ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


25/10/15

Φραπέ, εσπρέσο, ελληνικό


Η κατά Ορφέα Περίδη εκδοχή του ελληνικού (τούρκικου) καφέ.

Τώρα που γύρισε ο καιρός, γύρισε και ο καφές. Από φραπέ σε ελληνικό. Δηλαδή τι ελληνικό, τούρκικος είναι, αλλά στα πλαίσια του εθνικού ευπρεπισμού επικράτησε το ελληνικός και το λέω κι εγώ όπως όλοι. Πάντως εδώ και λίγες μέρες που βρέχει κι έχει βάλει μια δροσούλα, δεν τραβιέται πλέον ο φραπέ. Η μαύρη αλήθεια είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκδοχές παίζω, αν και στο σπίτι υπάρχει και καφετιέρα για γαλλικό και μια εισέτι προβληματική εσπρεσιέρα, και φυσικά οι αντίστοιχες εκδοχές συσκευασμένου καφέ στα ντουλάπια.

Οι δικοί μου έπιναν ελληνικό, φυσικά, χειμώνα-καλοκαίρι. Ακόμα πίνουν. Όταν ήμουν μικρός για κάποιο λόγο «δεν έκανε» να πίνουμε καφέ τα μικρά, οπότε δε μου δίδαξαν την παρασκευή του. Έμαθα όμως από τη γειτόνισσα, τη θεία Βούλα. Δεν ήταν πραγματική θεία μου, απλά ο άντρας της ο Τάσος ήταν κολλητός του πατέρα μου παιδιόθεν, και όταν μεγάλωσαν και βάλανε δυο δραχμές στην άκρη, χτίσανε τα σπίτια τους μεσοτοιχία, με κοινή αυλή. Ο Τάσος ήτανε Μανιάτης και με τη Βούλα ήτανε παραδοσιακό ζευγάρι, οπότε έκανε τον καφέ η Βούλα το απογεματάκι και τον πήγαινε στον Τάσο να τον πιει στην σκιά της αυλής, προσέχοντας πάντα να είναι όπως τον ήθελε ο άντρας της, βαρύς γλυκός. Η ίδια στεκόταν παράμερα όσο ο Τάσος έπινε τον καφέ του. Οι δικοί μου πάλι ήτανε Καριώτες εξίσου παραδοσιακοί, οπότε παραδοσιακά ο πατέρας μου έκανε τους καφέδες και σέρβιρε τη μάνα μου που ήθελε πάντα λίγο παραπάνω ζάχαρη από το «με ολίγη» του μπαμπά, και χωρίς καϊμάκι. Έπιναν τους καφέδες καθισμένοι δίπλα δίπλα και κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων, πρωί και απόγευμα. Όποτε ο πατέρας μου ήταν μπαρκαρισμένος η μάνα μου δεν πολυέπινε καφέ, διότι κατά δική της ομολογία τον έκανε χάλια. Περίμενε να γυρίσει ο πατέρας μου να της τον φτιάξει.

Παίρνανε πάντα Λουμίδη φρεσκοκομμένο από το κεντρικό κατάστημα στην Αθήνα ή τον Πειραιά. Την εποχή εκείνη υπήρχαν μηχανές που έκοβαν καφέ επιτόπου στους φούρνους της γειτονιάς, αλλά ο μπαμπάς ως άνθρωπος μερακλής αρνιόταν να πιει καφέ που δεν ήταν φρεσκοκαβουρδισμένος και φρεσκοκομμένος και γυρνούσε από το Λουμίδη με κιλά καφέ που μοσχομύριζαν, ειδικά αν επίκειτο ταξίδι στην Ικαρία όπου φυσικά κατάστημα Λουμίδη δεν προβλεπόταν. Κάπου στα οικογενειακά κειμήλια υπάρχει κι ένας χερόμυλος που σε ακόμα παλιότερες εποχές έκοβαν τον καφέ τους επιτόπου. Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου τον είχε βγάλει σε αχρηστία διότι της θύμιζε την κατοχή όπου άλεθαν καβουρδισμένο ρεβύθι, ελλείψει αληθινού καφέ.

Κάποια εποχή στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ή αρχές του ’80, υπήρξε μια σχετικά μακρά περίοδος που οι εισαγωγές καφέ είχαν σταματήσει για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, τελωνειακής αιτιολογίας ίσως. Το θέμα έπαιζε ψηλά στις ειδήσεις, και θυμάμαι τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταγγέλλουν την ανικανότητα της κυβέρνησης (του Ράλλη, νομίζω) να εξασφαλίσει τον καφέ του κοσμάκη. Ο πατέρας μου, μπαρκαρισμένος τότε, έγινε δέκτης οικογενειακών παραπόνων δι’ αλληλογραφίας, και όταν ξεμπάρκαρε κατέφθασε αρματωμένος με διάφορες εναλλακτικές συσκευασίες διαφόρων εξωτικών πραγμάτων που παρέπεμπαν σε καφέ αλλά δεν ήταν αυτό που ξέραμε. Το ένα ήταν κάποια κιλά αμερικάνικος Maxwell House, χοντροκομμένος, για εκείνη τη συσκευή που λέγανε percolator ή κάπως έτσι. Το δεύτερο ήταν δυο μεγάλες συσκευασίες Νεσκαφέ. Τα εναλλακτικά προϊόντα δεν ενθουσίασαν τους μεγάλους της οικογένειας, ωστόσο η νεολαία έσπευσε να ασπασθεί αυθωρεί και παραχρήμα τα μηνύματα των νέων καιρών που πλησίαζαν, ειδικά αφού για κάποιο λόγο οι μεγάλοι δεν τα θεωρούσαν αληθινό καφέ που «δεν έκανε» να πίνουμε, αλλά κάποιας μορφής ατελές υποκατάστατο που «δεν πείραζε».

Ριχτήκαμε λοιπόν μετά μανίας στην παρασκευή διαφόρων νέου τύπου καφέδων, και αν και ομολογουμένως ο αμερικάνικος (που απουσία του κατάλληλου μηχανήματος προσπαθούσαμε να τον φτιάξουμε ως να ήταν ο σημερινός «γαλλικός» σε φίλτρο χειρός) ήταν ένα αποτυχημένο νερομπλούκι, ο Νεσκαφέ μας αποζημίωνε με τη μέθοδο παρασκευής που λέγεται «κουταλάτο», δηλαδή με ανηλεές χτύπημα με ζάχαρη και ελάχιστο νερό σε φλυτζάνι, μέχρι να γίνει μια σχεδόν λευκή κρέμα, στην οποία προσθέταμε αργά και βασανιστικά ζεστό νερό ανακατεύοντας μέχρι να σχηματίσει έναν σχετικά παχύ αφρό που αντικαθιστούσε το καϊμάκι του ελληνικού.

Κάποτε έληξε το θέμα με τις εισαγωγές καφέ και αποκαταστάθηκε η τάξη με τον ελληνικό, αλλά στο μεταξύ εμείς (και νομίζω μια ολόκληρη γενιά μαζί μας) είχε εθιστεί στη νέα μόδα του Νεσκαφέ, χειμώνα καλοκαίρι. Η δεκαετία που ακολούθησε πρέπει να ήταν η χρυσή δεκαετία του φραπέ: το όνειρο κάθε νεαρού που σεβόταν τον εαυτό του ήταν να ανοίξει καφετέρια, δηλαδή ένα μαγαζί που αποκλειστικό προϊόν προς πώληση θα είχε τις μπουρμπουλήθρες του φραπέ. Καφενεία έκλειναν (ή βάραγαν μύγες) και νέες καφετέριες άνοιγαν παντού, με αναπαυτικές πολυθρόνες ή καναπέδες αντί για τις άβολες καρέκλες των καφενείων, ώστε να περνάνε αβίαστα οι ώρες που άραζες και συγκεντρωνόσουν στις μπουρμπουλήθρες σου, χαζεύοντας τηλεόραση ή ακόμα καλύτερα βίντεο – το νέο παιχνιδάκι της δεκαετίας.


Μια εναλλακτική ανάγνωση της καφετέριας («ωραία και η κυρία που σερβίρει»), από το μπαρμπα-Σταύρο Καραμανιώλα και τους Χειμερινούς Κολυμβητές.

Η επόμενη κρίση εισαγωγών καφέ, επί ημερών ΠΑΣΟΚ πλέον, βρήκε τον πατέρα μου ξέμπαρκο οριστικά πια. Ημείς οι νεώτεροι δεν είχαμε άγχη, καθότι ο Νεσκαφέ δεν έλειπε, αλλά οι μεγαλύτεροι της οικογένειας άνοιγαν κάθε βράδυ την τηλεόραση με την κρυφή ελπίδα αντί να ακούσουν τη Βασούλα την Παπανδρέου να καταγγέλλει την κερδοσκοπία των μεσαζόντων, να ακούσουν ότι κάπως αποκαταστάθηκαν οι εισαγωγές. Ο μπαμπάς για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του έπιασε στασίδι σε καφενείο, από όπου γυρνούσε βρίζοντας την ποιότητα καφέ που σερβίρανε («ούτε σε μνημόσυνο τέτοιο χάλι»), ενώ η μάνα μου που το να βρεθεί σε καφενείο ήταν αποφασιστικά έξω από τις αντιλήψεις της για την ευπρεπή συμπεριφορά των κυριών, χτυπούσε τα χέρια της γοερά.

Μια μέρα ο μπαμπάς κουβάλησε μια καφετιέρα του γαλλικού καφέ, μάρκας PHILIPS, μαζί με ένα πακέτο καφέ νομίζω Melitta. Παρόλα τα τέσσερα χιλιάρικα που κόστισε το νέο γκάτζετ, η μάνα μου δεν ψήθηκε ούτε δευτερόλεπτο να πιει κάτι που δεν είχε ούτε καϊμάκι ούτε κατακάθι και που εμείς το στουμπώναμε στο γάλα, όλο ευχαρίστηση. Ευτυχώς κάποτε η σοσιαλιστική κόντρα με τους χονδρέμπορους έλαβε τέλος, και το στοκ Λουμίδη αποκαταστάθηκε μαζί με την οικογενειακή γαλήνη. Η καφετιέρα εξορίστηκε στα ψηλότερα ντουλάπια της κουζίνας, από όπου την κατέβασα εγώ όταν ξεκίνησα τη διπλωματική μου εργασία στο πανεπιστήμιο, σε ένα παράμερο εργαστήριο εντελώς άδειο από άλλο κόσμο και εξοπλισμό.

Πέρασα εκεί μέσα οχτώ χρόνια γεμάτα, από τα τέλη του ’88 ως τις αρχές του ’97 που πήγα φαντάρος. Η καφετιέρα με συντρόφευε καθημερινά, με το χαρακτηριστικό της γουργούρισμα και τον τεράστιο αριθμό καφέδων που έφτιαχνε όχι μόνο για τα μέλη του εργαστηρίου αλλά και για τη γειτονιά. Θυμάμαι τις μέρες εκείνες με σχετική νοσταλγία· είχαμε ένα κουτί που βάζαμε ψιλά που χρησίμευαν για αγορά καφέ, φίλτρων, ζάχαρης και ενίοτε γάλακτος (αν και δεν έβαζαν όλοι γάλα). Η καφετιέρα χρησίμευε ενίοτε και ως γκομενοπαγίδα· έλεγες ας πούμε στο σκοτεινό αντικείμενο του πόθου «έρχεσαι πάνω να σε κεράσω ένα καφεδάκι;» και μέχρι να ακουστεί το γουργούρισμα και να αρχίσουν να στάζουν οι πρώτες σταγόνες ενώ η μυρωδιά είχε γεμίσει το δωμάτιο, είχες το χρόνο να δημιουργήσεις το κατάλληλο κλίμα.

Δεν δούλευε πάντα το κόλπο (για την ακρίβεια, κατά κανόνα δεν δούλευε), αλλά η καφετιέρα έβγαλε τα λεφτά της με το παραπάνω, κι ακόμα κι όταν μισοτρύπησε κάποτε από τους επανειλημμένους καθαρισμούς με οξικό οξύ (σε εργαστήριο είμασταν άλλωστε) για να φύγουν τα άλατα που μάζευε με τα χρόνια, αντιστάθηκα στον πειρασμό να την πετάξω και την κουβάλησα πίσω στο ψηλό ντουλάπι της κουζίνας του πατρικού, από όπου ξανακατέβηκε για να με συνοδέψει στο πρώτο δικό μου σπίτι, στην αρχή του νέου αιώνα. Την κουβάλησα μέχρι την Κρήτη στην πρώτη μου εγκατάσταση εδώ· όταν πείστηκα ότι είναι εντελώς άχρηστη, ανακύκλωσα τα μηχανικά μέρη, αλλά κράτησα τη φλάσκα και το πλαστικό φίλτρο που ακόμα σέρνω μαζί μου μετά από δεκαεφτά μετακομίσεις.

Στο μεταξύ είχαν καταφτάσει ο εσπρέσο και ο φρέντο. Υπήρχαν βέβαια και παλιότερα «ψαγμένα» μαγαζιά που έκαναν εσπρέσο και καπουτσίνο, αλλά η υποχρέωση να πηγαίνεις στα «ψαγμένα» μέρη επιβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με τόσο υποχρεωτικό τρόπο που εμείς οι παλιοί αφισιονάδο του γαλλικού και του φραπέ είμασταν τόσο παρωχημένοι που αποκλειόταν να χτυπήσουμε γκόμενα στα σοβαρά. Η νεώτερη γενιά αδυνατούσε να αντιληφθεί τον εκσυγχρονιστικό ρόλο που είχε παίξει ο Νεσκαφέ δεκαπέντε-είκοσι χρόνια νωρίτερα, και προκειμένου η πολιτισμική διαφορά να δημιουργήσει αληθινό χάσμα, ακόμα και οι βαριές περιπτώσεις σαν εμένα αντικαταστήσαμε τον καλοκαιρινό φραπέ με φρέντο. Ως αντίπραξη όμως στην καθολική επιβολή, αναπτύξαμε μια τάση «επιστροφή στις ρίζες» τουλάχιστον το χειμώνα, οπότε θυμάμαι με μια ορισμένη συγκίνηση το πρώτο μπρίκι που σούφρωσα από το πατρικό μου και το πήγα σπίτι μου για να φτιάξω τον πρώτο ελληνικό καφέ του έτους 2000.

Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια, κι εκεί που άλλοι ήτανε στους λούνγκους και τους μακιάτους, εγώ είχα περάσει στη φάση «με ολίγη, και ναι και όχι, σε χοντρό φλυτζάνι και με φουσκάλες στη μέση», αν και χωρίς την πατρική υποχρέωση να στήνομαι στην ουρά του Λουμίδη, καθώς μου αρκούσε ο συσκευασμένος του σουπερμάρκετ. Στη δουλειά βέβαια δεν μπορούσες να πιείς ελληνικό (εκτός αν για κάποιο διεστραμμένο λόγο σου άρεσε ο «βαπορίσιος», που δε φαντάζομαι να υπάρχει άνθρωπος που να του αρέσει αυτό το αίσχος), οπότε ειδικά το καλοκαίρι που αχρηστεύονταν οι καφετιέρες του γαλλικού, έκανα πλέον ουρά στο κυλικείο με τα πλήθη που συνωστίζονταν περιμένοντας να βγάλει τον εσπρέσο η μηχανή και να χτυπηθεί το αφρόγαλο, και μετά ο επόμενος ένα από τα ίδια, πέντε λεπτά ανά παραγγελία ήθελε πάνω κάτω, κι όταν ερχόταν η σειρά μου επιτέλους έλεγα «φραπέ» και ξεμπέρδευα σε τριάντα δευτερόλεπτα παρά τα αποδοκιμαστικά βλέμματα των φρεντοφρονούντων γύρω γύρω.

Όταν βρέθηκα στην Ολλανδία, στο εργαστήριο ο κόσμος έπινε κατά σύστημα ένα πράγμα που έβγαινε από ένα μηχάνημα τιγκαρισμένο στο Douwe Egberts και στο οποίο πατούσες ένα κουμπάκι που έλεγε «καφέ» και έβγαινε ένας αραιός γαλλικός, κι ένα άλλο που έλεγε «εσπρέσο» και έβγαινε ακριβώς ο ίδιος γαλλικός σε μικρότερη ποσότητα. Ο καφές ήταν προσφορά του Τμήματος Βιολογίας στους εργαζόμενους δωρεάν, πράγμα εντυπωσιακό για τα ολλανδικά δεδομένα, αν και θυμάμαι μια δόση που η διαχείριση του κτιρίου απεφάνθη ότι υπερκαταναλώνουμε καφέδες και άρα πρέπει να τους πληρώνουμε. Αμέσως ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας, στα πλαίσια της οποίας παρουσιάστηκε και ένα διάγραμμα που συσχέτιζε την επιστημονική παραγωγικότητα (σε δημοσιεύσεις) με την κατανάλωση καφέ (σε λίτρα), υπονοώντας ότι η αψυχολόγητη απόφαση της διαχείρισης απειλούσε να ρίξει στα τάρταρα την παραγωγικότητα του Ιδρύματος. Εντυπωσιασμένη ίσως από το διάγραμμα (και αγνοώντας μάλλον τη βασική επιστημονική αρχή ότι correlation δεν σημαίνει causation) η διαχείριση υπαναχώρησε εν μέρει, δεχόμενη να είναι τζάμπα ο καφές, αλλά αρνούμενη να πληρώνει τη ζάχαρη και το γάλα (πράγμα παράξενο σε μια χώρα που το γάλα τους τρέχει από τα αυτιά, αλλά τέλος πάντων). Αμέσως τα εργαστήρια ανασυντάχθηκαν παραγγέλνοντας ικανές ποσότητες ζάχαρης και γάλακτος σε σκόνη δήθεν ως αναλώσιμα για την καλλιέργεια των ζουζουνιών που μεγαλώναμε, και το ζήτημα έληξε εκεί.

Πάντως το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό, και ο καφές της ακόμα πικρότερος, όπως με δίδαξε ο φίλος στο Άμστερνταμ που είχε υπερηφάνως εξοπλιστεί με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας για Νεσπρέσο και αντίστοιχες αμπούλες διαφόρων γεύσεων, και αναρωτιόταν τι χώρα είναι αυτή που δε μπορούν να φτιάξουν έναν καφέ της προκοπής (παρότι συμπλήρωνε εικοσαετία περίπου εκείνη την περίοδο). Δίπλα η σύζυγός του, αμετανοήτως Ελληνίς του ’80, χτυπούσε το τρίτο φραπεδάκι της ημέρας, χειμώνα-καλοκαίρι, αν και έπαιρνε τον τοπικό Νεσκαφέ που δεν κάνει και πολλή μπουρμπουλήθρα (καθότι είμαι πεπεισμένος ότι μας έχουν μυριστεί τους Έλληνες ότι λατρεύουμε τις φούσκες και μας στάζουν και μια σταγονίτσα σαπούνι στο εδώ χαρμάνι για να αφρίζει ωραία, αλλά φυσικά αυτά είναι τα μικρά μυστικά της εταιρίας, φαντάζομαι).

Στην Πορτογαλία πάντως όλα αυτά τους φάνταζαν πολύ εξωτικά και παράξενα, καθότι όλες οι πιθανές εκδοχές καφέ ήταν εσπρέσο, εσπρέσο με λίγο γάλα, εσπρέσο με ακόμα περισσότερο γάλα, και γάλα με εσπρέσο. Εγώ προτίμησα αυτό το τελευταίο, με την ονομασία galâo που σημαίνει «γαλόνι» και είναι ό,τι πλησιέστερο στον καφέ Λάττε που λένε εδώ, αλλά στο σπίτι είχα πάντα ελληνικό και Νεσκαφέ φερμένους από την Ελλάδα σε κάθε ταξίδι (πηγαινοερχόμουν συχνά εκείνη την εποχή για κάποιους λόγους). Θυμάμαι μια επίσκεψη που είχαμε πάει με την Αγία Σουζάνα στο πατρικό της στο Αλεντέζου, μια βαθιά πορτογαλική επαρχία, όπου πήγαμε μαζί με τη μαμά της να πιούμε έναν καφέ σε μια λιμνούλα έξω από το χωριό. Η γυναίκα είπε στην κόρη της να μου πει να πιώ τον καφέ μου γρήγορα γιατί θα κρυώσει, καθώς αφενός είχα πάρει εσπρέσο-με-περισσότερο-γάλα κι αφετέρου με έβλεπε να τον φυσάω. Είπα στη Σουζάνα να της πει ότι στην Ελλάδα πίνουμε παγωμένο καφέ και η Σουζάνα όχι μόνο το μετέφρασε αλλά και το επιβεβαίωσε λέγοντας ότι όταν είχε έρθει εδώ είχε δει νεοέλληνες με τους φραπέδες ή τους φρέντους τίγκα στο παγάκι. Η μαμά γούρλωσε τα μάτια και σταυροκοπήθηκε λέγοντας «μα τι άνθρωποι είναι αυτοί» καθότι αρνιόταν να πιστέψει στην ύπαρξη ενός καφέ όχι φυσικά κρύου αλλά έστω και κάπως χλιαρού.

Όταν έφευγα από τη χώρα μου πήραν δώρο οι συνάδελφοι δυο πάκα galâo στιγμής για να μη μου λείψει (όχι ότι θα μου έλειπε βέβαια, κάπου στα ντουλάπια μου έχει ξεμείνει τουλάχιστον το ένα πακετάκι). Τώρα που επέστρεψα και εγκαταστάθηκα πάλι στην Κρήτη, ξανακύλησα στις παλιές μου συνήθειες και παρότι όπως είπαμε το σπίτι είναι εξοπλισμένο με διαφόρων τύπων καφετιέρες, εγώ έχω μείνει στον ελληνικό και το φραπέ, ανάλογα με την εποχή. Στη δουλειά με τον καιρό η παραγγελία μου έχει γίνει κάπως περίπλοκη, τύπου «μονό φραπέ σε διπλό ποτηράκι με δυο μπιλίτσες καντερέλ και πάααρα πολύ γάλα, ναι, ακόμα περισσότερο, κι άλλο λίγο, ναι ευχαριστώ» αλλά πάλι σε τριάντα δευτερόλεπτα ξεμπερδεύω αφήνοντας κατά μέρος τα φρεντοπλήθη, άλλο βέβαια που για να πιώ τον καφέ θέλω τρεις ώρες περίπου ενθυμούμενος τις παλιές ηρωικές εποχές της καφετέριας. Και τώρα που γύρισε ο καιρός, γύρισε κι ο καφές σε ελληνικό, κι έκατσα το πρωί χαλαρός βλέποντας τη βροχή να πέφτει στα τζάμια να πιώ το καφεδάκι μου αναθυμούμενος μια ιστορία που μου έλεγε μια ψυχή, κοντοσυνομίληκη και με παρόμοιες παραστάσεις, από τη μακρινή δεκαετία του ’80.

Γύριζε ο πατέρας της από τη δουλειά στα χωράφια, κι έτρεχε η μικρή κόρη να τον προϋπαντήσει:

- Μπαμπά, θες να σου κάνω ένα φραπέ;

Την κοίταζε με δυσπιστία ο πατέρας, και πήγαινε μέσα κι έκανε τον ελληνικό του όπως ήξερε. Μια φορά όμως, καλοκαίρι με ζέστη, γυρνάει θεοσκοτωμένος από την κούραση ο άνθρωπος, και τρέχει η μικρή και τον προλαβαίνει με το φραπέ στο χέρι:

- Έλα μπαμπά, πιες να δροσιστείς.

Πιάνει το ποτήρι ο άνθρωπος και διψασμένος όπως ήτανε το αδειάζει μονορούφι – ούτε μπουρμπουλήθρα δεν άφησε. Ύστερα της το δίνει πίσω, της χαμογελάει καλωσυνάτα και λέει:

- Ευχαριστώ, κόρη μου, την ευχή μου να ‘χεις. Κάμε μου τώρα να χαρείς κι ένα καφεδάκι.



Η Νένα Βενετσάνου σε μια ψευδοπροφητική μπαλάντα του καφέ.

19/10/15

Ακούει το «Ικαρία»;

Σκάφος με τη σημαία της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας σε ανεπίσημη επίσκεψη στη φθινοπωρινή Άνδρο, Μπατσί (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015)

- Από Δαίδαλο, Ικαρία ακούει;
- Ακούει Ικαρία.
- Πορεία 130.
- Ελήφθη.


Στο αεροδρόμιο της Αθήνας έφτασα μεσάνυχτα Πέμπτης. Παρασκευή απόγευμα ο Νίκος πέρασε και με μάζεψε και ξαναβρεθήκαμε στο αεροδρόμιο όπου συναντηθήκαμε με τον Αντώνη και το Βασιλάκη. Στην αίθουσα αναμονής πέσαμε πάνω στο Δαμιανό· πήραμε όλοι μαζί το αεροπλάνο για Σκιάθο όπου μας περίμεναν οι άλλοι δύο. Ο Φραγκίσκος με το Γιώργο πήραν μαζί τους το Δαμιανό στο «Δαίδαλος». Οι υπόλοιποι τέσσερις, Καριώτες όλοι, γίναμε το πλήρωμα του «Ικαρία». Χάρη στην παρουσία του εντεκάχρονου συνονόματου Βασιλάκη, για πρώτη φορά στα χρονικά αυτής της παρέας δεν με φώναζαν με το υποκοριστικό του ονόματος αλλά με το κανονικό. Προσπάθησα εις μάτην να τους επιβάλω να με φωνάζουν Κηλ, επί το ιστιοπλοϊκότερο Keel, αλλά κανείς δεν τσίμπησε. Δεν πειράζει, σαρανταεφτά χρόνια Βασιλάκης έγινα επιτέλους για τρεις μέρες Βασίλης· επαρκής λόγος να συμπαθήσω τον πιτσιρικά όσο δε λέγεται.

Σαλπάραμε γύρω στις δέκα και μισή, αφού περιμέναμε κάμποσο το Δαίδαλο να ξεμπλέξει την άγκυρά του. Ο καιρός ήταν ακόμα καλός, και βιαζόμασταν να προλάβουμε να περάσουμε το Καβοντόρο πριν μας πιάσει το εξάρι-εφτάρι που προβλεπόταν για την Κυριακή. Στη θάλασσα η συντομότερη οδός δεν είναι πάντα η ευθεία· αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς Άνδρο ώστε την Κυριακή που θα γύριζε Νοτιάς να μην τον έχουμε κόντρα. Ο προπορευόμενος Δαίδαλος έδειχνε την πορεία (130 μοίρες για Κύμη κατ’ αρχήν) με το πρυμνιό φως να λειτουργεί ως σημάδι. Κάναμε βάρδιες κατά δυάδες (και ο μικρός, που απεδείχθη εξαιρετικός τιμονιέρος). Στη σκοτεινή νύχτα, ο ουρανός ήταν γεμάτος χιλιάδες αστέρια. Ο ήχος της μηχανής (μηχανάδα πηγαίναμε, δε φύσαγε ούτε πέντε κόμβους) διακοπτόταν πού και πού από τις διασκεδαστικές παρατηρήσεις που ερχόντουσαν από το VHF.

- Ικαρία ακούει;
- Έλα Δαίδαλος, ακούει Ικαρία.
- Ερυθρό έχετε;
- Τι ερυθρό; Κόκκινο φως αριστερά;
- Ναι, ερυθρό.
- Στο χωριό μου το λένε κόκκινο. Εσύ απ’ το ίδιο χωριό δεν είσαι;
- Ρε λέγε αν έχετε, δεν το βλέπω.
- Πού να το δεις, αφού είσαι δεξιά. Το κόκκινο είναι αριστερά.
- Καλά, πορεία 130.
- Ελήφθη Δαίδαλος. Τέλος.


Έδωσα κάνα δυο μοίρες ακόμα στον αυτόματο για να πάω λίγο πιο δεξιά. Πάνω στην ώρα το VHF ξαναχτύπησε.

- Προσοχή, Ικαρία, είναι ένα μηχανοκίνητο και μια μηχανότρατα αριστερά μου.

Πριν προλάβω να πω κάτι σαν «Ναι ρε μλκ, τα βλέπω, μπαμ κάνουνε» ακούστηκε μια τρίτη φωνή στο κανάλι 72.

- Γρι-γρι είμαι καπετάνιε, όχι τράτα.
- Α, συγγνώμη,
ακούστηκε πνιγμένος στα γέλια ο «καπετάνιος».
- Από μπροστά σου να περάσω ή από πίσω;
- Από μπροστά, έχω και ουρά πίσω.


Σήκωσα το φορητό VHF:

- Η ουρά ακούει, Δαίδαλος.

Αλλά κάπου εκεί τα έπαιξαν οι μπαταρίες και το φορητό γύρισε αυτόματα στο 16 λίγο πριν εκπνεύσει οριστικά. Δυνάμωσα το κεντρικό VHF ώστε να ακούγεται από την καμπίνα αν μιλήσει κάποιος. Συνέχισα με 130-135 (όλο και πιο δεξιά μου βρισκόταν ο Δαίδαλος παρά την προσπάθεια) μέχρι που τέλειωσε η βάρδια μου κατά τις τέσσερις το πρωί και κοιμήθηκα για μερικές ώρες. Όταν ξύπνησα είχε ξημερώσει, είχε φύγει πίσω μας η Κύμη και η πορεία είχε αλλάξει προς τον Καφηρέα. Στο τιμόνι εναλλάσσονταν πατέρας και γιος. Κάποια στιγμή ο Βασιλάκης βαρέθηκε.

- Μπαμπά, πάω να διαβάσω.
- Εντάξει,
είπε ο Αντώνης. Να σε βλέπω.

Ο μικρός είχε υποδειγματική ψυχραιμία για την περίσταση, ούτε γκρίνια, ούτε «θέλω αυτό» ούτε τίποτα. Είχε μαζί του δύο βιβλία-τούβλα με ιστορίες με δράκους, μάγους και ξωτικά, απομιμήσεις του Τόλκιν, φαντάζομαι. Είχε και μια σειρά από αεροπλανάκια-οριγκάμι, σελίδες χαρτί που με ένα ιδιαίτερο δίπλωμα γινόντουσαν μαχητικά F-16, Σουχόι, Ραφάλ κι ό,τι άλλο θες. Είχε και σχολείο τη Δευτέρα, αλλά δε θα πήγαινε. Μου είπε χαμογελαστά ότι θα έχανε το διαγώνισμα ιστορίας. Αλλά δεν πειράζει, ιστορία έχει κάθε μέρα, το Αιγαίο δεν το διασχίζουμε κάθε μέρα, ε;

Βραχονησίδα απέναντι από τον Καφηρέα. Ούτε τρία μποφώρ. (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015)

Περάσαμε τον Καφηρέα μεσημέρι και φτάσαμε στο Μπατσί γύρω στις τρεις μέσα σε απόλυτη νηνεμία. Η σημαία της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας που κρεμόταν από τα ξάρτια μας είχε κεντρίσει την περιέργεια μερικών περιπατητών στο μώλο. Είχε συννεφιάσει, ο καιρός ετοιμαζόταν να γυρίσει. Δέσαμε και πέσαμε στα νερά του λιμανιού κι ύστερα από λίγο πέσαμε τέζα στα κρεβάτια μας για να αναλάβουμε από το πολύωρο ταξίδι. Το λιμανάκι ήταν έρημο, φθινοπωρινό. Το βράδυ φάγαμε σε μια ταβέρνα που στα διπλανά τραπέζια είχε κυρίως ξένους, μόνιμους κατοίκους. Κοιμηθήκαμε νωρίς· η επόμενη μέρα θα άρχιζε πριν χαράξει.

Μπατσί, Άνδρος, Οκτώβριος 2015 (Φωτό © Ροβυθέ).

Ξυπνήσαμε με βροχή και με το κύμα να σκάει με πάταγο στο λιμενοβραχίονα. Φορέσαμε νιτσεράδες και γαλότσες· ο μικρός εξορίστηκε στην καμπίνα του παρέα με τους δράκους και τις σαΐτες και οι λοιποί τρεις ζοριστήκαμε λίγο να λύσουμε και να βγούμε ανοιχτά. Ο αέρας ήταν γύρω στους 25 κόμβους, το κύμα άφριζε γύρω όντας εξάρι γεμάτο, τοπικά μπορεί και παραπάνω. Ευτυχώς είχαμε τον καιρό στο πλάι· ανοίξαμε πανιά (μουδαρισμένοι βέβαια) σε μια αρκετά ξεκούραστη ανοιχτή πλαγιοδρομία. Η ταχύτητά μας έφτανε ίσαμε τους οχτώμισι κόμβους. Ο Δαίδαλος πήγαινε πιο γρήγορα καθώς είχε λίγο μεγαλύτερη ιστιοφορία (και οι τρεις του πληρώματός του ήταν έμπειροι, ενώ από εμάς τους τέσσερις μόνο οι δύο, οπότε το πηγαίναμε πιο συντηρητικά). Το VHF γκρίνιαζε.

- Από Δαίδαλο, πορεία 260.
- Πες του ότι τη βλέπω μπροστά μου τη Τζιά, δε χάνεται.


Δε χανόταν. Χτυπηθήκαμε για κάνα τεσσάρι ώρες αλλά μόλις στρίψαμε προς νότο με κατεύθυνση το Βουρκάρι ο καιρός έπεσε σε ένα αντιμετωπίσιμο τεσσάρι. Στο μεταξύ είχαμε γίνει μουσκίδι μέσα στις νιτσεράδες, πιο πολύ από τον ιδρώτα· ο νοτιάς ήταν ζεστός. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο αέρας έπιασε πάλι να δυναμώνει. Μπήκαμε στην Κορρησία κατά τις δώδεκα μπροστά από μια αρμάδα ιστιοφόρων που έτρεχε να κρυφτεί στον κόλπο πριν τους πιάσει άσχημα ο καιρός. Ο Δαίδαλος πρόλαβε και πρυμνοδέτησε υπό γωνία· όταν μπήκαμε εμείς ήδη τσακωνόντουσαν με άλλους που ήθελαν να δέσουν πάνω τους. Τελικά χωθήκαμε εμείς δίπλα σε μια κάπως προβληματική πλαγιοδέτηση που ενισχύσαμε με διαγώνια σχοινιά προς το μώλο (έτσι βέβαια εμποδίζαμε τον οποιοδήποτε άλλο να δέσει δίπλα μας, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια). Ο άνεμος έκανε ριπές πάνω από τριάντα κόμβους και μας έσπρωχνε προς την προβλήτα, αλλά τα δίδυμα σκάφη μας απλώς έσπρωχναν τα μπαλόνια και κρατιούνταν καλά από τα σχοινιά και κάπως από τη μισή άγκυρα που είχαμε προλάβει να ρίξουμε.

Σε λίγο στο λιμανάκι γινόταν το αδιαχώρητο· όλοι είχαν σπεύσει να πλαγιοδετήσουν καλού-κακού και οι επόμενοι έδεναν πάνω τους φτιάχνοντας στοίβες από σκαφάκια. Μερικοί έμειναν αρόδου, πάνω στις άγκυρες, περιμένοντας να περάσει το χειρότερο. Κάποια στιγμή βγήκε ήλιος· βάλαμε τα βρεγμένα να στεγνώσουν, κάποιοι βούτηξαν στα νερά, και μετά αράξαμε στις παραλιακές καφετέριες για εσπρέσσο και γλυκάκι βλέποντας κάτι τεράστια καταμαράν να προσπαθούν να χωρέσουν σε δυο μέτρα ντόκο. Η Κορρησία ήταν πολύ πιο κοσμική από το χτεσινό Μπατσί· πλήθη Αθηναίων ιστιοπλόων τριγυρνούσαν στο λιμανάκι σε χτυπητή αντίθεση με το ερημικό Ανδριώτικο λιμάνι. Περάσαμε τις ώρες με εφημερίδα, κουβεντούλα, και τζιν-τόνικ, μέχρι να έρθει ο πλοίο της γραμμής που μάζεψε πλήθη εκδρομέων του Σαββατοκύριακου (και το Δαμιανό από το πλήρωμα του Δαίδαλου) για να τους πάει στο Λαύριο και από κει στην Αθήνα.

Απόψις λιμένος Κορρησίας από το hatch μιας καμπίνας του «Ικαρία». Η κουλούρα χρησιμεύει ως σημαδούρα για να βλέπουν το διαγώνιο σκοινί τα διερχόμενα σκάφη. (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015).

Ψηφίσαμε να πάμε στην Ιουλίδα για βράδυ· όπως συμβαίνει τελευταία άλλα ψηφίζεις κι άλλα βγαίνουν, οπότε η κούραση κέρδισε και ξεμείναμε σε μια ταβέρνα παρά θιν’ αλός όπου πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι, προφανώς επειδή τα αθηναϊκά ιστιοπλοϊκά (όχι μόνο) πλήθη φέρνουν μαζί τους και αθηναϊκές τιμές. Οι άλλοι χαρχάλευαν τα κινητά τους ποστάροντας φωτογραφίες και μιλώντας με τις συζύγους. Εγώ που δεν έχω σύζυγο ούτε και smartphone είχα εστιαστεί σε ένα γιαουρτάκι με γλυκό σταφύλι που είχε έρθει για επιδόρπιο και αναρωτιόμουν πόσο θα του πήγαινε η ρακή, αν είχαμε, αλλά πάνω στην ώρα οι Καριώτες της παρέας αρχίσαμε να θυμόμαστε τις πρώτες μας κοινές «ιστιοπλοϊκές» εμπειρίες κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ο συχωρεμένος ο πατέρας του Φραγκίσκου είχε φέρει στην Ικαρία ένα καΐκι κι εμείς τον είχαμε υποχρεώσει να μας πάει βόλτα από Εύδηλο μέχρι Αρμενιστή, και κουβέντα στην κουβέντα αρχίσαμε τα «θυμάσαι τότε που» μέχρι που ο Βασιλάκης βαρέθηκε και πήγε στο σκάφος να φτιάξει σαΐτες και ο Γιώργος που είναι Σκιαθίτης ο άνθρωπος και δεν έχει το ικαριακό κοινό παρελθόν των υπολοίπων άρχισε να χασμουριέται και στο τέλος πήγαμε μια μεγάλη βόλτα μέχρι να νυστάξουμε και φυσικά νυστάξαμε στο πεντάλεπτο και πέσαμε για ένα μακρύ, βαθύ ύπνο που δεν ταραζόταν από κανένα πολύ πρωινό ξύπνημα.

Το πρωί ο καιρός ήταν ένα απαλό τριαράκι δυτικό με λιακάδα. Τα σκάφη έλυναν και έφευγαν προς το Σαρωνικό· λύσαμε κατά τις έντεκα, το Ικαρία πρώτο καθότι είμασταν απέξω, και προλάβαμε να βγούμε πριν μπει το πλοίο της γραμμής. Ο Δαίδαλος ακολούθησε· φυσούσε ελάχιστα και εντελώς όρτσα, οπότε ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια να ανοίξουμε πανιά.

- Ικαρία ακούει;
- Λέγε Δαίδαλος, Ικαρία ακούει.
- Πάρτε πορεία για...
- Πες του ότι το βλέπω το Λονγκ Άιλαντ, δε θα πέσω πάνω,
φώναξε ο Αντώνης από το τιμόνι.

Άποψη Σουνίου από τη θάλασσα, με το ναό του Ποσειδώνα (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015).

Περάσαμε τη Μακρόνησο και το Σούνιο· είχα μια μάταιη ελπίδα ότι μέσα στο Σαρωνικό θα είχαμε λίγο άνεμο στο πλάι, αλλά μέχρι να μπούμε είχε γυρίσει βορειοδυτικός και πάλι φάτσα μας ήτανε.

- Δαίδαλος ακούει;
- Ακούει Δαίδαλος.
- Το Γαϊδουρονήσι από μέσα ή απέξω;
- Από μέσα.
- Εμείς απέξω.
- Πρόσεχε μη μπεις στο Δίαυλο.
- Άσε μας ρε...Τέλος.


Αυτός την πιο σύντομη, εμείς την πιο άνετη διαδρομή. Τον είδα που αποπειράθηκε να ανεβάσει μαΐστρα μήπως κερδίσει κάνα μίλι, αλλά η προσπάθεια ακυρώθηκε σε πέντε λεπτά. Στο τέλος ανέβασε στροφές για να μας προσπεράσει και να μπει πρώτος, καθότι ήξερε τα κατατόπια στον Άλιμο σε αντίθεση με εμάς. Μπήκαμε στη μαρίνα κατά τις 5 το απόγευμα, δέσαμε δίπλα στο Δαίδαλο, μαζέψαμε και νετάραμε όπως όπως. Είπαμε να πάμε για κάνα ποτάκι στο Σκίπερς, αλλά γρήγορα ένας ένας έφευγε να ξαναβρεί την οικογένεια. Σκορπίσαμε λίγο πριν νυχτώσει· πήγα στο πατρικό μου και ξανάγινα Βασιλάκης σε χρόνο dt. Χρειαζόμουν ένα ζεστό μπάνιο κι έναν ήσυχο ύπνο ακόμα. Αλλά νωρίς το πρωί ήμουν πάλι στο αεροδρόμιο.

Έφτασα στο Ηράκλειο κατά τις 11. Πήγα σπίτι και ξεφόρτωσα νιτσεράδες, γάντια, τζάκετ και βρεγμένα ρούχα. Ανέβηκα στη δουλειά πολύ αργά· η Ρ. με περίμενε όλο αγωνία.

- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Καλά, αλλά δεν ήταν τόσο ιστιοπλοΐα, μηχανάδα πηγαίναμε...
- Κρίμααααα... Σου είπα ότι ξεκίνησα μαθήματα; Έκανα το πρώτο.
- Μου το είπες. Θα σου αρέσει, είμαι βέβαιος.
- Θα θυμηθείς να μου φέρεις το βιβλίο της θεωρίας;
- Θα στο φέρω. Θα το θυμηθώ.


Ικαρία ακούει.

15/10/15

Ἀντινομία (Νίκος Καββαδίας)



Ὁ ἔρωτάς σου μία πληγὴ καὶ τρεῖς κραυγές.
Στὰ κόντρα σκούζει ὁ μακαρᾶς καθὼς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη τοῦ βυθοῦ - χίλιες ὀργιὲς -
τοῦ Ποσειδώνα ἐγὼ σὲ κέρδισα στὸ ζάρι.

Καὶ σ᾿ ἔριξα σ᾿ ἕνα βιβάρι σκοτεινὸ
ποὺ στέγνωσε καὶ ξανεμίστηκε τὸ ἁλάτι.
Μὰ ἐσὺ προσμένεις ἀπ᾿ τὸ δίκαιον οὐρανὸ
τὸ στεριανό, τὸ γητευτή, τὸν ἀπελάτη.

Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ
καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη
πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,
θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.

                                                   m/s Aquarius 1974

Νίκος Καββαδίας - Τραβέρσο


(Σ.Σ. Σκέψη εν πλω στο ιστιοφόρο «Ικαρία», λίγο έξω από το Καβοντόρο).

4/10/15

Τα χέρια της

Φωτό Ροβυθέ, 15/8/2015

     - Καλημέρα, είπε η αλεπού.
     - Καλημέρα, αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και γύρισε, μα δεν είδε τίποτα.
     - Εδώ είμαι, είπε μια φωνή, κάτω από τη μηλιά...
     - Ποια είσαι;, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Μου φαίνεσαι πολύ όμορφη...
     - Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
     - Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος...
     - Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δε μ' έχουν ημερώσει.


Κοιτάζω μια φωτογραφία που πόσταρε ένας φίλος στο facebook. Έχει τραβηχτεί κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, ίσως το καλοκαίρι του ‘86. Θυμάμαι καλά τη βραδιά που τραβήχτηκε· η παρέα είχε μαζευτεί ως συνήθως στην πλατεία του Ευδήλου και κάποιος έριξε την ιδέα να πάμε να κάτσουμε στην παραλία του Φλες. Πήραμε κρασιά μαζί μας, μαζέψαμε ξερόκλαδα κι ανάψαμε μια βραχύβια φωτιά. Αράξαμε στην άμμο κοιτώντας τα αστέρια και κουβεντιάζοντας, δε θυμάμαι τώρα πια για τι πράγμα. Μάλλον για αυτά που απασχολούν τους εφήβους γενικά. Κάποιος σήκωσε μια φωτογραφική μηχανή και μας τράβηξε έτσι όπως είμασταν ξαπλωμένοι στην άμμο, γύρω από τη φωτιά. Δεν την είχα δει αυτή τη φωτογραφία στον καιρό της, παρά μόνο σχετικά πρόσφατα, μετά την εμφάνιση των social media.

Η ηλικία όλων μας άρχιζε τότε με τον αριθμό 1, κάποιοι και κάποιες πρέπει να πήγαιναν ακόμα σχολείο. Σήμερα η ηλικία όλων μας αρχίζει από 4. Τότε πρέπει να πήγαινα προς το δεύτερο έτος στο Πανεπιστήμιο· σήμερα δεύτερο έτος πάνε τα παιδιά μερικών από τους εικονιζόμενους. Κοιτάζω τη φωτογραφία σκεπτόμενος ότι σήμερα έχουμε αλλάξει, εμφανισιακά τουλάχιστον, όλοι. Ή μάλλον σχεδόν όλοι. Ο χρόνος δεν είναι δίκαιος: με μερικούς ανθρώπους είναι σκληρός, με άλλους πιο επιεικής. Σε πολύ λίγους και εκλεκτούς φαίνεται πως χαρίζεται εντελώς.

Η Α. είναι από τους εκλεκτούς, από αυτούς που λες πως κάπου στο σπίτι τους έχουν κρυμμένο το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ που γερνάει και ασχημίζει ενώ οι ίδιοι μένουν όμορφοι και δροσεροί έξω στον κόσμο. Κοιτάζω τις πρόσφατες φωτογραφίες που την τράβηξα το καλοκαίρι που μας πέρασε και τις συγκρίνω με την παλιά φωτογραφία. Δε βρίσκεις και πολλές διαφορές, ή τέλος πάντων σίγουρα όχι τις διαφορές που θα περίμενες να μαζευτούν σε εικοσιεννιά χρόνια. Έχει το ίδιο λαμπερό χαμόγελο, μακριά κατσαρά μαλλιά που κυματίζουν και μάτια που σε κοιτάζουν σαν αναμμένα κάρβουνα. Η παρομοίωση είναι βέβαια κάπως περιπαθής, και ο ορθολογικός εαυτός μου με πείθει ότι θα φταίει η αντανάκλαση της φλόγας, ή ίσως του φλας.

Δεν είμασταν ιδιαιτέρως φίλοι τότε· σε εκείνη την παρέα εγώ ήμουν αντεπιστέλλον μέλος, περιστασιακό, καθώς τα πιο πολλά παιδιά ήταν δυο-τρία χρόνια μικρότερα, πράγμα που σε αυτές τις ηλικίες έχει μια σημασία. Πολύ λίγα χρόνια αργότερα δεν είχε πια καμμία σημασία και όλες οι καλοκαιρινές ικαριακές παρέες είχαμε γίνει ένα πράγμα, όμως εκείνη δεν πολυερχόταν πια. Σπούδαζε κάπου μακριά κάτι που απαιτούσε καλοκαιρινές πρακτικές ασκήσεις κι ερχόταν για πολύ λίγο - αν ερχόταν ολωσδιόλου. Την εποχή που εμείς τραβούσαμε τα καλοκαίρια μας όσο γινόταν πιο πολύ και επισφραγίζαμε τις φιλίες μας με υπερβολικές κραιπάλες, υποβόσκοντα ερωτισμό και άφθονο αλκοόλ, εκείνη συνήθως δεν ήταν εκεί.

Συν τω χρόνω χαθήκαμε εντελώς· δεν υπήρχε το τηλέφωνό της στην ατζέντα, δεν ήταν από τα άτομα που θα σκεφτόσουν αμέσως να φωνάξεις σε μια μάζωξη ή σε ένα πάρτι. Έτσι κι αλλιώς όλοι ψιλοχαθήκαμε μια εποχή που οι δρόμοι χώριζαν· άλλοι έστηναν δουλειές και οικογένειες, άλλοι ξενιτευόντουσαν για τον ένα ή για τον άλλο λόγο, άλλοι άλλαζαν στυλ και παραστάσεις. Στο τέλος ο καθένας έμεινε με τρεις-τέσσερις-πέντε φίλους που ταίριαζαν πιο πολύ τα χνώτα τους κι οι επιλογές τους, και για τους υπόλοιπους επιφυλασσόταν ένα «έλα, τι γίνεσαι, χαθήκαμε» σε τυχαίες καλοκαιρινές συναντήσεις ή στην καλύτερη περίπτωση κάποιες ευχές σε γιορτές και γενέθλια, κάποιες συναντήσεις σε γάμους και βαφτίσια με το αναπόφευκτο «θυμάσαι τότε που...» κι ύστερα ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του πάλι - οικογένεια, υποχρεώσεις, προσωπικές και πολιτισμικές επιλογές.

Όλα αυτά τα χρόνια την είδα, φευγαλέα μάλλον, πολύ λίγες φορές. Σε γάμους, βαφτίσια, πάρτι κοινών γνωστών, δυο-τρεις φορές στην Ικαρία για πολύ λίγο. Κάποια στιγμή ανταλλάξαμε τηλέφωνα, αργότερα γίναμε «φίλοι» με τη φεισμπουκική έννοια του όρου. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, δεν έχουμε πολλά κοινά· ο κόσμος μου και ο κόσμος της δεν συναντιούνται παρά σε λίγα πράγματα. Δεν ξέρω πώς ζει, τις παρέες της και τις προτιμήσεις της. Στην Ικαρία πια έρχεται ελάχιστα, καθώς έχει βρει αλλού τους τόπους και τους τρόπους που της ταιριάζουν, και περνάει τα καλοκαίρια (και μερικούς χειμώνες, από όσο ξέρω) εκεί. Σε εμάς θα έρθει ίσως μια φορά στα τρία-τέσσερα χρόνια, και θα μείνει για λίγες μέρες.

Ήρθε φέτος. Την είδα να βγαίνει από το καράβι παραμονή δεκαπενταύγουστου, καθώς αποχαιρετούσα φίλους που έφευγαν. Δεν πρόλαβα να της μιλήσω τότε, αλλά την άλλη μέρα την είδα στο πανηγύρι. Χαιρετηθήκαμε, χορέψαμε λίγο, μιλήσαμε λίγο περισσότερο. Πρόσεξα τη φωνή της, που δεν τη θυμόμουν τόσο βαθιά.

- Μην αγχώνεσαι, είπε (μια φράση του συρμού τώρα τελευταία που σημαίνει τα πάντα και τίποτα). Είναι από τα τσιγάρα.

Κάπνιζε τον ίδιο καπνό με εμένα· της ζήτησα να μου στρίψει ένα τσιγάρο. Πρόσεξα τα δάχτυλά της καθώς μου το πρόσφερε. Δεν τα είχα προσέξει ως τότε. Μακριά, λεπτά δάχτυλα. Ύστερα τα χέρια της. Λεπτά, νευρώδη, δέρμα σταρένιο οργωμένο με φλέβες που εξείχαν.

- Τι κοιτάζεις;
- Τα χέρια σου. Μπορώ να τα βγάλω φωτογραφία;


Δε φάνηκε να παραξενεύεται πάρα πολύ. Ίσως να είναι σχετικά συνηθισμένη να τη φωτογραφίζουν. Πάντως με άφησε. Ο φωτισμός δεν ήταν καλός και το αποτέλεσμα δεν με ικανοποίησε όσο θα ήθελα. Εντάξει, έχω και πολύ μέτρια μηχανή, ειδικά για νύχτα.

- Πρέπει στο φως της μέρας, είπα.
- Εντάξει, συμφώνησε.

Δυο μέρες αργότερα βρεθήκαμε στο φως της μέρας, στη θάλασσα. Το φετινό παράξενο Αύγουστο δεν είχε σχεδόν καθόλου μελτέμια, αλλά εκείνη τη μέρα είχε ένα σχετικό κυματάκι. Προσπάθησα πάλι, με φως αυτή τη φορά, αλλά και πάλι με μέτρια επιτυχία. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου η μηχανή δεν το αιχμαλώτιζε. Άλλαξα φόντο, πλησίασα πολύ κοντά. Τραβήχτηκε. Ο φακός γινόταν επιθετικός, μου είπε.

Είχε δίκιο, μάλλον. Δεν επέμεινα· το παιχνίδι έχει νόημα όταν το ευχαριστιούνται όλοι. Έκρυψα τη μηχανή, μιλήσαμε, κολυμπήσαμε, ήπιαμε κάτι, ήρθαν κι άλλοι και η παρέα μεγάλωσε, είπαμε «θυμάσαι τότε που» και μερικά ακόμα πράγματα. Κάποια στιγμή έφυγε από την παραλία και σε μια-δυο μέρες και από το νησί. Συναντηθήκαμε άλλη μια φορά λίγο πριν φύγει.

- Θα μου στείλεις τις φωτογραφίες;
- Θα σου τις στείλω. Δεν είναι πολύ καλές όμως.
- Δεν πειράζει.


Δεν έχουμε μιλήσει έκτοτε. Το υπόλοιπο καλοκαίρι πέρασε λίγο στην πίεση, εν μέσω οικογενειακών υποχρεώσεων και προθεσμιών· όχι εντελώς «διακοπές». Κάποια μέρα ένας φίλος πήρε τη μηχανή που είχα αφήσει στο τραπέζι και χάζευε τις φωτογραφίες. Μου έδειξε μία με τα χέρια της.

- Τι είναι αυτό;
- Τα χέρια της Α. Έχει ενδιαφέροντα χέρια.
- Περίεργο, δεν ήξερα ότι κάνετε παρέα.
- Δεν κάνουμε παρέα. Γιατί περίεργο;
- Ε, γιατί ρε παιδί μου είστε εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Από άλλον πλανήτη. Δε γίνεται να κάνετε παρέα.


Γίνεται, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τόσα περίεργα πράματα...
- Ω! δεν είναι πάνω στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
- Πάνω σ' άλλο πλανήτη;
- Ναι.
- Έχει κυνηγούς σ' αυτό τον πλανήτη;
- Όχι.
- Πολύ ενδιαφέρον αυτό. Και κότες;
- Όχι.
- Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.

Ναι, δεν είναι...


(Σ.Σ. Τα αποσπάσματα από το «Μικρό Πρίγκηπα» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερί είναι από την έκδοση του Ηριδανού, σε μετάφραση Στρατή Τσίρκα).