ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


27/2/08

Στέαρ


Στον επαγγελματικό μου χώρο, έχει τύχει να γνωρίσω αρκετούς διαπρεπείς επιστήμονες από όλο τον κόσμο, και κουβεντιάζοντας μαζί τους για Βιολογία πολλές φορές έχω βρεθεί να χαζεύω κυριολεκτικά από την ευφυία και την ευρύτητα πνεύματος που αναδίδουν. Με κάποιους τυχαίνει να μιλήσουμε και για μη αμιγώς επιστημονικά θέματα - συχνά συμβαίνει να με αφήνει σχεδόν άφωνο η παντελής άγνοια πολλών από αυτούς για οτιδήποτε έξω από το πεδίο τους, ή η εξωφρενική απλοϊκότητα των αντιλήψεών τους (ανεξάρτητα από το αν κατά βάση συμφωνείς ή όχι με αυτές). Η ευφυία μετατρέπεται σε αναμάσημα κοινοτοπιών, η ευρύτητα πνεύματος εξατμίζεται στην πυρά της συμβατικότητας. Ο διαπρεπής (χωρίς εισαγωγικά) επιστήμονας, έξω από τα όρια - ενίοτε πολύ στενά - της περιοχής του επιστητού που θεραπεύει, μπορεί να είναι ένας εξαιρετικά συνηθισμένος άνθρωπος, μάλλον αδιάφορος, καμμιά φορά αφόρητα βαρετός.

Προφανώς αυτό δεν ισχύει για όλους. Άλλωστε το τι θεωρεί κάποιος "ενδιαφέρον" δεν έχει υποχρεωτικά σχέση με το τι θεωρεί ο οποιοσδήποτε άλλος. Παρατηρώ όμως (και έχω αρκετά μεγάλο στατιστικό δείγμα για να κάνω την παρατήρηση) ότι δεν υπάρχει καμμία εμφανής συσχέτιση ανάμεσα στο πόσα πτυχία, διδακτορικά, δημοσιεύσεις έχει κάποιος σε ένα αντικείμενο, και το πόσο έγκυρες απόψεις εκφράζει για οτιδήποτε άλλο. Έχοντας ζήσει μια εικοσαετία περιτριγυρισμένος από διδάκτορες και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, έχω πειστεί ότι η συζήτηση για πολιτική, κοινωνία, λογοτεχνία ή μουσική σε αυτούς τους χώρους έχει την ίδια βαρύτητα με μια αντίστοιχη συζήτηση στους χώρους ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου. Και στους δύο χώρους υπάρχουν άνθρωποι με ενδιαφέρουσες ή αδιάφορες απόψεις, αλλά κανείς δεν εγγυάται ότι οι απόψεις που εκφράζονται έχουν κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα: και στους δύο χώρους ο λόγος της από κοινού παρουσίας είναι άλλος. Όπως δεν περιμένεις από μια αυθεντία της ποδοσφαιρικής τακτικής να έχει βαρύνουσα άποψη για την εξωτερική πολιτική ή τη διαπολιτισμική εκπαίδευση, δεν πρέπει και να περιμένεις από έναν ειδικό στην αναπτυξιακή βιολογία να έχει ιδιαιτέρως έγκυρη άποψη για την ιστορία του εικοστού αιώνα ή την ενδεχόμενη υποψηφιότητα του Μπομπ Ντύλαν για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Δεν υποννοώ βέβαια ότι οι επιστήμονες είναι συλλήβδην μονοδιάστατοι ή αδιάφοροι. Ωστόσο, νομίζω πως έχεις παραπλήσιες πιθανότητες να βρεις ενδιαφεροντες ανθρώπους (ή ανθρώπους με ενδιαφέροντα) στην κερκίδα με αυτές που έχεις να τους βρεις στα επιστημονικά εργαστήρια. Αν βέβαια δουλεύεις στα τελευταία όπως εγώ, ξεκινάς από εκεί (ειδικά αν το γήπεδο είναι ακριβό, ανθυγιεινό ή απρόσιτο και δεν είσαι οπαδός κάποιας ομάδας της πόλης που ζεις). Σε κάθε περίπτωση, είναι ευχάριστο να σε περιτριγυρίζουν ενδιαφέροντες άνθρωποι. Αν τύχει μάλιστα και ξεφυτρώσει κάποια αχτίδα από εκεί που δεν το περιμένεις, τόσο το καλύτερο. Ο Ηλίας Κουτσούκος σε ένα παλιό διήγημά του (στη συλλογή "Βόλτα με πυτζάμες") αναφέρει την ιστορία ενός συνταγματάρχη που κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής επιθεώρησης εκφράζει ενδιαφέρον για την ποίηση του Ρίλκε, βοηθώντας έμμεσα τον φαντάρο-αφηγητή να τη βγάλει καθαρή. Η ιστορία αυτή μου θύμισε ένα αντίστοιχο περιστατικό που μου διηγήθηκε ένας φίλος από τον επιστημονικό μας μικρόκοσμο.

Ο φίλος έκανε διδακτορικό στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '90, σε ένα εργαστήριο στην Αθήνα. Στην ομάδα των επιβλεπόντων υπήρχε ένας προχωρημένης ηλικίας καθηγητής που προερχόταν από άλλο πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής είχε φήμη ανθρώπου στρυφνού και ιδιόρρυθμου - και δεν έκανε και πολλά για να την διασκεδάσει. Οι τακτικές επισκέψεις του στο εργαστήριο είχαν (τουλάχιστον για το φίλο μου) χαρακτήρα Ιεράς Εξέτασης: ο καθηγητής ρωτούσε λεπτομερώς για την πρόοδο της δουλειάς και συχνά οι ερωτήσεις του ήταν σκόπιμα ασαφείς ή διφορούμενες, σε βαθμό που ο φίλος να θεωρεί ότι ήταν παραπλανητικές. Στις δημόσιες παρουσιάσεις και τα σεμινάρια, ο καθηγητής παρέμενε ανέκφραστος και σκεπτικός, μουρμουρίζοντας στο τέλος ένα "ννναι" που έμοιαζε περισσότερο με "ναι μεν, αλλά". Οι συνάδελφοι καμιά φορά έδιναν φιλικά χτυπήματα στην πλάτη του φίλου λέγοντας "καλά ξεμπερδέματα", και ο ίδιος αγχωνόταν υπερβολικά κάθε φορά που επίκειτο συνάντηση με τους επιβλέποντες ή σεμινάριο.

Μια φορά, στη διάρκεια μιας ατελείωτης κουβέντας για το αν θα έπρεπε να ακολουθηθεί η μία ή η άλλη ερευνητική κατεύθυνση και αφού είχε εξαντληθεί η επιχειρηματολογία υπέρ αμφοτέρων των απόψεων, ρωτήθηκε ο φίλος τι νόμιζε. Ξεκίνησε τη φράση του λέγοντας κάτι μεσοβέζικα του τύπου "Πρέπει να το ζυγίσουμε καλά, διότι η πλάστιγγα θα κλίνει..." αλλά δεν πρόλαβε να την τελειώσει διότι ο καθηγητής σα να θυμήθηκε κάτι άρχισε από στήθους να απαγγέλλει:

H πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Kατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Kάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.

Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν με απορία και ο καθηγητής χαμογελώντας συνέχισε:

Kαι ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Aφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός
Mιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
Kατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.

Κάτι με τη γυμνή γυναίκα έκανε κλικ στο κεφάλι του φίλου που ρώτησε χαμηλόφωνα "Εμπειρίκος;" Ο καθηγητής συγκατένευσε μ' ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και συνέχισε:

Aυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Eίχε το θάρρος να περάση μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Mια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη
Aπό τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.

Ύστερα σηκώθηκε, πάντα χαμογελαστός μέχρι τα αυτιά, είπε στο φίλο μου "Αγαπητέ συνάδελφε, εξαιρετική η διατριβή σας" και αποχώρησε με χορευτικό βήμα αφού χαιρέτησε τους κυρίους διά χειραψίας και τις κυρίες δια χειροφιλήματος. Το χαμόγελό του έμεινε να αιωρείται στον αέρα σαν αυτό της γάτας του Τσέσαϊρ στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Στην τελική εξέταση ήταν φιλικότατος και όταν κάποιοι άλλοι εξεταστές πήγαν κάπως να στριμώξουν τον εξεταζόμενο, καθάρισε με δυο κουβέντες ο καθηγητής και ο φίλος χρίστηκε διδάκτορας δόξη και τιμή.

Πολλά χρόνια μετά ξανασυνάντησε τον καθηγητή στο σημερινό του εργαστήριο (εδώ, δίπλα στο δικό μας) και έτρεξε να τον χαιρετήσει εγκάρδια. Ο καθηγητής, χρόνια πια συνταξιούχος, του απάντησε τυπικά με έναν επιφυλακτικό πληθυντικό που έβγαζε μάτι - προφανώς δεν τον είχε αναγνωρίσει. Το ίδιο βράδι ξανασυναντήθηκαν τυχαία στην πόλη, όπου βολτάριζε ο καθηγητής με τη συμβία του. Αυτή τη φορά όμως είχε φρεσκάρει τη μνήμη του και πήγε πρώτος και χαιρέτησε το φίλο, με το μικρό του όνομα και με πολλές ερωτήσεις για παλιούς γνωστούς. Ο φίλος μου δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να πετάξει κάπου ένα "να δούμε προς τα πού θα κλίνει η πλάστιγγα".

Αλλά ο καθηγητής δεν το έπιασε, ή μπορεί απλά να το άφησε να πέσει κάτω. Πού καιρός τώρα για γυμνές γυναίκες...

ΥΓ. Το ποίημα "Στέαρ" του Aνδρέα Εμπειρίκου δημοσιεύτηκε στη συλλογή Eνδοχώρα (Εκδόσεις Άγρα, 1980). Είναι αφιερωμένο στο Nίκο Eγγονόπουλο.

25/2/08

Περί μνήμης

Διάβαζα νωρίτερα σήμερα ένα άρθρο στη διαδικτυακή πύλη in.gr, το οποίο αφορούσε κάποιες έρευνες σε περιπτώσεις ανθρώπων που εμφανίζουν εξωπραγματική μνήμη. Το άρθρο υποθέτω αποτελεί μετάφραση κάποιας είδησης από πρακτορείο ειδήσεων, ωστόσο δεν μπήκα στον κόπο (ή δεν είχα το χρόνο) να αναζητήσω την πρωτότυπη πηγή. Φαντάζομαι πάντως ότι τα περιστατικά που αναφέρονται είναι σε γενικές γραμμές ακριβή. Μεταξύ αυτών καταγράφονται περιπτώσεις ανθρώπων που μπορούν, χρόνια μετά, να θυμηθούν με λεπτομέρειες μια ολόκληρη μέρα από τη ζωή τους (η πολλές). Η μνήμη τους κατακλύζεται από λεπτομέρειες που όλοι εμείς οι "φυσιολογικοί" ξεχνάμε "φυσιολογικά" μετά από λίγο.

Μέχρι πριν λίγο καιρό, είχα την αίσθηση ότι τέτοιες περιπτώσεις υπερφυσικής μνήμης ανευρίσκονται μόνο στη μυθολογία ή στη λογοτεχνία του φανταστικού. Ο εικονιζόμενος άνω αριστερά Χόρχε Λουίς Μπόρχες (τη φωτογραφία του αλίευσα από το αγγλικό wikipedia) έχει γράψει ένα σχετικό διήγημα που με τον τίτλο "Φούνες ο Μνήμων" συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Ficciones (ελληνικά στον τόμο "Μυθοπλασίες" των εκδόσεων Ύψιλον/βιβλία που έχω μπροστά μου, μεταφρασμένο από τον Αχιλλέα Κυριακίδη φυσικά). Δεν έχω πρόχειρο τον ισπανικό τίτλο - οι ισπανομαθείς αναγνώστες του ιστολογίου, (δηλαδή ο Χριστόφορος ) ίσως μπορούν να βοηθήσουν εν καιρώ.*

Το διήγημα, που ο ίδιος ο Μπόρχες περιγράφει ως "μια εκτενή μεταφορά της αϋπνίας", έχει ημερομηνία 1942. Τα περιστατικά που περιγράφονται είναι της δεκαετίας του 1880. Ο ήρωας, Ιρενέο Φούνες, απαριθμεί στον αφηγητή όλες τις περιπτώσεις υπερφυσικής μνήμης που καταγράφονται στο Naturalis historia του Πλίνιου: ο Κύρος, βασιλεύς των Περσών, που φώναζε με το μικρό τους όνομα όλους τους στρατιώτες του, ο Μιθριδάτης Ευπάτωρ που νομοθετούσε και στις 22 γλώσσες της αυτοκρατορίας του, ο Σιμωνίδης, εφευρέτης της μνημονικής, ο Μητρόδωρος, που εξασκούσε την τέχνη να επαναλαμβάνει αυτολεξεί ό,τι είχε ακούσει μόνο μια φορά. Απολύτως καλοπροαίρετα, ο Φούνες λέει πως του προξενούσε κατάπληξη γιατί αυτές οι περιπτώσεις προξένησαν κατάπληξη.

Το διήγημα το είχα διαβάσει πριν πολλά χρόνια για πρώτη φορά. Μου είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση τότε για την τεχνική του μάλλον παρά για το θέμα του - τον βαθμιαίο τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης συνειδητοποιεί το τι συμβαίνει, τον τρόπο που ολοκληρώνεται με μια - οριστική - καταληκτική πρόταση. Το επανέφερα στη μνήμη μου (μάλλον θα πρέπει με κάποια φειδώ να χρησιμοποιώ τον όρο "μνήμη") πριν από δυο μόλις μέρες που ο φίλος μου ο Θανάσης με παρέπεμψε στο ιστολόγιο της Πόλυς Χατζημανωλάκη, που με τίτλο "Πινακίδες από κερί" αναφέρεται ακριβώς στη μνήμη. Εκεί βρήκα την ανάρτηση με τίτλο "Η ακένωτος μνήμη του Αγίου Νικοδήμου", που αναφέρεται στον (εικονιζόμενο δεξιά) Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ως ένα ακόμα παράδειγμα εξωπραγματικής μνήμης, σαν αυτές που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

Αν και τσαλαβουτάω ατέχνως στα πέριξ της Ορθοδοξίας, ο συγκεκριμένος άγιος μου είναι κάπως άγνωστος. Ίσως επειδή είναι σχετικά φρέσκος, δυό αιώνων και κάτι ψιλά μόνο. Ίσως επειδή προέρχεται από τους Κολλυβάδες που εκ του προχείρου (με όρους 21ου αιώνα) θυμίζουν παλαιοημερολογήτικο ζηλωτισμό. Αλλά μάλλον επειδή ο Στ. Αλεξίου αναφέρει στη μικρή έκδοση του "Ερωτόκριτου" που έχω διαβάσει (εκδόσεις Εστία) ότι ο Νικόδημος συμπεριλαμβάνει την ανάγνωση του Ερωτόκριτου στις αμαρτίες** (και ομολογώ ότι αυτή την αμαρτία καθόλου δεν την έχω μετανοιώσει).

Ωστόσο, το κείμενο στις "Πινακίδες από Κερί" με έκανε να δω τον Άγιο Νικόδημο με μεγαλύτερη συμπάθεια. Η περίπτωσή του μου έφερε στο μυαλό τον άτυχο Φούνες, και το άρθρο στο in.gr μου έδωσε την αφορμή να ανακατέψω την ακένωτο μνήμη του με λίγο από τον αγαπημένο μου Μπόρχες. Δεν ξέρω αν θα έκαναν καλή παρέα οι δυό τους , μάλλον ο καθένας θα έβρισκε τον άλλον εντελώς ακατανόητο. Αλλά δεν πειράζει και τόσο, ένας διάλογος Μπόρχες και Αγίου Νικοδήμου ίσως είναι το μικρότερο κακό.

Ο Μπόρχες γράφει κάπου στο διήγημα: "... Υποπτεύομαι ωστόσο πως δεν ήταν πολύ ικανός στη σκέψη. Σκέψη είναι να ξεχνάς τις διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο του Φούνες, δεν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, σχεδόν σε πλήρη ετοιμότητα." Σκέφτομαι ότι ίσως το μεγαλύτερο κακό σήμερα είναι ακριβώς η καταλυτική τυρρανία της λεπτομέρειας που εκβάλλει από οθόνες τηλεοράσεων και υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων και διαφημίσεων, ο χείμαρρος της πληροφορίας που πνίγει το ρυάκι τη γνώσης, ο πολτός των ερεθισμάτων που περιβάλλει τη μνήμη μας και την αχρηστεύει γεμίζοντάς την με ασημαντότητα. Δεν ξέρω αν ακόμα κι ο Φούνες ο μνήμων θα τα έβγαζε πέρα.

Δεν θα μάθουμε, βέβαια. Μέσα στην επινοητική μνήμη του Μπόρχες, (που πιθανότατα αγνοούσε την ύπαρξη του Νικοδήμου του Αγιορείτη), ο Ιρενέο Φούνες πέθανε το 1889, απο συμφόρηση των πνευμόνων.


* Καιρός γαρ εγγύς... Όπως με πληροφόρησε σχολιογραφικώς ο αρμόδιος, το ελληνικό "μνήμων" ειναι πιστή μετάφραση του "Funes el memorioso". (26/2/2008)

** " Εκείνα όπου είπομεν δια εκείνους οπού αισχρολογούν, λέγομεν και δια εκείνους όπου κάθηνται εις το μέσον πολλών ανθρώπων και διηγούνται με ηδονήν τας μυθολογίας των Ελλήνων... τους αραβικούς μύθους της Χαλιμάς, τας ελληνικάς και γραώδεις μυθολογίας του αθέου Λουκιανού, τας ματαίας γεναλογίας των Εβραίων, τα ερωτικά παραμύθια του Ερωτοκρίτου, της Ερωφίλης, της Βοσκοπούλας και άλλα όμοια." Νικοδήμου Αγιορείτου, Βιβλίον καλούμενον Χρηστοήθεια των Χριστιανών

22/2/08

Κι εγώ εδώ... (Αλέξης Σεβαστάκης)

Ποικίλοι παντοπώλες συνωθούνται, με μουλωχτούς διαγκωνισμούς, στο προαύλιο της καθημερινής θέασης, όπου διαλαλούν επίκαιρες συσκευασίες. Σ' αυτό το εκκωφαντικό δημοπρατήριο απουσιάζουν τα εκποιητέα προϊόντα, αφού αναπαριστώνται με ήχους, με χρώματα και, ενίοτε, σε πρόχειρο διάκοσμο λιπόθυμων γραμμάτων ενός νεοσφηνοειδούς αλφαβήτου.

Μέσα λοιπόν στο πανδαιμόνιο των αγοραίων ντελάληδων, ο ευτυχής χαζάνθρωπος χασμάται ασυγκίνητος και ανερέθιστος, περιμένοντας μακάρια να προβάλουν οι επικεφαλής για να αναγγείλουν τον εκάστοτε νικητή. Γι' αυτόν, άλλωστε, τον ύστατο και καθαγιασμένο σκοπό λειτουργεί το δημοπρατήριο. Μόνο για νικητές, που τα άρβυλα της εξουσίας τους πατούν σπασμένους τραχήλους ηττημένων.

Κι εγώ εδώ, αχαμνός συλλαβιστής πύρινων στίχων, θαμμένων ποιήσεων της μικρής γλώσσας γης και της αγέραστης θάλασσας του Αιγαίου, κι εγώ εδώ, στο αρμυρό χαράκι του απέθαντου καραβοκύρη προπάππου, κι εγώ εδώ, με τον κόκκινον από θυμό ήλιο της ανατολής Μικρασίας, κι εγώ εδώ, συναρμολόγος φυλακτών από ναυάγια ξύλα, από πελέκια, από πανιά, από πραγματευτάδες, από διαγουμιστές, από καρπολόγους αγνώστων τόπων, κι εγώ εδώ, ανασκαλεύοντας τη στάχτη της θαλασσοσπηλιάς, όπου κόκκαλα, όστρακα, κτερίσματα και λιθοξέσματα, κι εγώ εδώ, στο κατάστρωμα των συναντήσεων και των ασπασμών, κι εγώ εδώ, εκατόγχειρας, να μαζεύω φωνές νεκρών, οιμωγές σφαγμένων, ιαχές βαρβάρων, κι εγώ εδώ, σήμερα, ανήμερα του Αγίου των ζώων Χαραλάμπους, κι εγώ εδώ, να δέομαι για τις ψυχές αυτών που γονάτισαν, που μόνο γονάτισαν, που δεν κατέρρευσαν, που δεν μούδιασε η σκέψη τους από το μόλυσμα της ήττας, να δέομαι γι' αυτούς που έρχονται εκδικητές των χαμένων ονείρων, που έρχονται από τα πέρατα του μέλλοντος, να ραίνω με χλωρά φύλλα και καχεκτικά ανθάκια Παπαδιαμάντη τους ηττημένους, τους λίγο ηττημένους, τους σε λίγο ηττημένους, κι εγώ εδώ, να αφουγκράζομαι το μακρινό ρόχθο, όντας κατεβαίνει από Τροίες και στενά, όντας αναρριπτίζει τη μνήμη αγώνων, το θάλπος αγάπης, τον έρωτα της γνώσης, το θαύμα του συνανθρώπου. Κι εγώ εδώ. Στο σύνορο.

Αλέξης Σεβαστάκης (1925-1999)
ΑΥΓΗ - 12/2/1997

21/2/08

Έκλειψη


Οι εκλείψεις της σελήνης κουβαλάνε μαζί τους ένα είδος μαγείας που η γνώση ότι είναι "απλά η σκιά της Γης" δεν αρκεί για να σβήσει. Αν και δεν συμβαίνουν τόσο σπάνια όσο οι ηλιακές, δεν είναι και συνηθισμένο γεγονός. Όλο και κάποια πανσέληνος τυχαίνει να "κοκκινήσει" κάθε ένα-δυο χρόνια, και είναι αρκετοί αυτοί που ξενυχτάνε για τη δούνε, ειδικά άν συμβεί ξημερώματα όπως τη χτεσινή νύχτα.

Πρέπει να παραδεχτώ χωρίς ντροπή ότι δεν ξενύχτησα. Έχω δει κάμποσες εκλείψεις, μερικές ή ολικές, νωρίς ή αργά, χειμώνα ή καλοκαίρι. Μερικές σβήστηκαν από τη μνήμη, μερικές παραμένουν. Θυμάμαι κάποια που συνέπιπτε με την πανσέληνο του Αυγούστου, μια άλλη που εμφανίστηκε ακριβώς στο παράθυρό μου χωρίς να την περιμένω ένα χειμώνα και με κράτησε ξύπνιο ως το πρωί.

Ρώτησα γύρω γύρω στη δουλειά - κανένας δεν ξενύχτησε επιτούτου και οι πιο πολλοί ούτε καν το ήξεραν. Σκέφτομαι όμως ότι για κάποιους η χτεσινή μπορεί να ήταν μια πολύ ιδιαίτερη νύχτα, σφραγισμένη με την έκλειψη. Στα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, για κάποιους θα σήμαινε κάτι παραπάνω. Μια ένδειξη κακοτυχίας (ή τύχης) σαν αυτή που προσπάθησαν να αποφύγουν οι ιθαγενείς της Τζαμάικα που κορόιδεψε ο Κολόμβος ότι "θα κρύψει το φεγγάρι" αν δεν τον υπακούσουν (τον υπάκουσαν βέβαια, αλλά η τύχη τους δεν άλλαξε). Ένα σημάδι του Θεού - το "ματωμένο" φεγγάρι που αντανακλά τη ματωμένη ανθρώπινη μοίρα, ή μια απάντηση στις προσευχές. Ένα μαγικό σκηνικό για το πρώτο φιλί ενός έρωτα που ξεκινάει. Για κάποιου τη γέννηση, ή για κάποιου άλλου το θάνατο.

Συχνά
καταφεύγουμε στα σύμβολα και κάποιες υποδόριες προλήψεις - παρόλη την τριβή με τον ορθολογισμό και την εκπαίδευση μάλλον δεν είμαστε πολύ μακριά από τους ιθαγενείς του Κολόμβου. Η σκιά της Γης πέφτει στο φεγγάρι και αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Γη είναι στρογγυλή. Η ίδια σκιά πέφτει στο υποσυνείδητο του καθενός και μπλέκεται με ένα σωρό συναισθήματα και εικόνες. Όχι, δεν είναι τίποτα το μαγικό.

Είναι όμως όμορφο. Στην εικόνα πάνω αριστερά η εκλείπτουσα σελήνη φαίνεται σα να περνάει πάνω από έναν οβελίσκο στο Μπουένος Άιρες (φωτογραφία του Marcos Brindicci για το REUTERS). Στην εικόνα ακριβώς κάτω (του Sean Kilpatrick / The Canadian Press για το Associated Press) η ίδια σελήνη φαίνεται να περνάει μέσα από το σταυρό μιας εκκλησίας στον Καναδά. Για τους πιο παρατηρητικούς, το άσπρο σημαδάκι κάτω αριστερά είναι ο πλανήτης Κρόνος και πάνω δεξιά ένας φωτεινός απλανής αστέρας.

Η επόμενη είναι για το 2010. Ίσως πρέπει να το σκεφτώ καλύτερα πριν κοιμηθώ το βράδι εκείνο - μπορεί να μη χρειάζεται κανένας μεγάλος έρωτας ως κίνητρο. Μπορεί να είναι αρκετή η ομορφιά.

Φτάνει να μπορεί από κάπου να τρυπώσει.


ΥΓ. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, τα φάτσα άραγε θα έκανε ο Κολόμβος άμα του έλεγαν οι ιθαγενείς "τι θα κρύψεις το φεγγάρι, ρε μεγάλε, η σκιά της Γης είναι, χαζός είσαι;". Μπορεί και να την κατοικούσαν ακόμα τη Τζαμάικα. Αλλά δε γράφτηκε έτσι η ιστορία...

17/2/08

Φεβρουάριος (Κώστας Καναβούρης)

Κάθομαι και ακούω τον Φεβρουάριο. Το κρύο του και τα μουντά του απογεύματα που θα έρθουν. Αυτή την πρώτη Κυριακή του.

Κάθομαι και ακούω τους ανθρώπους να περνούν βιαστικά ή, μάλλον, να προσπερνούν το κρύο βαδίζοντας ποιος ξέρει σε ποιαν άνοιξη; Κάθομαι μέσα στο σπίτι και έχω τα φώτα ανοιχτά στη συννεφιά και στα ονόματα που θα ήθελα να συναντήσω και να τα ξαναπώ. Καιρός να βρεθούμε.

Καιρός να βραχούμε. Το ραδιόφωνο είναι κλειστό. Η τηλεόραση είναι κλειστή. Οι κυριακάτικες εφημερίδες περιμένουν υπομονετικά να τις ξεφυλλίσω. Ειδήσεις, αναλύσεις, εμβαθύνσεις, εκτάσεις και προεκτάσεις. Σιωπή.

Ένας σιωπηλός πολιτισμός της Κυριακής μέσα στο σπίτι, ψάχνοντας για λίγη πολυτέλεια αισθήσεων. Και κρύο. Το αληθινό χειμωνιάτικο κρύο που έρχεται από παντού!

Κάθομαι και ακούω τον Φεβρουάριο. Στάζει από τη λέξη του. Ξαναλέω μέσα μου τα τραγούδια του, αλλά όχι φωναχτά. Το είπαμε: Κυριακάτικη σιωπή από μάτια που δεν είναι εδώ. Καλύτερα, παρά να ακούς τραγούδια που δεν θέλησες. Λέω ν' αφήσω απ' έξω τις ειδήσεις.

Σήμερα που είναι Κυριακή, λέω να ψάξω τις γωνίες του σπιτιού μου, βρίσκοντας ξεχασμένα μυστικά και ανακαλύπτοντας τριγμούς καλοκαιριών. Εδώ. Μέσα στο κρύο.

Έχει ρυθμό το κρύο. Σου επιβάλλει έναν ορισμένο τρόπο κινήσεων, ευθύβολων όσο και εκηβόλων. Σου επιτρέπει να μην ακούς παρά μονάχα τον αέρα του ανείπωτου. Σου επιτρέπει να ακούς τα μάτια που δεν είδαν και να λυπάσαι. Όχι γι' αυτά.

Για σένα που δεν τα έκανες να δουν έναν ολόκληρο Φεβρουάριο. Που δεν τα πήγες ως την άνοιξη με την ποιότητα Φεβρουαρίων.

Κάθομαι και ακούω τον Φεβρουάριο. Βουίζει από σιωπή. Μου αρέσει. Αυτή την Κυριακή δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο. Θα πάρω τον εαυτό μου από το χέρι και θα τον ξεναγήσω στα ερείπια της λύπης του και της χαράς του.

Βγάζοντας χώμα από το χρόνο του. Προσθέτοντας τη χαμηλή θερμοκρασία της ελπίδας του. Και αυτόν τον Φεβρουάριο που δεν θα ξαναέρθει. Τα βήματα έξω από το σπίτι είναι ανθρώπων που περνούν και όχι που έρχονται. Ειδήσεις που περνούν και βιάζονται.

Κηλίδες συννεφιάς που ανεβαίνει από το βυθό. Απαλά, σαν λέξη ξεχασμένη από παλιά ποιήματα. Ευωδιάζοντας άλλες λέξεις. Και τότε όλα αλλάζουν.

Γι' αυτό κάθομαι και ακούω τον Φεβρουάριο. Για τις άλλες του λέξεις. Για όλα τα λιγάκι πριν του κρύου. Για όλα τα παιχνιδίσματα της μοναξιάς του.

Για το κρύο που έρχεται για να προσπεράσει και σε κάνει να θυμάσαι το κορμί σου. Σήμερα που είναι Κυριακή, δεν περιμένεις τίποτα και όλα αρχίζουν. Τέρμα λοιπόν η σιωπή. Θα ανοίξω το ραδιόφωνο. Θα αφήσω να με ξεγελάσουν τα τραγούδια. Θα ανοίξω την εφημερίδα, να παρελάσει ο κόσμος.

Θα πω το κρύο με αντίδοτο αιχμής: περιμένω.

Κώστας Καναβούρης - "Υπάρχει λόγος"
Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ - 2 Φεβρουαρίου 1997

Χιόνια στο καμπαναριό


Σήμερα είναι η Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου. Αν δεν ανήκετε σε καμμιά από τις δύο κατηγορίες ώστε να εορτάσετε, έχετε ελπίδες για την επόμενη εβδομάδα που είναι του Ασώτου. Αν ούτε και τότε, μπορείτε πάντα να ελπίσετε στις Απόκριες - όλο και κάποιο μασκαρά κρύβουμε όλοι μέσα μας. Σε κάθε περίπτωση πάντως σήμερα που άνοιξε το Τριώδιο είναι μια κομβική μέρα και ίσως γι' αυτό χιονίζει συνεχώς ακόμα και εδώ στα νότια παρά θιν' αλός. Μια και δεν το έχει στρώσει για να φτιάξω χιονάνθρωπο στο μπαλκόνι κάθομαι μέσα κάπως αδρανής και ονειρεύομαι ζεστουλά ιστολόγια.

Σκέφτηκα να κάνω μερικά πράγματα για να ζεστάνω όντως την ατμόσφαιρα, όπως να μαγειρέψω ή να σιδερώσω αλλά όπως σιχαίνεται ο κολασμένος τις αμαρτίες του σιχαίνομαι κι εγώ το σιδέρωμα (πράγμα που εξηγεί γιατί έχω κάνα εξάμηνο να φορέσω πουκάμισο). Από την άλλη το να μαγειρεύεις για έναν δεν έχει πολύ γούστο, και όλοι οι πιθανοί συνδαιτημόνες έχουν κλειστεί σπίτι περιμένοντας όπως κι εγώ υψηλότερες θερμοκρασίες. Γνωρίζουν άλλωστε ότι το δικό μου σπίτι δεν είναι κατάλληλο για κοινωνικές συναντήσεις αυτή την εποχή δεδομένου ότι η εσωτερική του θερμοκρασία είναι ελάχιστα υψηλότερη από την εξωτερική. Δε φταίει σε αυτό μόνο το σπίτι - φταίω κι εγώ που αντέχω γενικά στο κρύο και αδιαφορώ για τα μισάνοιχτα παράθυρα και την ενεργειακή οικονομία του διαχειριστή.

Το αποτέλεσμα είναι ότι όποτε έρχονται οι φίλοι μου (ΟΛΟΙ οι φίλοι μου) ρωτάνε "Κρύο δεν κάνει;" κι εγώ παίρνω ύφος κεραυνόπληκτο και απορώ και εξίσταμαι "Αλήθεια; Κρυώνετε;" κι έχουν συμβεί διάφορα ευτράπελα όπως τότε που φιλοξενούσα μια παρέα για μερικές μέρες και η φίλη μου η Νάντια αγανακτισμένη από το ψύχος πέτυχε τη σύζυγο του διαχειριστή και την έκανε ασήκωτη στο βρισίδι (με τακτ, βέβαια) έτσι που μετά το σπίτι ήταν φούρνος για τρεις μέρες διότι το καλοριφέρ δεν έκλεινε λεπτό και κυκλοφορούσαμε με κοντομάνικα. Από τότε έχω μάθει πια και πριν φιλοξενήσω κάποιον λέω στην κυρία διαχειριστού "ξέρετε, θα έρθουν κάτι φίλοι" και τότε γιαλίζει το μάτι της τρομοκρατημένο και τρέχει στο θερμοστάτη.

Σήμερα όμως, παρά το ότι δεν φιλοξενώ κανέναν, το καλοριφέρ λειτουργεί συνεχώς, όχι όμως και πολύ αποτελεσματικά. Πάλι καλά βέβαια - οι γονείς μου κατάφεραν με κόπους και με βάσανα στα εβδομηνταπέντε τους να εξοπλίσουν το πατρικό μου στην Ικαρία με εγκατάσταση καλοριφέρ για να ανακαλύψουν με φρίκη στον πρώτο καλό χιονιά ότι όταν κόβεται το ρεύμα ούτε το καλοριφέρ δουλεύει. Κι επειδή στην Ικαρία όταν κόβεται το ρεύμα κάνει καμιά βδομάδα να ξανάρθει, τα χρειάστηκαν. Έκτοτε βέβαια βάλαμε ρεφενέ τα αδέλφια και φτιάξαμε τζάκι και πήραμε ξύλα ικανού όγκου για να χτιστεί η κιβωτός του Νώε (για να μην αναφέρω τις εναλλακτικές σόμπες υγραερίου και τα πετρογκάζ για μαγείρεμα) αλλά οι δικοί μου δεν πολυτσιμπάνε και ξεχειμωνιάζουνε στην Αθήνα που το ρεύμα ίσα που πετάγεται για τσιγάρα στο περίπτερο και επιστρέφει πάλι.

Δυο φορές στην Αθήνα έχω βρεθεί να κοιμάμαι εκτός λόγω χιονόπτωσης. Την πρώτη πήγα στη δουλειά (μεγάλο λάθος) ίσα για να θαφτεί το αμάξι στο χιόνι στα ορεινά της Αγίας Παρασκευής (δυό στενά από τη Μεσογείων). Με φιλοξένησε μια φίλη με την οποία προσπαθήσαμε να μαγειρέψουμε φασολάδα (με άθλια επίδοση) και τραχανά (λίγο καλύτερα) αλλά στον τραχανά τσακωθήκαμε διότι εγώ επέμενα ότι ο τραχανάς είναι ξυνή σούπα με ντομάτα κι εκείνη επέμενε ότι είναι γλυκειά με γάλα. Τελικά μπορεί να ισχύουν και τα δύο, ανάλογα με την καταγωγή του καθενός. Τη δεύτερη φορά - μια τσικνοπέμπτη - πάλι στην κακοτράχαλη Αγία Παρασκευή με μάζεψαν οι κουμπάροι μου. Είναι καλό να παντρεύεις κόσμο - έχεις κάπου να ακουμπήσεις σε μια δύσκολη ώρα. Ειδικά άμα έχουν ψήσει εικοσιδύο ειδών κρέατα για χάρη σου. Βλέπεις και στην τηλεόραση τους αγανακτισμένους πολίτες που ξεμένουν χωρίς αλυσίδες σε δυο μέτρα χιόνι να ωρύονται "πού είναι το κράτος " και σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ του κουμπάρου να ονειρεύεσαι το "Φάργκο" των αδελφών Κοέν με παραλλαγές. Μεγαλεία!

Την τηλεόραση την έχω κόψει, όχι όμως και την εξάρτηση από τις εικόνες. Έτσι κάθομαι τώρα να ιστολογήσω, και χαζεύω στο διαδίκτυο εικόνες χιονισμένων πόλεων, όπως αυτή πάνω αριστερά με τη λευκή Ακρόπολη (από το http://www.apomesa.info/). Σκέφτομαι ότι σήμερα βγήκα ίσα για να πάω για εφημερίδες - την υπόλοιπη μέρα χουζουρεύω. Άλλοι σηκώνονται νωρίς νωρίς να πάνε εκδρομή με τον ορειβατικό σύλλογο (πού τρέχεις, Ελενίτσα, στην παγωνιά;). Εγώ πάλι δε βλέπω το λόγο να πας στα χιόνια όταν σπεύδουν εκείνα να έρθουν σε σένα. Για κάθε ενδεχόμενο πάντως, είμαι προετοιμασμένος: τσέκαρα ότι στο ψυγείο και στη ντουλάπα υπάρχουν όλα όσα χρειάζομαι.

Ακόμα κι αν κοπεί το ρεύμα και δεν υπάρχει καλοριφέρ, τηλεόραση ή (Θεός φυλάξοι!) σύνδεση στο ιντερνετ, έχω καβατζωμένα κασκώλ και σκούφο. Κι ακόμα, μια σκούπα.

Ελιές για κουμπιά, ντοματίνια για μάτια, καρότα για μύτη...

Κι ένα μεγάλο χαμόγελο για το χιονάνθρωπο - φτάνει να το στρώσει.

8/2/08

Παπάκι πάει στην ποταμιά


Το πρώτο παπάκι της ζωής μου ήταν αληθινό: ένα «πασχαλιάτικο» μικροσκοπικό κιτρινωπό πουλάκι που η ξαδέλφη μου η Ευτυχία αγόρασε από έναν πάγκο στο δρόμο ένα Πάσχα της δεκαετίας του ’70. Μας έφερε μαζί και μια μυστηριώδη σκόνη που ήταν, υποτίθεται, η τροφή του. Η γιαγιά μου, που ήταν επικεφαλής των πτηνοτροφικών δραστηριοτήτων της οικογένειας (είχαμε έναν κόκκορα, ένα κοκκοράκι και τρεις στρουμπουλές κοτούλες στην αυλή για τα αυγά μας – σημειωτέον ότι ζούσαμε σε ένα κατά τα άλλα βιομηχανικό προάστιο της δυτικής όχθης) είδε εξαρχής με καχυποψία την ύποπτη σκόνη και της έδωσε πόδι αμέσως μόλις η ξαδέλφη έστριψε τη γωνία. Μας εξήγησε προς αποφυγήν παρεξηγήσεων ότι τα πασχαλινά πουλάκια είναι τόσο ταλαιπωρημένα που αποκλείεται να βγάλουν τη βδομάδα, και επειδή της την πέσαμε όλοι μαζί πόσο το θέλουμε το παπί, άρχισε να το ταΐζει με διάφορα δικής της έμπνευσης τρόφιμα και να το ποτίζει και να το φροντίζει, που όχι μόνο έβγαλε τη βδομάδα (τη Μεγάλη) αλλά και του Θωμά και πολλές ακόμα.

Μόλις μεγάλωσε λίγο, το παπί εγκαταστάθηκε στη αυλή με τις τρεις στρουμπουλές κότες και το κοκκοράκι (που αδιαφόρησαν επιδεικτικά) και τον κόκκορα (που ενοχλήθηκε αφάνταστα). Δεν ξέρω αν έπαθε καμιά ταύτιση με τον κοτοπληθυσμό, πάντως ακολουθούσε τις κότες όπου πήγαιναν και έκανε ό,τι έκαναν. Προσπαθούσε (όχι πολύ αποτελεσματικά) να σκαλίσει το χώμα για σκουλήκια και κυνηγούσε με βουλιμία κανένα περαστικό έντομο. Προσπαθήσαμε να το γλυτώσουμε από την αλλοτρίωση και να το συμφιλιώσουμε με την πραγματική του φύση βάζοντάς το να κολυμπήσει (αδύνατον) και κυνηγώντας το με το λάστιχο του ποτίσματος για να το καταβρέξουμε, αλλά αντιπαθούσε το νερό και το απέφευγε μετά μανίας. Τελικά μερικά πράγματα δεν είναι θέμα μόνο φύσης αλλά και εκπαίδευσης, και εμείς ως εκπαιδευτές είχαμε αποτύχει, μάλλον. Δεν ήταν παράξενο – οι μέθοδοί μας ήταν κάπως πρωτόγονες.

Αλλά το αγαπούσαμε το παπί μας – παίζαμε μαζί του γυρίζοντας από το σχολείο και ξανά το απόγευμα μέχρι την ώρα που η γιαγιά μάζευε κότες και παπί στο κοτέτσι και μας έστελνε άρον άρον στη μαμά που φώναζε αν είχαμε διαβάσει τα μαθήματα της άλλης μέρας. Το αγαπούσαμε τόσο που το φανταζόμασταν να μεγαλώνει και να αλλάζει πούπουλα και να βγάζει φτέρωμα και να γίνεται μεγάλη πάπια και αναρωτιόμασταν αφού δεν έμαθε κολύμπι πώς θα μάθει να πετάει και αν θα είναι αποδημητική πάπια. Μέχρι που τέλειωσαν τα σχολεία και ήρθε το καλοκαίρι και φύγαμε κάποια στιγμή από το βιομηχανικό μας προάστιο να πάμε στο νησί αφήνοντας πίσω το παπί στα χέρια έμπιστων συγγενών, προσωρινά όπως μας είπαν.
Ο καιρός πέρασε, γυρίσαμε το Σεπτέβρη, και θυμάμαι τη θλίψη μου όταν ανακάλυψα ότι δεν υπήρχε πια παπάκι στο σπίτι. Οι μπερδεμένες δικαιολογίες των μεγάλων δεν με έπεισαν (κυρίως διότι άλλα έλεγε ο ένας κι άλλα ο άλλος) αλλά μου πήρε καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους έμπιστους συγγενείς περιλαμβανόταν και μια συνταγή για παπάκι με μπάμιες. Αλλά βέβαια έπρεπε να το καταλάβω: ο κόσμος γύρω άλλαζε κι η γειτονιά το ίδιο. Οι κότες άρχισαν να αραιώνουν επίσης, πρώτα το κοκκοράκι (με χυλοπίτες), μετά η μία από τις στρουμπουλές (η πιο φιλάσθενη), μετά ο κόκκορας (κρασάτος) και μετά οι άλλες δύο (κοτόσουπα). Το κοτέτσι άδειασε και αποσυντέθηκε, μπήκαν κάτι γλάστρες στη θέση του αλλά όταν οι διπλανοί έκαναν ένα πανωσήκωμα έπεσε ίσκιος στην αυλή και τα φυτά πήραν την κάτω βόλτα. Ύστερα δόθηκε αντιπαροχή και το άλλο διπλανό που ήταν αποθήκη ξυλείας (κάτι υπόστεγα από ελλενίτ) για να γίνει πολυκατοικία και η αυλή έγινε ακάλυπτος. Τώρα παίρναμε αυγά από το μπακάλη.

Το δεύτερο παπάκι της ζωής μου ήταν τραγουδάκι. Το κάπως γνωστό σήμερα τραγουδάκι του Άσιμου «έχω ένα παπάκι που μου κάνει πα-πα-πα / κι ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει τ’ αυτιά / και δε μου καίγεται καρφί / αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς». Την εποχή που περιγράφω, αρχές δεκαετίας ’80 δεν ήταν και πολύ γνωστό έξω από ορισμένους κύκλους. Ωστόσο, στο ωδείο που έκανα μαθήματα κιθάρας αρκετοί από τους διδάσκοντες ανήκαν στους ορισμένους κύκλους, εντός εκτός και επί τα αυτά της περιοχής Εξαρχείων – Νεαπόλεως όπου ο Άσιμος ήταν σεβαστή και οπωσδήποτε αναγνωρίσιμη φιγούρα που πουλούσε κασέτες με τα τραγούδια του.

Η δασκάλα μου, που τότε μου φαινόταν υπερφυσικά μεγάλη σε ηλικία (ήταν τριανταδύο, εγώ ακριβώς τα μισά) έμενε στην περιοχή και συναναστρεφόταν τους κύκλους, υποθέτω, διότι παραβιάζοντας ενίοτε τις αρχές της για το κλασικό ρεπερτόριο μας άφηνε να γρατσουνάμε καμιά ροκιά να περνάει η ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μας για μάθημα. Αλλά όταν παραγινόταν η φασαρία επέβαλλε την τάξη, δηλαδή Capriccio Arabe και Αναμνήσεις από την Αλάμπρα και τίποτα Asturias του Albeniz ή κανένα Νότη Μαυρουδή που ήταν και φίλος. Μόνο μια φορά κάπως έγινε και αντί για κλασικό έπαιξε το Παπάκι, που δεν το είχα ξανακούσει, και κάπου μου κόλλησε, ειδικά ο στίχος "κι ας μη σου καίγεται καρφί, κι ας συνήθισες, κι ας συνήθισες κι εσύ". Ύστερα με τσίμπησε για μάθημα και όταν τη ρώτησα για το τραγούδι γέλασε λέγοντας "πέθανε ο καημένούλης και τον έθαψαν με ένα παπάκι κι ένα κουνελάκι" - βέβαια ακόμα ζούσε ο Άσιμος, αλλά ίσως να μην εννοούσε ακριβώς αυτό.

Τα τρίτα παπάκια εμφανίστηκαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια αφότου ο Άσιμος "είχε πια χαθεί" και η ανάμνησή του ξεθώριαζε. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή στη δουλειά μου στην Αθήνα χρεωμένοι με δυο μικρά κοριτσάκια ("μικρά" σημαίνει γύρω στα είκοσι) που έπρεπε να τους μάθουμε μερικά βασικά πράγματα και να γεμίζουμε το χρόνο τους κάπως παραγωγικά. Αυτό μπορεί να γίνει μεταφέροντάς τους ένα μέρος της λάντζας (δεν έχει σημασία τι δουλειά κάνουμε, παντού υπάρχει κάποιου είδους λάντζα) και κάπως έτσι ξεκίνησε, αλλά βλέποντας τον ενθουσιασμό τους να μαραίνεται και τη διάθεσή τους να πέφτει σκέφτηκα να ανακατέψω λίγο τα πράγματα και να τις βάλω να δουλέψουν σε κάτι που να μοιάζει κάπως σαν παιχνίδι και να δίνει μια ψευδαίσθηση δημιουργικότητας και αυτονομίας. Έτσι, σύντομα πήγαινα πέρα δώθε σε πόρτες και διαδρόμους διαρκώς ακολουθούμενος από τα μικρά μέχρι που ο φίλος μου και τότε συνάδελφος Θανάσης σχολίασε ότι μοιάζαμε σαν κάτι πάπιες στα κινούμενα σχέδια που πάνε στη λίμνη με τα παπάκια τους για να μάθουν κολύμπι.

Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα, λένε. Το προσωνύμιο "μαμά πάπια" μου κόλλησε αυθωρεί και παραχρήμα, στις καθημερινές κουβέντες, τις μνήμες των κινητών και το συλλογικό υποσυνείδητο. Άργησε κάμποσο να ξεχαστεί, ακόμα και όταν τα παπάκια-μαθητευόμενες πήραν το δρόμο τους η μία για την Πορτογαλία (από όπου και είχε έρθει) και η άλλη για το Πανεπιστήμιο (όπου σπούδαζε). Δεν ξέρω πόσο καλά μου βγήκαν τα μαθήματα κολύμβησης για πάπιες, αλλά η τελευταία αποφάσισε να πέσει σε πιο βαθιά νερά, ταξιδεύοντας σε διάφορους τόπους. Η ζωή καμιά φορά κάνει κύκλους - έτσι, πρόσφατα ξαναβρέθηκα για λίγο με το εν λόγω παπάκι απρογραμμάτιστα στο Ηράκλειο όπου έκανε ένα μεταπτυχιακό. Της είπα για το τραγούδι του Άσιμου - το ήξερε. Είναι αρκετά ευρείας κυκλοφορίας πλέον.

Αγνοώ ποια μπορεί να ήταν η επίδραση της μαθητείας της μαζί μου στη μετέπειτα πορεία της - μπορεί και καμιά. Μ' αρέσει όμως να σκέφτομαι ότι από την εποχή που κυνηγούσα το (αληθινό) παπί με το λάστιχο για να το συμφιλιώσω με το νερό, οι παιδαγωγικές μου μέθοδοι έχουν κάπως εξελιχθεί. Πάντως, αν και δεν έφυγα ποτέ από την Ελλάδα και έως πρόσφατα δεν είχα σκεφτεί να ζήσω έξω από την Αθήνα, χάρηκα πάρα πολύ όταν έμαθα ότι το τελευταίο παπάκι σκόπευε να διασχίσει το μισό πλανήτη (υποτίθεται σπουδάζοντας), περισσότερο για να δει πώς είναι παρά κυνηγώντας μια καριέρα. Ίσως είναι αποδημητική πάπια τελικά...

Κάποια στιγμή βρήκα ένα απόκομμα από ένα άρθρο του Βαγγέλη Βαγγελάτου που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, στη στήλη "Η ζωή είναι εδώ", στις 3 Ιουλίου του 2007 (από εκεί είναι και η εικόνα στην κορυφή). Το άρθρο αφορά την (αρκετά γνωστή στο διαδίκτυο) ιστορία μερικών χιλιάδων πλαστικών παπακίων μπάνιου που μετά από ένα ναυάγιο βρέθηκαν να κολυμπούν στους ωκεανούς και από τότε έχουν γυρίσει τον πλανήτη τρεις φορές και περιπλανιούνται ακολουθώντας τα ρεύματα και τους καιρούς και ακολουθούμενα από επιστήμονες αρκετά τρελούς ώστε να ψάχνουν μέσα από την πορεία τους τα μυστικά του φαινομένου του θερμοκηπίου. Έστειλα το άρθρο στο κάποτε μαθητευόμενο και τώρα πολυταξιδεμένο παπάκι (για την ώρα βρίσκεται στο Παρίσι, αύριο κάπου αλλού) σημειώνοντας την ελπίδα μου και το δικό της ταξίδι να χρησιμεύσει στην επιστήμη στο να μαθευτούν να μυστικά πολλών-πολλών φαινομένων.

Αλλά και να μη χρησιμεύσει, δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, καλύτερα παπάκι ταξιδιάρικο, παρά με μπάμιες.

Έτσι δεν είναι, ρε Θανάση;

6/2/08

Ο Πορτοκαλής Ήλιος


"...διάβασε τους στίχους του ποιητή, ο οποίος, για να περιγράψει τις μέρες των ανθρώπων που δεν ήξεραν ακόμα την έννοια του χρόνου και ζούσαν τη μακρινή και ευτυχισμένη εκείνη εποχή, μιλούσε για τον πορτοκαλή ήλιο που έμενε εντελώς ασάλευτος, απογεύματα στον ορίζοντα, και για κάποιες γαλέρες, σε μια θάλασσα γυάλινη και σταχτιά, με τα πανιά φουσκωμένα από έναν αέρα που δε φυσούσε, και που δεν άλλαζαν καθόλου θέση αν και ταξίδευαν..."

ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ - "Το Μαύρο Βιβλίο"

Μια από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω από την παιδική μου ηλικία είναι τα θαλασσινά ταξίδια. Ίσως επειδή γενικά έχω μνήμη ελέφαντα όπως μου προσάπτουν οι φίλοι μου, αλλά τελικά μάλλον επειδή την εποχή εκείνη το ταξίδι με πλοίο αντιπροσώπευε μια ριζική ανατροπή της καθημερινότητάς μας. Αφενός κρατούσε από δεκατέσσερις μέχρι και εικοσιτέσσερις ώρες, αφετέρου δεν τελείωνε με το που έβγαινες από το πλοίο (ή σε έβγαζαν, αφού η έξοδος γινόταν με βάρκες) αλλά συνεχιζόταν ανέβα τον Αθέρα - βγες από την άλλη - κατέβα τον Αθέρα (για τους λιγότερο σχετικούς "Αθέρας" είναι το βουνό της Ικαρίας) μέχρι να φτάσεις.

Η παρουσία των μεγάλων αδελφιών με βοηθούσε να λύνω διάφορες απορίες στη διαδρομή (καθώς η μάνα μου ήταν συνήθως σε μαύρο χάλι εντός της θαλάσσης και ξανάνιωνε μόλις πάταγε χώμα), όπως το γιατί υπάρχουν τόσα πλοία και πώς τα ξεχωρίζουμε και πώς είναι τα ονόματά τους. Τα πλοία που παίρναμε είχαν ονόματα όπως ΜΑΡΙΛΕΝΑ ή ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ και αργότερα, όταν πια είχε μισοφτιαχτεί το λιμάνι και με καλό καιρό κάπως μπορούσαν να δέσουν, ΜΙΑΟΥΛΗΣ και ΚΑΝΑΡΗΣ και ΕΛΛΗ. Κάμποσα χρόνια μετά, γυμνάσιο ή λύκειο θα πήγαινα, κουβεντιάζοντας με διάφορους φίλους που είχαν αντίστοιχη ταξιδιωτική εμπειρία, μου ήρθε και ξεφούρνισα κι ένα ακόμα όνομα: ΠΟΡΤΟΚΑΛΗΣ ΗΛΙΟΣ.

Κανένας από τους Ικάριους φίλους δεν θυμόταν πλοίο με αυτό το όνομα, και απόρησαν πού το βρήκα. Τους περιέγραψα πως είχε μια πορτοκαλιά λωρίδα λίγο κάτω από την κουπαστή - δε συγκινήθηκε κανείς από τη λεπτομέρεια. Με συνοπτικές διαδικασίες μου είπαν ότι το είδα στον ύπνο μου, μαζί με την πορτοκαλιά λωρίδα. Επειδή όμως έχω τεράστια εμπιστοσύνη στη μνήμη μου (κακώς, εν τέλει) επέμεινα μέχρι πλήρους γελοιοποιήσεως. Και επειδή είναι βαρύ να σε παίρνουνε στο ψιλό στην εφηβεία σου (ειδικά παρουσία κοριτσιών) μου έμεινε κρυφή πληγή.

Η πληγή άνοιξε κάποια χρόνια μετά, το 1987 ήταν, όταν πήγα να επισκεφτώ το φίλο μου το Χρήστο που σπούδαζε στο Ηράκλειο, στο πρώτο ανυποψίαστο ταξίδι στην πόλη που ζω σήμερα. Γυρίζοντας ένα απόγευμα στα στενά ανάμεσα στην Πλατεία Ελευθερίας και το Λιμάνι, είδα από ένα άνοιγμα (η πόλη δεν βλέπει στη θάλασσα, έχει γυρισμένη την πλάτη) ένα μικρό καραβάκι να μπαίνει σφυρίζοντας στο λιμάνι. Ρώτησα το Χρήστο που ήταν του λιμανιού άνθρωπος (έκανε μαθήματα ιστιοπλοΐας) τι πλοίο ήταν αυτό. Δε γύρισε να κοιτάξει - "είναι ο Πορτοκαλής Ήλιος, έρχεται από Σαντορίνη".

Δεν το ονειρεύτηκα - υπήρχε. Βέβαια, οι φίλοι μου πρέπει να είχαν εν μέρει δίκιο - ο "Πορτοκαλής Ήλιος" ΔΕΝ πήγαινε ποτέ Ικαρία. Γυρνώντας στην Αθήνα πίεσα τους δικούς μου σε βαθμό κακουργήματος να μου πουν αν είχαμε πάει οικογενειακώς με πλοίο κάπου αλλού στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ο αδελφός μου δε θυμόταν τίποτα ως συνήθως, η μεγάλη αδελφή κάτι ψιλοθυμήθηκε και προσφύγαμε στη μαμά η οποία με κόπους και με βάσανα ομολόγησε ότι είχαμε πάει στην Αίγινα "αλλά αποκλείεται να το θυμάσαι, εσύ ήσουν βρέφος".

Όσο περνάνε τα χρόνια, είναι όμορφο να μαθαίνεις νέα από παλιούς φίλους που νόμιζες ότι ξεχάστηκαν για πάντα. Ένα καλοκαίρι κατά τα μέσα της δεκαετίας του '90 συνάντησα στην Ικαρία τον παλιό μου φίλο τον Αντωνάκη, ο οποίος μέσα σε όλες του τις δραστηριότητες είχε συμπεριλάβει και μια τρέλα με την ιστορία του κάθε πλοίου, τις μετασκευές και τις μετονομασίες του. Τον ρώτησα για το ΙΚΑΡΟΣ και το ΣΑΜΑΙΝΑ, το ΑΙΓΑΙΟΝ, το ΕΛΛΗ, το ΜΙΑΟΥΛΗΣ και το ΜΑΡΙΛΕΝΑ (το ήξερε!). Στο τέλος τον ρώτησα και για το "Πορτοκαλής Ήλιος". Μου είπε ότι κυκλοφορούσε ακόμα στον Αργοσαρωνικό, με άλλο όνομα.

Αν υπήρχαν σαν τον Αντωνάκη άλλοι είκοσι θα έφτιαχναν σωματείο (ίσως και να έχουν φτιάξει). Αν υπήρχαν δέκα θα έφτιαχναν forum - το έχουν φτιάξει. Ψάχνοντας πριν λίγο (στην εποχή του διαδικτύου δεν είναι πολύ δύσκολο) τους βρήκα στο http://forum.naftilia.gr/ και από κει ξεσήκωσα το κειμενάκι και τις φωτογραφίες:



(από πάνω προς τα κάτω, Orange Sun, Πορτοκαλής Ήλιος, Γιώργης)

"Ενα καράβι, που έγραψε τη δική του λαμπρή ιστορία στον Αργοσαρωνικό και που συνεχίζει να ταξιδεύει ακόμα, σαν κρουαζιερόπλοιο, με το όνομα ΓΙΩΡΓΗΣ. Ναυπηγήθηκε το 1959 στο Αμβούργο, απο τα ναυπηγεία J.J. Sietas KG Schiffswerft GmbH & Co, με αριθμό κύτους 448, ως ORANGE SUN. Οι διαστάσεις του είναι 61,80 x 9,53 x 3,20 m, η ταχύτητά του 14 κόμβοι περίπου και είχε δυνατότητα μεταφοράς 600 επιβατών. Δρομολογήθηκε στη γραμμή Κοπεγχάγη Δανίας-Μάλμοε Σουηδίας, μέχρι το 1962, που επωλήθη στη Παναμαϊκή Mary Ann Gully & M. Berns. Στη συνέχεια και μέχρι το 1964, αγοράστηκε απο διάφορες άλλες Παναμαϊκές εταιρείες. Το 1967, ήρθε στον Πειραιά, αγορασμένο απο την Costas Spyrou Latsis Coast Lines of Greece, πήρε το όνομα ΠΟΡΤΟΚΑΛΗΣ ΗΛΙΟΣ και δρομολογήθηκε, σε γραμμές του Αργοσαρωνικού.Το 1972, χωρις να αλλάξει το όνομα που το έκανε πασίγνωστο, η καινούρια εταιρεία που το πήρε, η Aegean Shipping & Tourist Enterprises S.A με έδρα τον Πειραιά, το δρομολόγησε Ηράκλειο-Σαντορίνη. Το 1997, επωλήθη στην Υδραική Ναυτική Εταιρεία, η οποία το μετονόμασε σε ΓΙΩΡΓΗΣ και κάνει μέχρι σήμερα, μονοήμερες κρουαζιέρες, απο το Τροκαντερό στα νησιά του Σαρωνικού."

Ο "Γιώργης" πλέον, του χρόνου θα κλείσει τα πενήντα. Δεν είναι κι άσχημα να ξέρεις ότι κάποιος που σου ρίχνει κοντά δέκα χρόνια κάνει ακόμα ταξίδια. Σε προκαλεί να τον μιμηθείς, όπως και να το κάνουμε. Δεν ξέρω βέβαια αν τα δικά μας ταξίδια θα είναι όπως στο απόσπασμα του Παμούκ που ήταν η αφορμή για το κείμενο αυτό. Αλλά δεν έχει και τόση σημασία - άλλωστε, όπως έχουν καταλάβει ήδη οι αναγνώστες του ιστολογίου (και οι τρεις), το θέμα του είναι η μνήμη. Με άλλα λόγια, ο χρόνος που περνάει.

ΥΓ. 11/2/2008: Φίλος μεν Β., φιλτάτη δε η αλήθεια. Για την αποκατάσταση της αλήθειας, πρέπει να πω ότι μετά την ανάρτηση της παραπάνω ιστορίας στο ιστολόγιο, τα λοιπά μέλη της πατρικής οικογένειας, αφού επαίνεσαν τη λαμπρή μνήμη μου, σημείωσαν ότι είναι μάλλον αδύνατον να έχω αναμνήσεις από ένα γεγονός (το ταξίδι στην Αίγινα) που συνέβη περίπου ένα χρόνο πριν γεννηθώ... Ως εκ τούτου, πρέπει να παραδεχτώ ότι μάλλον δεν ταξίδεψα ποτέ με τον Πορτοκαλή Ήλιο, και οι Ικάριοι φίλοι μου μάλλον είχαν δίκιο όταν έλεγαν ότι το είδα στον ύπνο μου.

Δε βαριέσαι, άλλο ένα όνειρο που έγινε, κατά έναν τρόπο, πραγματικότητα. Να 'ταν κι άλλα...

ΥΓ. 13/3/2008 Μόλις διάβασα στο in.gr ότι το πλοίο "Γεωργής" (δηλαδή το μετασκευασμένο "Πορτοκαλής Ήλιος") χτύπησε σε ξέρα λίγο έξω από τον Πόρο. Ελπίζω να μην υπάρχουν τίποτα απώλειες, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του πλοίου... Όχι τίποτα άλλο, θα μας πούνε ότι το ματιάσαμε το καραβάκι... Κι άντε μετά να ξεμπλέκεις...


Την παραπλεύρως εμφανιζόμενη φωτογραφία από την επιχείρηση διάσωσης την αλίευσα στην Ελευθεροτυπία της Παρασκευής 14/3/08

4/2/08

Το "Μπορεί..." βγαίνει όποτε μπορεί

Το μακρινό 1984 (όχι του Όργουελ) πήγαινα ακόμα σχολείο, δευτέρα λυκείου. Το σχολείο μας (γνωστό ως Copsa-college) ήταν ακόμα καινούργιο ως κτίριο, τριών-τεσσάρων χρόνων, και όταν κατασκευάστηκε διέθετε μεταξύ άλλων αίθουσα Φυσικής, αίθουσα Χημείας (με όργανα, παρακαλώ), αίθουσα προβολών (όχι, παίζουμε), κλειστό γυμναστήριο (με παρκέ!), γήπεδο ποδοσφαίρου (εντάξει, αυτοσχέδιο), γηπεδάκια μπάσκετ-βόλλεϊ-χάντμπολ, καινούργια θρανία (άγραφα) και καρέκλες και υποδειγματική καθαριότητα και άνεση χώρων.

Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από την πρώτη λειτουργία του σχολείου ως την περίοδο που περιγράφω είχαν συμβεί μερικές ανεπαίσθητες μικροαλλαγές στο σχολικό περιβάλλον (κάτι ο πληθωρισμός μαθητών, κάτι η ανεπάρκεια κονδυλίων συντήρησης, κάτι η "ζωντάνια" της γενιάς μου) με αποτέλεσμα οι αίθουσες φυσικής και χημείας να έχουν μετατραπεί σε κανονικές τάξεις (αφού απομακρύνθηκαν τα όργανα και παρέμειναν μόνο κάτι νεροχύτες), η αίθουσα προβολών να έχει τεμαχιστεί (με νοβοπάν) σε μικρότερες αίθουσες για να στεγαστούν οι νεοσύστατες "δέσμες", το γυμναστήριο να έχει μάλλον κλειδωθεί εκτός από τις ώρες που προπονούνταν οι ομάδες των συλλόγων της περιοχής, το γήπεδο που παίζαμε μπάλα να έχει γίνει χώρος κατασκευής άλλου σχολικού κτιρίου, τα ανοιχτά γηπεδάκια να είναι πάρκιγκ, τα θρανία να έχουν γραφτεί, μουτζουρωθεί και σκαλιστεί, σωροί από σπασμένες καρέκλες και θρανία να στριμώχνωνται κάτω από τα κλιμακοστάσια, στις τουαλέτες να μπαίνεις με κλειστή μύτη και γενικά να μοιάζει όπως κάθε φυσιολογικό σχολείο που σέβεται τον εαυτό του στα ανέμελα χρόνια της δεκαετίας του '80.

Δεν ήταν λοιπόν παράδοξο που η αίθουσα της τάξης μου (του Β2) είχε μια τρύπα στον τοίχο (αρχικά ήταν μια μικρή τρυπίτσα, αλλά μέρα με τη μέρα μυστηριωδώς μεγάλωνε) που έβλεπε στη διπλανή αίθουσα (του Γ4). Το συγκεκριμένο ντεκόρ αρχικά είχε μόνο ανεπαίσθητες ηχητικές συνέπειες (π.χ. άκουγες κάποιες παραδόσεις ιστορίας κορμού της τρίτης παράλληλα με τα μαθηματικά της δευτέρας), αλλά προϊόντος του χρόνου οι συνέπειες γινόντουσαν πιο έντονες και ενίοτε οπτικές (έβλεπες, μ' άλλα λόγια, κανένα γόνατο ή και κανένα κεφάλι που κοιτούσε προς εμάς όλο περιέργεια), κάποτε μάλιστα η ένταση έφτανε στο αποκορύφωμα όταν από τη μία τάξη εκτοξεύονταν σχόλια (στην καλή περίπτωση) ή αντικείμενα (στη χειρότερη) με στόχο τους ενοίκους της άλλης (μαθητές ή και καθηγητές, αδιάφορο).

Στα πλαίσια λοιπόν των σχέσεων καλής γειτονίας (κατ' ευφημισμόν), μια τριμελής ομάδα μαθητών (του Β2, δηλαδή εμείς) οργάνωσε μια ταχύρρυθμη επίσκεψη γνωριμίας δίπλα την ώρα που το Γ4 έκανε συνέλευση. Η επίσκεψη δεν εξελισσόταν ομαλά (οι φωνές "πετάχτε τα έξω τα κωλόπαιδα" υπερτερούσαν του χαβαλέ που προκλήθηκε από την αιφνίδια είσοδό μας διαμέσου της οπής) αλλά η κατάσταση εκτονώθηκε όταν η εσπευσμένη είσοδος του καθηγητή στο Β2 απέκοψε την οδό υποχώρησης και παραμείναμε αποκλεισμένοι εντός του Γ4. Οι άλλοι δύο βγήκαν από την πόρτα στο διάδρομο και μπήκαν δήθεν αδιάφορα ("στην τουαλέτα ήμασταν") από την κανονική είσοδο στο Β2, αλλά ο καθηγητής δεν το έφαγε και τους έστειλε στο γραφείο δια τα περαιτέρω. Εγώ πάλι, ζυγίζοντας τις αντικειμενικές συνθήκες, προτίμησα να πάρω μέρος στη συνέλευση (με καθεστώς παρατηρητή φυσικά, χωρίς ψήφο) μέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγματα δίπλα (όπου όπως άκουγα από την τρύπα γινόντουσαν ανήκουστα πράγματα όπως απροειδοποίητο διαγώνισμα "για να μάθετε, μπας και γίνετε ποτέ άνθρωποι ").

Το θέμα 3 της συνέλευσης ήταν η έκδοση εφημερίδας του τμήματος. Οι πιο διορατικοί επέμειναν ότι δεν είχε νόημα η εφημερίδα "του Γ4" και έπρεπε να είναι εφημερίδα "της Τρίτης". Οι πραγματικά οραματιστές όμως είχαν ακόμα ευρύτερη οπτική. Μιλούσαν για την εφημερίδα "του σχολείου". Φυσικά τους πήραν στο ψιλό οι στενόμυαλοι "Σιγά μωρέ, τι θα γράψουνε οι μικροί, αυτοί μόνο για χαβαλέ είναι". Επειδή θεώρησα ότι με αφορά το σχόλιο, παρενέβην υπέρ των οραματιστών (δηλαδή του Γιάννη Σ.) και επιχειρηματολόγησα ότι κυρίως η δευτέρα θα γράψει, διότι αυτοί της τρίτης είχαν να ασχοληθούν με τις Πανελλήνιες και την πενταήμερη - άρα ήταν ήδη υπεραπασχολημένοι. Το επιχείρημα έτυχε της πλήρους επιδοκιμασίας όσων όντως ασχολούντο με τις Πανελλήνιες και την πενταήμερη, οπότε η οραματική πρόταση πέρασε κατά πλειοψηφία. Μια επιτροπή πρωτοβουλίας (δηλαδή ο Γιάννης Σ. και επικουρικά εγώ) ανέλαβε να κάνει το όραμα πράξη. Οι υπόλοιποι μας χειροκρότησαν και πήγαν για καφέ.

Όπως συνήθως συμβαίνει με τις μεγάλες ιδέες, συσπειρώνουν τους πιο ετερόκλητους ανθρώπους για τους πιο ετερόκλητους λόγους. Στο κάλεσμα της επιτροπής πρωτοβουλίας συγκεντρώθηκαν άδολοι ιδεολόγοι, δόλιοι αριβίστες, κομματικοί εγκάθετοι, κοινοί χαβαλέδες και απλοί περίεργοι. Όλοι ήθελαν να γράψουν από κάτι, αλλά κανείς δεν είχε ιδέα πώς το κάτι γίνεται εφημερίδα. Η εποχή είχε άφθονη ιδεολογία και όραμα (ή ίσως βερμπαλισμό και πόζα) αλλά δεν είχε ούτε υπολογιστές ούτε διαδίκτυο ούτε τζάμπα τυπογραφεία. Κυρίως, δεν υπήρχαν λεφτά. Έτσι, στο πρώτο κάλεσμα για ρεφενέ, διαχωρίστηκε η ήρα από το σιτάρι και απέμειναν οι άδολοι ιδεολόγοι και μερικοί περίεργοι. Νόμιζα ότι ανήκα στους τελευταίους, μέχρι που κάποιος ρώτησε αν ξέρει ή αν έχει κανείς καμιά γραφομηχανή. Σήκωσα αμήχανα το χέρι - ήμουν ο μόνος και με τις δύο ιδιότητες.

Ο Γιάννης Σ. ήταν ο μοναδικός από την τρίτη τάξη που παρέμεινε στις επάλξεις του εγχειρήματος μέχρι τέλους. Εγώ δακτυλογράφησα ό,τι μου έφερναν σε λευκές σελίδες Α4, σε μονό διάστημα, με αρκετά λάθη. Μου πήρε σχεδόν ένα μήνα να χτυπήσω είκοσι υποφερτές σελίδες. Ο φίλος μου ο Γιάννης Β. οργάνωσε μια παράτολμη επιχείρηση φωτοτύπησης στο γραφείο που δούλευε ο πατέρας του (μέχρι που του βάλανε άγριο χέρι στις δύο χιλιάδες φωτοτυπίες). Πήραμε συρραπτικά και ετοιμαστήκαμε για βιβλιοδεσία όταν συνειδητοποιήσαμε ότι φτιάχναμε περιοδικό μάλλον (ή καλύτερα "φανζίν") και ότι χρειαζόμασταν ένα εξώφυλλο και έναν τίτλο. Για το εξώφυλλο, έκανα ένα πρόχειρο κολλάζ από εξώφυλλα του ΑΝΤΙ - για τον τίτλο έπεφταν διάφορα αλλά δεν είχαμε καταλήξει. Συνεδριάσαμε εν τάχει σε ένα διάλειμμα όταν η καζούρα ("τι έγινε ρε εκδότες, κόκκαλα έχει;") άρχισε να χοντραίνει επικίνδυνα. Συμφωνήσαμε να είναι κάτι μονολεκτικό και δισύλλαβο, και κάποιος πρότεινε τον τίτλο "ΙΣΩΣ". Ομοθυμαδόν οι Γιάννηδες είπαν ότι είναι μάπα, αλλά κάπως μου άρεσε αν και θα ήθελα να τονιζόταν στη λήγουσα. Τότε είπα να το πούμε "ΜΠΟΡΕΙ" και οι άλλοι συμφώνησαν. Προσθέσαμε τρεις τελείες για μυστήριο, και καλά.

Το πρώτο τεύχος του "Μπορεί..." τυπώθηκε (ή μάλλον φωτοτυπήθηκε) σε 100 αντίτυπα που πουλήθηκαν όλα προς είκοσι δραχμές το ένα σε μισή ώρα. Ακολούθησαν άλλα δύο τεύχη μέσα στη σχολική χρονιά 1983-84 και τέσσερα ακόμα τη χρονιά 1984-85. Το δεύτερο τεύχος τυπώθηκε σε κακής ποιότητας διχρωμία σε κάποιο μαγαζί, σε διακόσια αντίτυπα τριάντα σελίδων (και δραχμών) που δεν εξαντλήθηκαν και μπήκαμε χοντρά μέσα. Μετά όμως βρήκαμε μια επιχορήγηση είκοσι ολόκληρων χιλιάδων δραχμών από τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, από την οποία εισπράξαμε μόνο έξι πεντακόσια διότι με τα υπόλοιπα η σχολική εφορεία πλήρωσε το πετρέλαιο. Το τρίτο τεύχος το δακτυλογράφησα σε μεμβράνες πολυγράφου και το τύπωσε γυρνώντας αποφασιστικά τη μανιβέλα ενός παλιού σχολικού πολύγραφου ο φίλος μου (έως σήμερα) Χρήστος Τ., μέχρι που καποιος πρόσεξε ότι ο πολύγραφος ήταν ηλεκτρικός και άμα τον έβαζες στην μπρίζα γύριζε μόνος του. Κάποια στιγμή το γυρίσαμε σε "ταμπλόϊντ", δηλαδή Α5 και μετά ξανά σε Α4. Ο ρυθμός έκδοσης ήταν πολύ ακατάσταστος, διότι εξαρτιόταν από το ρυθμό με τον οποίο έγραφα (ή μάλλον δακτυλογραφούσα), το διάβασμα για τις πανελλήνιες, τους καυγάδες μεταξύ μας και με άλλους, τις τρικλοποδιές που έμπαιναν από διάφορες πλευρές, κάτι εξώδικα από ένα θιγμένο καθηγητή μουσικής που του σχολιάσαμε αρνητικά μια εμφάνιση της χορωδίας, και πάνω από όλα το ενδιαφέρον που διαρκώς ατονούσε. Το τελευταίο τεύχος του 1985 κυκλοφόρησε περισσότερο μεταξύ φίλων, δε νομίζω να πουλήθηκαν πάνω από είκοσι-τριάντα αντίτυπα. Στα περισσότερα τεύχη υπήρχε ο υπότιτλος "το Μπορεί... βγαίνει όποτε μπορεί" που ήταν ακριβώς η αλήθεια.

Η ύλη ήταν λίγο σχολικού ή τοπικού ενδιαφέροντος, λίγο γενικά σχόλια, λίγο πολιτική, λίγο λογοτεχνία (εφηβική, έτσι;), λίγο μουσική, κάποιες συνεντεύξεις με τοπικές ή σχολικές φίρμες. Σε τελευταία ανάλυση όχι τίποτα συγκλονιστικό ή άξιο να γίνει ΄"κτήμα ες αεί". Σκέφτομαι με αμηχανία σήμερα ένα ορισμένο "καταγγελτικό" ύφος που ενίοτε βγάζαμε, μια αίσθηση ότι είμαστε κέντρο του κόσμου και άλλα ηχηρά παρόμοια της ηλικίας και της εποχής. Πάντως όποιος ήθελε να γράψει έγραφε και κανένας δεν τον έλεγχε (εντάξει, κάτι απίστευτες ανορθογραφίες τις διόρθωνα στη γραφομηχανή). Με κάποια ευχάριστη έκπληξη άκουσα ότι κάποιοι από τους περιστασιακούς συντάκτες έγιναν στ' αλήθεια δημοσιογράφοι αργότερα - ίσως το "Μπορεί..." να τους ώθησε προς τα εκεί.

Κάποιος (μου διαφεύγει το όνομα) έγραφε κριτική δίσκων για κάποια περίοδο στο "Ποπ & Ροκ" - τους είχε πάει πρωτόλεια από το "Μπορεί..." ως προϋπηρεσία. Κάτι ανάλογο άκουσα ότι είχε κάνει ο άτυχος Σπύρος Τσάμης, "αληθινός" αθλητικός συντάκτης αργότερα, που έγραφε τότε περιγραφές (πολύ ζωντανές) των αγώνων μπάσκετ της σχολικής ομάδας. Ο Γιάννης Καφάτος, λίγο νεώτερος, εθεάθη κάποτε ως ρεπόρτερ στην τηλεόραση, αλλά νομίζω ότι έκανε μεγαλύτερη καριέρα στο ραδιόφωνο ως παραγωγός και στο διαδίκτυο ως blogger. Έχουμε να μιλήσουμε εικοσιδύο χρόνια - τον είδα τελευταία φορά σε ένα πάρτι μιας κοινής φίλης το 1986. Τον ξαναείδα φευγαλέα σε ένα φεστιβάλ WOMAD πριν από κάποια χρόνια αλλά δεν τον θυμήθηκα αμέσως και δε μιλήσαμε τελικά. Βρήκα πρόσφατα το ιστολόγιό του στη σελίδα του Sindelius που τον ξέρω από αλλού και με την ευκαιρία το πρόσθεσα ως σύνδεσμο στο δικό μου, με τη διευκρίνιση "από το σχολείο". Σήμερα το πρωί βρήκα ένα δικό του σχόλιο σε μια ανάρτησή μου - ήταν το πρώτο σχόλιο που μπήκε στη Ροβιθέ. Το σχόλιο έλεγε λίγο ως πολύ "δε θυμάμαι ποιος ήσουνα".

Τι να σου πω, Γιάννη μου, ούτε κι εγώ πολυθυμάμαι πια. Δεν έχει και τόση σημασία, έχουμε όλοι πάρει το δρόμο μας και είμαστε άλλοι από αυτούς που ήμασταν τότε. Χαίρομαι πάντως που το σχόλιό σου ήταν η αφορμή να θυμηθώ και να γράψω για το "Μπορεί..." και για την εποχή εκείνη.

Μέσα σε όλα τα άλλα, είμαι ένας από αυτούς που έβγαζαν το "Μπορεί...", αυτός με τη γραφομηχανή. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο.

Είναι όμως κάτι.

1/2/08

Η τύφλωση στον έρωτα (Περικλής Κοροβέσης)

Ο Φρόιντ, μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε βάλει το ερώτημα αν ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα μπορεί να αγαπήσει πια και κατά πόσο έχει χάσει αυτή του την ικανότητα για πάντα. Είναι γνωστό πως ο άνθρωπος στον αναπτυγμένο βιομηχανικά κόσμο, έχει απωλέσει μια σειρά από λειτουργίες που κάποτε ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία της κοινότητας. Όπως π.χ. την ικανότητα της ενόρασης, της θεραπείας χωρίς φάρμακα, την προαίσθηση του επερχόμενου κινδύνου, την ικανότητα να διαβάζει σαφώς σημάδια της φύσης και άλλα πολλά. Η αγάπη, όπως αποσαφηνίζεται από τον Απόστολο Παύλο, είναι μια κατάσταση που δεν εκπίπτει ποτέ. Δηλαδή δεν νοείται ανθρώπινη κατάσταση, αν αυτή δεν βρίσκεται κάτω από το καθεστώς της αγάπης. Όταν η αγάπη εκπέσει, εκπίπτει και η ανθρώπινη ιδιότητα και περνάμε στον εκφυλισμό του είδους.

Η αγάπη δεν είναι μια δήλωση αλλά μια συμπεριφορά. Μια σταθερή στάση απέναντι στη ζωή που δεν αφορά μονάχα το αγαπημένο μας πρόσωπο ή τα πρόσωπα του οικογενειακού ή άμεσου περιβάλλοντος, αλλά αφορά όλο το ανθρώπινο είδος. Η συμπόνια, η συμπαράσταση, η αλληλεγγύη είναι εκφράσεις της αγάπης. Ο Φρόιντ, βλέποντας τις φρικαλεότητες του πολέμου και διαπιστώνοντας τα οικονομικά συμφέροντα, τον εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία που επεξεργάστηκαν θεωρίες μίσους, για να κάνουν δυνατή αυτή τη σφαγή, πείθεται πως ο άνθρωπος έχασε την ικανότητά του να αγαπάει, άρα να μην καταλαβαίνει πια την καταστροφή του. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που ξεπέρασε κατά πολύ τη φρίκη του πρώτου, επιβεβαίωσε πανηγυρικά τον πατέρα της ψυχανάλυσης. Στο τέλος αυτού του αιώνα, το να μιλάς για αγάπη είναι αυτό που χρειάζεται για να σε πάρουν για αγαθιάρη. Στη νέα σκοτεινή ιστορική περίοδο που βυθιζόμαστε μόνο οι θεωρίες μίσους έχουν απήχηση. Από το σχεδιασμό της παγκόσμιας οικονομίας που απαιτεί να είναι οι εννιά στους δέκα φτωχοί, μέχρι τον εντολοδόχο του θεού, το δολοφόνο του Γιτζάκ Ράμπιν, Γιγκάλ Αμίρ και το δικό μας Παντελεήμονα Θεσσαλονίκης, είναι εκφράσεις, διαφορετικής ποιότητας και εμβέλειας του ίδιου μίσους που μας διοικεί.

Τι γίνεται τώρα στα τέλη αυτού του αιώνα με τον έρωτα. Μπορεί κάποιος να ερωτευθεί πραγματικά χωρίς να ονομάζει έτσι άλλες ανάγκες του; Η ελληνική γλώσσα κάνει μια σαφή διάκριση της αγάπης και του έρωτα, διαθέτοντας δύο λέξεις για να εκφράσει δύο διαφορετικές καταστάσεις. Αν δεν με γελούν οι γλωσσολογικές μου γνώσεις, νομίζω πως αυτό είναι μοναδικό φαινόμενο και συναντιέται μόνο στα ελληνικά. (Η λέξη Eros στη λατινική της γραφή που έχει περάσει σε όλες τις γλώσσες, σημαίνει κατά κανόνα σκληρή τσόντα). Στον Πλάτωνα ο έρωτας είναι η επιθυμία της περασμένης θνητής ύπαρξης, να περάσει στην αθανασία. (Δυστυχώς αυτή η έννοια δεν έχει μπει στην ελληνική λεξικογραφία). Μ' αυτή την έννοια είναι ερωτική πράξη η κραυγή του αντάρτη για ελευθερία μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστήμονα που αγνοεί τις θέσεις καριέρας και αφιερώνεται στη έρευνά του ή το γιατρό που περιφρονεί τα φακελάκια και πηγαίνει στην Αφρική. Όλοι αυτοί που αφιέρωσαν ή έδωσαν τη ζωή τους για ανάλογα πράγματα έζησαν μια σταλιά αιωνιότητας σ' αυτή την περαστική ζωή που οι περισσότεροι την ξόδεψαν χωρίς να καταλάβουν τίποτα. Νεκροί γεννήθηκαν, νεκροί έζησαν, νεκροί πέθαναν.

Ο έρωτας στις σχέσεις των ανθρώπων έχει ένα βαθύ ανατρεπτικό χαρακτήρα. Τίποτα δεν ήταν ίδιο πριν, τίποτα δεν θα είναι ίδιο μετά. Στο πέρασμά του ξεριζώνει τη δημοσιοϋπαλληλική μας νοοτροπία για τη ζωή και την κάνει πια να μην έχει κανένα νόημα. Γι' αυτό και ο ερωτευμένος είναι μελλοθάνατος. Οι κοινωνίες συντήρησης του καθημερινού θανάτου, σαν συμπεριφορά, δεν ανέχονται καμιά αναταραχή. Και υπάρχουν άπειροι τρόποι άμυνας. Και η πιο αποτελεσματική εκτέλεση του ερωτευμένου(ης) είναι από το ίδιο το ταίρι του, που είναι αποτελεσματικά ευνουχισμένο από τις κυριαρχούσες κοινωνικές συμπεριφορές και της χολιγουντιανής συνταγής που κυριαρχεί πια σ' όλο τον κόσμο. Σχεδόν πια για όλους το ύψιστο ερωτικό μοντέλο είναι κάποια ή κάποιος σταρ, δηλαδή μια μη ανθρώπινη κατασκευή που εκ των πραγμάτων αποκλείει τον άλλο. Στην εποχή μας ο άνθρωπος ερωτεύεται τον αυτοαποκλεισμό του από τον έρωτα.

Κάποιοι εναπομείναντες ποιητές - και όχι αναγκαστικά αυτοί που γράφουν στίχους - εξακολουθούν να ερωτεύονται όσο και να ξέρουν την κατάληξη. Τους συναντάμε αργά, τις πιο σκληρές ώρες της νύχτας στα μπαρ να επιταχύνουν το θάνατό τους με αλκοόλ και άφιλτρα τσιγάρα. Κανείς δεν τους αγάπησε πραγματικά, όσο κι αν αυτοί ερωτεύθηκαν. (Και διέσωσαν υπέροχες γυναίκες στα γραφτά τους, όταν αυτές είχαν αποκηρύξει μετά βδελυγμίας τον ποιητή τους). Και όταν πάμε στις κηδείες τους και βλέπουμε τις παλιές τους αγάπες στα μαύρα, με τα δάκρυα να κυλάν κάτω από τα μαύρα γυαλιά και ρωτάμε ο ένας τον άλλο: "Είναι αυτή;". "Ναι, αυτή ήταν!", δεν καταλαβαίνουμε πώς μπόρεσε, αυτός ο διαλεχτός νεκρός, να είχε τέτοια τύφλωση. Και γινόμαστε μίζεροι. Γιατί μόνο ο τυφλός μπορεί να ερωτευθεί. Βλέπει με τα μάτια της ψυχής. Τα υπόλοιπα δεν τα βλέπει. Να είναι άραγε τυχαίο πως η ωραία Ελένη γράφτηκε από τον Όμηρο που ήταν τυφλός;

Περικλής Κοροβέσης
"Στο ψευδοκράτος των Αθηνών" - Ελευθεροτυπία, 13/11/1995