ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/7/13

Επιχειρηματίας, part 1.

(Φωτό από το enet.gr)

Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ειδικά σε καιρούς κρίσης σαν αυτούς, ό,τι κάνει κανείς καλό είναι. Κι ας καταλήγει να αποδέχεται πράγματα που λίγα χρόνια πριν δε θα του πέρναγαν καν από το μυαλό ή θα έβλεπε άλλους να τα κάνουν και θα έλεγε «βρε τους κακόμοιρους, τι πάθανε…». Πλην όμως έχει ο καιρός γυρίσματα, κι έρχεται η ώρα που αρχίζεις να σκαλίζεις το διαδίκτυο με ερωτήματα όπως «δελτίο παροχής υπηρεσιών» ή «ίδρυση ατομικής επιχείρησης». Αν και το ξέρεις χρόνια ότι το «επιχειρείν» δεν το έχεις στο αίμα σου, καθότι ο αληθινός επιχειρηματίας πρέπει να μπορεί να αποκομίζει υπεραξίες, ενώ εσένα η φιλοδοξία σου είναι να έχεις ένα κατιτί προς το ζειν ίσα για να μπορείς να απασχολείς το μυαλό σου με άλλα πράγματα χωρίς φοβερά άγχη, και τις υπεραξίες με χαρά θα τις άφηνες για διάφορους άλλους αναξιοπαθούντες άμα μπορούσες. Μισθωτός είσαι, έστω ψευδεπίγραφος, και ως τέτοιος εξακολουθείς να αντιμετωπίζεις τα πράγματα.

Αλλά τι να κάνουμε, έχει ο καιρός γυρίσματα, είπαμε, και να ‘σαι με τη λίστα με τα απαιτούμενα χαρτιά στο χέρι. Τι λέει εδώ; Έδρα επιχείρησης. Ούτε συζήτηση να βάλεις το σπίτι που μένεις (οι ιδιοκτήτες δε θα χαρούν), οπότε μια και δυο στο μπαμπά για υπεύθυνη δήλωση ότι σου παραχωρεί το δικό του (στο οποίο δε μένεις εδώ και δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, αλλά ο νόμος το δέχεται και ποιοι είμαστε εμείς που θα τον αμφισβητήσουμε άλλωστε;). Ο μπαμπάς συναινεί, φυσικά (αν ήθελε ας έκανε κι αλλιώς) και μετά από μια μικρή παράκαμψη πάτε στο ΚΕΠ να σου υπογράψει την υπεύθυνη δήλωση. Λαμβάνεις βεβαιώσεις υπογεγραμμένες και σφραγισμένες, κάνεις και μια δεύτερη παράκαμψη για αλλαγή στοιχείων μητρώου, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και ετοιμάζεσαι για ταξιδάκι Επιμελητήριο – ΟΑΕΕ (πρώην ΤΕΒΕ) – ΔΟΥ.

Είσαι σχετικά ενήμερος μέσω διαδικτύου για την απαραίτητη χαρτούρα, αν και οι σχετικές περιγραφές ποικίλλουν κάπως. Καλού κακού έχεις εντοπίσει τους σχετικούς Νόμους και Προφήτες (κοινώς εγκυκλίους) στο διαδίκτυο από διάφορους αντίστοιχους ψευδεπίγραφους μισθωτούς καλή ώρα που έτρεχαν από δω κι από κει πριν από σένα. Έχεις βάλει τα πάντα σε ένα φάκελλο που τον κουβαλάς μαζί σου και τον εμπλουτίζεις αναλόγως. Και μια ωραία πρωία παρκάρεις έξω από το παράρτημα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου κάπου στα νότια προάστια. Το διαδίκτυο σε έχει προϊδεάσει ότι θα γίνεται της παλαβής. Αντιθέτως, δεν υπάρχει ψυχή, εκτός από τις δυο κοπέλες που κάθονται στα γραφεία και μιλάνε στο τηλέφωνο. Η μία είναι ωραιοτάτη, ομολογουμένως. Η άλλη όχι και τόσο.

Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο απευθύνομαι στην πιο ωραία μόλις κλείνει τη συσκευή.

- Ήρθα να μου δώσετε μια βεβαίωση ότι δεν χρειάζεται να γραφτώ στο Επιμελητήριο.
- Μα φυσικά και δεν πρόκειται να σου δώσουμε τέτοιο πράγμα.
- Μα ο νόμος προβλέπει ότι δεν απαιτείται εγγραφή στο Επιμελητήριο.


Προς επίρρωσην βγάζω το φορολογικό νόμο, τον προγενέστερο νόμο που ορίζει τι είναι εισόδημα και τις δύο σχετικές εγκυκλίους. Για έμφαση έχω ήδη υπογραμμίσει τη λέξη «βιολόγοι» στα εξαιρούμενα επαγγέλματα. Καλού κακού έχω υπογραμμίσει επίσης τους εκπαιδευτικούς, τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, και τους εισηγητές σε σεμινάρια· δεν ξέρεις ποτέ.

- Μη μου λες επαγγέλματα. Πες μου ΚΑΔ.
- Φυσικά, λέω χαμογελώντας, ορίστε.

Και της πασάρω το προτυπωμένο χαρτάκι με τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας που έχω επιλέξει. Δυο ώρες έψαχνα τα κατάλληλα νούμερα, πήρα όλο τον κατάλογο σβάρνα. Μέχρι και οι ιερόδουλοι έχουν ΚΑΔ. Και οι ιεροψάλτες. Άλλον, βέβαια. Η ωραία δίνει το χαρτάκι στην όχι και τόσο ωραία η οποία περιεργάζεται τις ΚΑΔ και την περιγραφή της καθεμιάς, αντιγραμμένα κατευθείαν από από την ιστοθέση του Υπουργείου Οικονομικών. Στο τέλος αποφαίνεται:

- Ναι, δεν απαιτείται εγγραφή στο Επιμελητήριο.
- Ωραία, θα μου δώσετε μια βεβαίωση;
- Όχι.
- Γιατί όχι;
- Γιατί κανένας νόμος δε λέει ότι πρέπει να δίνουμε βεβαιώσεις. Ούτε καμμιά εγκύκλιος.
- Ορίστε;
- Δεν είμαστε Δημόσιο εδώ να εκδίδουμε βεβαιώσεις. Κανονικά οι εφορίες πρέπει να το ξέρουν αν χρειάζεται ή όχι εγγραφή.
- Αλλά βαριούνται να το ψάξουν,
συμπληρώνει η ωραία.
- Και τι να κάνω εγώ;
- Προεγγραφή,
λένε και οι δύο με ένα στόμα.

Ο φάκελλος με τη χαρτούρα μάλλον δε θα μου χρησιμεύσει και πολύ εδώ. Κοιτάω την ωραία με ύφος απορίας. Μου χαμογελάει. Έχει ωραίο χαμόγελο.

- Άκουσε να δεις τι θα γίνει. Εσύ θα μας κάνεις εδώ μια αίτηση προεγγραφής. Τζάμπα είναι, θα σου δώσω μια βεβαίωση επιτόπου. Θα πας με τη βεβαίωση στο Μητρώο της ΔΟΥ να κάνεις έναρξη. Πρόσεξε να πας νωρίς, έχει τεράστιες ουρές με τους κλειδάριθμους.
- Το ξέρω...
της λέω ξέπνοα.
- Αφού κάνεις την έναρξη, θα ξανάρθεις εδώ να σου δώσουμε ένα αντίγραφο του Νόμου, αν και από ό,τι βλέπω το έχεις ήδη. Εμείς θα γράψουμε στα χαρτιά μας ότι η προεγγραφή σου ακυρώνεται διότι δεν προβλέπεται η εγγραφή για τους συγκεκριμένους ΚΑΔ. Εσύ μετά θα πας όπου αλλού χρειάζεται, στο ΤΕΒΕ ξερω γω, και θα καταλήξεις με όλα τα χαρτιά πάλι στην εφορία, στον Κώδικα. ΚΒΣ. Κατάλαβες μέχρι εδώ;
- Φυσικά, είμαι διαβασμένος.


Μου ξαναχαμογελάει. Μιλάμε για πολύ ωραίο χαμόγελο.

- Κι όταν σου πούνε στον Κώδικα «πού είναι η βεβαίωση εγγραφής», εσύ θα τους κάνεις πάσα το νόμο και τις εγκυκλίους. Κατάλαβες;
- Μα δεν έπρεπε να το ξέρουν μόνοι τους;
- Έπρεπε
, μου απαντάνε και οι δυο με ένα στόμα. Αλλά τι ψάχνεις τώρα;

Παίρνω τη βεβαίωση προεγγραφής και φεύγω τρέχοντας για τον ΟΑΕΕ. Ευτυχώς δεν είναι πολύ μακριά, και έχει και θέση να παρκάρεις από κάτω (νότια προάστια, είπαμε). Ανεβαίνω στο γκισέ που μου υποδεικνύουν. Δεν έχει καθόλου κόσμο. Έχει κλιματισμό. Είναι πολύ συμπαθητικά. Με κοιτάει μια υπάλληλος πίσω από το τζάμι. Της χαμογελάω. Εκείνη δε μου χαμογελάει καθόλου.

- Τι ώρα είναι αυτή; ρωτάει.
- Δώδεκα και είκοσι, της λέω.
- Σε δέκα λεπτά κλείνουμε.
- Μα έξω γράφει ότι κλείνετε στη μία.
- Στη μία κλείνει το κτίριο. Το Ταμείο κλείνει στις δωδεκάμιση.
- Ε, έχουμε δέκα λεπτά ακόμα.
- Τι θέλετε;
- Να εγγραφώ για να κάνω έναρξη επαγγέλματος.
- Α, πα, πα, πα, πα, δεν προλαβαίνουμε.
- Είστε σίγουρη;
- Μα φυσικά, πρώτη φορά το κάνω; Άλλωστε είμαι βέβαιη ότι δεν έχετε όλα τα απαραίτητα χαρτιά μαζί σας.


Αυτό είναι πρόκληση σε μονομαχία. Τη δέχομαι. Ακουμπάω το φάκελλο πάνω στο γκισέ.

- Ε, δε μου λέτε τι είναι μήπως τα έχω ήδη;

Τώρα μου χαμογελάει. Στ' αλήθεια. Αλλά με ύφος συμπόνοιας, τύπου «κακόμοιρο παιδί, αν ήξερες με τι έχεις μπλέξει».

- Φωτοτυπία ταυτότητας.
- Ορίστε.
(1-0)
- Βεβαίωση ιδιοκατοίκησης ή μισθωτήριο συμβόλαιο ή υπεύθυνη δήλωση θεωρημένη από ΚΕΠ...
- Νάτη
(2-0).
- Βεβαίωση ΑΜΚΑ.
- Εδώ την έχω
(3-0).
- Καρτέλα ενσήμων ΙΚΑ αν έχετε ασφαλιστεί παλιά εκεί. Την πρώτη πρώτη αν είναι πριν το 1993.
- Μα βέβαια, ορίστε
(4-0).

Παίρνει μια ανάσα.

- Έψιλον εννιά.
- Τι έψιλον εννιά;
(το φάγαμε το γκολάκι...).
- Αυτουνού που υπογράφει την υπεύθυνη δήλωση. Και επιπλέον αίτηση συμπληρωμένη.
- Εδώ την έχω.
(5-1)
- Τι είναι αυτό; Αυτή είναι του παλιού ΤΕΒΕ.
- Μα αυτήν έχει το σάιτ
(όχι μόνο μας το ακυρώσανε αλλά φάγαμε και αυτογκόλ στην αντεπίθεση, γμτ).
- Όχι, όχι, αυτήν που θα σας δώσω εγώ. Το σάιτ είναι παλιό. Ορίστε.
- Και τελειώσαμε;
(να το κρατήσουμε στο 4-2 έστω...)
- Όχι, θέλετε και το απογραφικό δελτίο. Νάτο.
- Και τέλος;
(4-3. Το βλέπω να 'ρχεται.)
- Και μια υπεύθυνη δήλωση που θα σας δώσω εγώ.
- Εντάξει
(4-4 τελικό, έστω ισοπαλία), άρα αν έρθω αύριο με όλα αυτά συμπληρωμένα...

Με κοιτάζει πάλι με το χαμόγελο «κακόμοιρο παιδί».

- Αύριο είναι 28 του μήνα.
- Πράγματι.
- Αν έρθετε αύριο θα πρέπει να σας χρεώσω ασφάλιστρα και για αυτό το μήνα.
- Μα έναρξη θα κάνω την 1η του επομένου μήνα.
- Ακριβώς. Γι’ αυτό ελάτε την άλλη βδομάδα να σας χρεώσω ασφάλιστρα για τον επόμενο μήνα μόνο. Α, και τέλος εγγραφής 111,15 ευρώ.


Αναρωτιέμαι αν η ήττα με 5-4 είναι έντιμη ήττα. Η κοπέλα κοιτάει το ρολόι της.

- Δώδεκα και τριανταένα. Κλείσαμε.

Μάλλον ξεκάθαρη ήττα είναι, γαμώτο. Αλλά τον άλλο μήνα, πάλι με χρόνους με καιρούς, θα πάρω το αίμα μου πίσω. Προς το παρόν μαζεύω τις αιτήσεις και τα απογραφικά και πάω στο πατρικό να εντοπίσω κανένα ξεχασμένο Ε9.

Αλλά θα ξανάρθω. Την άλλη βδομάδα. High noon.

(συνεχίζεται)

27/7/13

Οικειοποίηση

Κάτι με κόκκινα ανθάκια, λεμονοθύμαρο, κάτι με μωβ ανθάκια (ξεράθηκε μετά), ρίγανη (πήρε τα πάνω της), βασιλικός (ομοίως), δυόσμος, κάτι άλλο. Μια δυναμικά εξελισσόμενη βιοκοινωνία στο μπαλκόνι (χώρια τα περιστέρια).

Δίπλα στην εξώπορτα, πέντε μωρά γατάκια θηλάζουν τη μάνα τους πάνω στην καρότσα ενός 4x4. Ένας κυριούλης τα παρατηρεί και τους μιλάει με τρυφερότητα· εικάζω ότι θα είναι αυτός που αφήνει κάθε μέρα το φαγητό στη μαμά-γάτα και σε μια άλλη που καραδοκεί λίγο πιο πέρα. «Είναι η γιαγιά», μου εξηγεί καθώς ανοίγω για να μπω στην πολυκατοικία. Μπαίνει μαζί μου και μου ανοίγει την πόρτα του ασανσέρ καθώς είμαι φορτωμένος ψώνια.

- Τι όροφο πάτε;
- Τρίτο.
- Α, εσείς είστε που μένετε στου Ιταλού...


Ναι, εγώ είμαι, μόνο που δεν είναι Ιταλός ο άνθρωπος, Έλληνας είναι, παρότι «πολίτης του κόσμου» από αρκετές απόψεις. Βέβαια η σύζυγος είναι όντως Ιταλίδα, και τα παιδιά μιλάνε εξίσου και τις δυο γλώσσες· ίσως και μερικές ακόμα. Ο κυριούλης μου ανοίγει πάλι την πόρτα στην έξοδο και τον αποχαιρετώ με ένα κρητικότροπο «ώρα καλή». Ανοίγω την πόρτα του διαμερίσματος, χωρίς πλέον να σκοντάφτω πάνω σε ανοιγμένες βαλίτσες. Έχω κλείσει μήνα και έχω αρχίσει πια να το συνηθίζω.

Το σπίτι είναι σαφώς μεγαλύτερο από τις ανάγκες μου αλλά και σαφώς καλύτερο από οποιοδήποτε άλλο θα μπορούσα να έχω υπό τις δεδομένες περιστάσεις. Οι επίσημοι κάτοικοί του έχουν αφήσει προσωρινά τη χώρα για να δουλέψουν αλλού, με την εν λόγω προσωρινότητα να αναμένεται να διαρκέσει κάμποσα χρόνια ή ίσως δεκαετίες. Εκμεταλλευόμενος την καλωσύνη τους μένω κι εγώ προσωρινά εδώ· δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει η δική μου προσωρινότητα. Αλλά έχω συνηθίσει πια, έχοντας αλλάξει ήδη εννιά σπίτια σε τρεις χώρες τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οπότε δε μου πέφτει και πολύ βαριά η προσωρινότητα του δέκατου.

Φεύγοντας οι ιδιοκτήτες πήραν φαντάζομαι τα περισσότερα από τα πράγματά τους, αλλά άφησαν πίσω κάτι που εκτιμώ πάρα πολύ στα σπίτια: άδειους χώρους. Φυσικά επιπλωμένο είναι, αλλά με τα απαραίτητα. Οι κρεβατοκάμαρες έχουν από ένα κρεβάτι, ίσως κι ένα απλό κομοδίνο. Στο σαλόνι υπάρχουν δυο καναπέδες που μπορούν να γίνουν κρεβάτια εύκολα· αν μη τι άλλο το σπίτι προσφέρεται για φιλοξενία. Υπάρχει ακόμα ένα μεγαλούτσικο ξύλινο τραπέζι κι ένα μικρότερο, κι ένα γραφειάκι. Το ηλεκτρικό πιανάκι των παιδιών. Άφθονα ράφια, μισογεμάτα ή μισοάδεια, όπως το πάρει κανείς.

Τακτοποιώ τα ψώνια στην κουζίνα και σκέφτομαι πόσο δε μου είχε λείψει καθόλου η Ηρακλειώτικη διαδικασία ανεβάσματος εξάδων εμφιαλωμένου νερού, καθότι της βρύσης δεν πίνεται. Θυμάμαι την ειλικρινή απορία κάποιων συναδέλφων εδώ προ τριετίας και βάλε όταν τους έλεγα ότι πάω στην Ολλανδία να μείνω σε ένα σπίτι στον τέταρτο όροφο, χωρίς ασανσέρ: «Μα πώς θα ανεβάζεις τα νερά;». Τους είχα εξηγησει ότι θα τα ανέβαζα όπως τα ανεβάζουν στην Αθήνα – δεν είχαν καταλάβει όλοι το πνεύμα μου. Τώρα σπρώχνω πάλι τα εμφιαλωμένα στο ντουλάπι, πλην ενός που πάει στο ψυγείο. Καλοκαίρι γαρ.

Δεν κάνει πολύ ζέστη φέτος. Το σπίτι είναι διαμπερές κι έχω τα παράθυρα ανοιχτά όλη μέρα έτσι που ένα διαρκές αεράκι φυσάει στο σαλόνι και το διάδρομο ως την κρεβατοκάμαρα. Το αεράκι κουνάει ένα κινέζικο κουδουνάκι που κρέμεται από τη μπαλκονόπορτα. Νόμιζα ότι είναι από αυτά που λένε ονειροπαγίδες, αλλά η Μαρία που ξέρει από τέτοια οριεντάλ αντικείμενα μου είπε ότι είναι ένα καλαμένιο melody. Μέλοντι-ξεμέλοντι έχει ιδιαιτέρως υπνωτική επίδραση, ειδικά αν έχεις ξαπλώσει στον καναπέ. Τις πρώτες μέρες μου φαινόταν λίγο παράξενο, τώρα το έχω συνηθίσει. Εδώ συνήθισα τους χτύπους από το ρολόι της εκκλησίας κάθε μισή ώρα (ευτυχώς σταματάει 11 το βράδι με 7 το πρωί) και τις καμπάνες στον εσπερινό και τη λειτουργία, όπως είχα συνηθίσει τους αντίστοιχους χτύπους από το ρολόι του Δημαρχείου του Λέιντεν ή τον καθεδρικό του Οέιρας.

Βγαίνω στο μπαλκόνι να ποτίσω τα λουλούδια. Όταν πρωτοήρθα επιβίωνε μόνο μια γλαστρούλα αριστερά, ένα γεράνι και ένα καχεκτικό αναρριχώμενο με ελάχιστα κιτρινισμένα φύλλα. Ίσως και μια μισοξεραμένη ρίγανη. Άρχισα να τα ποτίζω ενθυμούμενος ένα γεράνι που επιβίωνε απότιστο για μήνες στο πρώτο από τα εννιά προηγούμενα σπίτια μου. Ύστερα η Δ. μου φύτεψε βασιλικό και λεμονοθύμαρο και κάτι άλλα με κόκκινα λουλουδάκια που δεν ξέρω πώς τα λενε, ο Σίρο Ρεδόνδο μας έδωσε επιπλέον δυόσμο και αλόη. Η ρίγανη ζωντάνεψε, το αναρριχώμενο επίσης, κι ένας ωκεανός από γλυστρίδες κάλυψε κάποιες άδειες γλάστρες που ποτίστηκαν τυχαία. Μία ακόμα φαίνεται πως περιείχε κάποιους βολβούς, καθώς μια μέρα εμφανίστηκαν κάτι ροζ-μωβ κρινάκια πάνω σε κάτι υποτυπώδεις βλαστούς, πριν καν πετάξουν φύλλα.

Ροζ-μωβ κρινάκια εκ του μη όντος (εδώ πάνω από αναφυόμενες γλυστρίδες). Αρκεί λίγο πότισμα (εντάξει, και κάτι ξεχασμένοι βολβοί).

Το ρολόι της εκκλησίας χτυπάει το χαρακτηριστικό χτύπημα του «και μισή» καθώς βραδιάζει. Ο Άγιος Μηνάς ετοιμάζεται για τη βραδινή περιπολία στα στενά του Μεγάλου Κάστρου. Ξαναμπαίνω στο σαλόνι και θυμάμαι για πολλοστή φορά ότι πρέπει να συμμαζέψω τον προτζέκτορα. Ο ιδιοκτήτης άφησε πίσω του μαζί με τον προτζέκτορα και μια αρκετά μεγάλη συλλογή DVD με κλασικές, ως επί το πλείστον, ταινίες. Τις Παρασκευές συνήθιζε να μας καλεί για πίτσα και σινεμά· μια καλή συνήθεια που σκέφτηκα να διατηρήσω. Τις προάλλες μάζεψα μερικούς φίλους να δούμε το Little Land, ένα ντοκυμανταίρ με σοβαρούς δεσμούς με τους διαδοχικούς ενοίκους του σπιτιού, εμού συμπεριλαμβανομένου. Μαζευτήκαμε οχτώ· όχι κι άσχημα. Ήταν μια κάπως ζεστή νύχτα και πείστηκα ότι το «σινεμά» μάλλον δεν είναι θερινό. Αλλά από το φθινόπωρο θα το επαναλάβουμε, μάλλον. Και με πίτσα.

Ψάχνω τα διάφορα τηλεκοντρόλ που με μπερδεύουν αναζητώντας το σωστό. Φταίω κι εγώ βέβαια που στα υπάρχοντα πρόσθεσα ένα ακόμα με τον αποκωδοποιητή, θεωρώντας ότι πρέπει να εγκαταστήσω ψηφιακή τηλεόραση μήπως τη θέλουν όταν ξαναγυρίσουν, αν και δεν προβλέπεται στο ορατό μέλλον. Εγώ πάλι πολύ σπάνια βλέπω οτιδήποτε, ειδικά με κλειστή ΕΡΤ. Προτιμώ όταν είμαι μόνος τα βράδια και δε χαζολογάω στα μπλογκς και στα σόσιαλ μήντια να αράζω στον καναπέ και να τσιμπολογάω σελίδες από τα βιβλία που άφησαν πίσω τους οι ιδιοκτήτες. Τα δικά μου δεν τα κουβάλησα άλλωστε, εκτός από το «Ιστιοπλοΐα και ναυτική τέχνη» και ένα δυο μισοδιαβασμένα. Ατυχώς κάμποσα μου είναι απροσπέλαστα (συμπεριλαμβανομένης μιας εκτεταμένης συλλογής μικι-μάους) καθότι είναι στα ιταλικά, ενώ και τα αγγλικά (όχι και λίγα) τα ψιλοβαριέμαι για αρχή. Οπότε μένουν τα ελληνικά, κι έτσι εσχάτως περιπλανιέμαι ανάμεσα στην Ιστορία του Εμφυλίου του Μαργαρίτη και το Σκοτεινό Αιώνα του Μαζάουερ, με έμφαση μάλλον στο τελευταίο.

Γυρίζω τις σελίδες διαβάζοντας για την άνοδο του ναζισμού προπολεμικά και αναζητώντας αναλογίες με την κρίση του σήμερα. Ένα αεράκι περνάει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα· το καλαμένιο μέλοντι ηχεί χαρακτηριστικά. Τα δάχτυλά μου μυρίζουν ανάκατα βασιλικό, λεμονοθύμαρο και δυόσμο. Το ρολόι χτυπάει εννιά φορές.

Begins to feel like home, που λένε.


Σ.Σ. Στον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη είχα διαβάσει ότι ο πολιούχος του Κάστρου Άγιος Μηνάς έβγαινε από την εικόνα του και περιπολούσε, λέει, έφιππος τα βράδια προστατεύοντας τους χριστιανούς από τυχόν επιθέσεις των Τούρκων. Το ντοκυμανταίρ του (κρητικού) Νίκου Νταγιαντά Little Land σε παραγωγή της Anemon, αφορά ένα ζευγάρι που εγκαταλείπει την Αθήνα της κρίσης και εγκαθίσταται (κάπως ανεπιτυχώς ίσως, εν τέλει) στην Ικαρία αναζητώντας ένα εναλλακτικό πρότυπο ζωής. Από όσο ξέρω, την παλεύουν ακόμα, αν και χωριστά. Τους εύχομαι κάθε επιτυχία, αν και ως καριώτης υποψιάζομαι ότι είναι σκούρα μάλλον τα πράγματα.

Το βιβλίο του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ «Σκοτεινός Αιώνας» αφορά την ιστορία του 20ου αιώνα και περιστρέφεται γύρω από τη σχετική αποτυχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας να επικρατήσει έναντι των ανταγωνιστικών μοντέλων του κομμουνισμού και του ναζισμού (μοντέλων που ο συγγραφέας ρητά διαχωρίζει). Μπορεί νομίζω να διαβαστεί συμπληρωματικά με την «Εποχή των Άκρων» του Έρικ Χομπσμπάουμ, αν και η οπτική τους είναι διαφορετική. Σε κάθε περίπτωση είναι λίαν διδακτικό και για την εποχή μας, καθώς μερικά πράγματα που μας φαίνονται καινοφανή απλώς τονίζουν την αδύναμη ή επιλεκτική μνήμη μας. Συνίσταται η ανάγνωση συνοδεία μέλοντι ή ίσως τζιτζικιών· γιατί όχι;


6/7/13

Κάτοικος εσωτερικού

(Φωτό από το σάιτ www.news247.gr)

Έβαλα το ξυπνητήρι γύρω στις εξίμισι. Για τα δικά μου ικαριακά μέτρα αυτό ισοδυναμεί με απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά είχα σοβαρούς λόγους να το κάνω. Εφτά και δέκα ήμουν στο δρόμο, οχτώ παρά τέταρτο έβγαινα από τις σκάλες του Ηλεκτρικού στην έρημη πλατεία Βικτωρίας, οχτώ παρά πέντε διέσχιζα την είσοδο του τμήματος Μητρώου της ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού με τη σκέψη πως θα ήμουν ο πρώτος. Την προηγουμένη είχα φάει ένα δίωρο σε μια άλλη εφορία με αριθμό προτεραιότητας 237, και γύρω στη μία το μεσημέρι που βαρέθηκα κι έφυγα είχαν εξυπηρετήσει ως το 124, χώρια που αντελήφθην ότι είμαι σε λάθος εφορία. Αλλά σήμερα το είχα πάρει απόφαση. Εγέρθητος και δρόμο, ούτε πρωινό ούτε καφέ. Θα ήμουν ο πρώτος, πάει και τελείωσε.

Τζίφος. Τουλάχιστον εικοσιδύο άτομα είχαν ήδη στηθεί στην ουρά πριν από μένα, μπροστά στα κλειστά γκισέ. Ένας κυριούλης μου έδωσε ένα χαρτάκι με το νούμερο 23. Η γιαγιά που ερχόταν πίσω μου αγκομαχώντας (την είχα προσπεράσει στις σκάλες) πήρε μουρμουρίζοντας το 24. Έμπαιναν κι άλλοι πίσω μας. Μια κοπέλα λίγο πιο μπροστά μου, με το νούμερο 18 ή περίπου, είχε ανοίξει ένα βιβλίο και διάβαζε. Σκέφτηκα πως βλακωδώς δεν έφερα κι εγώ ένα. Κι έναν καφέ ίσως· αλλά αν είχα σταματήσει πουθενά για να πάρω καφέ θα είχα χάσει ένας Θεός ξέρει πόσα νούμερα στην ουρά.

Έριξα μια ματιά στους υπόλοιπους αναμένοντες. Τους πιο πολλούς όχι για κατοίκους εξωτερικού δεν τους έκοβες, αλλά ούτε να έχουν πάει πιο πέρα από τη Λαμία. «Αντίκλητοι», σκέφτηκα, γονείς και αδέλφια μεταναστών (ή expats για να το πούμε πιο κομψά και μοδέρνα), παιδιών και αδελφών που έφυγαν για σπουδές και ξέμειναν ή βρήκαν μια δουλειά και τους κράτησε, αλλά έχουν ακόμα εισοδήματα στην Ελλάδα, σπίτια από γονικές παροχές και κληρονομιές. ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού. Κοίταξα την ουρά που μεγάλωνε πίσω μου. Δεν ήταν και λίγοι.

Από την εποχή που ο Ανδρέας Κορδοπάτης (ή ο προπάππους μου, σε μια άλλη εκδοχή της ίδιας πάνω κάτω ιστορίας) έσπευδε να χωθεί σε κάποιο υπερωκεάνειο για να φύγει μετανάστης στην Αμερική έχουν αλλάξει κάμποσα πράγματα. Όταν εγώ χρειάστηκε να φύγω για έξω δεν έζησα καμιά ιδιαίτερη Οδύσσεια: είχα ένα (όχι εντελώς απαραίτητο, εν τέλει) διαβατήριο, έβγαλα κι ένα εισιτήριο, κι έφυγα. Φεύγοντας δεν ενημέρωσα τις αρχές του τόπου για την απουσία μου, που άλλωστε δεν ήξερα και πόσο μόνιμη θα ήταν. Την ιδιότητα «κάτοικος εξωτερικού» τη δήλωσα δόξῃ και τιμῄ κάποιους μήνες αργότερα στην εφορία, εκτιμώντας ότι πρέπει να είμαι και τυπικώς εντάξει, από φορολογικής απόψεως.

Βέβαια στο εξωτερικό συνάντησα Έλληνες που ζούσαν εκεί για δεκαετίες και παρόλα αυτά έκαναν ελληνική φορολογική δήλωση λες και ζούσανε ακόμα στη Μαγκουφάνα. Μικρό το κακό, στο βαθμό που δεν έλεγαν και ψέματα: μηδενικά εισοδήματα είχαν, ως επί το πλείστον, μηδενικά εισοδήματα δήλωναν. Εγώ πάλι που είχα «τεκμήριο» το παμπάλαιο σαραβαλάκι μου που δε μου πήγαινε η καρδιά να καταθέσω τις πινακίδες του, με τη λογική «άσε και βλέπουμε» πλήρωνα και φόρο, καθότι άνευ αφορολογήτου ορίου για τα υποτιθέμενα ελληνικά μου εισοδήματα και χωρίς το δικαίωμα να «εκπέσουν» από το φόρο μου οι εντελώς πραγματικές ελληνικές μου δαπάνες. Αλλά δε βαριέσαι, τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης, και όλοι πρέπει αναλογικώς να τσοντάρουμε να ξελασπώσει: κι εγώ με το σαραβαλάκι που πλήρωνα για εισοδήματα που δεν είχα και ο άλλος με την οφσόρ που δεν πλήρωνε για τα εισοδήματα που (τεκμαρτώς) θα είχε αν το ίδιο σπίτι που έχει ως οφσόρ το είχε ως ιδιώτης. Dura lex, sed lex κι από δω παν κι άλλοι.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, όπου θα έπρεπε κάποια στιγμή να εργαστώ με την απίθανη ελληνική εφεύρευση που λέγεται «μισθωτός με μπλοκάκι», αντελήφθην ότι θα έπρεπε επίσης να διεκπεραιώνω τις φορολογικές μου υποθέσεις (και την αναπόφευκτη «έναρξη επαγγέλματος») σε κάποια άλλη ΔΟΥ από αυτήν στην οποία ανήκα ως μετανάστης. Στο ενδιάμεσο θα έπρεπε να υποβάλλω φορολογική δήλωση ως κάτοικος εξωτερικού για το έτος 2012, έτος στο οποίο ήμουν όντως έξω. Περίμενα λοιπόν κάμποσο ώστε να καταστεί εκτελέσιμη η διαδικτυακή εφαρμογή υποβολής των φορολογικών δηλώσεων (νεοελληνιστί «να ανοίξει το Taxis») ώστε να μπορέσω πρώτα να κάνω δήλωση, και στη συνέχεια να μεταφερθώ στην καινούργια ΔΟΥ. Φυσικά η ηλεκτρονική εφαρμογή «αλλαγής διεύθυνσης» δεν περιλαμβάνει τους κατοίκους εξωτερικού.

Περίμενα λοιπόν να ανοίξει το Taxis, και ξαναπερίμενα και ματαπερίμενα, κι όλο θα άνοιγε «εντός των ημερών» και όλο κλειστό έμενε. Ατυχώς όπως γίνεται συνήθως με τις διαδικτυακές εφαρμογές της εν γένει Ελληνικής Δημοκρατίας πάντα κάπου κολλάνε και κάτι δε γίνεται καλά και πάντα κάποιο φτιάξιμο θέλουν. Φταίει ίσως η παλιά συνήθεια να φτιάχνεται νέος φορολογικός νόμος σε ετήσια βάση, συνήθεια που επιτάθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω τρόικας και μνημονίου (οπότε φέτος έχουμε δύο φορολογικούς νόμους ήδη κι ακόμα δε βγήκε ο Ιούλιος). Κάποιοι κακόγλωσσοι λένε ότι φταίει επίσης που το Taxis ως εφαρμογή το έχει φτιάξει μια εταιρία που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο, ξέρω γω, «Εθνική Προμηθευτική», η οποία για να δικαιολογήσει τον υπότιτλο της το έχει κάνει τόσο κακοφτιαγμένο ώστε να χρειάζεται συνεχώς παρεμβάσεις (και να διαιωνίζεται η εμπλοκή της, άρα και οι σχετικές προμήθειες).

Σε κάθε περίπτωση, εγώ που είμαι από ετών μεγάλος φαν της «ηλεκτρονικής διακυβέρνησης» είχα φροντίσει να είμαι δικτυωμένος με τους κωδικούς μου και με τα password μου από τη μέρα σχεδόν που έγινε προσβάσιμο το Taxis, εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά φέτος κάποιος φωστήρ της διοικήσεως σκέφτηκε να καταστήσει την επιλογή επιταγή και να επεκτείνει την ηλεκτρονική υποβολή στο σύνολο του φορολογούμενου πληθυσμού. Κουτσοί, στραβοί, ηλεκτρονικώς αγράμματοι, παππούδες, γιαγιάδες και αντίκλητοι, όλοι στο Taxis. Αφού προηγηθεί η δέουσα επίσκεψη στη ΔΟΥ για να πάρεις κλειδάριθμο. Στο Τμήμα Μητρώου. Αυτοπροσώπως. Όλοι.

Και να ‘μαστε στην ίδια ουρά, εγώ που έκανα τη δήλωσή μου μόλις επιτέλους άνοιξε το σύστημα (μετά από ένα μήνα αναβολών), και δεκάδες άλλοι που ακούνε «ηλεκτρονικά» και κοιτάνε καχύποπτα τις μπρίζες. Ακούω την κυρία πίσω μου να ρωτάει αν ο κλειδάριθμος είναι ένας αριθμός σε σχήμα κλειδιού. Την καθησυχάζω ότι είναι ένας αριθμός, σκέτο. Κάποιος παππούλης με καβουράκι ρωτάει έναν υπάλληλο τι θα τον κάνει τον κλειδάριθμο αφού τον πάρει.

- Θα τον βάλετε στην ηλεκτρονική αίτηση, κύριε.
- Ποια ηλεκτρονική αίτηση;
- Αυτήν που κάνατε στο ίντερνετ.
- Μα εγώ δεν ξέρω από αυτά, ποιο ίντερνετ;
- Δεν έχετε κάνει αίτηση;
- Δεν ξέρω, του αδελφού μου αντιπρόσωπος είμαι. Πού να την κάνω;
- Στο τάξις.


Ο παππούς γουρλώνει τα μάτια και λέει:

- Στο ταξί; Μα τι λέτε τώρα, τι σχέση το ταξί με την εφορία;

Ακολουθεί γέλιο και καζούρα ικανού μεγέθους, ο παππούς διαμαρτύρεται ότι είναι ογδονταπέντε χρονών και δεν ξέρει από αυτά, και κάποιος του σφυράει να πάει σε ένα από τα παρακείμενα γραφεία «διεκπεραιώσεων» να του κάνουν την αίτηση με ένα δεκαρικάκι, φιλική τιμή. Εκεί παρεμβαίνω εγώ για να πω ότι δέκα ευρώ για να κάνεις μια αίτηση στο διαδίκτυο είναι ληστεία και κάποιος πετάγεται να πει στον παππού να πάει σε λογιστή. Ο παππούς αναρωτιέται «τι λογιστή, μια σύνταξη έχω και ένα σπίτι μαζί με τον αδελφό μου στην Αυστραλία» και αποχωρεί συγχισμένος, μάλλον έτοιμος να αποχαιρετήσει ένα δεκάρικο από την εν λόγω σύνταξη υπέρ των επιτηδείων που έχουν στήσει παραμάγαζο δίπλα.

Η ουρά προχωράει αργά, πότε κάποιοι τσακώνονται ισχυριζόμενοι και οι δύο ότι έχουν το 19 (προφανώς ο ένας έχει το 61 αλλά είναι πιο πονηρός), πότε κάποιος είναι αντίκλητος δέκα διαφορετικών ατόμων και θέλει δέκα διαφορετικούς κλειδάριθμους, πότε πέφτει το σύστημα και καθόμαστε όλοι και κοιταζόμαστε περιμένοντας να ξανασηκωθεί ενώ η ουρά και η ένταση μεγαλώνουν. Σκέφτομαι ότι τις τελευταίες μέρες έχω χάσει κάμποσο χρόνο σε ουρές εφοριών, δημαρχείων, γραφείων ταυτοτήτων, ΚΕΠ και με περιμένουν άλλες ουρές στο Επιμελητήριο, τον ΟΑΕΕ, την εφορία ξανά. Ακολουθώντας μια σοφή συμβουλή που διάβασα στο διαδίκτυο, έχω ένα φάκελο γεμάτο έγγραφα, θεωρημένες υπεύθυνες δηλώσεις, φωτοτυπίες ταυτοτήτων, χαρτιά που αποδεικνύουν ότι εγώ είμαι εγώ κι όχι άλλος, βιβλιάρια του ΙΚΑ και καρτέλες ενσήμων από τον καιρό που ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν ακόμα υπαρκτός (αν και όχι και τόσο σοσιαλισμός). Χάρη σε μια παράξενη διαστροφή, ο φάκελος είναι στην τσάντα μου, αν και κανονικά δε θα πρέπει να μου χρειαστεί σήμερα.

- Εσείς για κλειδάριθμο; με ρωτάει η υπάλληλος.

Η ώρα έχει πάει δέκα σχεδόν, είμαι δύο ώρες στην ουρά και απιθώνω τον αριθμό 23 στο γκισέ.

- Για αλλαγή στοιχείων μητρώου. Δεν είμαι πλέον κάτοικος εξωτερικού.
- Πρέπει να συμπληρώσετε ένα έντυπο Μ1.


Βγάζω από το τσαντάκι μου το φάκελλο κι από κει το Μ1 συμπληρωμένο, καθώς ο καλός Θεός με φώτισε και το τύπωσα αποβραδίς κατεβάζοντάς το από το δικτυακό τόπο του υπουργείου Οικονομικών και το συμπλήρωσα για εξάσκηση, περίπου. Το υπογράφω μπροστά της και βγάζω καλού κακού κι ένα Μ7 να βρίσκεται, το οποίο λέει ότι παύω την αντίκλητό μου από αντίκλητο.

- Δε χρειάζεται Μ7. Δυστυχώς όμως δε μπορώ να σας μεταφέρω ακόμα, χρειάζεται και μια βεβαίωση για τη διεύθυνση κατοικίας σας. Αφού ήρθατε από το εξωτερικό... Κάποιο μισθωτήριο συμβόλαιο, μια βεβαίωση ιδιοκατοίκησης...
- Ζω με τους γονείς μου
, λέω αμέριμνα, χωρίς να κοκκινίζω από ντροπή ο σαρανταπεντάχρονος, ενώ η μύτη μου μεγαλώνει σαν του Πινόκιο.
- Ναι, αλλά τότε πρέπει να μου φέρετε μια υπεύθυνη δήλωση του πατέρα σας...
- ...θεωρημένη από το ΚΕΠ για το γνήσιο της υπογραφής, σωστά;
- Σωστά
, λέει, και με κοιτάζει με ελαφρά έκπληξη, καθώς βγάζω από το μαγικό φάκελο την υπεύθυνη δήλωση. Θεωρημένη από το ΚΕΠ. Βέβαια για «ίδρυση ατομικής επιχείρησης» στο διαμέρισμα των γονιών μου λέει, αλλά ψιλά γράμματα. Ευτυχώς την είχα βγάλει σε τέσσερα-πέντε αντίγραφα κι έχω και περίσσευμα να χρησιμοποιήσω αύριο μεθαύριο στις άλλες υπηρεσίες.

- Εντάξει, λέει, αλλά πρέπει να πάτε να βγάλετε μια φωτοτυπία και την ταυτότητά σας και μετά ελάτε πάλι να...

Ξαναβάζω το χέρι στο μαγικό φάκελλο και βγάζω τη φωτοτυπία (έχω επίσης πέντε-έξι να βρίσκονται). Βγάζω και την ταυτότητα από δίπλα για να μην της μπουν καινούργιες ιδέες. Αλλά μάλλον δεν έχει άλλες, καθώς κοιτάζει με μια ορισμένη δυσπιστία το φάκελλο που ένας Θεός ξέρει τι άλλο θα μπορούσε να κρύβει εκεί μέσα και μου λέει απλώς:

- Είστε πολύ τυχερός.

Αν και δεν αντιλαμβάνομαι σε τι ακριβώς συνίσταται η τύχη μου (π.χ. που δεν μου ζήτησαν και απολυτήριο στρατού ή πιστοποιητικό εγγραφής σε νηπιαγωγείο το μακρινό 1972), κουνάω το κεφάλι με κατανόηση. Πατάει κάτι κουμπάκια και μετά είμαι πλέον κάτοικος εσωτερικού και με τη βούλα, ανήκω στη ΔΟΥ κατοικίας μπαμπά και μαμάς (όπου δήθεν ζω φιλοξενούμενος, καθότι κανείς δε σου νοικιάζει σπίτι για να το κάνεις έδρα ατομικής επιχείρησης και να μη μπορεί να σε ξεφορτωθεί μετά), και μπορώ να ξεκινήσω τις «επιχειρηματικές» μου δραστηριότητες.

Η ουρά έχει ξεχειλώσει και κατηφορίζει τις σκάλες και φτάνει στον από κάτω όροφο. Παππούδες και γιαγιάδες, γονείς και αδέλφια, αντίκλητοι μεταναστών και expats κατοίκων εξωτερικού. Κρατάνε χαρτιά, πληρεξούσια, βεβαιώσεις από πρεσβείες και προξενεία, μιλάνε για το νόμο που άλλαξε και ζητάει της Παναγιάς τα μάτια. Βγαίνω στο δρόμο, δίπλα από τα παραμάγαζα που γράφουν «αιτήσεις Taxis 10 ευρώ» και ψάχνω για κανένα καφέ. Η πόλη είναι ξύπνια, η Πατησίων είναι μποτιλιαρισμένη, μηχανάκια περνάνε ανάμεσα στα αυτοκίνητα και μαυριδεροί μετανάστες (όχι expats αυτοί, όχι...) προσφέρουν καθάρισμα παμπρίτζ με απλωμένο χέρι στα φανάρια.

Πίσω στην πατρίδα.

3/7/13

Τριανταένα λεπτά διαφορά

Το σώμα του εγκλήματος, ασυμπλήρωτο. Το επίμαχο σημείο κάτω δεξιά.

Χτύπησε το κινητό, με κλήση από έναν άγνωστο αριθμό σταθερού τηλεφώνου στο Ηράκλειο. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ο τύπος που περιμένω εδώ και βδομάδες να φτιάξει ένα ρολό στο σπίτι.

- Παρακαλώ; είπα όσο πιο επαγγελματικά γινόταν.
- Γεια σας. Ο κύριος Β.;

Ναι, εγώ ήμουν, το ομολόγησα, αλλά η φωνή ήταν γυναικεία και δεν παρέπεμπε σε κουφώματα αλουμινίου. Δεν είμαι βέβαιος σε τι παρέπεμεπε πάντως, καθότι μιλούσε απνευστί.

- Ξέρετε, σας παίρνω από τις οικονομικές υπηρεσίες του Ινστιτούτου. Υπάρχει ένα λαθάκι στο τιμολόγιο που μας κόψατε...
- Μα δεν...
ξεκίνησα να λέω αλλά δεν πρόλαβα να συνεχίσω.
- ...συγκεκριμένα, ο ΦΠΑ δεν είναι 293 ευρώ που έχετε γράψει, είναι 292 και 69, καταλάβατε;
- Ναι, αλλά...
- Τώρα λοιπόν που θα κάνετε απόδοση ΦΠΑ στην εφορία προσέξτε μην κάνετε πάλι κανένα λάθος, πρέπει να αποδώσετε 292,69 και όχι 293, εντάξει;
- Απόδοση; Ναι, βεβαίως, μόνο που...
- Και την επόμενη φορά να φέρετε το μπλοκάκι να σας το συμπληρώσουμε εμείς, μην τυχόν και κάνετε πάλι κανένα λάθος...
- Μα εγώ δεν έκανα κανένα λάθος. Εσείς το κάνατε το λάθος. Σας έφερα το μπλοκάκι και το συμπληρώσατε μόνοι σας, και μάλιστα μου είπατε ότι βγαίνουν και 35 σεντς παραπάνω.
- ... διότι βγαίνουν και πάλι τέσσερα σεντς παραπάνω ακόμα και με το 292 και 69, αλλά θα δούμε πώς θα το βολέψουμε. Εσείς πάντως προσέξτε μην κάνετε λάθος πάλι...
- Μα εγώ δεν...
- ...και τέλος πάντων μην ξεχάσετε την άλλη φορά να φέρετε το μπλοκάκι να το συμπληρώσουμε εμείς.
- ΜΑ ΞΕΡΕΤΕ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ
(ήχος κλεισίματος τηλεφώνου) ΦΟΡΑ ΕΣεις το (μπιπ μπιιιιιιιπ, μπιπ μπιιιιιιιπ) συμπληρώ... ουφ!

Σκέφτηκα τη γραμματέα του Ινστιτούτου που γνωριζόμαστε από παλιά και ήταν εκείνη που συμπλήρωσε το πρώτο μου τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών (φευ...). Την έχω αναφέρει κάμποσες φορές στο ιστολόγιο, ως μια κοπέλα που διακρίνεται από πολλές απόψεις· ελπίζω να διακρίνεται και από αίσθηση του χιούμορ. Διότι μόνο ως χιούμορ μπορούσα να το εκλάβω το μέιλ που μου έστειλε (αλλά το διάβασα μόλις χτες καθότι το έστειλε σε μια ηλεκτρονική διεύθυνση ξεχασμένη από μακρού χρόνου, θαμμένη κάτω από τόνους σπαμ). Το μέιλ έλεγε περίπου το εξής:

«Επειδή κάνατε κάποιο λαθάκι στο τιμολόγιο που μας κόψατε, την επόμενη φορά ελάτε με το μπλοκάκι σας πριν συμπληρωθεί το τιμολόγιο για να το κάνουμε μαζί».

Το μέιλ το είδα όπως είπαμε χτες, ενώ την ίδια την είδα προχτές και μου έκανε δριμείες παρατηρήσεις ότι δεν ανανεώνω το μπλογκ συχνά και βαριέμαι να γράψω. Οπότε ιδού, καλή μου, γράφω, με την ελπίδα βέβαια να μην έχει στερέψει το χιουμοράκι και να συμπληρώσουμε το τιμολόγιο και του επόμενου μήνα και του μεθεπόμενου (error-free, έτσι;). Καλού κακού μαζί με το μπλοκάκι θα κρατάω και ένα ποσό από τέσσερα έως τριανταπέντε σεντς, μην τυχόν και μου τα ζητήσει πίσω το Ινστιτούτο ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.

Α, ναι, και όποιος τυχόν ξέρει πώς αποδίδεται ο ΦΠΑ και πώς συμπληρώνεται ένα βιβλίο εσόδων-εξόδων, δεχόμεθα πληροφορίες καθ’ εκάστην, ώρες γραφείου...

Τι τραβάμε κι εμείς οι (ντεμέκ...) ελεύθεροι επαγγελματίες, γμτ...