει τα περιστέρια.
Ως καλός φίλος που ακούει τις προτροπές των φίλων του, πρόσεχα πάντα πριν ανοίξω το ψυγείο, αλλά ένα βράδι καλοκαιριού που έκανε πολλή ζέστη πήγα να ανοίξω το ψυγείο λίγο απότομα και η πόρτα εγκατέλειψε τη φυσική της θέση και προσγειώθηκε φορτωμένη μπουκάλια παγωμένο νερό στα δάχτυλα του αριστερού μου ποδιού και ακολούθως τ΄ ανάσκελα πάνω στο υπόλοιπο σώμα μου που ήδη σφάδαζε (επίσης τ' ανάσκελα) κατάχαμα. Η εμπειρία θα ήταν πλήρως εξευτελιστική αν μπορούσε κάποιος να με δει, αλλά δεν με είδε κανείς, κι έτσι τώρα δράττομαι της ευκαιρίας να εξευτελιστώ στο διαδίκτυο που με βλέπει ο κόσμος όλος (σχεδόν). Δεν είμαι μνησίκακος άνθρωπος σαν τον Ξέρξη που έβαλε να μαστιγώσουν τη θάλασσα, αλλά το ψυγείο εξεμέτρησε το ζην με συνοπτικές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά και παρόλη την προσπάθεια δεν εντόπισα καθόλου περιστέρια στη γλάστρα. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο, δεδομένου ότι η γλάστρα ήταν η μοναδική και δεν περιείχε παρά ένα αποξηραμένο κλαδάκι από γεράνι απότιστο επί μήνες. Κατά τα άλλα είχε τρία τέσσερα πούπουλα διάσπαρτα, αλλά ολόκληρο περιστέρι δεν ανευρίσκετο.
Όντας τύπος ανθρώπου που μπορεί να σπαταλήσει υπερβολικά πολλή ενέργεια σε χαμένες υποθέσεις, άρχισα να ποτίζω τακτικά το γεράνι με την κρυφή ελπίδα ότι θα βλαστήσει ωσαν το ραβδί του Αη-Βασίλη στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (αυτό λένε άμα έχει κανείς την περιέργεια να τα ακούσει μέχρι τέλους). Το ραβδί γίνεται δέντρο, στο δέντρο κελαηδούνε πέρδικες μα και περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια, κάπως έτσι. Η γειτονιά βέβαια έβριθε περιστεριών, τα οποία οι γείτονες προσπαθούσαν να διώξουν από τα μπαλκόνια τους διότι κουτσουλούσαν ασυστόλως, και γι' αυτό επιστράτευαν καρφιά στα πεζούλια, κοτετσόσυρμα, κινέζικα κουδουνάκια για τα κακά πνεύματα και σι-ντι που κρεμόντουσαν σα χριστουγεννιάτικη διακόσμηση εκτός εποχής.
Κάποια στιγμή με έψησε η κυρία Τέφτα που καθάριζε να κρεμάσω κι εγώ τέτοια στολιδάκια για να μη σκίζεται με το γκουάνο στις βεράντες, οπότε κρέμασα μια ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου προσφορά από την Ελευθεροτυπία, μια άλλη προσφορά που τραγουδούσε ο Γιώργος Νταλάρας και κάτι παιδικά καρτούν Ραπουνζέλ που δεν τραγουδούσε, αλλά τα περιστέρια παρέμειναν ασυγκίνητα, υποδηλώνοντας ότι αυτό που απωθεί εμάς δεν απωθεί κατ' ανάγκην όλο τον κόσμο . Σίγουρα όχι τα περιστέρια, που τα έβλεπα γυρνώντας σπίτι τα βράδια να κοιμούνται πάνω από τις μπαλκονόπορτες με το κεφάλι χωμένο στο φτερό και άλλοτε πάλι τα άκουγα να γουργουρίζουν μέσα στον ύπνο μου, πράγμα που φυσικά με ενοχλούσε ελάχιστα σε σχέση με τα περαστικά μηχανάκια ή τα αμάξια με τα υπερβολικά ηχοσυστήματα που αφθονούσαν. Σύντομα βρήκαμε τις ισορροπίες μας: εγώ μπαινόβγαινα από την μπαλκονόπορτα πάνω από την κεντρική είσοδο, ενώ η πλαϊνή που έβλεπε στο σουβλατζίδικο παρέμενε διαρκώς κλειστή (επιλογή με σαφώς ευεργετική επίδραση στο βάρος μου) για να μην ενοχλούνται τα υπερκείμενα περιστέρια. Μια φορά το μήνα η κυρία Τέφτα ψευτοκαθάριζε, ο Ανδρέας, ο Γιώργος και η Ραπουνζέλ παρέμεναν στο μετερίζι τους, και όλοι ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Μέχρι και το γεράνι πέταξε φύλλα και (με φρέσκο χώμα, αρκετό λίπασμα και μεταφυτεύσεις) έγινε περίπου γερανόδεντρο με ροζέ γερανολούλουδα. Καλού κακού όμως το κράτησα στη "δική μου" πλευρά του μπαλκονιού.
Πέρασαν τα χρόνια κι έφυγα κάποτε για να έρθω στο Ηράκλειο. Βρήκα μια μεταφορική εταιρία και πήρα μαζί μου ένα φορτηγό πράγματα, κρεβάτι, γραφείο (όχι τα ίδια που πήγα στο παλιό σπίτι, άλλα, μεγαλύτερα), τα βιβλία, laptop, μινι-στερεοφωνικό χωρίς πικάπ βέβαια, και επιπλέον καναπέ, τραπέζια, καρέκλες, παπλώματα, κουρτίνες, χαλιά, κουζινικά, βιβλιοθήκες, καδράκια, άλμπουμ με φωτογραφίες, κούπες αναμνηστικές, μπιμπελό και χριστουγεννιάτικα στολίδια (μετακόμισα αμέσως μετά την Πρωτοχρονιά). Ενοικιαστής και πάλι. Η πολυκατοικία έχει δύο διαμερίσματα ανά όροφο εκτός από το ισόγειο που έχει τέσσερα-πέντε, μάλλον δωμάτια παρά διαμερίσματα. Φυσικά υπάρχει κι εδώ διαστρωμάτωση, οι ξένοι κάτω. Αλλά με αντίστοιχα εισοδήματα στην επαρχία έχεις σαφώς ανώτερη κοινωνική θέση (μεταξύ των ελλήνων) και έτσι μένω πλέον στον τρίτο - ρετιρέ! Το μπαλκόνι μου βλέπει τη μπουγάδα του απέναντι, αλλά από μακριά. Ανάμεσά μας υπάρχουν δέντρα που βγαίνουν από τον κήπο του ισογείου. Δεν ακούγονται μηχανάκια ούτε αυτοκίνητα.
Το γεράνι δεν το πήρα μαζί, το άφησα στη μάνα μου να το επιστρέψει στην πραγματική του ιδιοκτήτρια. Φυσικά δεν το επέστρεψε, το κράτησε "προσωρινά" και θάλλει στο μπαλκόνι του πατρικού μου. Στο δικό μου μπαλκόνι δε θάλλει τίποτα (πέραν της απλώστρας ενίοτε) διότι δεν είμαι φίλος της κηπουρικής. Ο διπλανός όμως έχει δεκάδες γλάστρες που δεν του χωράνε πουθενά. Η γυναίκα του, η κυρία Γεωργία, τη μισή μέρα σκαλίζει και ποτίζει. Από το παράθυρο της κουζίνας μου βλέπω ακριβώς τα φυτά του. Μια μέρα είδα στην πιο κοντινή στο παράθυρο γλάστρα (ένα γεράνι...) να κάθεται ένα περιστέρι. Σηκώθηκα να δω καλύτερα - το περιστέρι πέταξε και πρόσεξα μέσα στη γλάστρα δυο στρογγυλά αυγά.
Τα πρόσεξε και η κυρία Γεωργία. "Σας ενοχλούν;" με ρώτησε. "Καθόλου" τη διαβεβαίωσα. "Δε σας λερώνουν;" επέμεινε. "Ούτε λόγος" της είπα, "αφήστε τα". Τα άφησε προσώρας και κάποια στιγμή (μετά από κάμποσο κλώσσημα) ξεμύτισαν δυο χνουδωτά γκριζωπά πουλάκια. Στη φωτογραφία πάνω αριστερά φαίνονται πια μεγαλούτσικα, πρέπει να ήταν δέκα-δεκαπέντε ημερών τότε. Αναρωτιώμουν αν θα τα δω να αλλάζουν πούπουλα και να πετάνε.
Ένα πρωί η γλάστρα έλειπε. Ρώτησα την κυρία Γεωργία. Μου είπε ότι την είχε πάει στην ταράτσα . Ανέβηκα - η γλάστρα ήταν εκεί με τρία τέσσερα πούπουλα διάσπαρτα, αλλά από περιστέρι τίποτα. Ξανακατέβηκα. "Για να μη σας λερώνουν τα πουλιά το μπαλκόνι", μου είπε, "ξέρετε πώς λερώνουν;". Ήξερα.
Της είπα ευχαριστώ και να ΄ναι πάντα καλά .