Την εποχή που σπούδαζα στο Βιολογικό, εκτός από τα υποχρεωτικά μαθήματα που ήταν κοινά για όλους, υπήρχαν και καμμιά τριανταριά μαθήματα επιλογής, από τα οποία έπρεπε να διαλέξεις τουλάχιστον δεκαέξι ώστε να πάρεις πτυχίο. Αν και δεν υπήρχε τότε περιορισμός "κατεύθυνσης" για το είδος ή τη συνάφεια των μαθημάτων που διάλεγες να παρακολουθήσεις, υπήρχε η τάση να παρακολουθεί κανείς ομοειδή μαθήματα, σε γενικές γραμμές "μοριακά" ή "περιβαλλοντικά", ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του καθενός, τη φημολογούμενη "ευκολία" στο να περάσεις και μερικούς αστάθμητους παράγοντες (π.χ. την ύπαρξη εκπαιδευτικών επισκέψεων ή ακόμα καλύτερα εκδρομής, τη δημοφιλία ορισμένων διδασκόντων, την απουσία υποχρεωτικών εργαστηριακών ασκήσεων).
Η αρχική τάση μου όταν σκέφτηκα να σπουδάσω στο Βιολογικό ήταν να ασχοληθώ γενικώς με οικολογία - μετά από δυόμιση έτη στο Πανεπιστήμιο είχα μάθει πια καλά ότι σε άλλα μονοπάτια με καλούσε η μοίρα. Διάλεξα δέκα αμιγώς "μοριακά" μαθήματα, συμπλήρωσα με άλλα δέκα που είχαν εκδρομές ή εθεωρούντο εύκολα ή τα είχαν διαλέξει χαριτωμένες συμφοιτήτριες (φυσικά δεν τα πέρασα όλα - αρκέστηκα στα απαραίτητα για το πτυχίο) και ολοκλήρωσα τις βιολογικές μου σπουδές χωρίς ποτέ να μάθω τίποτα σοβαρό για την πανίδα και τη χλωρίδα και τα οικοσυστήματα. Άλλοι συμφοιτητές μου πάλι είχαν μάθει διάφορα μανιτάρια και αγριόχορτα με το μικρό τους όνομα, αλλά είχαν μια πολύ θολή εικόνα για το τι είναι DNA και τι κύτταρο. Μπορούσαν όμως να δουν τη φωτογραφία του πελαργοειδούς πτηνού που βρίσκεται στην κορυφή της ανάρτησης και να καταλάβουν αμέσως ότι πρόκειται για έναν αντιπρόσωπο του είδους Ardea cinerea - κοινώς (πόσο κοινώς;) για έναν σταχτοτσικνιά.
Ο περισσότερος κόσμος δεν ξυπνάει με τη λέξη "σταχτοτσικνιάς" στο στόμα, αλλά κανονικά δεν πρέπει να έχω παράπονο διότι ούτε η "οξειδάση του κυτοχρώματος c" λέει τίποτα στους περισσότερους. Ατυχώς οι σπουδές μου δεν με είχαν προετοιμάσει επαρκώς για να αντιμετωπίσω την ερώτηση που έκανε προ καιρού μια (ξένη) συνάδελφος στην επιστημονική μας ομύγυρη. Ζώντας πολλά χρόνια εδώ τα ελληνικά της ήταν πολύ καλά πια, αλλά με την ορολογία είχε κάποια μικροπροβλήματα (κι εμείς, όπως αποδείχθηκε):
- Πώς λέτε εδώ στην Ελλάδα "cocostârc";
- Ορίστε;
- Cocostârc. Κάτι σαν πελαργός, αλλά όχι πελαργός ακριβώς. Γκρι.
Εκεί που η επιστημοσύνη δε βοηθάει, αναλαμβάνει το γκούγκλ. Γκουγκλιάζοντας επαρκώς τη λέξη σε διάφορες γλώσσες (η μητρική της κοπέλας ήταν η ρουμανική) βρήκα το όνομα του είδους, και καταφεύγοντας στους καταλόγους της καθ' ημάς Ορνιθολογικής Εταιρίας, εντόπισα το "κοινό" όνομα που αναζητούσα - ήταν, όπως μαντέψατε ήδη, σταχτοτσικνιάς. Αλλά και σκέτος τσικνιάς να ήταν, μία ή άλλη...
- Μα πώς σου ήρθε;
Η κοπέλα χαμογέλασε κοιτάζοντας σεμνοπρεπώς το πάτωμα. Μου εξομολογήθηκε ότι όταν ήταν μικρή, η θεία της ή η νονά της (δε θυμάμαι ακριβώς) την είχε παρομοιάσει με διασταύρωση cocostârc με...
- ...με πώς το λέτε; Woodpecker. Όπως ο Γούντι.
Αυτό μάλιστα. Χωρίς καμμία ιδιαίτερη επιστημοσύνη, όλοι ξέρουν το Γούντι τον τρυποκάρυδο. Δηλαδή, σχεδόν όλοι, διότι η καθ' ημάς Ορνιθολογική Εταιρία μάλλον τον αγνοεί ως είδος. Υπάρχουν όμως διάφορα άλλα παρόμοια, και η κάτωθι φωτογραφία ενός Dendrocopos major αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές. Φαντάστηκα ότι θα έβρισκα πολλές σχετικές πληροφορίες κάτω από τον τίτλο "Δρυοκολάπτες". Προς μεγάλη μου έκπληξη σε μερικές ιστοσελίδες (όχι στον κατάλογο της Ορνιθολογικής) είδα το "κοινό" όνομα του πτηνού αυτού να είναι "Τσικλητάρα".
- Πώς το λέτε το woodpecker στην πατρίδα;
- Ciocãnitoare. Εδώ πώς το λέτε;
Της είπα "δρυοκολάπτης" - το "τσικλητάρα" μου έπεφτε βαρύ και το "τρυποκάρυδος" ελαφρύ, μάλλον. Της έδωσα τις φωτογραφίες που βλέπετε κι εσείς - δεν διαπίστωσα να μοιάζει ιδιαίτερα με κανένα από τα δύο είδη. Αλλά μετά από λίγο καιρό άρχισε να με προβληματίζει η ιδέα της διασταύρωσης ανάμεσά τους - όχι με την "επιστημονική" έννοια αλλά μεταφορικά. Σαν μια ιστορία που διηγείται κανείς, ή καλύτερα ενός παραμυθιού. Που θα μπορούσε να ξεκιναει με τη φράση "Μια φορά κι έναν καιρό", περίπου κάπως έτσι:
Μια φορά κι έναν καιρό, στο δάσος που βρισκόταν στο δέλτα του μεγάλου ποταμού, φύτρωνε ένας μεγάλος γέρικος πλάτανος, και στην κορυφή του ήταν η φωλιά μιας πελαργού, ή τέλος πάντων ενός πτηνού που έμοιαζε με πελαργό και που στα μέρη εκείνα το φώναζαν cocostârc. Μια μέρα, την ώρα που η cocostârc τέντωνε τα μακριά πόδια και το δεξί φτερό της και τη στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόταν να τεντώσει και το αριστερό, άκουσε ξαφνικά ένα γρήγορο ρυθμικό χτύπημα «τοκ-τοκ-τοκ-τοκ» κι ένιωσε το κλαδί που βρισκόταν να τραντάζεται aνεπαίσθητα. Για μια στιγμή ο θόρυβος σταμάτησε, αλλά αμέσως μετά ξανάρχισε πιο δυνατά και παρατεταμένα – το ίδιο και το τράνταγμα. Η cocostârc χαμήλωσε το μακρύ λαιμό της, έσκυψε το κεφάλι και κατάφερε να δει φευγαλέα ένα κόκκινο σημαδάκι να ταλαντώνεται ταχύτατα μέσα στα πυκνά φύλλα, κάμποσα μέτρα χαμηλότερα από τη φωλιά. Ύστερα ο θόρυβος σταμάτησε απότομα και το κόκκινο σημαδάκι μετατράπηκε στο σκουφί ενός δρυοκολάπτη, που στα μέρη εκείνα τον φώναζαν ciocãnitoare, και που τώρα κοιτούσε προς τα πάνω παραξενεμένος...Χμ... Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από κείνη τη συζήτηση και ακόμα δεν έχω καταφέρει να σκεφτώ πώς ακριβώς ένας δρυοκολάπτης και ένας (ή μάλλον μία) σταχτοτσικνιάς θα συναντιόντουσαν κάπου στο δέλτα του Δούναβη (ή ίσως λίγο βορειότερα) και πώς θα ερχόντουσαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Από λογοτεχνικής απόψεως, φοβάμαι ότι είναι πολύ δυσκολότερο να γράφεις παραμύθια για ζώα (που θα διαβαστούν από παιδιά - ή περίπου), από ό,τι είναι να γράφεις ιστορίες για σαραντάρηδες blogger (που θα διαβαστούν από σαραντάρηδες blogger - ή περίπου). Αλλά λέω να το παλέψω λίγο ακόμα πριν το παρατήσω τελείως, ελπίζοντας ότι η (πάλαι ποτέ) συνάδελφος θα αναλάβει τη μετάφραση στη μητρική της γλώσσα για να διηγηθεί την ιστορία στη μικρή ανηψιά της πίσω στην πατρίδα τους (αν βέβαια η μικρή διαβάζει ακόμα παραμύθια μέχρι να το τελειώσω - μπορεί να μου πάρει χρόνια).
Αλλά σήμερα που γιορτάζει, είναι μια καλή ευκαιρία να της το θυμίσω, δε νομίζετε;