ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


4/7/22

Το ωραίο καλοκαίρι (Αργύρης Χιόνης)



Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ’ από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
Τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει

Αργύρης Χιόνης - Η φωνή της σιωπής


23/5/21

The bringers of wonder

Αμοιβαδοειδή ζελέ με πλοκάμια που πλανεύουν ανυποψίαστους γήινους.

Δεδομένου ότι δεν είμαι και κανένας φαν της τηλεόρασης, δεν έχω καμιά ιδιαίτερη πρεμούρα για τα Νέτφλιξ και τα διάφορα, ωστόσο πολλοί φίλοι μου (μην πω οι περισσότεροι) μια παραφορά με τις σειρές την έχουνε. Θυμάμαι κάτι σχοινοτενείς συζητήσεις στο επιστημονικό μας flyroom (όπου μεγαλώναμε τις Δροσόφιλες) σχετικά με το Game of Τhrones, το συγκάτοικο να εκθειάζει (και να με βάζει να παρακολουθήσω) το Peaky Blinders και μετά το Casa de Papel, τα βλέμματα αποδοκιμασίας που δεν είχα ιδέα τι είναι το Big Bang Theory ή το How I met your mother και τη φρίκη την ίδια στα μάτια μιας κοπέλας (λίαν συμπαθούς, πρέπει να παραδεχτώ) όταν της είπα ότι δεν έχω δει ούτε ένα (αριθμός 1) επεισόδιο από «Τα Φιλαράκια». Περιττό να πω ότι η δήλωση αυτή ήταν καταλυτική για τη συνέχεια της γνωριμίας μας: δε μου ξαναμίλησε ποτέ. 

Ωστόσο έχει ο καιρός γυρίσματα κι ο χρόνος πανδημίες, και περιμένοντας κάνα-ενάμισι χρόνο το εμβόλιο σε σόλο κατάσταση σε άγνωστη πόλη και με βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας και καραντίνα, αφού έφτιαξα όλα τα μαθήματα της χρονιάς, έγραψα εφτά-οχτώ επιστημονικά άρθρα, ξεροστάλιασα στα σόσιαλ μήντια και βαρέθηκα τη ζωή μου όσο δεν πήγαινε, βρέθηκα ένα βράδυ να χαζεύω στα ίντερνετς όπου κάποιος ανέφερε μια ταινία που θα ήθελα ίσως να δω για κάποιους λόγους, και έδινε ένα λινκ για κάποιο σάιτ. Τότε έκανα το μοιραίο κλικ, και βρήκα (αφού ξεπέρασα σχετικά εύκολα κάτι διαφημιστικά τείχη και παραπλανητικά ποστ) μια πολύ μεγάλη σειρά από ταινίες (αρχικά) και σειρές (αργότερα), σε αποδεκτή ποιότητα. Όσο η χώρα μέτραγε κρούσματα, εγώ άρχιζα να μετράω τίτλους. Δεν ήταν και λίγοι. 

Πιστός στις παραδόσεις, ξεκίνησα από τις ιστορικές μου καταβολές, βλέποντας ψαγμένο ευρωπαϊκό σινεμά. Δεν είχε τα πάντα, είχε όμως αρκετά που ταίριαζαν στα γούστα μου, οπότε ξαναείδα Νοσταλγία του Ταρκόφσκι, μετά είδα Κουστουρίτσα, είδα Αλμοδοβάρ, είδα Φελλίνι, πέρασα τον Ατλαντικό με όλους τους Νονούς του Κόπολα, είδα πολύ Τζάρμους, σιγά σιγά πήγα σε πιο μέινστριμ και είδα τα άπαντα του Ταραντίνο, είδα Σέρτζιο Λεόνε, είδα Χίτσκοκ, είδα όλες τις γκράντε ταινίες επιστημονικής φαντασίας της τελευταίας δεκαετίας που δεν είχα δει στο σινεμά (τύπου Martian, Interstellar και δεν ξέρω τι άλλο), βαρέθηκα τα ψαγμένα και άρχισα να βλέπω ψιλομπλοκμπάστερ μιας άλλης εποχής τύπου Ocean’s 11, 12, 13, είδα όλες τις ταινίες με ήρωα το Jason Bourne σε βαθμό που ακούω πλέον Ματ Ντέημον και παθαίνω δύσπνοια, ξαναέζησα νοερά μια εμπειρία που δεκαεννιάχρονοι τρέχαμε με κάτι μηχανάκια στην Ικαρία φωνάζοντας «Σβαρ-τζε-νέ-γκερ, πρη-ντέι-τορ» και ξαναείδα αυτή τη φοβερή κωμωδία (εννοείται μόνο ως κωμωδία μπορεί να ιδωθεί) που ο Άρνι τσακίζει το εξωγήινο τέρας μόνο με τις γροθιές του και την απαράμιλλη ευφυία του, το Πάσχα το πέρασα βλέποντας και τα εννέα επεισόδια του Πολέμου των Άστρων που δεν είχα δει ποτέ (και δεν είχα χάσει και πολλά εδώ που τα λέμε, πέρα από ορισμένα cultural references), είδα και την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και κάτι μου έκανε κλικ και πάτησα στο παραθυράκι της αναζήτησης το μακρινό απωθημένο της παιδικής μου ηλικίας. 

- «Διάστημα 1999» 

Μου έβγαλε μια σειρά από ταινίες που είχαν γυριστεί το 1999, αλλά όχι αυτό που έψαχνα. Νο πρόμπλεμ, το καλό τα παλληκάρι έχει πάρει και λόουερ. Δεύτερη προσπάθεια. 

- “Space 1999 

Έβγαλε τρία πράγματα. Tο ένα ήταν Muppets in Space – ενδιαφέρον, αλλά όχι αυτό που έψαχνα. Το άλλο δεν το θυμάμαι τώρα, αλλά ούτε αυτό έψαχνα. Το τρίτο όμως· α, το τρίτο, ήταν αυτό που γύρευα. Ολόκληρη η σειρά που θυμόμουν αμυδρά από τα παιδικάτα μου (τέλη δεκαετίας 70, φανταστείτε), δύο κύκλοι είκοσι τεσσάρων επεισοδίων, σύνολο σαράντα οκτώ. Με πρωταγωνιστικό ζεύγος το Μάρτιν Λαντάου και την τότε σύζυγό του Μπάρμπαρα Μπέιν, αμφότεροι Αμερικανοί σε μια σειρά που βρώμαγε Αγγλία των 70ς από χιλιόμετρα. Το γενικό κόνσεπτ είναι με τα σημερινά δεδομένα αστείο – μια αποφράδα μέρα του (πολύ μελλοντικού) 1999 μια αποθήκη πυρηνικών στη Σελήνη ανατινάζεται, η Σελήνη «εκτροχιάζεται» και αντί να πέσει πάνω στη Γη ή να γίνει θρύψαλα όπως προβλέπουν οι νόμοι της φυσικής αρχίζει να ταξιδεύει στο αχανές διάστημα μαζί με τους καμμιά τρακοσαριά γήινους που φιλοξενεί στη βάση Άλφα. Οι επιβάτες της εν λόγω Σελήνης διαθέτουν κάτι διαστημικά σκάφη, ένα ευαίσθητο σύστημα διατήρησης ζωής, ντύνονται με φουτουριστικά (για την εποχή) συνολάκια, έχουν ένα κομπιούτερ που επικοινωνεί με χαρτάκια και πιάνει τρία δωμάτια, έχουν όπλα λέιζερ που συνήθως τους είναι άχρηστα, και συναντάνε διάφορους εξωγήινους που όλως παραδόξως όχι μόνο είναι εντελώς ανθρωπόμορφοι κατά κανόνα αλλά μιλάνε και χαρακτηριστικά αγγλικά με προφορά του Γιορκσάιρ. 

Στον πρώτο κύκλο έχουν ένα σοφιστικέ επιστήμονα-σύμβουλο που τον λένε Βίκτορ (και την εποχή εκείνη τον είχα συνδέσει με το σκακιστή Βίκτορ Κορτσνόι) που ανταλλάσσει φιλοσοφικές ατάκες για τη σκοπιμότητα της ύπαρξης με με τον πρωταγωνιστή κάπτεν Κένιγκ (Λαντάου). Σκέφτομαι αναδρομικά ότι ο εν λόγω Βίκτορ μπορεί να με επηρέασε υποσυνείδητα να γίνω επιστήμονας για να ανταλλάσσω κι εγώ ψαγμένες ατάκες γύρω από το είναι και το γίγνεσθαι και άλλα απαρέμφατα (απεδείχθη βέβαια στην πορεία ότι η ζωή του επιστήμονα δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα παραπάνω, αλλά τέλος πάντων). Σε κάθε περίπτωση, στο δεύτερο κύκλο τον ξεφορτώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες το Βίκτορ και τον αντικατέστησαν με τη Μάγια (όχι τη μέλισσα), μια εξωγήινη υπεργκόμενα με φαβορίτες και τσιγκελωτό φρύδι από τον πλανήτη Ψύχωνα (ναι, έτσι τον λένε) που ειρήσθω εν παρόδω μπορεί και παίρνει ό,τι μορφή ζώου (και φυτού ενίοτε) θέλει, πράγμα που ξεμπλέκει συχνά την κατάσταση για την αποικία (άλλο βέβαια που καταφανώς κλέβει την ιδέα του εξωγήινου μέλους του πληρώματος από το παλιότερο ανταγωνιστικό Σταρ Τρεκ και τον κύριο Σποκ). 

Εννοείται ότι η σειρά είναι εντελώς εκτός κλίματος 21ου αιώνα (και εικοστού, να λέγεται), όταν όμως πρωτοπροβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση το 1978 ή 79 εγώ ήμουν δέκα-έντεκα χρονών και δεν είχα ακόμα διαμορφώσει κριτήριο ούτε για σενάρια ούτε για σκηνοθεσίες, παρακολουθούσα λοιπόν ανελλιπώς κάθε βδομάδα τα νέα (αυτοτελή) επεισόδια, μέχρι που κάποια φορά συνέβη κάτι παράξενο. Ήταν Παρασκευή πριν την Κυριακή των Απόκρεω (πιθανώς το 1979 αλλά δεν παίρνω και όρκο) που έβλεπα ένα επεισόδιο που στη βάση Άλφα έχει προσγειωθεί ένα σκάφος που υποτίθεται φέρνει γήινους από τη Γη που στην πραγματικότητα όμως είναι μασκαρεμένοι εξωγήινοι με τερατώδη μορφή σαν αμοιβάδα με πλοκάμια και έχουν καταφέρει να πείσουν τους πάντες εκτός από τον ατρόμητο κάπτεν που όμως θεωρείται τρελός και τον κλείνουν στο ιατρείο, και ακριβώς τη στιγμή που η εξωγήινη αμοιβάδα με πλοκάμια πάει να τον ξεπαστρέψει, κόβεται το επεισόδιο και γράφει από κάτω “to be continued”.

«Μικρό τα κακό», σκέφτηκα αθώα το μακρινό 1979 ή 1980, «θα το δω την άλλη βδομάδα». Αμ δε. Είπαμε πλησίαζαν Απόκριες, και την ερχόμενη εβδομάδα ήταν η Τυρινή και ακολουθούσε Καθαρή Δευτέρα, που ως γνωστόν τα παιδάκια πετάνε χαρταετούς. Το εν λόγω παιδάκι λοιπόν είχε προμηθευτεί χαρταετό, έλα όμως που ο χαρταετός πέρα από το ευμεγέθες σήμα του Ολυμπιακού έπρεπε να έχει και ουρά. Και την ουρά (και τα «ζύγια») έπρεπε να τα φτιάξει κάποιος που να ξέρει. Ο πατέρας μου όμως ήταν μπαρκαρισμένος, ο μεγάλος αδελφός αγρόν ηγόραζε (ή μπορεί και να μην ήξερε κι αυτός, δεν καλοθυμάμαι τώρα), οπότε η γιαγιά που με άκουγε να μουρμουράω παρενέβη αποφασιστικά ακριβώς το απόγευμα της Παρασκευής πριν την Τυρινή. 

- Πήγαινε στο θείο τον Τάσο να σου κάνει το χαρταετό. 

Ο «θείος» δεν ήταν ακριβώς θείος, ήταν κολλητός του πατέρα μου παιδιόθεν και είχαν χτίσει τα σπίτια μεσοτοιχία στο ίδιο οικόπεδο. Την περίοδο εκείνη είχε ένα μαγαζί από κάτω με είδη προικός-εσώρουχα και δε θυμάμαι τι άλλο (αφού είχαν φαλιρίσει συνεταιρικά με τον πατέρα μου κάποιες προσπάθειες να στήσουν ένα με υπεραυτόματα πλυντήρια-στεγνωτήρια-σιδερωτήρια που πήγε άπατο, αλλά αυτή την ιστορία θα τη διηγηθώ κάποτε άλλοτε). Κανονικά στο μαγαζί καθόταν η γυναίκα του, η «θεία» Βούλα. Εκείνη τη μέρα ήταν αυτός. Σκέφτηκα ότι δε μπορεί, πόση ώρα να πάρει ο χαρταετός, μισή, μία το πολύ. Θα προλάβαινα και ουρά, και ζύγια, και Διάστημα 1999. Κατέβηκα με φόρα με το χαρταετό ανά χείρας. 

Ο θείος Τάσος με υποδέχτηκε προβληματισμένος. Κάτι δεν του άρεσε στα σκουλαρίκια του αετού, κάτι στους σπάγγους. Με έστειλε και κουβάλησα όλη την καλούμπα, χαρτιά διάφορα, ψαλίδια, κόλλες. Δεν βιαζόταν καθόλου. Μα καθόλου όμως. (Λογικό, δε σταύρωνε πελάτη το μαγαζί γενικά, οπότε είχε άφθονο χρόνο). Κάθε τόσο μέτραγε, ξαναμέτραγε, σάλιωνε, κόλλαγε, ξεκόλλαγε, ξανακόλλαγε, ξανά από την αρχή. Σκεφτόμουνα να του πω «άστο θείε, το κάνουμε αύριο» την ώρα που θα άρχιζε το σήριαλ, όταν γύρισε και με κοίταξε πολύ σοβαρά και μου είπε: 

- Δε μου λες ρε... 
- Ναι, θείε. 
- Γκόμενα έχεις; 

Κόλλησα. Για τον λιγότερο προφανή λόγο από όλους: δεν ήξερα τη λέξη. Μπορούσα να φανταστώ από το συνωμοτικό υφάκι του θείου ότι η υποκρυπτόμενη έννοια πρέπει να ήταν κάπως ασυνήθιστη για τις μέχρι τότε παραστάσεις μου. Δεν ήξερα αν πρέπει να κάνω ότι ξέρω ή ότι δεν ξέρω. Στο τέλος παραδέχτηκα την ήττα και το ξεφούρνισα. 

- Δεν κατάλαβα. 
- Γκόμενα ρε. Φιλενάδα. 

Τώρα κατάλαβα. Σκέφτηκα να του πω «τι να την κάνω;» καθότι φιλενάδες είχαν οι μεγάλοι, από όσο ήξερα, κι αυτό πάλι δεν ήταν και φοβερά σωστό, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο. Έτσι μου είχαν πει, ή τέλος πάντων έτσι είχα καταλάβει από κάτι μισόλογα και κάτι συμφραζόμενα. Αλλά πάλι, από το υφάκι του θείου είχα καταλάβει τσακ μπαμ ότι στη δική του λογική το σωστό ήταν να έχεις γκόμενα, αναμφίβολα. Για κάποιο χαζό λόγο θεώρησα ότι αν είχα γκόμενα μπορεί να τελειώναμε με το χαρταετό μια ώρα αρχύτερα και να έβλεπα σήριαλ, ενώ αν δεν είχα θα ακολουθούσε στιχομυθία τι και πώς και γιατί δεν έχω και θα μπλέκαμε. Είπα λοιπόν ένα ξέπνοο «ναι, βέβαια». 

Λάθος κίνηση. Ο θείος έβαλε τα γέλια. Προφανώς δεν το έφαγε, αλλά μάλλον το βρήκε διασκεδαστικό και άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις. 

- Έλα ρε! Για πες. Την ξέρω; Από τη γειτονιά; Από το σχολείο; Και τι της κάνεις; Και πώς την έπιασες γκόμενα, τι της είπες; Κι αυτή τι σου είπε; Και τη φιλάς; Της βάζεις και χέρι; 

Από ερώτηση σε ερώτηση τα έκανα όλο και πιο μαντάρα, απαντώντας άλλα αντί άλλων. Η ώρα περνούσε αργά αργά και βασανιστικά. Είχα γίνει μπλε από τη ντροπή μάλλον, γιατί κάποια στιγμή με λυπήθηκε, κόλλησε μια κάπως παράταιρη ουρά από γαλάζιο χαρτί στον κατά τα λοιπά ερυθρόλευκο αετό και μου τον πάσαρε. 

- Αυτός ο αετός δε θα πέσει ποτέ. 

Ανέβηκα σπίτι την ώρα που έδειχνε τους τίτλους του τέλους – δεν θα μάθαινα τι έγινε με τις αμοιβάδες με πλοκάμια. Τη Δευτέρα πήγα να πετάξω τον αετό – σηκώθηκε κάτι λίγα μέτρα κι ύστερα έκανε μια μεγαλοπρεπή βουτιά και καρφώθηκε σε κάτι καλώδια. Δε μπορούσα να τον ξεκολλήσω, περιορίστηκα να κόψω όση καλούμπα απόμεινε (θα βρίσκεται ακόμα η καημένη πουθενά). Ξέχασα και τους χαρταετούς και τους αμοιβαδοειδείς εξωγήινους για χρόνια – μόνο γκόμενες απασχολούσαν το μυαλό μου. Για καμμιά δεκαετία τουλάχιστον. Ή και για πολλές. 

 -. - . -

Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1990, έπαιρνα πτυχίο υποτίθεται, και διάβαζα τα τελευταία μαθήματα της τελευταίας εξεταστικής με την αγαστή συμπαράσταση της Α., ένα έτος παρακάτω αλλά σχεδόν εξίσου κοντά στο πτυχίο καθότι ασύγκριτα πιο οργανωμένη στο διάβασμα και ικανή να θέσει στόχους (εγώ μια ζωή όσα πάνε κι όσα έρθουν είμαι, αλλά μην ξύνουμε πληγές τώρα). Με την Α. είχαμε μια σχέση που συνοδευόταν από διάφορες φοβερές ερωτικές εξάρσεις κατά περιόδους (αλλά και τρομερούς καβγάδες κατά άλλες περιόδους, οπότε είχα εκπαιδευτεί μερικώς να προσέχω να μη δίνω αφορμές για εκρήξεις). Κάποια στιγμή ετέθη ένα ζήτημα να μου επιστρέψει κάποια βιβλία ή να μου φέρει κάποιες σημειώσεις που είχαν ξεμείνει στο σπίτι της φίλης της της Β. στην Ηλιούπολη. 

- Έλα από το σπίτι τότε, της είπα. Κοντά είναι. 
- Και οι γονείς σου; 
- Ναι, τι; 
- Δεν θα είναι εκεί οι γονείς σου; 
- Θα είναι, λογικά. 
- Και τι θα τους πεις; 
- Ότι θα έρθεις να μου φέρεις τις σημειώσεις. 
- Και δεν θα με αντιμετωπίσουν «κάπως»; 
- Δεν δαγκώνουν. 

Δεν ήμουνα εντελώς σίγουρος για το τελευταίο, αλλά δε χρειαζόταν να της βάζω ιδέες. Και μόνο το γεγονός ότι αντιμετώπιζε τους γονείς μου ως εν δυνάμει πεθερικά ήταν αρκούντως τρομακτικό για να το επιβαρύνουμε κι άλλο. Την ορισμένη μέρα ανέφερα «εν παρόδω» το μεσημέρι στο τραπέζι ότι θα περάσει κάποια ώρα η Α. να μου φέρει κάτι. Οι γονείς μου αλαφιάστηκαν με την απρόσμενη επίσκεψη της κατ' αυτούς υποψήφιας «νύφης», με καταχέσανε που δεν ενημέρωσα εγκαίρως (σιγά και μην...), η μάνα μου έπιασε να ξεσκονίζει και να τακτοποιεί, έστειλε τον πατέρα μου να ψωνίσει διάφορα κεράσματα και μέχρι να πεις κύμινο είχε κάνει το σαλόνι βιτρίνα και είχε βάλει και τα καλά της. Ο πατέρας μου έβαλε κι αυτός πουκαμισάκι και παντελονάκι (δηλαδή τα καλά του) κι έκατσε να χαζέψει τηλεόραση. Είχαν ξεκινήσει τα δορυφορικά και τα ιδιωτικά κανάλια και εμπεδωνόταν η έννοια του ζάπινγκ, άγνωστη νωρίτερα με τα δύο κρατικά. Χτύπησε το τηλέφωνο (το σταθερό, εννοείται, τα χρόνια εκείνα). Πήγα να το σηκώσω – ήταν η Α. 

- Έλα, είμαστε έτοιμες. Ερχόμαστε. 
- Ποιες ερχόσαστε; 
- Θα φέρω και τη Β. Δε μπορώ μόνη μου, έχω πολύ άγχος. 
- Ρε άσε την κοπέλα ήσυχη, έλα, έναν καφέ θα πιούμε. 

Είδα μέσα από τον καθρέφτη στην οθόνη της τηλεόρασης να περνάει ένα αμοιβαδοειδές πλάσμα με πλοκάμια. Έγχρωμο – στην αντίστοιχη εικόνα στη μνήμη μου ήταν ασπρόμαυρο. Αλλά δε μπορεί να ήταν τίποτα άλλο. 

- Μη βιαστείτε, είπα κάπως επιτακτικά στην Α. 
- Τι να μη βιαστούμε; Αφού δίπλα είμαστε, σε πέντε λεπτά θα είμαστε εκεί. 
- Αποκλείεται, επέμεινα. Πιο αργά. 
- Τρελάθηκες; 
- Αυτό που σου λέω. Αργά. 

Βούτηξα το τηλεκοντρόλ από τον απορημένο μπαμπά και βρήκα το κανάλι (κάποιο ιδιωτικό) που έπαιζε σε επανάληψη το σήριαλ. Ήταν εντυπωσιακότερο έγχρωμο, ομολογουμένως. Η δράση εξελισσόταν ακριβώς από εκεί που το είχα αφήσει έντεκα χρόνια πριν – μόνο που τώρα δεν ήμουν έντεκα χρονών. Μου χτύπησε αμέσως η απιθανότητα της υπόθεσης, η αφέλεια του σεναρίου, η ποοοολύ μέτρια ηθοποιία, το χάλι των ειδικών εφέ, το απίστευτο εξωγήινο ον που πήγαινε κόντρα σε κάθε αρχή βιολογίας που είχα σπουδάσει μόλις. Δεν πτοήθηκα όμως, προς μεγάλη έκπληξη του πατέρα μου που δε με είχε συνηθίσει μπροστά στην οθόνη αν δεν είχε αθλητικά ή έστω πολιτικά. Είχα να ξεπληρώσω ένα χρέος, κι όσο εξελισσόταν το επεισόδιο άκουγα από μέσα μου να αντηχεί η πονηρή ερώτηση του θείου. Γκόμενα έχεις; 

Κατά φωνή, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα να ανοίξω με το ένα μάτι στην οθόνη. Εμφανίστηκαν η Α. με ένα κουτί γλυκά και η Β. με τα βιβλία και τις σημειώσεις. Ο πατέρας μου σηκώθηκε να χαιρετήσει, λίγο αναποφάσιστος καθότι μία περίμενε, δύο του προέκυψαν. Στο τέλος κατευθύνθηκε αποφασιστικά στη Β. και της είπε «καλώς το κορίτσι». Στα καπάκια εισέβαλε η μάνα μου, βρήκε το μπαμπά σε χειραψία με τη Β. και συμπλήρωσε εμφατικά «καλώς ήρθες σπίτι μας, σα στο δικό σου». Εκεί αποφάσισα ότι έπρεπε να παρέμβω και έκανα τις επίσημες συστάσεις «από δω η Α., ξέρετε... η Α.» και μετά «και η φίλη της η Β.». 

- Δεν κάθεστε στο μπαλκόνι να πάρετε έναν καφέ, κάτι; είπε η μαμά. 
- Ναι, αμέ, είπαν οι ΑΒ. 
- Όχι, μέσα θα κάτσουμε διότι έντεκα χρόνια περιμένω να δω το επεισόδιο αυτό, πετάχτηκε ο ενδιαφερόμενος. 

Κανείς δεν με κατάλαβε. Κανείς δεν ήθελε να με καταλάβει. Προσπάθησα να εξηγήσω ότι μια Παρασκευή πριν πολλά χρόνια με ένα χαρταετό ανά χείρας κλπ., αλλά δεν έβγαινε νόημα. Με βαριά καρδιά έκλεισα την τηλεόραση και πήγαμε (η νεολαία) στο μπαλκόνι. Ο πατέρας μου πάρκαρε σε μια πολυθρόνα του σαλονιού και μας κοίταζε. Η μάνα μου έφερνε πορτοκαλάδες, γλυκά και ξηροκάρπια που «τυχαία» βρέθηκαν. Τα κορίτσια δεν έμειναν πολύ, κάνα μισάωρο και κάτι. 

- Πολύ όμορφη κοπέλα η φιλενάδα σου, σχολίασε ο πατέρας μου αποχαιρετώντας από το μπαλκόνι τα κορίτσια που έμπαιναν στο αμάξι. Και οδηγάει κιόλας, ε; 
- Δεν οδηγάει. Της φίλης της είναι το αυτοκίνητο. 
- Μα για στάσου, η κοκκινομάλλα δεν είναι η φίλη σου; 
- Όχι. Η ξανθιά. 
- Α... κρίμα, νόμιζα ήταν η κοκκινομάλλα. 

Κανονικά έπρεπε να πω θιγμένος «τι εννοείς κρίμα;» αλλά αντελήφθην ότι μάλλον εννοούσε κρίμα που δεν κοίταγε αυτήν αντί για την άλλη αλλά δε βαριέσαι κιόλας, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, δεν είναι να κάνεις τέτοιες συζητήσεις με πατεράδες. Ίσα ίσα πρόλαβα μόλις ξανάνοιξα την τηλεόραση κι έπεσα στους τίτλους του τέλους. Ξανά. 

-. - . - 

Πέρασαν τριάντα (και βάλε) χρόνια. Είδα τις προάλλες διαδοχικά κάμποσα επεισόδια του Space: 1999 (ήταν να πάω καμμιά βόλτα να γιορτάσω τη λήξη της καραντίνας αλλά έβρεχε κάμποσο στα Γιάννενα), μεταξύ αυτών και τα The bringers of wonder, parts I & II, όπου κάτι αμοιβαδοειδείς εξωγήινοι με πλοκάμια κοντεύουν να καταλάβουν τις συνειδήσεις των κατοίκων του Άλφα (ακόμα και της σέξι «δικιάς μας» εξωγήινης). 

Μέσα στη γενική ελαφράδα της σειράς, σκέφτομαι ότι ειδικά τα επεισόδια αυτά έχουν κάποια φιλοδοξία σεναριακού βάθους: στην τελική σκηνή σύγκρουσης, η φωνή του εξωγήινου διερωτάται απευθυνόμενη στους παραπλανημένους γήινους αν δεν είναι στ’ αλήθεια πιο χαρούμενοι σε μια ψευδαίσθηση που τους παρέχει μια ζωή χαράς σε μια στιγμή του χρόνου κι αν δεν είναι προτιμότερο αυτό από μια μίζερη επιβίωση και ένα θάνατο στο αχανές διάστημα; Ο ήρωάς μας βέβαια δεν πτοείται και κερδίζει τη μάχη, εισπράττοντας την ειρωνική αποστροφή του εξωγήινου ζελέ με πλοκάμια ότι έτσι καταδικάζει τους ανθρώπους σε μια σκληρή και ανέλπιδη ύπαρξη. Καθώς οι εξωγήινοι διαλύονται στο τίποτα, ο ήρως απαντά αγέρωχα «καλύτερα να ζεις ως αυθύπαρκτο ον παρά σαν ένας ηλίθιος στο όνειρο κάποιου άλλου». 

Ηρωικό βέβαια, δε λέω. Από την άλλη πάλι δεν είμαι και εντελώς σίγουρος. Ας είναι, τώρα βλέπω «Εγώ, ο Κλαύδιος» (1976 νομίζω) με το Ντερεκ Τζάκομπι στον ομώνυμο ρόλο και τον Τζων Χαρτ ως Καλιγούλα, κι αναρωτιέμαι αυτό το κοριτσάκι που έπαιζε τη Μεσσαλίνα πού αλλού να έπαιξε άραγε...


24/2/20

Κρίση (Γιάννης Δάλλας)

Γιάννης Δάλλας (1924-2020)

Τι κρίση κι αυτή
που μας απειλεί!
Ώς τώρα ξέραμε
τις συνήθεις απώλειες
που έφταναν το πολύ
ώς τα μάτια μας:
εξηφανίσθη ή απεδήμησε
Οι φευγαλέες!
Μα αυτή ʽναι πανόλεθρη
κατακλυσμός και τυφώνας
Καμιά κιβωτός
δεν μας σώζει
Καιρός νʼ ακουστεί
φωνή απʼ τα έγκατα:
αναδασμός και απόσβεση!
Κάψτε τα χρεολύσια
κι αγκαλιάστε τη γη
να καρπίσει
Ανεβείτε στο άρμα
που εξόκειλε
να γίνει φαλλός
η δικέλλα
τροχονόμος ο ήλιος
και τινάξτε απʼ τους ώμους
-οικτρή φρεναπάτη
για υπέρβαση του είδους-
τα ικάρεια φτερά

[δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ», 11-3-12. Η φωτό από εδώ.]

30/12/19

Διαλαθὼν ὑπεχώρησεν

Το 5ο λιοντάρι, Πανσέληνος Μαΐου 2019 (Φωτό Ροβυθέ)


«Ο Χέγκελ λέει κάπου ότι όλα τα γεγονότα και οι προσωπικότητες της ιστορίας επανεμφανίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.»

Καρλ Μαρξ – Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

Πριν δέκα χρόνια έφευγα από την Κρήτη για πρώτη φορά. (Εντάξει, εννιά χρόνια και οχτώ μήνες, δε θα τα χαλάσουμε τώρα επ’ αυτού.) Φεύγοντας δεν πίστευα ότι θα ξαναγυρίσω ποτέ, τουλάχιστον για μόνιμη εγκατάσταση. Την εποχή εκείνη ήμουν φυσικά νεώτερος, αν και όχι πια νέος – έκλεινα τα 42, έναν αριθμό που όπως ξέρουν οι φαν του Ντάγκλας Άνταμς είναι η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα*. Μπορεί στα 42 να μην είσαι νέος ακριβώς, αλλά μπορεί να σε απασχολεί η ζωή, το σύμπαν και τα πάντα με έναν τρόπο πιο άμεσο ή επείγοντα από ό,τι στα 22, τα 32 ή τα 52 κι ίσως κάπου εκεί να βρίσκεται η αιτία που τότε η αναχώρησή μου με είχε επηρεάσει συναισθηματικά σε αρκετά μεγάλο βαθμό· οι παλιοί αναγνώστες του ιστολογίου (δηλαδή ο Θανάσης μέσες-άκρες) θα θυμούνται ότι εκείνη την περίοδο πόσταρα διάφορα αποχαιρετιστήρια, από Τρύπες μέχρι Ψαραντώνη και από Μουντάκη μέχρι διάφορα εξομολογητικά σε τόνο όχι ακριβώς σπαραξικάρδιο αλλά με κάποιες αποχρώσεις όχι εντελώς απαλλαγμένες από μελόδραμα.

Η εποχή βέβαια ήταν πιο μεστή γεγονότων και με διάφορες εναλλαγές, σε συνθήκες ιδιαίτερης αβεβαιότητας τόσο προσωπικής όσο και γενικότερα για τη χώρα, βάλε και μια σχετική καταπόνηση λόγω παρατεταμένης ανεργίας ή τέλος πάντων εργασιακής ανασφάλειας, περιστασιακής διαμονής εδώ κι εκεί, κάτι ανεκπλήρωτων ερωτικών επιθυμιών ή έστω ματαιωμένων προσδοκιών, βάλε και την ταξιδιάρικη διάθεση που μου υπέβαλλε η ιστιοπλοΐα και η όλη φάση προσωρινότητας, χώρια (σοφοὶ δὲ προσιόντων)** η κρίση, αν και η λέξη «μνημόνιο» δεν ήταν ακόμα σε ευρεία χρήση. Υπάρχουν βέβαια πάμπολλες διαφορές ακόμα αν το σκεφτείς· οι γονείς μου ακόμα ζούσαν και για κάποιους ήμουν «το παιδί», οι φίλοι μου ήταν ακόμα ένας σχετικά μεγάλος κύκλος κι όχι όπως σήμερα πολλά διαφορετικά μικρά κυκλάκια. Ας είναι…

Γύρισα στην Κρήτη πριν εξίμισι χρόνια και σε άλλη φάση. Σ’ αυτά τα εξίμισι χρόνια συνέβησαν επίσης διάφορα (μια εισέτι ανεξήγητη επαγγελματική πρόοδος, κάτι ακυρωμένοι a posteriori έρωτες, οιονεί διαζύγια, κάτι ξαφνικές αναλαμπές φωτός σε ένα κάπως μουντό εν γένει υπόβαθρο). Μερικοί από τους ανθρώπους που συναπαντηθήκαμε την πρώτη περίοδο έφυγαν, γεωγραφικά ή κοινωνικά (ορισμένοι, αλίμονο, έφυγαν από τη ζωή ολότελα), άλλοι ήρθαν, ή ήρθαν κι έπειτα έφυγαν πάλι, άλλοι άλλαξαν ρόλους. Άλλαξα βέβαια κι εγώ, όπως έλεγε κι ο Ηράκλειτος, δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι. Κάποιοι ήταν πάντα εκεί και χαίρομαι που τους έχω μαζί μου και τώρα, ακόμα κι αν δε ζούμε πια στην ίδια πόλη (το «μαζί» είναι έννοια που υπερβαίνει τη γεωγραφία). Ο χρόνος κύλησε, ήρθε καιρός να φύγω πάλι.

Έφυγα πριν δεκαπέντε μέρες για δεύτερη φορά. Δε λέω «οριστικά» γιατί η πρότερη εμπειρία διδάσκει ότι πολύ λίγα πράγματα είναι εν τέλει οριστικά. Αλλά κακά τα ψέματα, εκεί που πάω δεν πάω για λίγο, πάω για να μείνω. Καλού κακού πάντως είπα να αποφύγω τους συναισθηματισμούς της προηγούμενης αναχώρησης. Όταν πρωτοπήγα με είχε προειδοποιήσει κάποιος (από τους πρώτους αποχωρήσαντες) ότι η Κρήτη είναι για τρία χρόνια μάξιμουμ, μετά ανακυκλώνεσαι. Εγώ συμπλήρωσα τριάμισι συν εξίμισι, δέκα χρόνια (χώρια μια ενδιάμεση τριετία στο εξωτερικό). Είναι μάλλον πολλά. Όχι γιατί είδα όλα όσα υπάρχουν να δει κανείς αλλά επειδή η γοητεία της ανακάλυψης μειώνεται προϊόντος του χρόνου, κι ας έχω αφήσει απάτητα διάφορα σημεία της κρητικής γεωγραφίας (ειδικά δυτικότερα του Ψηλορείτη), καθόλου δεν με πειράζει. Ας έμειναν ημιτελείς οι σπουδές μου στις χορευτικές παραλλαγές του συρτού (συγγνώμη, δάσκαλε, ραντεβού στην Ικαρία τώρα) και στην άγνωστη ιστορία του Μεγάλου Κάστρου (σταμάτησα και το κυνήγι του θησαυρού τα τελευταία χρόνια). Θα έχουμε την ευκαιρία σε άλλες επισκέψεις, ίσως.

Την πρώτη φορά έκανα ένα αποχαιρετιστήριο «πάρτι» στο Guernica Bar – τότε ήταν το κατεξοχήν στέκι της εναλλακτικής νεολαίας της πόλης. Αυτή τη φορά έκανα ένα αποχαιρετιστήριο «πάρτι» στο Guernica Bar – τώρα είναι στοχοποιημένο από μια ικανή μερίδα της εναλλακτικής νεολαίας ως κέντρο σεξιστικής κουλτούρας και οιονεί άντρο βιαστών (τόσο που μερικές από τις φοιτήτριές μου χρειάστηκε να κάνουν άτυπη συνέλευση για το αν θα έρθουν, κι όταν τελικά ήρθαν ζήτησαν να μη μαθευτεί παραέξω). Και τις δύο φορές ήρθαν εικοσικάτι-τριάντα άτομα, αλλά ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο δύο ή τρεις ήταν παρόντες και στα δύο αποχαιρετιστήρια, με διαφορά μιας δεκαετίας.

Αυτό βέβαια είναι αρκετά λογικό: σήμερα πολλοί από τους «παλιούς» καλεσμένους μου έχουν φύγει από το νησί ή εμμέσως από τη ζωή μου, ενώ πριν δέκα χρόνια πολλοί από τους σημερινούς μου καλεσμένους θα πήγαιναν ακόμα Λύκειο ή και Γυμνάσιο, πολύ πριν μαζευτούν στην Κρήτη για σπουδές ή μεταπτυχιακά. Ορισμένοι πάντως έδειχναν αρκετά συγκινημένοι που με αποχωρίζονταν, και για κάποιο λόγο θεωρούσαν ότι πρέπει να είμαι κι εγώ εξίσου συγκινημένος. Κάπως βέβαια το πράγμα δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στην προσδοκία, διότι κάτι που δέκα χρόνια μετά δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, κάτι που άμα έχεις ξαναζήσει παρόμοια σκηνή δεν σου φαίνεται και τόσο τρομερό, κάτι που τέλος πάντων αυτή τη φορά δεν φεύγω μετανάστης αλλά πάω σε έναν τόπο εξίσου οικείο ή ξένο με όσο ήταν η Κρήτη όταν πρωτοπήγα στο νησί, οι αντιδράσεις μου τους φαινόντουσαν ίσως υπερβολικά χλιαρές.

- Μα δεν είσαι συγκινημένος που φεύγεις;
- Εεεε, εντάξει, ξέρω γω… Έχω ξαναφύγει.

Μετά από λίγο:

- Μα δεν είσαι ενθουσιασμένος που πας σε ένα νέο μέρος;
- Εεεε, εντάξει, ξέρω γω… Έχω πάει σε κάμποσα.

Στο τέλος μια νεαρή φοιτήτρια σχεδόν εκνευρίστηκε.

- Μα δε μου λες, αισθάνεσαι τίποτα ποτέ;

Η απάντησή μου («μια ορισμένη κούραση») μάλλον δεν την ικανοποίησε. Έχει βέβαια τα δίκια της· άμα είσαι εικοσικάτι χρονών, ο κόσμος είναι ακόμα φρέσκος, άμα είσαι τα διπλάσια όλα έχουν πάρει λίγο να μπαγιατεύουν, ακόμα και τα αισθήματα. Η αλήθεια είναι ότι με κατατρέχει χρόνια αυτό το φαινόμενο, να μη με πιάνουν ούτε φοβερές εξάρσεις ούτε τρομερές καταβυθίσεις, ειδικά για πράγματα τόσο τετριμμένα όσο μια ακόμα μετακόμιση από τις (δεκαπέντε; δεκαεφτά;) που έχω ήδη κάνει. Ακόμα πιο ακριβές θα ήταν να πω ότι με κατατρέχει η εναρκτήρια φράση της 18ης Μπρυμαίρ – αν και δεν έχω καμία σχέση βέβαια με το Λουδοβίκο Βοναπάρτη, η αίσθηση της γελοιότητας στην επανάληψη της ίδιας ιστορίας με φοβίζει κάπως. Μου θυμίζει τον ήρωα στα «Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» του Σουρούνη που πάει να καταταγεί στην επιστράτευση το '74 σε περίπου καθημερινή βάση· στην αρχή αντιμετωπίζεται ως ο ήρωας που θα πάρει την Πόλη, στο τέλος απλώς βρίσκει ένα σημείωμα ότι το φαΐ είναι στο φούρνο και να μην κάνει φασαρία το πρωί και ξυπνήσει τους άλλους.

Τι τα θέλετε, άλλοι είναι πλασμένοι για τα υψηλόφωνα, για τελετές και πανηγύρεις, άλλοι είμαστε κάπως του χαμηλόφωνα, μην πω και του ψιθυριστά ολότελα. Κάπως αταίριαστα μου έρχεται στο νου «Ο Βασιλεύς Δημήτριος» του Καβάφη που μπροστά στην επικείμενη ήττα δεν φέρθηκε διόλου σαν βασιλεύς, αλλά «Κάμνοντας ὅμοια σὰν ἠθοποιὸς ποῦ ὅταν ἡ παράστασις τελειώσει, ἀλλάζει φορεσιὰ κι ἀπέρχεται», διαλαθὼν ὑπεχώρησεν.

Από το Λουδοβίκο Βοναπάρτη καλύτερα πάντως.


ΥΓ. Πέρα από τους φίλους, χρωστάω μια αποχαιρετιστήρια κουβέντα ακόμα για ανθρώπους που αν και δεν είμαστε «φίλοι» με την τυπική έννοια του όρου, υπήρξαν εν αγνοία τους «σηματωροί» κατά έναν τρόπο της παρουσίας μου στην Κρήτη, είτε την πρώτη περίοδο είτε τη δεύτερη, είτε και τις δύο. Το συχωρεμένο τον κυρ-Νίκο στο Σκαλάνι, ας πούμε. Το σφο Μήτσο τον Καγιαμπή, διαχρονικά. Τη Ράνια (όχι μόνο για τη ρακή, ξέρει εκείνη). Τον Κωστή τον Αβυσσινό (που σίγουρα δεν ξέρει). Και τη Μαρία Φασουλάκη, βέβαια, το απόλυτο σάουντρακ της ζωής μου στην Κρήτη.

Καλή αντάμωση, παιδιά.


Η Μαρία Φασουλάκη τραγουδάει Κορακάκη στην ταβέρνα του Βαρδή το 2017. Vintage video by yours truly.



*Το ερώτημα βέβαια δεν ξέρουμε, και η διαδεδομένη εικασία «πόσο κάνει εννιά επί έξι» είναι προδήλως λανθασμένη.

**Σιγά τη σοφία, φως φανάρι ήτανε πού πάει το πράγμα τους πρώτους μήνες του 2010.


8/12/19

ΜΓΔ

Σύνηθες σκηνικό αρχών δεκαετίας 2010 (Φωτό Ροβυθέ, Ιούλιος 2010)


Η ιστορία έχει παλιώσει κάπως τώρα, αλλά με έναν τρόπο επανέρχεται κάθε τόσο στην επικαιρότητα. Κατά καιρούς σκεφτόμουν να την καταγράψω και να την αναρτήσω, αλλά με συγκρατούσε – πέραν της συνήθους ικαριακής ραθυμίας – κι ένας αδιόρατος φόβος μη μπλέξω πουθενά έναν από τους πρωταγωνιστές, καλή του ώρα, και βρει κάνα μπελά. Βέβαια είναι δύσκολο να μπλέξεις κάποιον που δεν θυμάσαι ούτε το όνομά του ούτε τη φάτσα του, παρά μόνο ότι φορούσε καρώ σακάκι και γιαλιά. Εικάζω μετά από τόσα χρόνια θα έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί δόξη και τιμή και ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που κάποιος κακόβουλος διαβάσει τούτες τις γραμμές δεν θα υπάρξουν ντράβαλα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

- . - . -

Γενικά δεν πολυπάω σε διαδηλώσεις. Όσοι με ξέρουν από παλιά, ξέρουν ότι είμαι ένας μάλλον μετριοπαθής άνθρωπος (μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος που έλεγαν οι Φατμέ το πάλαι ποτέ), πράγμα που θα μπορούσε κάποιος να μου το πιστώσει ως προσόν ή να μου το προσάψει ως ελάττωμα, ανάλογα με την περίσταση. Πολιτικά είναι γνωστό ότι οι συμπάθειές μου διαχρονικά κινούνται μεν προς τη μία πλευρά του φάσματος (μεταξύ μας είμαστε, αντιλαμβάνεστε προς ποια), αλλά αρκετά μακριά από την άκρη-άκρη. Στα πολύ νιάτα μου που συνδικαλιζόμουν βέβαια, μιλούσα στις φοιτητικές συνελεύσεις (ω, ναι, μου αρέσει να μιλάω στα αμφιθέατρα, μάλλον κάπως έτσι κατέληξα πανεπιστημιακός τώρα στα στερνά) και εμφανιζόμουν ενίοτε και σε διάφορες διαδηλώσεις, πότε για τη σίτιση και τη στέγαση, πότε για τον επικείμενο νόμο τάδε, κάποτε και πιο σοβαρά θέματα όπως για το Τσερνομπίλ ή τη δολοφονία του Καλτέζα.

Δεν μπορώ να πω ότι το καταδιασκέδαζα (ψιλοβαριέμαι το περπάτημα και σιχαίνομαι τις αλύσίδες/μπλοκ και τα ελαφρώς προκάτ συνθήματα «μία η ντουντούκα – τέσσερις εμείς») αλλά με τούτα και με κείνα είχα ανεβοκατέβει το κέντρο της Αθήνας κάμποσες φορές, μια-δυο από τις οποίες κάπως περιπετειώδεις. Το μακρινό 1987, επί Αρκουδέα, είχα μια ατυχή ακούσια συνάντηση με κάτι ΜΑΤ, για τα οποία δεν έτρεφα ως τότε κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα (ξέρετε, καμμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, ένα μεροκάματο βγάζουν οι άνθρωποι) μέχρι που έσκασε πάνω μου (κυριολεκτικά) το πρώτο δακρυγόνο και αναθεώρησα ελαφρώς. Από τότε, και για πολλά χρόνια, η γραμμή ήταν «μακριά κι αγαπημένοι», με την έμφαση στο «μακριά».

Από τη μια λοιπόν δεν πολυπάω σε διαδηλώσεις, από την άλλη ώρες ώρες με πιάνει μια τσαντίλα όταν έχω την αίσθηση ότι με δουλεύουνε χοντρά και παίρνω τους δρόμους. Βλέπετε άλλο ο επαναστάτης (κατά ιδεολογία ή οιονεί επάγγελμα) κι άλλο ο επαναστατημένος. Επαναστατημένος μπορεί να γίνει ο οποισδήποτε αισθάνεται ότι του πατάνε τον κάλο: εμένα με είχε πιάσει ας πούμε πριν καμμιά δεκαετία, τα πρώτα χρόνια του μνημονίου, που το δούλεμα πήγαινε σύννεφο (αφού μαζί τα φάγαμε, γιατί μερικοί είναι χορτάτοι και μερικοί είμαστε θεονήστικοι;). Αλλά τότε διαδήλωνε το σύμπαν, αντιμνημονιακός ήταν και ο Αντώνης Σαμαράς ξέρω γω, οπότε δεν είναι και φοβερή είδηση.

Η προηγούμενη φορά που με είχε πιάσει τσαντίλα στα σοβαρά κάπως ήτανε γύρω στο 2003, όταν ο τότε πλανητάρχης και το εξ’ Αλβιώνος πρόθυμο pet του μας είχαν ανακοινώσει περιχαρείς από τηλεοράσεως ότι θα επέμβουν στο Ιράκ για να εξασφαλίσουν την ειρήνη. Η ιστορία έχει ήδη γράψει τι ακριβώς εξασφάλισαν (η ίδρυση και η άνοδος του ISIS είναι απόρροια αυτής της επέμβασης εν πολλοίς), αλλά σε ό,τι μας αφορά οδήγησε κι εμένα μαζί με κάποσους άλλους σε επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες έξω από την Πρεσβεία (μία είναι η Πρεσβεία με κεφαλαίο, οι άλλες όλες είναι με μικρά). Δεν ήμασταν μια δράκα επαναστατών – το αίτημά μας το συμμεριζόταν όλος ο νουνεχής κόσμος, και ο Σιράκ και η Μέρκελ ακόμα. Ήταν ένα μετριοπαθέστατο αίτημα: Όχι στον πόλεμο.

Στις διαδηλώσεις εκείνες πήγαιναν κυρίως διάφοροι μετριοπαθείς σαν κι εμένα, μαμάδες με παιδάκια στο καρότσι, φιλειρηνικά ΚΑΠΗ, τέτοια πράγματα. Υπήρχαν βέβαια και τα συνήθη μπλοκ, το θεσμικότατο ΚΚΕ βεβαίως, διάφορες αριστερίστικες ομάδες και ομαδούλες, ένας προδρομικός Σύριζα ως «Ενιαίο Κοινωνικό Φόρουμ», αλλά αναιμικά πράγματα εν γένει. Και καμμιά εκατοστή αντιεξουσιαστές, τίποτα φοβερό. Το μετριοπαθές μας αίτημα το συμμεριζόταν όλος σχεδόν ο κόσμος, αλλά τότε ήταν εποχή λελογισμένης ευμάρειας, επί «εκσυγχρονισμού» και ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων, πού να τρέχουνε τώρα στους δρόμους οι άνθρωποι να ξεποδαριάζονται.

Ήμασταν πάντως χαριτωμένοι, είχαμε κάτι πολύχρωμες σημαιούλες σαν ουράνιο τόξο που γράφανε «Ειρήνη» (σήμερα οι ίδιες σημαίες θα πέρναγαν ως σύμβολο του gay pride, οπότε μία που μου έχει ξεμείνει κάπου δεν την ανεμίζω πουθενά μην τυχόν μας παρεξηγήσουν). Πηγαίναμε Πρεσβεία σε τακτική βάση, μπορεί και δις εβδομαδιαίως. Το χειρότερο που μπορεί να συνέβαινε ήταν να πετάξει κάποιος κανένα ζαρζαβατικό προς το κτίριο (θυμάμαι ένα λάχανο που είχε σκαλώσει στα καλώδια του τρόλεϊ και επικρεμόταν για μέρες), ρίχναμε κι ένα παλλαϊκό «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» και διαλυόμασταν ησύχως να πάμε σε καμμιά ταβέρνα να συγχαρούμε εαυτούς και αλλήλους. Μετριοπαθή πράγματα.

Μια μέρα όμως, Σάββατο ήτανε, είχε και καλό καιρό, είχε μαζευτεί κάμποσος κόσμος στο Σύνταγμα, κι όπως αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τη Βασιλίσσης Σοφίας κατά το έθος, έπεσα πάνω σε μια κάπως γνωστή, που μου ήταν ιδιατέρως συμπαθής εκ του μακρόθεν, αλλά δεν την είχα και για πολύ διαδηλωτικό τύπο. Κρατούσε το πολύχρωμο σημαιάκι και βημάτιζε περήφανα, κι εμένα μου ήρθε το τραγουδάκι που έλεγε «Η πλατεία ήταν γεμάτη» και ειδικά ο στίχος «κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή» οπότε να μην τα πολυλογώ, σε μια ασυνήθιστη παρέκκλιση από τη μετριοπάθεια παράτησα την παρέα μου και πλασαρίστηκα δίπλα και ανηφορίσαμε μαζί κάμποσα τετράγωνα μέχρι το Πάρκο Ελευθερίας περίπου (τώρα πια το λένε Μέγαρο Μουσικής το σημείο), διότι ναι μεν δεν ήταν ακριβώς «σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή» αλλά καθώς περνάγανε τα χρόνια – ήμουνα τριανταπεντάρης ήδη τότε – οι γιορτές είχαν αρχίσει να αραιώνουν κι όταν σου σκάνε δεν πρέπει να αφήνεις την ευκαιρία να περνάει ανεκμετάλλευτη. Κουβέντα στην κουβέντα ανταλλάξαμε τηλέφωνα, της πρότεινα να πάμε κάπου μαζί μετά ίσως, μου είπε ότι την περίμεναν κάποιοι γνωστοί αλλά να πάμε όλοι μαζί, χάρηκα και συμφώνησα, αλλά με έπιασαν οι τύψεις που είχα αφήσει την παρέα μου πίσω και είπαμε να βρεθούμε σε λίγη ώρα απέναντι από την Πρεσβεία, αφού πρώτα έβρισκα τους δικούς μου και τους ενημέρωνα.


Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί.


Άρχισα να κινούμαι λοιπόν αντίστροφα από τη ροή της διαδήλωσης εκτιμώντας βάσιμα ότι οι – καριώτες – φίλοι μου θα πήγαιναν αργά αργά και με το πάσο τους και θα τους βρω πιο πίσω, όταν στα καλά του καθουμένου άρχισε μια μανούρα με μια διμοιρία ΜΑΤ που έσκασε από ένα στενό και ξαφνικά μύρισε δακρυγόνο και το πλήθος κινήθηκε ασυνάρτητα προς όλες τις κατευθύνσεις κι αρχίσαμε όλοι να τρέχουμε κι εγώ έπιασα έναν τοίχο κι έκανα να πάω προς Μιχαλακοπούλου αλλά από εκεί ερχόντουσαν άλλα ΜΑΤ και σκέφτηκα ότι μέχρι να τους εξηγήσω ότι εγώ είμαι μετριοπαθής μπορεί να είχα βρεθεί με ανοιγμένο κεφάλι σε καμιά κλούβα για τη ΓΑΔΑ, και τέλος πάντων του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ που λέει η παροιμία και πάνω στη σύγχιση χτύπησε το τηλέφωνο με το άρτι αποκτηθέν νούμερο της κοπέλας την οποία ρώτησα με απροσποίητη αγωνία αν είναι καλά και μου απάντησε χαλαρότατα «ναι, μια χαρά, έλα στην τάδε διεύθυνση, είμαστε πολλοί».

Η διεύθυνση ήταν μια κάθετη λίγο πιο πέρα, πήγα τοίχο-τοίχο και εντόπισα μια είσοδο πολυκατοικίας, έξω από την οποία στεκόταν μια γιαγιά και χειρονομούσε σε όποιον περνούσε απέξω. «Απο δω, παιδάκι μου» είπε, και μπήκα στην είσοδο μαζί με μια μαμά που έσπρωχνε ένα καροτσάκι με ένα μωρό που ούρλιαζε, δικαίως μάλλον. Χωθήκαμε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου ήταν εκεί και έλαμπε ως συνήθως, αν και κάπως αναμαλλιασμένη. Μαζί μας πρέπει να ήταν πακτωμένοι άλλα εβδομήντα άτομα περίπου. Το σπίτι ήταν δυάρι, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Οι πιο τυχεροί ημιλιπόθυμοι σε καναπέδες, καρέκλες, κρεβάτια. Κάποιοι είχαν πιάσει παράθυρο και μας έλεγαν τι γίνεται έξω. Κάποιοι έκαναν ουρά στην τουαλέτα να ξεπλύνουν το δακρυγόνο. Οι υπόλοιποι έβριζαν βήχοντας το Μπους, το Μπλαίρ, την κυβέρνηση και τους μπάτσους.

Ρώτησα την κοπέλα πώς βρέθηκε εκεί. «Με μάζεψαν οι φίλοι μου» είπε και μου έδειξε ένα ζευγάρι μεσηλίκων δίπλα. (Σήμερα θα έλεγα απλώς «ένα ζευγάρι» αλλά τότε μου φαινόντουσαν μεσήλικες, πενήντα πάνω κάτω). Μου συστήθηκαν – έχω ξεχάσει τώρα πια τα ονόματά τους. Μου είπαν ότι είναι γιατροί. Ψυχίατροι, για την ακρίβεια. Τους ρώτησα πώς βρέθηκαν εκείνοι εδώ. Μου υπέδειξαν έναν τύπο που φύλαγε σκοπιά στο παράθυρο. «Ο Τάδε, συνάδελφος, εδώ είναι το πόστο του». Σκέφτηκα ότι είχα πέσει σε φωλιά ψυχιάτρων. «Το διαμέρισμα είναι της κυρίας έξω», συμπλήρωσαν. Παραμέρισα μερικούς και πλησίασα τον Τάδε, που κοιτούσε προς τη γιαγιά η οποία εξακολουθούσε να χειρονομεί στο πεζοδρόμιο, βάζοντας μέσα όποιον περνούσε απέξω. Έμπαιναν συνεχώς, κυριολεκτικά είμασταν σαν σε παραγεμισμένο λεωφορείο.

Η φίλη μου (αν μπορώ να την πω έτσι) ανέλαβε το μωρό ενόσω η μαμά του προσπαθούσε να ξεπλυθεί στην τουαλέτα. Παραδόξως τα πήγε αρκετά καλά, το μωρό κάποια στιγμή σταμάτησε να κλαίει. Όταν βγήκε η μαμά πρόσεξα ότι ήταν πολύ νέα, πολύ όμορφη και προφανώς ξένη. Μιλούσε άσχημα αγγλικά, η φίλη τη ρώτησε από πού είναι. Είπε «από το Μπιλμπάο». «Α, Ισπανίδα» της είπε η φίλη στα Ισπανικά. «Βάσκα» τη διόρθωσε η άλλη. Συνέχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα Ισπανικά, που δεν καταλάβαινα. Γύρισα στον Τάδε.

- Είναι ασφαλής η κυρία εκεί έξω;
- Μια χαρά είναι, ξέρει καλά από αυτά. Αλλά την έχω το νου μου.

Έξω είχε σταματήσει το νταβαντούρι, τα ΜΑΤ δε φαινόντουσαν πουθενά, ο κόσμος ξεμύτιζε από διάφορες γωνίες. Κάποιος είπε ότι πήγανε να αποκόψουν τους μπαχαλάκηδες στην ουρά, αλλά ως συνήθως την πέσανε στον απλό κόσμο.

- Κοίτα ένα μπαχαλάκια, είπε κάποιος, δείχνοντας το μωρό, που είχε επιστρέψει στην αγκαλιά της μαμάς του.

Η γιαγιά μπήκε στο διαμέρισμα με φόρα.

- Εντάξει, ησύχασαν τα πράγματα, είπε ανακουφισμένη. Και συμπλήρωσε «Βγείτε ήσυχα ήσυχα, μην ξυπνήσει το μωρό». Ύστερα άρχισε να λέει διάφορες ευχές και κανακέματα στη μαμά, που δεν καταλάβαινε φυσικά. Η φίλη μου μετέφραζε, η μαμά έλεγε «ευχαριστώ» σε διάφορες γλώσσες.

- Ε, τι να κάνουμε, να αφήσουμε να χτυπάνε τα παιδιά του κόσμου; Όπως στο Πολυτεχνείο... Και τότε είχα μαζέψει τόσα παιδιά...

Κάποιος της πρόσφερε μια καρέκλα – μια από τις δικές της καρέκλες. Κάποιοι άρχισαν να βγαίνουν, με προφυλάξεις. Η γιαγιά συνέχισε.

- Τότε μέναμε Στουρνάρη. Μετά που έμεινα μόνη μου ήρθα εδώ. Και τότε έτσι ήταν, μόνο που ήταν νύχτα. Τι να κάνεις, να αφήσεις να χτυπάνε τα παιδιά; Είχα κρύψει πόσα παιδιά, τότε... Ίδια είναι τα παιδιά και τώρα.

Και συμπλήρωσε δείχνοντας προς το παράθυρο:

- Κι αυτοί ίδιοι είναι.

Σιγά σιγά έφυγαν οι περισσότεροι. Έμεινα εγώ, η φίλη, οι τρεις ψυχίατροι και η μαμά με το μωρό που είχε ξυπνήσει. Η μαμά έβγαλε από μια θήκη του καροτσιού ένα μπιμπερό. Η γιαγιά την πήρε από το χέρι και την πήγε στην κουζίνα να ζεστάνει το γάλα. Η φίλη ακολούθησε. Έμεινα με τους ψυχίατρους γύρω από ένα τραπέζι.

- Εδώ μένετε; ρώτησα τον Τάδε.

Έγνεψε αρνητικά.

- Και τι εννοούσατε, στράφηκα στο ζευγάρι, ότι εδώ είναι το πόστο του;

Ο Τάδε γέλασε και μου έσκασε το μυστικό. «Είμαι αστυνομικός», είπε. «Ψυχίατρος της Αστυνομίας». Σε κάθε διαδήλωση ή έκτακτη ανάγκη, για κάποιους απροσδιόριστους υπηρεσιακούς λόγους, έπρεπε να είναι όλοι σε διαθεσιμότητα. Δίνουν λοιπόν κάποια διεύθυνση όπου θα βρίσκονται. Όποτε γίνεται κάτι στην Πρεσβεία λοιπόν, ο Τάδε δίνει αυτή τη διεύθυνση. Της γιαγιάς.

- Είστε συγγενείς;
- Είμαστε φίλοι. Από τότε που έμενε στη Στουρνάρη.
- Και πώς είναι να είσαι ψυχίατρος της Αστυνομίας;
- Μια δουλειά είναι. Προσπαθείς να την κάνεις καλά. Όσο γίνεται. Δε γίνεται πάντα.

«Ο φουκαράς ο Τάδε» είπε γελώντας η γυναίκα εκ του ψυχιατρικού ζεύγους «θα βρεθεί σε κάνα χαντάκι καμμιά μέρα». Κοίταξα τον Τάδε κάπως απορημένος. Μου είπε ότι η δουλειά του έχει κάποιους περιορισμούς. Υπηρεσιακούς. Έρχονται διάφοροι για αξιολόγηση. Ειδικά για τα ΜΑΤ, που έχουν πιο πολλά λεφτά. Μερικοί είναι εντελώς ακατάλληλοι. Δεν πάνε για τα λεφτά, πάνε πολύ απλά επειδή τους αρέσει να δέρνουν. Αυτούς τους κόβει. Μετά έρχεται ένα χαρτάκι ή ένα τηλεφώνημα από ψηλά, με εντολή να τους περάσει. Κάνει ό,τι μπορεί για να το αποφύγει αλλά δεν είναι εύκολο. Υπάρχουν ισχυρές πιέσεις, υπάρχουν και άλλοι συνάδελφοι με λιγότερες αναστολές.

Μερικές περιπτώσεις ωστόσο είναι εντελώς παθολογικές. Έχει συναντήσει εν δυνάμει δολοφόνους, ανθρώπους εξαιρετικά επικίνδυνους – και με πολύ ισχυρές διασυνδέσεις, βουλευτές, υπουργούς, το αρχηγείο. Εκεί έχει πατήσει πόδι κι έχει αρνηθεί μέχρι τέλους. Έχει δεχτεί απειλητικά τηλεφωνήματα, στο υπηρεσιακό τηλέφωνο που δεν το ξέρουν παρά οι προϊστάμενοί του. Μια μέρα κάποιοι «άγνωστοι» πυροβόλησαν το σπίτι του. Η διεύθυνσή του είναι κρυφή, μόνο πολύ υψηλά κλιμάκια μπορούν να την ξέρουν.

- Φυσικά μπορεί να ήταν τυχαίο, λέει και ξεσπάει σε γέλια.
- Δεν έγινε έρευνα;
- Ήρθε η Σήμανση. Ό,τι ξέρεις, ξέρω.

Τα κορίτσια επιστρέφουν από την κουζίνα. Το μωρό ρουφάει λαίμαργα το γάλα στην αγκαλιά της μαμάς του. Μετά το βάζει στον ώμο και του χτυπάει απαλά την πλάτη να ρευτεί και το βάζει στο καρότσι. Κάνει να μας αποχαιρετήσει.

- Μπορείς να το πας μόνη σου; ρωτάει η φίλη αγγλικά.
- No problem, απαντάει η μαμά. Σταυροφιλάει τη γιαγιά και τη φίλη, κάνει ένα νεύμα προς τους υπόλοιπους και αποχωρεί. Έξω ο δρόμος είναι ήσυχος, ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο Σαββάτου.

- Πάμε κι εμείς σιγά σιγά, πολύ σας κρατήσαμε, λέει ο άρρεν του ψυχιατρικού ζεύγους και ανασηκώνεται.
- Τι θα κάνεις τώρα; ρωτάω σιγανά τη φίλη.
- Πήγε αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι γιατί θα ανησυχεί ο καλός μου.
- Α, μάλιστα...
- Σταθείτε να βγούμε μια φωτογραφία πρώτα, λέει η ψυχίατρος.

Βάζουμε τη γιαγιά στη μέση και στηνόμαστε εκατέρωθεν, με το ζεύγος να εναλλάσσεται σε ρόλο φωτογράφου. Έχουν μια μηχανή από τις παλιές, με φιλμ.

- Μόλις τις εμφανίσω θα βγάλω για όλους, λέει εμφατικά η ψυχίατρος.

Αποχαιρετάμε τη γιαγιά και τον Τάδε που στέκονται στην πόρτα. Σκέφτομαι ότι ηλικιακά (μπορεί και ιδεολογικά) ο τύπος θα μπορούσε να κρυβόταν στο διαμέρισμα της γιαγιάς στη Στουρνάρη πριν τριάντα χρόνια, τις μέρες του Πολυτεχνείου. Αλλά μου φαίνεται άστοχο να ρωτήσω. Βηματίζουμε μέχρι το πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας. Απέναντί μας η Πρεσβεία, απρόσιτη, και μια κλούβα ΜΑΤ. Οι τρεις τους πάνε προς την Αλεξάνδρας, εγώ προς το κέντρο.

- Θα σου στείλω τη φωτογραφία, μου φωνάζει η φίλη (φίλη;) φεύγοντας.
- Θα περιμένω, της φωνάζω.

Ψέμματα λέω, δεν περιμένω τίποτα. Ούτε εκείνη θα τη στείλει άλλωστε.

Κοιτάζω το κινητό. Οι φίλοι μου έχουν στείλει μήνυμα ότι θα μαζευτούν σε μια ταβέρνα στην Πλάκα και να μην αργήσω πολύ. Δεν είναι πολύ μακριά, προλαβαίνω.

Αργά αργά κατηφορίζω προς το κέντρο. Η Ηρώδου Αττικού είναι κλειστή από δυο κλούβες κάθετα. Βαριεστημένοι ΜΑΤατζήδες έχουν αποθέσει κράνη και ασπίδες και συζητάνε για ποδόσφαιρο.



Δεν είμαι βουτυρόπαιδο, δεν έιμαι αλανιάρης, Δεν είμαι ντιπ αμόρφωτος, ούτε και κουλτουριάρης / Δεν είμαι βέρος Έλληνας, δεν είμαι Ευρωπαίος, δεν είμαι πανκ, ούτε ροκάς, μα ούτε και Ζαγοραίος


11/11/19

Μια παρέκβαση στην Κρήτη - Patrick Leigh Fermor

Patrick Leigh Fermor (1915-2011) - εικόνα από εδώ.

Η Κρήτη έδωσε στις παλινδρομικές μου επιθυμίες την τελική τους στροφή. Παρ’ όλη τη νησιώτικη περηφάνια των κατοίκων της, το αίσθημα της απόστασης από την ηπειρωτική χώρα και την ιδιοτυπία της διαλέκτου που μιλούν και των συνηθειών τους, το νησί είναι μια σύνοψη της Ελλάδας. Οι ελληνικές αρετές και τα ελαττώματα, κάτω από πιο απότομα βουνά και πιο καυτό ήλιο, φτάνουν στον παροξυσμό. Είναι, με την κάθε άλλο παρά μειωτική έννοια με την οποία προσπάθησα να αποκαταστήσω τη λέξη, η πιο ρωμαίικη περιοχή από όλες· η τελευταία περιοχή που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι. Υπό άλλη έννοια είναι και η λιγότερο ρωμαίικη· η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων δυο αιώνες αργότερα από την υπόλοιπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. [...]

Όπως μερικά από τα όρη της Ηπείρου και της Μάνης, τα βουνά της Κρήτης ποτέ δεν υποτάχτηκαν εντελώς. Ο αγώνας μπορούσε να συντηρηθεί μόνο σε μια χώρα με άγρια βουνά, από ανθρώπους με εξαιρετική ζωτικότητα και αποφασιστικότητα. Δύσκολα θα βρεις χωριό όπου οι γέροι να μην έχουν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους τουλάχιστον μια εξέγερση και να θυμηθούν αυτάρεσκα τα κατορθώματα που έκαναν. [...] Όταν, μαζί με μια φούχτα άλλους σκορπισμένους Άγγλους, βρέθηκα κι εγώ ανακατεμένος σ’ εκείνα τα γεγονότα, τα βουνά ανάμεσα στον Ψηλορείτη και στα Λευκά Όρη έγιναν το καταφύγιό μας· οι άνθρωποι που ζήσαμε ανάμεσά τους ήταν ορεσίβιοι, βοσκοί και χωρικοί που ζούσαν ψηλά, πάνω από τους κάμπους και τις πολιτείες, μέσα σε συνθήκες πανομοιότυπες με τη ζωή και το περιβάλλον των επαναστατημένων κλεφτών οποιασδήποτε εποχής κατά τους τελευταίους αιώνες. Η σύγχρονη ζωή είχε απλούστατα βρει το πιο παράτολμο μετερίζι· πολλά από τα ελαττώματα της παράνομης ζωής στα βουνά είχαν αποχαλινωθεί. Η συνήθεια αιώνων, όπως είδαμε, απαιτούσε την αντίσταση με κάθε θυσία ενάντια στον κατακτητή. Είχε επίσης κληροδοτήσει έθιμα εκτός νόμου, που τώρα έκαναν θραύση ανάμεσα στους ίδιους τους Κρητικούς. Οι άνθρωποι αυτοί ανασταίνονται κυριολεκτικά με το μπαρούτι και την τουφεκιά· ο κάθε βοσκός περιφέρεται οπλισμένος, και η λατρεία για τ’ άρματα, καθώς και η επιδεξιότητα στη χρήση τους, κυριαρχούν στις ορεινές περιοχές. Η ζωοοκλοπή, μόλο που πάει να σβήσει, συνεχίζεται ακόμα. Οι γάμοι αρχίζουν πολλές φορές με την ένοπλη απαγωγή της νύφης από τον υποψήφιο γαμπρό και τους φίλους του, και οι αιματηρές βεντέτες, που έχουν ξεκινήσει από μια από αυτές τις δυο αιτίες, ή από μια προσβολή, από την οργή ή από μια ανταλλαγή πυροβολισμών, μπορούν να αποδεκατίζουν τις αντίπαλες οικογένειες επί δεκαετίες και να κλείσουν γειτονικά χωριά μέσα σε ένα αδιέξοδο εχθρότητας. Τρομερά πράγματα έχουν γίνει στο όνομα της οικογενειακής τιμής. [...]

Εδώ και αιώνες, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει σ’ εκείνους τους γκρεμούς και τα φαράγγια. Είχες την εντύπωση ότι το κάθε χωριό θα υπήρχε από τη μινωική εποχή. Δεν έβλεπες και πολλά πράγματα εκεί πέρα, έξω από καμμιά εκκλησία γεμάτη βυζαντινές τοιχογραφίες που μαδούσαν κι έναν κατηφορικό λαβύρινθο από δρομάκια όλο σκαλοπάτι και καλντερίμι· υπήρχαν ωστόσο λεπτότατες διαφορές στην ύφανση και στα σχέδια πάνω στις μπατανίες και τα βουργάλια τους και στον τρόπο που έδεναν οι άντρες τα κροσσωτά σαρίκια τους και στην κοψιά της κάπας με την κουκούλα, και σε μερικά χωριά μια ιδιαίτερη προφορά, παραλλαγή του κρητικού ιδιώματος, κι ακόμα μια διαφορά στο παρουσιαστικό. Κι όμως όλα μιλούσαν για συνέχεια κι έδειχναν συνταιριασμένα με τη ζωή που έκρυβαν μέσα τους. Όσες φορές κι αν είχανε πατηθεί και πυρποληθεί τα χωριά, ξαναχτίζονταν πάντα σύμφωνα με έναν απαράβατο τύπο. [...] έφερνα στο νου μου το ιδανικό του Αριστοτέλη για τις πρωτεύουσες των ελληνικών πολιτειών· οικισμοί τόσο μικροί, ώστε ν’ ακούγεται η φωνή ενός μόνο κήρυκα.

[...] Πουθενά σε όλη την Ελλάδα δε φανερώνεται τόσο ξεκάθαρα η λεβεντιά. Τούτη η ιδιότητα κλείνει μέσα της μια σειρά από χαρακτηριστικά: νιάτα, υγεία, σφρίγος, κέφι, χιούμορ, γρήγορο νου και γρήγορη δράση, επιδεξιότητα στα όπλα, το χάρισμα να αρέσεις στα κορίτσια, αγάπη για το τραγούδι και το πιοτό, γενναιοφροσύνη, ικανότητα να αυτοσχεδιάζεις μαντινάδες – εκείνες τις περίτεχνες, ζευγαρωτές ρίμες που τις τραγουδάνε μ’ ένα παιχνίδισμα στον δεύτερο στίχο – και «να πετάς σαν το πουλί» στους γρήγορους και παράφορους χορούς. Η λεβεντιά συχνά προϋποθέτει και τη δεξιοτεχνία στο παίξιμο της λύρας: είναι γενικά ένα πάθος για τη ζωή – ν’ αγαπάς το «ζην επικινδύνως» και να είσαι έτοιμος για όλα. [...] Όμορφα σκαμμένο και σκαλισμένο σε ξύλο καρυδιάς, αυτό το μαγληνό και λουστραρισμένο όργανο είναι ανάλαφρο σαν φτερό και πιάνει μια καταπλητική ποικιλία τρόπων. Συναρπαστική, όμοια με του βιολιού, η γραμμή της μελωδίας χύνεται ορμητικά, ανεβαίνει ψηλά, στροβιλίζεται, θρηνεί και αναγαλλιάζει με μια μανιοκαταθλιπτική ρευστότητα. Ήταν καλή τύχη να έχεις ένα λυράρη στην παρέα, κι όχι μόνο για τη μουσική· οι λυράρηδες έχουν πολύ γούστο· είναι συνήθως γρήγοροι στα πόδια, πρώτοι στο σημάδι· με λίγα λόγια, το πρότυπο της λεβεντιάς.

[...]

Το υπόβαθρο στη ζωή των Κρητικών παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Οράματα, συσσωρευμένα μέσα σε χίλιες σχεδόν μέρες και νύχτες, παρουσιάζονται στο νου μου και παίρνουν το ένα τη θέση του άλλου, γοργά σαν φωτεινές διαφάνειες: Κρητικοί να τρέχουν σκορπισμένοι ανάμεσα στις ελιές, να πυροβολούν πίσω από βράχους και τοίχους, έπειτα να παίρνουν πάλι δρόμο· να καταριώνται τις πληγές, να πεθαίνουν στωικά· να το σκάνε από χωριά γεμάτα φλόγες κι εκρήξεις, προφέροντας υποσχέσεις για εκδίκηση μέσα από τα δόντια τους· να κάθονται, σε ειρηνικές στιγμές, γαλήνιοι κάτω από το μεγάλο πλάτανο του χωριού· να τρυγάνε σταφύλια μέσα σε τεράστια κοφίνια· να τα πατούν για να κάνουν το κρασί· να παρακολουθούν τις γυναίκες που μαζεύουν τις ελιές ραβδίζοντας τα κλαδιά με μακριά καλάμια, με τον καρπό να πέφτει βροχή πάνω στις ζωηρόχρωμες μπατανίες που έχουν απλώσει από κάτω· να φορτώνουν στα μουλάρια τυριά σαν μυλόπετρες· να σηκώνουν σύννεφο τη σκόνη χορεύοντας στον ξέφρενο ρυθμό της λύρας· να μαζεύονται τα μεσάνυχτα σε μια εκκλησιά με καραούλια στημένα γύρω της, ενώ κάποιος επικηρυγμένος ξένος μπαίνει νονός στο παιδί ενός φίλου· να γλεντάνε μετά σ’ ένα δώμα και ν’ αδειάζουν τα πιστόλια τους στον αέρα για να φέρουν καλοτυχιά στο νεοφώτιστο κοριτσάκι. Θα βρεις εδώ σκηνές μάχης, δράματα, εικόνες της καθημερινής ζωής, αποσπάσματα από συνομιλίες, πανηγύρια και ποιμενικά ειδύλλια, όλα τούτα χωρισμένα σε γκρο-πλαν που ακινητοποιούν αυτό τον κόσμο και τον κάνουν να προβάλλεται και να υποχωρεί στις δικές του διαστάσεις.

[...] Σ’ έναν τόπο όπου τα πάντα είναι παράφορα και ακραία, αφθονούσαν και τα ελαττώματα. Το πάθος για τα όπλα, η φανταχτερή φορεσιά, η απέραντη και έκδηλη τοπικιστική περηφάνια εκφυλίζονται καμμιά φορά. Υπάρχει μια επιζήμια μειοψηφία από παλικαράδες, όπως τους λένε – ένοπλους καυχησιάρηδες μπράβους, αντίθετα με τα παλικάρια, τους πολεμιστές – και ψευτοκαπεταναίους. Μερικοί απ’ αυτούς αποδείχτηκαν, αναπάντεχα, ισάξιοι με τις πιο έξαλλες καυχησιολογίες τους. Άλλοι αερολογούσαν γυρίζοντας μονάχοι τους τα ριζοβούνια ή κολλούσαν, ώσπου να μπορέσει κανένας να τους ξεφορτωθεί, στις οπισθοφυλακές των αντάρτικων σωμάτων· άχρηστα στόματα που έπρεπε να τα ταΐζεις, και βάρος για τους αρχηγούς. (Είναι ένας τύπος Κρητικού που, στην Αθήνα ή στην ηπειρωτική Ελλάδα χαλάει τη φήμη του νησιού σε περιοχές που δε γνωρίζουν την ίδια την Κρήτη). Η δυσπιστία μπρος στην αλήθεια θόλωνε πότε πότε τα πράγματα, και εξάλλου τα φαράγγια ήταν εύκολοι δρόμοι για τις διαδόσεις – το ψιθύρισμά τους εκεί κάτω ήταν τόσο έξω από την πραγματικότητα όσο το βουητό της θάλασσας μέσα στους γύρους ενός κοχυλιού. Οι υποψίες και οι ζήλιες αναμεταξύ τους γίνονταν συχνά εμπόδιο στο δρόμο μας. Η συνεργασία με τον εχθρό ήταν αξιοθαύμαστα σπάνια, η προδοσία ακόμα σπανιότερη. Τα πεισματάρικα κεφάλια τσούγκριζαν καμμιά φορά, ο θυμός φούντωνε, τα φαράγγια αντιλαλούσαν από τα τελεσίγραφα.

- Αχ, Μιχάλη μου, μου είπε ένας γέρο-Κρητικός σε μια τέτοια στιγμή, φτάνει να βάλουμε μια γυάλινη σκεπή πάνω σε τούτο το νησί και θα έχουμε ένα τρελοκομείο πρώτης...

Πάτρικ Λη Φέρμορ - Ρούμελη
(Εκδόσεις Κέδρος, Μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη)

Σ.Σ. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ή Μιχάλης ή Φιλεντέμ έζησε μια μακρά και ενδιαφέρουσα ζωή, στη διάρκεια της οποίας ασχολήθηκε αρκετά με τα ελληνικά πράγματα (αρκετά ώστε να γράφει ο τάφος του ως επιτύμβιο τον καβαφικό στίχο Ὑπῆρξεν ἔτι τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικός). Το κείμενο είναι γραμμένο γύρω στο 1960 - ένα εκτεταμένο κεφάλαιο για την Κρήτη ως παρέκβαση σε ένα βιβλίο που μιλάει για όψεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ήδη παλιακές την εποχή εκείνη. Οι λέξεις με πλάγια είναι γραμμένες ελληνικά στο αγγλικό κείμενο.

Δεν ξέρω αν στους παλικαράδες της περιγραφής θα αναγνώριζε σήμερα άλλα ελαττώματα της κρητικής ζωής (ξέρω γω μπαλωθιές, καπετανιλίκια, κούπες, οδήγηση) αλλά στα δικά μου μάτια η περιγραφή είναι λίαν αναγνωρίσιμη εξήντα χρόνια μετά.

Αλλά και η δική μου παρέκβαση στην Κρήτη τελειώνει κάπου εδώ κοντά - ας κρατήσουμε τα καλύτερα πράγματα της εμπειρίας· τον ήχο της λύρας ας πούμε, ή τους παράφορους χορούς. Ή εκείνη τη μαντινάδα που λέει:

Η λεβεντιά είναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει
Θε’ μου, και πώς τηνε βαστά εκείνος που την έχει.



Και καλό μας ταξίδι.


12/5/18

Δέσποινα (Ίταλο Καλβίνο)

Μια εικονογράφηση της Δέσποινας από την Carina Puente Frantzen, ο σύνδεσμος από εδώ.

Με δύο τρόπους φτάνει κανείς στη Δέσποινα: με το πλοίο ή με την καμήλα. Η πόλη παρουσιάζεται διαφορετικά σε όποιον έρχεται από τη στεριά και σε όποιον έρχεται από τη θάλασσα.

Ο καμηλιέρης που βλέπει να εμφανίζονται στον ορίζοντα του οροπεδίου οι κορυφές από τους ουρανοξύστες, οι κεραίες από τα ραντάρ, να χτυπάνε στον άνεμο οι λευκοί και κόκκινοι ανεμοδείκτες, να βγάζουν καπνό οι καπνοδόχοι, βάζει με το νου του ένα πλοίο· ξέρει ότι πρόκειται για μια πόλη αλλά τη σκέφτεται σαν ένα καράβι που τον παίρνει μακριά από την έρημο, ένα ιστιοφόρο έτοιμο να σαλπάρει, με τον άνεμο που ήδη φουσκώνει τα άλυτα ακόμα πανιά του, ή τον ατμό στο λεβητοστάσιο που δονεί τη σιδερένια καρίνα, και σκέφτεται όλα τα λιμάνια, τα υπερπόντια εμπορεύματα που οι γερανοί αδειάζουν πάνω στους μόλους, τα καπηλειά στα οποία πληρώματα από διαφορετικές σημαίες σπάνε μπουκάλια στα κεφάλια ο ένας του άλλου, τα φωτισμένα παράθυρα των ισογείων, το καθένα με μια γυναίκα που χτενίζεται.

Στην καταχνιά της ακτής ο ναυτικός ξεχωρίζει το σχήμα της καμπούρας μιας καμήλας, τα λαμπερά κρόσσια της κεντημένης σέλας ανάμεσα σε δυο πιτσιλωτές καμπούρες που προχωρούν λικνιζόμενες, ξέρει πως πρόκειται για μια πόλη αλλά τη φαντάζεται σαν μια καμήλα από το σαμάρι της οποίας κρέμονται ασκιά και δισάκια γεμάτα γλασαρισμένα φρούτα, μπουκάλια με κρασί από χουρμάδες, φύλλα καπνού, και ήδη βλέπει τον εαυτό του επικεφαλής ενός μεγάλου καραβανιού που τον πηγαίνει μακριά από την έρημο της θάλασσας, προς οάσεις με γλυκό νερό στην οδοντωτή σκιά των φοινίκων, προς παλάτια με χοντρούς ασβεστωμένους τοίχους, με εσωτερικές αυλές από πλακάκια πάνω στα οποία χορεύουν ξυπόλυτες οι χορεύτριες, και κουνάνε τα χέρια τους λίγο μέσα και λίγο έξω από το πέπλο.

Η κάθε πόλη παίρνει το σχήμα από την έρημο στην οποία αντιστέκεται· έτσι βλέπουν τη Δέσποινα, πόλη-σύνορο ανάμεσα σε δύο ερήμους, ο καμηλιέρης και ο ναύτης.

Ίταλο Καλβίνο - Οι αόρατες πόλεις
Οι πόλεις και η επιθυμία 3

(Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004)