- Από Δαίδαλο, Ικαρία ακούει;
- Ακούει Ικαρία.
- Πορεία 130.
- Ελήφθη.
Στο αεροδρόμιο της Αθήνας έφτασα μεσάνυχτα Πέμπτης. Παρασκευή απόγευμα ο Νίκος πέρασε και με μάζεψε και ξαναβρεθήκαμε στο αεροδρόμιο όπου συναντηθήκαμε με τον Αντώνη και το Βασιλάκη. Στην αίθουσα αναμονής πέσαμε πάνω στο Δαμιανό· πήραμε όλοι μαζί το αεροπλάνο για Σκιάθο όπου μας περίμεναν οι άλλοι δύο. Ο Φραγκίσκος με το Γιώργο πήραν μαζί τους το Δαμιανό στο «Δαίδαλος». Οι υπόλοιποι τέσσερις, Καριώτες όλοι, γίναμε το πλήρωμα του «Ικαρία». Χάρη στην παρουσία του εντεκάχρονου συνονόματου Βασιλάκη, για πρώτη φορά στα χρονικά αυτής της παρέας δεν με φώναζαν με το υποκοριστικό του ονόματος αλλά με το κανονικό. Προσπάθησα εις μάτην να τους επιβάλω να με φωνάζουν Κηλ, επί το ιστιοπλοϊκότερο Keel, αλλά κανείς δεν τσίμπησε. Δεν πειράζει, σαρανταεφτά χρόνια Βασιλάκης έγινα επιτέλους για τρεις μέρες Βασίλης· επαρκής λόγος να συμπαθήσω τον πιτσιρικά όσο δε λέγεται.
Σαλπάραμε γύρω στις δέκα και μισή, αφού περιμέναμε κάμποσο το Δαίδαλο να ξεμπλέξει την άγκυρά του. Ο καιρός ήταν ακόμα καλός, και βιαζόμασταν να προλάβουμε να περάσουμε το Καβοντόρο πριν μας πιάσει το εξάρι-εφτάρι που προβλεπόταν για την Κυριακή. Στη θάλασσα η συντομότερη οδός δεν είναι πάντα η ευθεία· αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς Άνδρο ώστε την Κυριακή που θα γύριζε Νοτιάς να μην τον έχουμε κόντρα. Ο προπορευόμενος Δαίδαλος έδειχνε την πορεία (130 μοίρες για Κύμη κατ’ αρχήν) με το πρυμνιό φως να λειτουργεί ως σημάδι. Κάναμε βάρδιες κατά δυάδες (και ο μικρός, που απεδείχθη εξαιρετικός τιμονιέρος). Στη σκοτεινή νύχτα, ο ουρανός ήταν γεμάτος χιλιάδες αστέρια. Ο ήχος της μηχανής (μηχανάδα πηγαίναμε, δε φύσαγε ούτε πέντε κόμβους) διακοπτόταν πού και πού από τις διασκεδαστικές παρατηρήσεις που ερχόντουσαν από το VHF.
- Ικαρία ακούει;
- Έλα Δαίδαλος, ακούει Ικαρία.
- Ερυθρό έχετε;
- Τι ερυθρό; Κόκκινο φως αριστερά;
- Ναι, ερυθρό.
- Στο χωριό μου το λένε κόκκινο. Εσύ απ’ το ίδιο χωριό δεν είσαι;
- Ρε λέγε αν έχετε, δεν το βλέπω.
- Πού να το δεις, αφού είσαι δεξιά. Το κόκκινο είναι αριστερά.
- Καλά, πορεία 130.
- Ελήφθη Δαίδαλος. Τέλος.
Έδωσα κάνα δυο μοίρες ακόμα στον αυτόματο για να πάω λίγο πιο δεξιά. Πάνω στην ώρα το VHF ξαναχτύπησε.
- Προσοχή, Ικαρία, είναι ένα μηχανοκίνητο και μια μηχανότρατα αριστερά μου.
Πριν προλάβω να πω κάτι σαν «Ναι ρε μλκ, τα βλέπω, μπαμ κάνουνε» ακούστηκε μια τρίτη φωνή στο κανάλι 72.
- Γρι-γρι είμαι καπετάνιε, όχι τράτα.
- Α, συγγνώμη, ακούστηκε πνιγμένος στα γέλια ο «καπετάνιος».
- Από μπροστά σου να περάσω ή από πίσω;
- Από μπροστά, έχω και ουρά πίσω.
Σήκωσα το φορητό VHF:
- Η ουρά ακούει, Δαίδαλος.
Αλλά κάπου εκεί τα έπαιξαν οι μπαταρίες και το φορητό γύρισε αυτόματα στο 16 λίγο πριν εκπνεύσει οριστικά. Δυνάμωσα το κεντρικό VHF ώστε να ακούγεται από την καμπίνα αν μιλήσει κάποιος. Συνέχισα με 130-135 (όλο και πιο δεξιά μου βρισκόταν ο Δαίδαλος παρά την προσπάθεια) μέχρι που τέλειωσε η βάρδια μου κατά τις τέσσερις το πρωί και κοιμήθηκα για μερικές ώρες. Όταν ξύπνησα είχε ξημερώσει, είχε φύγει πίσω μας η Κύμη και η πορεία είχε αλλάξει προς τον Καφηρέα. Στο τιμόνι εναλλάσσονταν πατέρας και γιος. Κάποια στιγμή ο Βασιλάκης βαρέθηκε.
- Μπαμπά, πάω να διαβάσω.
- Εντάξει, είπε ο Αντώνης. Να σε βλέπω.
Ο μικρός είχε υποδειγματική ψυχραιμία για την περίσταση, ούτε γκρίνια, ούτε «θέλω αυτό» ούτε τίποτα. Είχε μαζί του δύο βιβλία-τούβλα με ιστορίες με δράκους, μάγους και ξωτικά, απομιμήσεις του Τόλκιν, φαντάζομαι. Είχε και μια σειρά από αεροπλανάκια-οριγκάμι, σελίδες χαρτί που με ένα ιδιαίτερο δίπλωμα γινόντουσαν μαχητικά F-16, Σουχόι, Ραφάλ κι ό,τι άλλο θες. Είχε και σχολείο τη Δευτέρα, αλλά δε θα πήγαινε. Μου είπε χαμογελαστά ότι θα έχανε το διαγώνισμα ιστορίας. Αλλά δεν πειράζει, ιστορία έχει κάθε μέρα, το Αιγαίο δεν το διασχίζουμε κάθε μέρα, ε;
Βραχονησίδα απέναντι από τον Καφηρέα. Ούτε τρία μποφώρ. (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015)
Περάσαμε τον Καφηρέα μεσημέρι και φτάσαμε στο Μπατσί γύρω στις τρεις μέσα σε απόλυτη νηνεμία. Η σημαία της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας που κρεμόταν από τα ξάρτια μας είχε κεντρίσει την περιέργεια μερικών περιπατητών στο μώλο. Είχε συννεφιάσει, ο καιρός ετοιμαζόταν να γυρίσει. Δέσαμε και πέσαμε στα νερά του λιμανιού κι ύστερα από λίγο πέσαμε τέζα στα κρεβάτια μας για να αναλάβουμε από το πολύωρο ταξίδι. Το λιμανάκι ήταν έρημο, φθινοπωρινό. Το βράδυ φάγαμε σε μια ταβέρνα που στα διπλανά τραπέζια είχε κυρίως ξένους, μόνιμους κατοίκους. Κοιμηθήκαμε νωρίς· η επόμενη μέρα θα άρχιζε πριν χαράξει.
Μπατσί, Άνδρος, Οκτώβριος 2015 (Φωτό © Ροβυθέ).
Ξυπνήσαμε με βροχή και με το κύμα να σκάει με πάταγο στο λιμενοβραχίονα. Φορέσαμε νιτσεράδες και γαλότσες· ο μικρός εξορίστηκε στην καμπίνα του παρέα με τους δράκους και τις σαΐτες και οι λοιποί τρεις ζοριστήκαμε λίγο να λύσουμε και να βγούμε ανοιχτά. Ο αέρας ήταν γύρω στους 25 κόμβους, το κύμα άφριζε γύρω όντας εξάρι γεμάτο, τοπικά μπορεί και παραπάνω. Ευτυχώς είχαμε τον καιρό στο πλάι· ανοίξαμε πανιά (μουδαρισμένοι βέβαια) σε μια αρκετά ξεκούραστη ανοιχτή πλαγιοδρομία. Η ταχύτητά μας έφτανε ίσαμε τους οχτώμισι κόμβους. Ο Δαίδαλος πήγαινε πιο γρήγορα καθώς είχε λίγο μεγαλύτερη ιστιοφορία (και οι τρεις του πληρώματός του ήταν έμπειροι, ενώ από εμάς τους τέσσερις μόνο οι δύο, οπότε το πηγαίναμε πιο συντηρητικά). Το VHF γκρίνιαζε.
- Από Δαίδαλο, πορεία 260.
- Πες του ότι τη βλέπω μπροστά μου τη Τζιά, δε χάνεται.
Δε χανόταν. Χτυπηθήκαμε για κάνα τεσσάρι ώρες αλλά μόλις στρίψαμε προς νότο με κατεύθυνση το Βουρκάρι ο καιρός έπεσε σε ένα αντιμετωπίσιμο τεσσάρι. Στο μεταξύ είχαμε γίνει μουσκίδι μέσα στις νιτσεράδες, πιο πολύ από τον ιδρώτα· ο νοτιάς ήταν ζεστός. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο αέρας έπιασε πάλι να δυναμώνει. Μπήκαμε στην Κορρησία κατά τις δώδεκα μπροστά από μια αρμάδα ιστιοφόρων που έτρεχε να κρυφτεί στον κόλπο πριν τους πιάσει άσχημα ο καιρός. Ο Δαίδαλος πρόλαβε και πρυμνοδέτησε υπό γωνία· όταν μπήκαμε εμείς ήδη τσακωνόντουσαν με άλλους που ήθελαν να δέσουν πάνω τους. Τελικά χωθήκαμε εμείς δίπλα σε μια κάπως προβληματική πλαγιοδέτηση που ενισχύσαμε με διαγώνια σχοινιά προς το μώλο (έτσι βέβαια εμποδίζαμε τον οποιοδήποτε άλλο να δέσει δίπλα μας, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια). Ο άνεμος έκανε ριπές πάνω από τριάντα κόμβους και μας έσπρωχνε προς την προβλήτα, αλλά τα δίδυμα σκάφη μας απλώς έσπρωχναν τα μπαλόνια και κρατιούνταν καλά από τα σχοινιά και κάπως από τη μισή άγκυρα που είχαμε προλάβει να ρίξουμε.
Σε λίγο στο λιμανάκι γινόταν το αδιαχώρητο· όλοι είχαν σπεύσει να πλαγιοδετήσουν καλού-κακού και οι επόμενοι έδεναν πάνω τους φτιάχνοντας στοίβες από σκαφάκια. Μερικοί έμειναν αρόδου, πάνω στις άγκυρες, περιμένοντας να περάσει το χειρότερο. Κάποια στιγμή βγήκε ήλιος· βάλαμε τα βρεγμένα να στεγνώσουν, κάποιοι βούτηξαν στα νερά, και μετά αράξαμε στις παραλιακές καφετέριες για εσπρέσσο και γλυκάκι βλέποντας κάτι τεράστια καταμαράν να προσπαθούν να χωρέσουν σε δυο μέτρα ντόκο. Η Κορρησία ήταν πολύ πιο κοσμική από το χτεσινό Μπατσί· πλήθη Αθηναίων ιστιοπλόων τριγυρνούσαν στο λιμανάκι σε χτυπητή αντίθεση με το ερημικό Ανδριώτικο λιμάνι. Περάσαμε τις ώρες με εφημερίδα, κουβεντούλα, και τζιν-τόνικ, μέχρι να έρθει ο πλοίο της γραμμής που μάζεψε πλήθη εκδρομέων του Σαββατοκύριακου (και το Δαμιανό από το πλήρωμα του Δαίδαλου) για να τους πάει στο Λαύριο και από κει στην Αθήνα.
Απόψις λιμένος Κορρησίας από το hatch μιας καμπίνας του «Ικαρία». Η κουλούρα χρησιμεύει ως σημαδούρα για να βλέπουν το διαγώνιο σκοινί τα διερχόμενα σκάφη. (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015).
Ψηφίσαμε να πάμε στην Ιουλίδα για βράδυ· όπως συμβαίνει τελευταία άλλα ψηφίζεις κι άλλα βγαίνουν, οπότε η κούραση κέρδισε και ξεμείναμε σε μια ταβέρνα παρά θιν’ αλός όπου πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι, προφανώς επειδή τα αθηναϊκά ιστιοπλοϊκά (όχι μόνο) πλήθη φέρνουν μαζί τους και αθηναϊκές τιμές. Οι άλλοι χαρχάλευαν τα κινητά τους ποστάροντας φωτογραφίες και μιλώντας με τις συζύγους. Εγώ που δεν έχω σύζυγο ούτε και smartphone είχα εστιαστεί σε ένα γιαουρτάκι με γλυκό σταφύλι που είχε έρθει για επιδόρπιο και αναρωτιόμουν πόσο θα του πήγαινε η ρακή, αν είχαμε, αλλά πάνω στην ώρα οι Καριώτες της παρέας αρχίσαμε να θυμόμαστε τις πρώτες μας κοινές «ιστιοπλοϊκές» εμπειρίες κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ο συχωρεμένος ο πατέρας του Φραγκίσκου είχε φέρει στην Ικαρία ένα καΐκι κι εμείς τον είχαμε υποχρεώσει να μας πάει βόλτα από Εύδηλο μέχρι Αρμενιστή, και κουβέντα στην κουβέντα αρχίσαμε τα «θυμάσαι τότε που» μέχρι που ο Βασιλάκης βαρέθηκε και πήγε στο σκάφος να φτιάξει σαΐτες και ο Γιώργος που είναι Σκιαθίτης ο άνθρωπος και δεν έχει το ικαριακό κοινό παρελθόν των υπολοίπων άρχισε να χασμουριέται και στο τέλος πήγαμε μια μεγάλη βόλτα μέχρι να νυστάξουμε και φυσικά νυστάξαμε στο πεντάλεπτο και πέσαμε για ένα μακρύ, βαθύ ύπνο που δεν ταραζόταν από κανένα πολύ πρωινό ξύπνημα.
Το πρωί ο καιρός ήταν ένα απαλό τριαράκι δυτικό με λιακάδα. Τα σκάφη έλυναν και έφευγαν προς το Σαρωνικό· λύσαμε κατά τις έντεκα, το Ικαρία πρώτο καθότι είμασταν απέξω, και προλάβαμε να βγούμε πριν μπει το πλοίο της γραμμής. Ο Δαίδαλος ακολούθησε· φυσούσε ελάχιστα και εντελώς όρτσα, οπότε ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια να ανοίξουμε πανιά.
- Ικαρία ακούει;
- Λέγε Δαίδαλος, Ικαρία ακούει.
- Πάρτε πορεία για...
- Πες του ότι το βλέπω το Λονγκ Άιλαντ, δε θα πέσω πάνω, φώναξε ο Αντώνης από το τιμόνι.
Άποψη Σουνίου από τη θάλασσα, με το ναό του Ποσειδώνα (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015).
Περάσαμε τη Μακρόνησο και το Σούνιο· είχα μια μάταιη ελπίδα ότι μέσα στο Σαρωνικό θα είχαμε λίγο άνεμο στο πλάι, αλλά μέχρι να μπούμε είχε γυρίσει βορειοδυτικός και πάλι φάτσα μας ήτανε.
- Δαίδαλος ακούει;
- Ακούει Δαίδαλος.
- Το Γαϊδουρονήσι από μέσα ή απέξω;
- Από μέσα.
- Εμείς απέξω.
- Πρόσεχε μη μπεις στο Δίαυλο.
- Άσε μας ρε...Τέλος.
Αυτός την πιο σύντομη, εμείς την πιο άνετη διαδρομή. Τον είδα που αποπειράθηκε να ανεβάσει μαΐστρα μήπως κερδίσει κάνα μίλι, αλλά η προσπάθεια ακυρώθηκε σε πέντε λεπτά. Στο τέλος ανέβασε στροφές για να μας προσπεράσει και να μπει πρώτος, καθότι ήξερε τα κατατόπια στον Άλιμο σε αντίθεση με εμάς. Μπήκαμε στη μαρίνα κατά τις 5 το απόγευμα, δέσαμε δίπλα στο Δαίδαλο, μαζέψαμε και νετάραμε όπως όπως. Είπαμε να πάμε για κάνα ποτάκι στο Σκίπερς, αλλά γρήγορα ένας ένας έφευγε να ξαναβρεί την οικογένεια. Σκορπίσαμε λίγο πριν νυχτώσει· πήγα στο πατρικό μου και ξανάγινα Βασιλάκης σε χρόνο dt. Χρειαζόμουν ένα ζεστό μπάνιο κι έναν ήσυχο ύπνο ακόμα. Αλλά νωρίς το πρωί ήμουν πάλι στο αεροδρόμιο.
Έφτασα στο Ηράκλειο κατά τις 11. Πήγα σπίτι και ξεφόρτωσα νιτσεράδες, γάντια, τζάκετ και βρεγμένα ρούχα. Ανέβηκα στη δουλειά πολύ αργά· η Ρ. με περίμενε όλο αγωνία.
- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Καλά, αλλά δεν ήταν τόσο ιστιοπλοΐα, μηχανάδα πηγαίναμε...
- Κρίμααααα... Σου είπα ότι ξεκίνησα μαθήματα; Έκανα το πρώτο.
- Μου το είπες. Θα σου αρέσει, είμαι βέβαιος.
- Θα θυμηθείς να μου φέρεις το βιβλίο της θεωρίας;
- Θα στο φέρω. Θα το θυμηθώ.
Ικαρία ακούει.
3 σχόλια:
Ικαρία ακούει. ..
Τουλον Αθήνα έδεσε. ..
Επι τέλους, ένας άνθρωπος να πει μια ιστορια της προκοπής και να ανεβάσει και λιγες αξιόλογες φωτογραφίες.
Εχω βαρεθεί να διαβάζω "πηγαμε στο μπαρ Χ, μετα στις ξαπλώστρες Υ" και να βλεπω φωτο απο παραλιες και σουβλάκια (μπλιαξ). Μεχρι σήμερα νόμιζα ότι είμαι ο μόνος που έχει φωτογραφίσει το Σούνιο από την μεριά της θάλασσας.
Καλά ταξιδια Keel
Βετζετάριαν, ε; Εμάς μας αρέσουν τα σουβλάκια. Όχι σε φωτογραφία.
Καλά σας ταξίδια. ;-)
Δημοσίευση σχολίου