ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


24/2/10

Ακαμάτρα

Ξημέρωμα μετά το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου (2009). Αριστερά η εκκλησία της Παναγίας της Λέφαινας, στο βάθος κατά την ανατολή το Δράκανο από τη βόρεια πλευρά.

Το χωριό δε λεγόταν πάντα έτσι, νομίζω αρχικά λεγόταν απλώς "Κάτω χωριό", καθώς είναι το πρώτο από τα χωριά της Μεσαριάς που συναντάς ανεβαίνοντας. Όταν η ευρύτερη περιοχή στη βόρεια πλαγιά της Κεφάλας αρχισε να κατοικείται, ήταν ακόμα η εποχή που τα παιδιά έχτιζαν τα σπίτια τους δίπλα στο πατρικό και φτιάχνονταν γειτονιές ολόκληρες που ως και σήμερα έχουν το όνομα συγκεκριμένων οικογενειών: ο Καρναβάδος, ο Ξερέδος, ο Λουριδάτος, ο Καλαφατάτος, ο Ντουρέδος, ο Ξενιάδος, ο Πετράτος, ο Κουντουπάτος, ο...

Το πιο καλό νερό στο χωριό ερχόταν από την Αλάμα, μια πηγή πάνω στην Κεφάλα. Κάτι λίγοι είχαν στέρνες, όπως αυτή που ακόμα υπάρχει στου Βαγιανού, ή πηγάδια, αλλά οι πιο πολλοί (ακόμα κι αυτοί που είχαν νερό κοντά τους) προτιμούσαν για πόσιμο το νερό της Αλάμας. Έτσι πήγαιναν συχνά με τις στάμνες να γεμίσουν ψηλά στην πηγή, και κατηφορίζοντας έφταναν στο σταυροδρόμι που πήγαινε για τα Κάτω Μέρη, από όπου ο καθένας θα πήγαινε κατά το σπίτι του. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη πέτρα, ένας οριζόντιος βράχος (κοντά στα σπίτια των Σταυρινάδων σήμερα), όπου ακουμπούσαν τις στάμνες και ξαπόσταιναν λίγο. Άλλοι περνούσαν από το σταυροδρόμι είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, και ήταν ένα σταθερό σημείο συνάντησης για τον κόσμο του χωριού, όπου κουβέντιαζαν και χασομερούσαν λίγο.

Όταν γύριζαν πια σπίτι, οι νοικοκυρές που περίμεναν πώς και πώς το νερό τους έλεγαν "πάλι στην ακαμάτρα ήσουνα;", εννοώντας την πέτρα που χασομερούσαν "τεμπελιάζοντας" αντί να φέρουν γρήγορα το νερό σπίτι. Εκεί ανοίχτηκε η πλατεία που είναι σήμερα, δίπλα στη δρυ που επί τουρκοκρατίας γίνονταν οι εκτελέσεις (δι' απαγχονισμού) στη βραχύβια περίοδο που η έδρα του Τούρκου διοικητή ήταν στο χωριό. Η πλατεία λεγόταν (και λέγεται ακόμα) Ακαμάτρα, κι ύστερα όλο το χωριό ονομάστηκε έτσι.

Μερικοί λένε (κακεντρεχώς) ότι το χωριό πήρε το όνομά του από την παροιμιώδη εργατικότητα των κατοίκων του και μάλιστα ότι τους το κόλλησαν οι λοιποί Μεσαρίτες (σκωπτικά, δηλαδή τους έλεγαν "ακαμάτες"). Αυτό δεν ισχύει - για την ακρίβεια οι Ακαματριώτες πάντα δούλευαν διότι είχαν χωράφια να καλλιεργήσουν και ζώα δίπλα τους, σε αντίθεση με τους "απ' έσω" (δηλ. αυτούς από τη εξωτερική πλευρά της Κεφάλας που βλέπει στην Πέρα-Μεριά) που ήταν σε κακοτράχαλο μέρος και ήταν κυρίως βοσκοί στο βουνό. Μάλιστα ο Χρήστος Μακκάς, δικηγόρος από την Ακαμάτρα, είχε διατυπώσει την άποψη ότι το όνομα βγαίνει από το "ακάματος" (δηλαδή ακούραστος) και όχι από το ακαμάτης, καθώς οι κάτοικοι δούλευαν συνεχώς. Την ίδια άποψη διάβασα και στο γκρουπ περί Ακαμάτρας στο facebook, το οποίο όμως έχει ξεκινήσει ένας δισέγγονος του Μακκά οπότε η πληροφορία που διακινεί δεν επιβεβαιώνεται από ανεξάρτητες πηγές.

Σήμερα ο τρόπος ζωής των ανθρώπων έχει αλλάξει κατά πολύ, το νερό τρέχει από τη βρύση της κουζίνας και όσο σκληρά και να δουλεύεις, στην Ικαρία ψωμί δεν τρως. Ο πατέρας μου πήγε Δημοτικό στην Ακαμάτρα πριν τον πόλεμο - το σχολείο είχε εβδομήντα παιδιά. Εδώ και λίγα χρόνια έχει κλείσει λόγω έλλειψης παιδιών, και δυο-τρία που είχαν ξεμείνει πηγαίνουν στο εξατάξιο στον Εύδηλο και καλά κάνουν. Η ακαμάτρα πέτρα στο σταυροδρόμι προφανώς δεν εντοπίζεται πια - ούτε καν το ίδιο το σταυροδρόμι. Το καλοκαίρι το χωριό ξαναγεμίζει λίγο (έχω περάσει κι εγώ κάποια παιδικά καλοκαίρια εκεί) αλλά τον πιο πολύ χρόνο τα σπίτια είναι κλειστά, και κάτι λίγοι μόνο έχουν μείνει να την παλεύουν, όπως άλλωστε σε όλο το νησί.

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είναι τ' άπαρτα ψηλά βουνά; Ή ίσως εκείνες οι εικόνες της παιδικής ηλικίας που αρνούνται να ξεθωριάσουν και να παρασυρθούν από το ρεύμα της καθημερινότητας. Το σκέφτομαι καθώς σε λίγο καιρό θα είμαι πάλι μετανάστης, αληθινός αυτή τη φορά. Οι φίλοι που έκανα στην Κρήτη με ρωτάνε αν θα στεναχωρηθώ που θα φύγω μακριά από την πατρίδα, και τους απαντάω "όπου γης και πατρίς". Μέσα μου όμως ξέρω πως δεν είναι αλήθεια, κι αν έπρεπε να το ορίσω κάπως, τότε για μένα πατρίδα είναι ένας τόπος συγκεκριμένος, ένα σταυροδρόμι ανάμεσα στις πηγές και τα κάτω μέρη, που ξαποσταίνουν λίγο οι άνθρωποι χασομερώντας πριν κουβαλήσουν τα φορτία τους - τα βαριά και απαραίτητα φορτία τους - εκεί που κάποιος τους περιμένει.

Δίπλα υπάρχει μια παμπάλαια δρυς - οι κρίκοι από τους οποίους κάποτε κρεμάγαν τα σχοινιά έχουν από χρόνια ενσωματωθεί στο φλοιό του δέντρου.

Στη μια άκρη της πλατείας, δίπλα στη δρυ, ο δρόμος που πάει στον Ξερέδο και πιο πάνω στο Ντουρέδο πριν καταλήξει στην Αλάμα. Από δω ξεκινάει σήμερα και ο φοβερός "ποδηλατόδρομος" στη μέση του πουθενά που καταλήγει στο Δρούτσουλα (άμα οι μελετητές έχουν έμπνευση και η Ευρωπαϊκή Ένωση κονδύλια...).

22/2/10

Η γυναίκα του Σωκράτη

Αν και η Ξανθίππη (εδώ περιλούζοντας το σύζυγο) είναι μεγάλη φίρμα του μπλογκ (για ιστιοπλοϊκούς, κυρίως, λόγους) δεν είναι αυτή το θέμα μας. Reyer van Blommendael c. 1655, Oil on canvas, 210 x 198 cm Musee des Beaux-Arts, Strasbourg.

Πρέπει να ήταν δυο-τρεις μέρες μετά την Πρωτοχρονιά του 1999. Είχαμε ξεμείνει στην Ικαρία, μια ετερογενής αλλά πολύ καλή παρέα, κάνοντας αρμένικη βίζιτα στο σπίτι της Μαίρης (εγώ μόνο για ύπνο πήγαινα στο δικό μου). Ο Γιάννης, εξωικαριακής προέλευσης φλερτ της Μαιρούλας (και μετέπειτα σύζυγος έως της σήμερον) είχε κατενθουσιαστεί με τα ικαριακά δρώμενα που δεν είχε ματασυναντήσει ως τότε. Μεθυσμένος από κρασί και έρωτα, γυρνούσε στα καφενεία και κέρναγε τον κόσμο. Εκεί πέτυχε το Σωκράτη, εξίσου μεθυσμένο (από κρασί, κατά κύριο λόγο) και αφού κολλήσανε λέγοντας διάφορα ακατάληπτα που κανείς τρίτος δεν κατάλαβε και κανένας από τους δύο δε θυμόταν μετά, αποδέχτηκε για λογαριασμό όλης της παρέας την πρόσκληση να πάμε στο μετόχι του Σωκράτη στο Κεραμέ να κάνουμε ζεύκι.

Οι φήμη που ακολουθούσε το Σωκράτη έλεγε ότι ήταν τόσο γλεντζές ώστε κάποτε, μες στη σούρα του, είχε χτίσει την πόρτα του δωματίου που τρωγόπιναν οι φιλοξενούμενοί του μην τυχόν και φύγουν και σταματήσει η διασκέδαση. Όπως ήταν φυσικό, με αυτές τις προδιαγραφές η παρέα ενθουσιάστηκε και βρέθηκε σούμπιτη στο μετόχι δια τα περαιτέρω.

Ο οικοδεσπότης ήταν μες στη χαρά, κερνούσε κρασί και έλεγε πικάντικες (ελαφρώς σόκιν) ιστορίες, κυρίως απευθυνόμενος στις νέες (κατά τεκμήριο μη ικαριακής προέλευσης και μη συνοδευόμενες) της συντροφιάς. Μία εξ' αυτών σκανδαλίστηκε ελαφρώς και θεώρησε σκόπιμο να τον επαναφέρει διακριτικά στην τάξη:

- Κύριε Σωκράτη, να σας ρωτήσω κάτι;
- Ε, αρώτησέ με, χρυσό μου, πε μου είντα θες;
- Είστε παντρεμένος;
- Ε, είμαι, μαθέ.
- Και την αγαπάτε τη γυναίκα σας;


Και τότε ο Σωκράτης γύρισε απορημένος στην υπόλοιπη παρέα, και με το ύφος του απόλυτα αυτονόητου, είπε:

- Αμέ την αγαπώ, μαθέ, γιατί άμα 'εν την αγαπήσω 'γω, 'α μου την αγαπήσει κάνας άλλος...

Η παρέα έβαλε τα γέλια. Η κοπέλα δεν ξαναφάνηκε στα μέρη μας, απ' όσο ξέρω.

17/2/10

Πρόσεχε (Κική Δημουλά)

Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα


αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι


γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.



Κική Δημουλά, "Πρόσεχε"
(από τη συλλογή "Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως", 2007)



Σ.Σ. Εντάξει, το "σελέμισα" από της Γωγώς...

13/2/10

Όλα θα πάνε καλά


Δεν την ξέρω - με την έννοια ότι δεν έχουμε ποτέ μιλήσει, αν και σαφώς έχουμε ανταλλάξει σχόλια στο ιστολόγιο ο ένας του άλλου. Δεν ξέρω καν πώς τη λένε, καθώς από άλλα σχόλια έχει προκύψει μόνο ένα "Γεωργία". Την αποκαλώ Γωγώ, όπως αρκετοί από τους διαδικτυακούς φίλους της, αν και ορισμένοι προτιμούν να τη φωνάζουν Μπάμπη. Ως Μπάμπης θα γιόρταζε τις προάλλες, ως Γωγώ έχει γενέθλια σήμερα. Μας είχε προϊδεάσει για την επέτειο προ ημερών, ίσως είναι σημαντική γι' αυτήν. Ίσως γι' αυτό έβγαλε ήδη από χτες ένα επετειακό κείμενο (συνοδεία του "Let it be") όπου μιλάει αρκετά για τον εαυτό της, και δημοσιεύει τη φωτογραφία (της) που δεν απέφυγα βέβαια να σελεμιάσω και να τοποθετήσω στην κορυφή της ανάρτησης.

Το κοριτσάκι στη φωτογραφία μας κοιτάζει παιχνιδιάρικα μάλλον από τα μέσα της δεκαετίας του '70. Διαβάζοντας τα κείμενά της ήταν σαφές ότι μιλάμε για ένα κορίτσι της γενιάς μου - χτες έμαθα ότι την περνάω δέκα μήνες περίπου. Μια τάξη σχολείου - πρέπει να τέλειωσε το Λύκειο το 1986. Έχει ζήσει στο Παρίσι, εικάζω στις αρχές της δεκαετίας του '90. Κάποιο DEA, ίσως, ή κάτι περισσότερο. Στο ιστολόγιό της υπάρχει ένα λινκ που δείχνει τον καιρό του Παρισιού, καθημερινά. Προφανώς θα έχει αφήσει ένα κομμάτι της εκεί. Καλό κομμάτι, εννοείται, μάλλον το νοσταλγεί. Αλλά δε μου φαίνεται να περνάει άσχημα κι εδώ.

Υποψιάζομαι ότι λατρεύει τις γάτες, το ιστολόγιό της είναι γεμάτο από δαύτες. Αν δεν ήμουν αλλεργικός μπορεί να τις λάτρευα κι εγώ, αλλά μόνο οι διαδικτυακές γάτες δε μου προκαλούν άσθμα πλέον. Όποτε επισκέπτομαι το γατοκρατούμενο ιστολόγιό της δεν μπορώ παρά να σκεφτώ μερικά καλά του διαδικτύου - αν την επισκεπτόμουν σπίτι της δε θα άντεχα πάνω από ένα τέταρτο. Αναρωτιέμαι όμως μερικές φορές πώς να είναι αυτό το σπίτι πραγματικά. Τα σπίτια συχνά μιλάνε πολύ περισσότερο για εμάς από όσο νομίζουμε και λένε πράγματα που δεν είναι πάντα υπό τον έλεγχό μας. Τα ιστολόγια όχι και τόσο, νομίζω.

Δεν είμαι βέβαιος αν θα ήθελα να ξέρω περισσότερα πράγματα για κείνην - το επίθετό της ας πούμε, πώς βιοπορίζεται, αν φοβάται το σκοτάδι, αν αγαπάει και την αγαπούν. Δεν είμαι βέβαιος αν θα ήθελα να τη συναντήσω κάποτε, να δω πώς είναι σήμερα και πως μοιάζει. Γράφει συχνά ότι δεν είναι πρώτο μπόι, σα να το λέει με ένα μικρό παράπονο. Γράφει κι ένα σωρό άλλα πράγματα που μου αρέσουν, κι ας μην είναι της μόδας, σαν τη Φιλοκαλία ας πούμε ή την κλινοφιλία της. Όχι όλα, όχι πάντα, αλλά αισθάνομαι συχνά ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα. Μου βάζει δέκα με τόνο για το κείμενά μου, αλλά είναι πολύ επιεικής, φοβούμαι. Με κάποια ζήλεια, αναγνωρίζω ότι τα περισσότερα δικά της κείμενα είναι ανώτερα των δικών μου. Σα να είναι κάπως πιο προικισμένη, πιο καλλιεργημένη, πιο ευαίσθητη από όσο εγώ θα μπορούσα ποτέ να γίνω.

Ίσως γι' αυτό ενώ έχω μισοπαρατήσει την περιδιάβαση στα ιστολόγια, το δικό της το διαβάζω μετά μανίας. Ίσως γι' αυτό τα δικά της σχόλια - που δεν την ξέρω - στις αναρτήσεις μου έχω την αίσθηση ότι είναι πιο πολύτιμα από αυτά των φίλων μου. Αναρωτιέμαι αν είναι καλά στη ζωή της, γιατί επέλεξε να γιορτάσει διαδικτυακώς τα γενέθλιά της, τι της είναι όλες αυτές οι δεκάδες των ιστολόγων και μη που κατακλύζουν τον τόπο με σχόλια κάθε φορά που γράφει κάτι.

Αλλά αφού γιορτάζει που γιορτάζει, ας μου επιτρέψει αντί άλλου δώρου να της στείλω μια εικόνα που βρήκα πρόχειρη στις φωτογραφίες μου (δεν είναι δικιά μου φωτογραφία, ο κουμπάρος μου την τράβηξε το 2007 στη Μήλο), κι ελπίζω να την εκτιμήσει.

Ελπίζω ακόμα ότι όλα θα πάνε καλά.

Να είσαι καλά Γωγώ - χαίρομαι που είσαι εκεί.

10/2/10

Στιγμές "πειρατικής" ραδιοφωνίας

Πομπός στα μεσαία από το ιστολόγιο του Radio Marconi - αν διαβάσετε τις σχετικές με αυτό το θέμα αναρτήσεις του θα μπείτε για τα καλά στο κλίμα.

Σήμερα που η μπάντα των FM είναι γεμάτη "επαγγελματικούς" σταθμούς (για τα μεσαία ας μην το συζητάμε καθόλου), το να αναπολεί κανείς τις εποχές του ερασιτεχνικού (ή "πειρατικού") ραδιοφώνου των αρχών της δεκαετίας του '80 είναι εμφανώς παλιομοδίτικο και ξεπερασμένο. Επειδή όμως το παρόν ιστολόγιο διακρίνεται ακριβώς για την ενασχόλησή του με παλιομοδίτικα και ξεπερασμένα πράγματα μάλλον παρά με τις τάσεις του συρμού, μόλις έπεσα στο ιστολόγιο του Radio Marconi (με τον τίτλο "Βασικά καλησπέρα σας" από μια βιντεοταινία εποχής με το Στάθη Ψάλτη) δεν άντεξα τον πειρασμό να ανασκαλέψω τις αντίστοιχες εμπειρίες μου της εποχής εκείνης. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν έχω καμμία ιδιαίτερη νοσταλγία για τη δεκαετία του '80 παρότι συμπίπτει χρονικά με την εφηβεία μου - και τις δύο τις θεωρώ μάλλον άχαρες περιόδους από πολλές απόψεις. Ήταν όμως κάπου στις αρχές της δεκαετίας (και τις εφηβείας μου) που ο Κώστας Ζ., φίλος του αδελφού μου (αμφότεροι τρία χρόνια μεγαλύτεροι, δηλαδή γύρω στα δεκαπέντε-δεκάξι τότε), άρχισε να κατασκευάζει τον πρώτο του πομπό.

Η ιστορία είχε ξεκινήσει από τα ηλεκτρονικά - και δεν εννοώ τα "ούφο" που κατέκλυσαν αργότερα τον κόσμο. Εννοώ τα παιχνίδια εκείνα που συνέδεες πυκνωτές και αντιστάσεις, πηνία ηλεκτρομαγνήτες και διόδους, τρανζίστορ και λυχνίες (χα!) για να φτιάξεις κυκλώματα που έκαναν από απλά "μπιπ" μέχρι μίνι ραδιοφωνάκια. Η ενασχόληση στην οικογένεια είχε ξεκινήσει από παιδικά παιχνιδάκια, είχε εξελιχθεί σε πιο προχωρημένα κιτ που έφερνε ο ναυτικός μπαμπάς από το εξωτερικό, και αφού διαδόθηκε στους στενούς φίλους και την ευρύτερη παρέα, επεκτάθηκε σε ειδικά περιοδικά που δημοσίευαν τυπωμένα κυκλώματα, και εσύ πήγαινες μετά στο Ράδιο Κατουμά και αγόραζες αντιστασούλες και πυκνωτάκια και βυσματάκια περίεργα, και τα συνέδεες κατά το δοκούν παρατώντας προσωρινά τη μπάλα και τις καφετέριες προς μεγάλη χαρά των κηδεμόνων σου, αλλά και το διάβασμα άλλων μαθημάτων πλην της φυσικής προς μεγάλη τους απελπισία.

Η φάση βέβαια δεν κράταγε πολύ, καθώς τόσο η μπάλα και η καφετέρια όσο και ενίοτε (για κάτι λίγους) η ιστορία και η λογοτεχνία έπαιρναν την εκδίκησή τους, και οι αντιστάσεις με τις χρωματιστές τους λωριδίτσες που δήλωναν σε έναν ξεχασμένο πια κώδικα τα Ωμ και τα Κιλωμ της καθεμιάς παρέμεναν σε αχρηστία. Όχι για όλους όμως, και σίγουρα όχι για τον Κώστα που με ιερό πάθος κλεινόταν στο δωματιάκι της ταράτσας που χρησιμοποιούσε για ηλεκτρολογείο, και μαστόρευε το φοβερό κύκλωμα που θα γινόταν ο μέγιστος των πομπών. Ύστερα, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, άπλωσε κρυφά ένα σύρμα από την ταράτσα του σπιτιού του ως αυτήν του ξαδέλφου του, σε μια απόσταση που όφειλε να είναι ακριβώς 75 μέτρα, ούτε ένα πάνω ή κάτω.

- Γιατί, ρε Κώστα, εβδομηνταπέντε ακριβώς;
- Γιατί θα χαλάσει η διαμόρφωση.
- Ποια θα χαλάσει;
- Η διαμόρφωση, ρε, ντιπ άσχετος είσαι;


Όχι βέβαια - μπορούσες να είσαι ό,τι χειρότερο, από κίναιδος και αυνάνας ως μεταχειρισμένη σερβιέτα και μυγόχεσμα, αλλά άσχετος δε μπορούσες να είσαι. Γενιές "πειρατών" κουβέντιαζαν όλη νύχτα ο ένας με τον άλλο, κάνοντας αναμετάδοση, για τη διαμόρφωση και τα σχετικά, όφειλες λοιπόν να ξέρεις καθώς περνούσες ατέλειωτες ώρες δίπλα στο δέκτη σου περιμένοντας να ακουστεί η αφιέρωση που είχες στείλει νωρίτερα. Επειδή όμως δεν έπαιζε τηλέφωνο (καθώς θα καρφωνόντουσαν στην αστυνομία) ούτε καν περιοχή (λόγω φόβου ραδιογωνιομέτρων), οι αφιερώσεις μπορεί και να πήγαιναν μέσω κοινών γνωστών, φίλων κοινών γνωστών, φίλων φίλων κοινών γνωστών κλπ.

Όμως ο σταθμός του Κώστα ήταν και δικός μας, και είμασταν εμείς στην επίζηλη θέση να μαζεύουμε αφιερώσεις, και να αφήνουμε τους άλλους να προσπαθούν να καταλάβουν τι ειπώθηκε στο μικρόφωνο και τι τραγούδι παίζει μέσα σε μια θάλασσα παρασίτων (ειδικά το βράδι στα μεσαία) και έναν που διαφήμιζε οικόπεδα στην Ανάβυσσο και μας τάπωνε με τις αρμονικές του, και σε μια τρομερή παραμόρφωση του ίδιου μας του σήματος, που ο Κώστας ισχυριζόταν ότι δεν είχε καμμία σχέση με τον υπέροχο πομπό του και το πώς τον είχε φτιάξει, αλλά μόνο με την κακή συνήθεια της θείας του να περνάει την κεραία για απλώστρα και να την καταστρέφει με βρεγμένα βρακάκια και πετσέτες.

Πάντως ο σταθμός δεν έζησε πολύ, καθώς από τη μια η οχλαγωγία των μεσαίων ήταν αφόρητη τα βράδια που δεν είχαμε σχολείο, με αποτέλεσμα να μη μας ακούει πρακτικά κανείς, και από την άλλη η θεία που αγχωνώταν στην ιδέα της "παράνομης" κεραίας έβαλε λόγια στην αδελφή της και η κεραία κατέβηκε κακήν κακώς - με νύχια και με δόντια ο Κώστας διέσωσε τις πολύτιμες λυχνίες του από τη μητρική σκούπα. Αλλά μετά το φύσαγε και δεν κρύωνε.

- Θα τον ξαναφτιάξω. Στα FM. Θα μας ακούνε όλοι καμπάνα και η κεραία θα είναι μόνο εβδομηνταπέντε πόντοι, όχι μέτρα.
- Και γιατί δεν το φτιάχνεις τώρα;
- Θέλει άλλες λυχνίες. Δεν έχω λεφτά να τις πάρω.
- Να τσοντάρουμε όλοι.
- Θέλει πολλά. Ούτε ένα τετράγωνο δε θα μας ακούνε.


Μετά όμως επένδυσε τα λεφτά από τα επόμενα κάλαντα σε ένα κιτ για φωτορυθμικά για να κάνουμε πάρτυ (που εξερράγη θεαματικά εν μέσω ενός πάρτυ σπίτι μου το 1982 μάλλον) και ο σταθμός στα FM ξεθώριασε καθώς πλησίαζαν οι Πανελλήνιες. Μου έμεινε ένα μικρό απωθημένο καθώς έψαχνα αργά τις νύχτες τη μπάντα ακούγοντας τους ερασιτέχνες να λένε για κυκλώματα και διαμόρφωση, αραιά και που να βάζουν στο πικάπ και καμμιά ροκιά. Αλλά στο άμεσο περιβάλλον δεν υπήρχε άλλος τρελλαμένος, κι όταν αλλάξαμε γειτονιά και βρεθήκαμε στα νότια αντί για τα δυτικά, οι νέοι μου συμμαθητές δεν άκουγαν ερασιτέχνες (ούτε τα κρατικά βέβαια) αλλά τον "Αμερικάνικο" σταθμό της βάσης του Ελληνικού που έπαιζε τα νέα σουξέ πριν από το "Μουσικόραμα" στην τηλεόραση.

Ήταν ένα καλοκαίρι στην Ικαρία που ακούσαμε ότι ο Τάδε (δε λέμε ονόματα) έχει έναν πειρατικό σταθμό εμβέλειας Ευδήλου (ακριβώς όσο χρειαζόταν), στα FM κιόλας που δεν υπήρχε σοβαρός ανταγωνισμός (εκτός από τρία-τέσσερα κρατικά της Τουρκίας που ακούγονταν καμπάνα κι ένα λυμφατικό Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ). Αν και δεν είμασταν ιδιαιτέρως φίλοι με τον Τάδε, βάλαμε έναν ξάδελφό του να μεσολαβήσει για να ακουστούν οι δέουσες αφιερώσεις, ενημερώσαμε τις αντίστοιχες γκόμενες στις οποίες θα αφιερώναμε να έχουν το νου τους, και ξεκινήσαμε τη μεγάλη περιπέτεια της ακρόασης με γεμάτες μπαταρίες στο ραδιόφωνο-κασετόφωνο που είχαμε κουβαλήσει στο σκοτεινό (τότε) μώλο του λιμανιού (σημείο συνάντησης της νεολαίας μακριά από αδιάκριτα βλέμματα γονέων και κηδεμόνων).

Ο Τάδε όμως είχε άλλες προτεραιότητες και τραβούσε σε μάκρος μια εκπομπή που διάφοροι πονεμένοι λυράρηδες λέγανε μαντινάδες και παίζανε λεβέντικους χορούς της Κρήτης. Επειδή στην Ικαρία δεν ευδοκιμεί το είδος (κι εμένα ακόμα και τώρα δε μου χαϊδεύει τ' αυτιά ακριβώς) η αναμονή έγινε αδημονία μέχρι που ο Τάδε βγήκε στο μικρόφωνο για να πει εν μέσω φοβερών παρασίτων ότι αφιερώνει το επόμενο άσμα "στην παρέα που είναι στο μώλο και ακούει" κι έβαλε το "Πότε θα κάνει ξαστεριά". Το πράγμα ήταν ελαφρώς παράλογο διότι υποτίθεται ότι είμασταν διαλεχτοί ροκάδες (χμ...), χώρια οι αναμένουσες γκόμενες που θα τις έπαιρνε ο ύπνος, οπότε κατόπιν λαϊκής απαίτησης εστάλη αντιπρόσωπος στο σταθμό (δηλαδή στο σπίτι του Τάδε) για να γίνει διευκρινιστική δήλωση. Ο Τάδε έλαβε το μήνυμα αλλά δεν το αφομοίωσε πλήρως, καθώς στην επόμενη αφιέρωση η παρέα είχε γίνει τάληρα και δίφραγκα (αφιερώνω στο Ζαχαρία, τους δυο Νίκηδες, το Βασίλη, τον Αντώνη και τον Τάκη - αν θυμαμαι καλά τη σύνθεση) αλλά η μουσική παρέμεινε στο ίδιο κλίμα.

Αναθαρρημένοι πάντως από το άκουσμα των ονομάτων μας (οι δύο Νίκοι όχι και τόσο, καθώς εμφανιζόντουσαν σιαμαίοι) αποφασίσαμε να πάμε προς την πλατεία που εικάζαμε ότι θα ακουγόταν καλύτερα και να περιμένουμε τις ροκιές που είχαμε παραγγείλει για τα κορίτσια. Κάτσαμε γύρω από το ηρώο - τότε δεν υπήρχε περίπτερο δίπλα - περιμένοντας, αλλά η επόμενη αφιέρωση ήταν πανομοιότυπη με την προηγούμενη (οι δύο Νίκοι πόνεσαν αρκούντως) και οι λυράρηδες λυράρηδες, πάντα με πολλά παράσιτα. Στείλαμε άλλη αποστολή να δώσει διευκρινιστικές οδηγίες, και αποφασίσαμε να ανεβούμε στου Τράκα για να ακούμε καλύτερα.

Εκεί η αφιέρωση ακούστηκε ίδια κι απαράλλαχτη με πολλά ακόμα παράσιτα και ο απεσταλμένος μας ήρθε και μας εξήγησε ότι το ρεπερτόριο του σταθμού δεν είχε ροκιές κι άμα θέλαμε κανένα Τόλη Βοσκόπουλο κάτι γινότανε, αλλιώς να του δίναμε εμείς τα τραγούδια που θέλαμε. Αποφασίσαμε λοιπόν να μετακινηθούμε λίγο ψηλότερα για να ακούμε καλύτερα και καθήσαμε έξω από τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπου, στέλνοντας τον απεσταλμένο με μια κασέτα με Ντορς ή Λεντ Ζέππελιν ή Μπλου Όϋστερ Καλτ (δε θυμάμαι ακριβώς), και ο απεσταλμένος έκανε περίπου είκοσι βήματα και χτύπησε την πόρτα του Τάδε που βγήκε έξω, μας χαιρέτησε, τον χαιρετήσαμε κι εμείς, ευχαρίστησε για την κασέτα, και μετά μπήκε μέσα και είπε με φωνή καμπάνα (επιτέλους, δέκα μέτρα έξω από το σταθμό είμασταν) με χαλί τις πρώτες νότες από το "Στέιργουεϊ του Χέβεν" (τελικά Λεντ Ζέππελιν θα ήταν μάλλον).

- Ευχαριστούμε τους ακροατές και ειδικά το Ζαχαρία, τους δύο Νίκηδες, το Βασίλη, τον Αντώνη και τον Τάκη, και αύριο θα κάνουμε το ροκ πρόγραμμα και τις αφιερώσεις που μας ζήτησαν, αλλά απόψε έχει πάει αργά πια, καλή σας νύχτα.

Κι έπειτα έμειναν μόνο τα παράσιτα στο ραδιόφωνο.

Το "αύριο" εκείνης της νύχτας ακόμα εκκρεμεί.


Σ.Σ.: Είναι λίγο δύσκολο να περιγράψω το κλίμα της περιόδου σε παιδιά που μεγάλωσαν με τη μπάντα γεμάτη σταθμούς και την τηλεόραση με σαράντα κανάλια. Είχα κάνει μια απόπειρα να περιγράψω το κλίμα της "μετάβασης" σε δυο παλιότερες διαδοχικές αναρτήσεις (δείτε εδώ), μάλλον ανεπιτυχή για όσους δεν έζησαν από κοντά την εποχή.

Ως μαθητής Λυκείου είχα διαβάσει ένα βιβλίο (Βαγγέλης Ραπτόπουλος, "Διόδια") που απεικόνιζε εξαιρετικά το κλίμα, τη γλώσσα, τα ήθη και τις συνήθειες μια γενιάς που κοιτούσε την Αθήνα από τα δυτικά την εποχή εκείνη. Υπήρχαν μέσα όλα - πειρατικά ραδιόφωνα, πανελλήνιες εξετάσεις, κόμματα, αδιέξοδες σχέσεις, διόδια και βουλκανιζατέρ. Το λάτρεψα - να είναι καλά ο καθηγητής κ. Δ.Τ. που μου το σύστησε. Επί χρόνια το αγόραζα ως δώρο σε φίλους και φίλες, μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι στους κάπως νεώτερους δεν έκανε καμμία αίσθηση, χώρια που ο συγγραφέας του σε μεταγενέστερα κείμενα σπαταλούσε αδίκως το όποιο ταλέντο του σε διάφορα μεγαλόστομα και πομπώδη χωρίς πολύ νόημα.

Οι εποχές αλλάζουν, μαζί και τα γούστα μας. Λίγα πράγματα μένουν πίσω, όπως ο συχωρεμένος ο Κώστας Ζ. που ένα βράδι κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε πια. Είχαμε χάσει επαφή, μου το είπε ο αδελφός μου πολλά χρόνια μετά. Η παρέα στο μώλο πάντως χαίρει άκρας υγείας, απ' όσο ξέρω, όπως και τα κορίτσια που κοιμήθηκαν νωρίς βέβαια και δεν άκουσαν την εκπομπή, οπότε ακόμα νομίζουν ότι στ' αλήθεια ακούστηκαν αφιερώσεις και για χάρη τους όπως τις παραμυθιάσαμε την επομένη.

Αλλά χωρίς λίγο παραμύθι δεν πάνε μπροστά αυτά τα πράγματα, έτσι δεν είναι;

2/2/10

Παντάνασσα, game over

Βροχερή Κυριακή στην Παντάνασσα, με θέα το περιστρεφόμενο γκαζάδικο στο κύμα.

Εκείνη την Κυριακή ξύπνησα με τον ήχο των κυμάτων και της βροχής. Φυσούσε και έβρεχε ταυτόχρονα, πράγμα μάλλον ασυνήθιστο. Η θερμοκρασία μέσα στο σπίτι ήταν πολύ χαμηλή - έξω ήταν λίγο πιο υποφερτά. Κοίταξα από το παράθυρο - είδα ένα από τα μικρά γκαζάδικα που τροφοδοτούν το εργοστάσιο της ΔΕΗ στα Λινοπεράματα να κόβει βόλτες αρόδου. Προφανώς το λιμανάκι ήταν γεμάτο ή ακατάλληλο για αυτό τον καιρό. Μέσα στη θολούρα που προκαλούσαν οι χοντρές στάλες της βροχής, το καραβάκι φαινόταν σα να παρέπαιε στα αφρισμένα νερά. Αλλά δεν ήταν έτσι - απλώς στριφογύριζε γύρω από την ποντισμένη άγκυρα και κρατιόταν λιγάκι κόντρα στον καιρό που το έσπρωχνε προς τη στεριά.

Έβλεπα καθαρά τα φώτα του - το κόκκινο και το πράσινο αριστερά και δεξιά, τα άλλα δύο κόκκινα που δήλωναν φορτίο καυσίμων. Αναζήτησα τη φωτογραφική μηχανή και τράβηξα τις εικόνες που βλέπετε - ύστερα συνειδητοποίησα ότι κρύωνα και ότι είχα αργήσει. Πήρα τηλέφωνο στην παρέα που με περίμενε και τους είπα ότι με είχε αποκλείσει ο καιρός για λίγο - πράγμα που ακόμα κι αν δεν ίσχυε θα μπορούσε τέλος πάντων να ισχύει - και θα ερχόμουν λίγο αργότερα. Δε φάνηκαν να ανησυχούν πολύ - η ικαριακή μου ανατροφή έχει αφήσει εμφανές σημάδι στην αντίληψή μου για το χρόνο και τη συνέπειά μου στα ραντεβού, και οι φίλοι μου το ξέρουν.

Πράσινο-κόκκινο τα πλευρικά, δυο επιπλέον κόκκινα σημαίνουν μεταφορά καυσίμων.

Η βροχή είχε κόψει όταν έφτασα. Είχα αφήσει το Γιάννη και το Βαγγέλη να παίζουν στις έξι το πρωί στο μαγαζί του Χρήστου, τους ξαναβρήκα τρεις το μεσημέρι να κουρδίζουν στην Κουζίνα της Πόπης. Η παρέα διαλύθηκε κατά τις πεντέμιση - με κάτι γνωστούς από το δίπλα τραπέζι πήγαμε για καφέ στο Φιξ. Εκεί με βρήκε η Μανταλένα και τα υπόλοιπα συντρίμμια - καταλήξαμε στις Αρχάνες με τη βροχή να δυναμώνει. Κοντά μεσάνυχτα ξαναμαζευτήκαμε στο Ηράκλειο, φάγαμε κάνα δίωρο στη Γκουέρνικα δίπλα στο αναμένο τζάκι. Κατά τις δυόμιση τη νύχτα έκανα (αρκούντως πιωμένος) στάση στο εργαστήριο, για να δω τα ηλεκτρονικά μου μηνύματα. Μου πήρε πέντε-δέκα κρίσιμα λεπτά, αλλά βγαίνοντας έξω βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να σταματήσω. Ξενέρωσα σε δευτερόλεπτα, καθώς γινόταν ο κατακλυσμός ανάμεσα σε δυνατές βροντές και αστραπές.

Τα φώτα στους δρόμους είχαν σβήσει. Οδήγησα ανάμεσα σε ποτάμια και πλημμυρισμένα χωράφια χωρίς να ξεχωρίζω πού είναι δρόμος, με ορατότητα γύρω στα τρία μέτρα (με τα μεγάλα φώτα να φωτίζουν μια κουρτίνα νερού μπροστά μου) και δοξάζοντας τον καλό Θεό που με φώτισε να αλλάξω λάστιχα πριν φύγω από την Αθήνα. Κατάφερα με τα πολλά να φτάσω στην Παντάνασσα - ένας περαστικός με ένα τζιπάκι με συμβούλεψε να μην παρκάρω κάτω από την Εθνική Οδό γιατί πέφτουν κοτρώνες. Για του λόγου το αληθές μία όχι ευκαταφρόνητη προσγειώθηκε παρασυρμένη από τα νερά είκοσι πόντους από τον προφυλακτήρα μου. Άφησα το αμάξι σε μια κατηφόρα με τις ρόδες να σημαδεύουν το κράσπεδο και βγήκα στην υδάτινη λαίλαπα (έτσι δε θα το έλεγαν στα δελτία ειδήσεων;) με ένα αποφασιστικό βήμα.

Ήταν κακή ιδέα - ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα είχα γίνει μούσκεμα μέχρι τις μασχάλες τόσο από το ντους που έπεφτε από τον ουρανό όσο και από το ποτάμι που διέσχιζα προσπαθώντας να μη μου φύγει το λάπτοπ με τα πολύτιμα δεδομένα. Έφτασα αποκαμωμένος στην πόρτα του σπιτιού και είδα με απελπισία την κλειδαριά καλυμμένη από ένα στρώμα αλατιού που έφερνε το κύμα που έσκαγε από κάτω. Το κλειδί έτριξε και δυσανασχέτησε, αλλά με τα πολλά έστριψε. Άπλωσα το χέρι να ανάψω το φως (το κλιματιστικό, την ηλεκτρική σόμπα, το θερμοσίφωνο...) αλλά ρεύμα δεν υπήρχε. Έψαξα στο σκοτάδι να βρω ό,τι κεριά υπήρχαν ακόμα διαθέσιμα. Στο αχνό τους φώς έβγαλα τα βρεγμένα και έβαλα ό,τι βρήκα μπροστά μου. Έξω από το παράθυρο το γκαζάδικο (το ίδιο; κάποιο άλλο;) περιστρεφόταν αργά με τα κόκκινα φώτα να σχηματίζουν ένα θολό περίγραμμα στη βροχή.

Κεριά και φαναράκια διαφόρων τύπων στην εσωτερική σκάλα - πριν τα μαζέψουν ακόμα.

Η εμπειρία μάλλον ήταν καταλυτική για να αποφασίσω να αλλάξω σπίτι με συνοπτικές διαδικασίες. Συνοπτικές για τα δικά μου μέτρα, εννοείται, καθώς χρειάστηκα περίπου δύο εβδομάδες για να ενημερώσω σχετικά τον ιδιοκτήτη και τους προηγούμενους που ίσως ήθελαν να πάρουν τα αφημένα τους πράγματα, και η όλη ιστορία ολοκληρώθηκε προχτές. Όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή - σε ένα πρωινό μέσα εμφανίστηκε ο φίλος μου που έμενε εδώ παλιά με κάποιον άλλο και μάζεψαν κάτι κουβέρτες, κάτι κουρελούδες, κάτι σκηνές και κάμποσα κουζινικά. Πήρε επίσης τη σημαία της Κούβας και το ασορτί τζόκεϊ (δεν ήταν δικά του, θα τα έδινε στον ιδιοκτήτη τους), τα υπόλοιπα ποτά και κάτι άλλα μπιχλιμπίδια. Μάζεψα κι εγώ τα δικά μου, ήρθε η Ε. να με βοηθήσει με το τζιπάκι. Πετάξαμε κάμποσα σκουπίδια, μαζί και τα παρατημένα σαμπουάν στο μπάνιο. Κρατήσαμε κάτι πακέτα ρύζι και ζυμαρικά, κάτι κονσέρβες τόνου και την αναπόφευκτη ρακή - τα έδωσα στη φίλη για τον κόπο της (δεν ήταν δικά μου έτσι κι αλλιώς). Το σπίτι έμεινε έρημο, κενό. Τηλεφώνησα στον ιδιοκτήτη ότι θα ερχόμουν με τα κλειδιά.

Ξεκίνησα να φύγω - η Ε. έβαζε μπρος το αμάξι. Όμως εγώ κοντοστάθηκα μια στιγμή και ξαναγύρισα. Ανέβηκα αργά τα σκαλιά και σταμάτησα δίπλα στο κρεβάτι κοιτάζοντας γύρω γύρω, σα για να βεβαιωθώ ότι δε με βλέπει κανείς (ποιος;). Ύστερα, με μια γρήγορη και αποφασιστική κίνηση, άρπαξα το σκουλαρίκι από το κομοδίνο. Ο Μικρός Πρίγκηπας κρύφτηκε σε μια θήκη του πορτοφολιού.

Επέστρεψα τα κλειδιά και πήγα στο καινούργιο μου δωμάτιο, μια rooms to let γκαρσονιέρα με το μήνα, αλλά με καλοριφέρ. Χτες βράδι η Ε. με κάλεσε για μακαρονάδα με τόνο, "εκ του αποθέματος".

Ύστερα πήγα στο εργαστήριο να δω τα μέιλ μου, ως συνήθως.

Σ.Σ. Τυχόν απορημένοι αναγνώστες ας διαβάσουν πρώτα τις αναρτήσεις "Ένας πρίγκηπας στην Παντάνασσα" και "Παντάνασσα revisited".