ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/4/11

Απομυθοποίηση

Το μυστικό δεν είναι πάνω στο τραπέζι, είναι μάλλον γύρω απ’ αυτό…

Τον καιρό που μέναμε σπίτι της, ένα καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, θα ‘ταν περίπου εξήντα χρονών. Ήταν με άσπρα μαλλιά και μου φαινόταν πολύ γριά τότε (εγώ θα ‘μουν τεσσάρων-πέντε). Την έβλεπα αραιά και που όλα αυτά τα χρόνια και τη χαιρετούσα· την είδα και ανήμερα το Πάσχα που πήγαινε στον αμαξωτό στητή και κοτσονάτη, με ένα ραβδί που χρησιμοποιούσε μάλλον για σκήπτρο παρά για μπαστούνι. Αναρωτήθηκα πόσων χρονών να είναι τώρα, και γυρνώντας σπίτι ρώτησα τον πατέρα μου, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι τον περνάει τουλάχιστον δέκα χρόνια. «Άρα είναι ενενηνταπέντε το λιγότερο», σκέφτηκα.

Το απόγευμα ήρθαν κάποιοι φίλοι να πιούμε ένα κρασί. Πιάσαμε κουβέντα μεταξύ άλλων για την περίφημη καριώτικη μακροζωία, με αφορμή μια πρόσφατη εκπομπή, και ανασκοπήσαμε τα σχετικά παραδείγματα, από τον παπά που οδηγάει τη γουρούνα στο Καρκινάγρι μέχρι τον τύπο που υποτίθεται ότι θεραπεύτηκε από τον καρκίνο πίνοντας κρασί (λέμε τώρα...) ενώ οι γιατροί του σην Αμερική που τον στέλνανε αδιάβαστο υποτίθεται ότι τα τινάξανε ένας-ένας. Κουβέντα στην κουβέντα ανέφερα και την ενενηνταπεντάχρονη· τα πρόσωπα των φίλων μου φωτίστηκαν.

Την είχαν δει νωρίτερα το μεσημέρι σε ένα άλλο σπίτι· για εκεί πήγαινε στητή και κοτσονάτη. Επιβεβαίωσαν ότι είναι ενενηνταπέντε πατημένα, αν και δείχνει και πολύ νεώτερη. Λένε ότι κάποτε ο γιος της (εξηνταπέντε-εβδομήντα θα είναι) την πήγε να την εξετάσει ένας γιατρός στην Αθήνα που τη βρήκε φυσικά υγιέστατη· στην επιστροφή πήραν ταξί και ο γιος είχε ανοιχτό το παράθυρο. «Αγόρι μου», του λέει η μάνα, «κλείσε το παράθυρο μην κρυώσεις» - και ο ταξιτζής σχολίασε με θαυμασμό: «Σε προσέχει η γυναίκα σου, ε;».

Όταν ήρθαν από το National Geographic να κάνουν έρευνα, της πήραν συνέντευξη. Τη ρώτησαν αν τρώει κόκκινο κρέας.

- ‘Εν το βάζω στο στόμα μου, απάντησε εκείνη εμφατικά.
- Νο ρεντ μητ, επιβεβαίωσε ο γιος που εκτελούσε χρέη μεταφραστή. Όνλυ γουάιτ μητ.

Τώρα λοιπόν που την είχανε πρόχειρη στο σπίτι, οι φίλοι μου δε χάσανε την ευκαιρία να την ανακρίνουνε.

- Κι αλήθεια δεν τρως κόκκινο κρέας;
- Εεε... επιβεβαίωσε η γυναίκα. Εδωνά μου κάθεται το κόκκινο, άμα φάω κρέας τρώω το άσπρο.
- Δηλαδή τι; Κοτόπουλο, ας πούμε;
- Κοτόπουλο; Όχι, ‘ε μ’ αρέσει...


Και συμπλήρωσε:

- Αυτοδά που ‘ναι γύρω-γύρω από το κόκκινο, το ξύγκι μ’ αρέσει, το άσπρο…

Η απάντηση εμφανώς δεν ενέπιπτε στον ορισμό της υγιεινής διατροφής. Οι φίλοι μου επέμειναν λίγο παραπάνω.

- Ψάρι δεν τρως;
- Ε, καμμιά σαρδέλα παστή, καμμιά ρέγγα... Να 'ναι αλμυρό...


Τσίμπησε λίγη πέτσα από το αρνί για μεζέ. Της έβαλαν και κρασάκι, ήπιε μερικά ποτήρια.

- Το πίνεις το κρασάκι;
- Ε, το πίνω, αλλά πίνω κοκα-κόλα πιο πολύ.


Ύστερα έφαγε κι ένα εκμέκ κανταΐφι. Είπε στη νοικοκυρά που είχε χηρέψει πρόσφατα (την περνάει είκοσι χρόνια) να μην τρέχει μόνο στα νεκροταφεία, ούτε να κάθεται μέσα, να βγαίνουνε παρέα να καφενεδίζουνε.

- Καφέ θέλεις; Να σου κάνουμε; τη ρώτησαν.
- Ε, κάμε μου, χρυσό μου.
- Πώς τον πίνεις;
- Με τρεις κουταλιές ζάχαρη.



- . - . -


«Εσύ που είσαι κι επιστήμονας, τι συμπέρασμα βγάζεις;» με ρώτησαν οι φίλοι μου. Το σκέφτηκα λίγο· προφανώς δεν έβγαινε άκρη με τα ξύγκια και τα αλίπαστα, τα γλυκά και τις κοκα-κόλες, που απομυθοποιούσαν ολοσχερώς την κρατούσα αντίληψη περί ικαριακού blue zone. Κοίταξα το κατσικάκι στην πιατέλα, τα τυριά, τα αυγά και τη λαμπροκουλούρα. Έβαλα κρασί στα ποτήρια.

- Τελικά νομίζω ότι το μυστικό είναι να μην κάθεσαι μέσα, να βγαίνεις με παρέα και να καφενεδίζεις.

Και σήκωσα το ποτήρι μου εις υγείαν της παρέας – κι όξω βάσανα.


Σ.Σ. Η γουρούνα του παπά-Πλάκα είναι μηχανάκι, όχι ζώο. Το στίχο «εις υγείαν της παρέας κι όξω βάσανα» τον άκουσα σε μια καριώτικη κρασοκατανυκτική παραλλαγή (Η χρυσή παρηγοριά μου) ενός γνωστού μικρασιάτικου καρσιλαμά (Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε) όπως τη διασώζει ο Σίμων Καράς σε έναν παλιό δίσκο.

(Δημοσιεύτηκε στο
ikariamag στις 27/4/2011. Ευχαριστώ αναδρομικώς το Σ.Μ. που μου προμήθευσε το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας.)

27/4/11

Η Πυθία της Rua Augusta

Με φόντο της αψίδα της Rua Augusta, πωλητές φύλλων του ευγενούς φυτού Laurus nobilis κρύβονται μέσα στο πλήθος.

Το πρωτοάκουσα από το Γιάννη που είχε πάει στη Λισσαβώνα πριν χρόνια. Σε κάποιον κεντρικό δρόμο, λέει, κυκλοφορούσαν κάτι τύποι που πουλούσαν χασίς και μάλιστα σχεδόν ανοιχτά. Σε πιάνανε καθώς περνούσες και σε πίεζαν να αγοράσεις την πραμάτεια τους, που την είχαν μάλιστα σε μια σακούλα σκουπιδιών. Όταν μου το διηγήθηκε ο Γιάννης, μου είχε κάνει μια σχετική εντύπωση, αλλά σκέφτηκα ότι ως συγγραφέας και Καριώτης θα έχει μια ροπή προς την υπερβολή. Οπότε όταν πήγα κι εγώ για πρώτη φορά στη Λισσαβώνα πριν κάτι μήνες, ομολογώ ότι τα χρειάστηκα λιγάκι καθώς ενώ βάδιζα αμέριμνος στην τουριστικότατη Rua Augusta στο κατάκεντρο, με έπιασε ένας τύπος και με νοήματα (που παρέπεμπαν σε κάπνισμα τσιγάρου) και κάτι μυκηθμούς που μπορεί και να σήμαιναν «χασις, χασις» προσπάθησε φορτικά να μου πουλήσει ένα σακουλάκι προϊόντος.

Αφού τον ξεφορτώθηκα, είκοσι βήματα παρακάτω με περίμενε άλλος, εξίσου φορτικός. Το πράγμα καταντούσε εκνευριστικό, ειδικά με δεδομένο ότι άλλα δέκα βήματα πιο κάτω περιπολούσαν κάτι αστυνομικοί, πράγμα που καθόλου δεν αποθάρρυνε τον επίδοξο πωλητή. Ακόμα πιο κάτω, κοντά στην αψίδα, στάθηκα να τραβήξω τη φωτογραφία που βλέπετε στην κορυφή της ανάρτησης. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κάποιος από τους εικονιζόμενους στη φωτογραφία διαβάτες με πλησίασε και μου έκανε το γνωστό πλέον νόημα τσιγάρου επαναλαμβάνοντας την κωδική λέξη. Δεν κρατήθηκα, και του είπα (αγγλικά βέβαια, δεν ξέρω τι κατάλαβε) κάτι σαν «σόρυ, φιλαράκι, έρχομαι από Άμστερνταμ». Παραδόξως το κόλπο έπιασε και ο τύπος απομακρύνθηκε αμέσως ψάχνοντας το επόμενο θύμα.

Προ ημερών που ξαναβρέθηκα στη Λισσαβώνα, επισκέφτηκα τη φίλη μου την Άνα (με ένα Ν στα Πορτογαλικά) που την είχα γνωρίσει ως φοιτήτρια βιοτεχνολογίας και τώρα εργάζεται στο - ας πούμε - CSI της Πορτογαλικής Αστυνομίας, κάνοντας ελέγχους για ναρκωτικά σε διάφορες άγνωστες ουσίες. Τρώγοντας και πίνοντας είπαμε για πρέζες και κόκες και συνθετικά προϊόντα, και αναλύσαμε τις κοινωνικές επιπτώσεις του ολλανδικού μοντέλου. Κάποια στιγμή τη ρώτησα γιατί δεν κάνουν κάτι για τους πλανόδιους χασισέμπορες της Rua Augusta. Η Άνα έβαλε τα γέλια.

- Είναι απατεώνες, είπε, αλλά δε μπορούμε να τους πιάσουμε.
- Γιατί, δεν απαγορεύεται το χασίς εδώ;
- Απαγορεύεται. Αν πουλάγανε χασίς θα τους πιάναμε. Αλλά δεν πουλάνε.
- Και τι πουλάνε;

- Laurus nobilis, συνήθως.
- Τι είναι αυτό;


Η Άνα πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε με κάτι φύλλα δάφνης.

- Αυτό. Ξεραμένο και κοπανισμένο, σε κλειστά σακουλάκια για να μην το μυρίζεις. Οι Πορτογάλοι βέβαια το ξέρουν, οπότε αυτοί πάνε στα τουριστικά μέρη και πουλάνε στους ανυποψίαστους ξένους. Αλλά δε μπορούμε να τους συλλάβουμε για ναρκωτικά, είναι πεντακάθαροι. Όσο για τους τουρίστες, ας πρόσεχαν. Αρκετοί την πατάνε, μερικοί κακόμοιροι το καπνίζουν κιόλας. Δεν ξέρω βέβαια τι κεφάλι κάνουν με τη δάφνη.

Της είπα ότι και η Πυθία στους Δελφούς δάφνη κάπνιζε, επί αιώνες. Αλλά αυτά που έλεγε ήταν ήξεις-αφήξεις.

Ήπιαμε λίγο κρασί ακόμα. Ύστερα κάπως μου ήρθε κι έπιασα να σιγοσφυρίζω ένα παλιό τραγουδάκι του Μάλαμα που λέγεται «Φάλτσος χρησμός» ή κάπως έτσι.



Ο Σωκράτης Μάλαμας τραγουδάει τις κρυφές χάρες του Laurus nobilis σε ένα αμφίσημο (όπως αναμένεται) τραγουδάκι, όπου η Πυθία λίγο πριν συλληφθεί για κατοχή ναρκωτικών βγάζει το χρησμό «Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» (Δηλαδή τίποτα, που λέει και η Ρ., αλλά αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο).

17/4/11

Κι ακόμα ετούτη η άνοιξη...

Απρίλιος στην Ολλανδία, η εικόνα από εδώ (έχει κι άλλες).

Άλλοι γράφουν Λισαβόνα, άλλοι Λισαβώνα, άλλοι Λισσαβώνα. Εγώ που γερνάω και γίνομαι συντηρητικότερος, αρέσκομαι στα ωμέγα και τα διπλά σύμφωνα (ίσως γιατί λιγάκι ακούγονται ακόμα στην ικαριακή ντοπιολαλιά, όχι βέβαια όσο στην Κύπρο ή αλλού αλλά πάντως ακούγονται), γράφω Σαίξπηρ και τραίνο, όχι Σέξπιρ και τρένο, και ως εκ τούτου είμαι της Λισσαβώνας. Γύρισα λοιπόν χτες από τη Λισσαβώνα μετά από δυο βδομάδες παραμονής, με τη συνήθη διαδικασία (τραίνο με άλφα-γιώτα, λεωφορείο, αεροπλάνο, τραίνο, λεωφορείο) μόνο που εκτός από τη διαδρομή στο χώρο φαίνεται πως έκανα και άλλη μια διαδρομή στις εποχές, από προχωρημένο καλοκαίρι σε πρώιμη άνοιξη.

Στην Πορτογαλία είχε εικοσικάμποσους βαθμούς, ενίοτε και τριανταλίγους. Οι παραλίες μέχρι την Κασκάις ήταν τίγκα στους λουόμενους καθημερινά, στην εσπλανάδα πουλούσαν παγωτά κάθε είκοσι μέτρα, κι εγώ ίδρωνα και ξεΐδρωνα έξω με το πουκάμισο (διότι μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας του σεμιναρίου το μπλουζάκι ήταν ανεπαρκές λόγω κλιματισμού). Με διαβεβαίωσαν πάντως ότι μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν χειμώνας, απλώς πέρασαν κατευθείαν στο καλοκαίρι χωρίς να μεσολαβήσει άνοιξη. Διατηρώ ορισμένες αμφιβολίες, καθώς βρέθηκα πλήρως αλλεργικός στην πορτογαλική γύρη, όπως και στην ελληνική άλλωστε. Η Άνοιξη για άλλους μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε, αλλά για μένα είναι συνυφασμένη με αλλεργική ρινίτιδα, επιπεφυκίτιδα και άσθμα. Χαρά θεού, που λένε...

Στην Ολλανδία έφτασα με δώδεκα βαθμούς (ζέστη για την εποχή, πάντως), και με τις τουλίπες ανθισμένες σε τέλεια παραλληλόγραμμα στους αγρούς. Δε θα μείνουν πολύ, σε λίγες μέρες θα τις κόψουν, σκέφτομαι πάντως ότι αν και κάπως υπερβολικά τεχνητά, έχουν την πλάκα τους αυτά τα χρωματιστά παραλληλόγραμμα, άσπρα, κίτρινα, κόκκινα, ροζ, μωβ, μαύρα και δεν ξέρω γω τι άλλο. Που και που φυτεύουν και άλλα λουλούδια εκτός από τουλίπες, αλλά φυσικά είναι τρελοί (με ένα λάμδα ή με δύο;) για τουλίπες. Πριν ακόμα καλά-καλά σχηματιστούν ως χώρα, στις αρχές του 17ου αιώνα, είχαν αποκτήσει κρίση τύπου χρηματιστηριακής φούσκας (ο καπιταλισμός εδώ τριγύρω εφευρέθηκε) και το αντικείμενο της κρίσης ήταν οι τουλίπες. Φαντάσου και να τρωγόντουσαν δηλαδή... Για την ιστορία, οι πρώτες τουλίπες των Κάτω Χωρών φυτεύθηκαν το 1593 στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν. Όχι, παίζουμε...

Πάντως μετά από δυο βδομάδες συνεχώς στα θρανία, συνειδητοποιώ ότι αυτή η εκπαίδευση «δια βίου» είναι μεγάλη κούραση. Άσε που δεν έγινα και πολύ σοφότερος (τώρα στα γεράματα) αλλά τουλάχιστον τώρα διαθέτω τα απαραίτητα πιστοποιητικά με σφραγίδες και υπογραφές που γράφουν ότι όντως ξέρω αυτά που ήδη ήξερα από πριν. Στους καιρούς που έρχονται αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Πριν καμμιά δεκαετία είχα κάτι μαθήτριες σε ένα ΙΕΚ που πάσχιζα να τους μάθω στοιχειώδη Μοριακή Βιολογία και Γενετική κατά το πρόγραμμα διδασκαλίας, αλλά μου εξηγούσαν ότι χεσμένες τις είχανε και τη Μοριακή και τη Γενετική, αυτό που θέλανε ήτανε «η Πιστοποίηση, καταλάβατε κύριε;» Τότε δεν καταλάβαινα, τώρα κάπως σα να παίρνω χαμπάρι. Σοφά κορίτσια...

Αλλά για να μη γκρινιάζουμε όλη την ώρα, η αλήθεια είναι ότι μ' αυτά και μ' αυτά γνωρίζεις και κόσμο, και όχι μόνο Πορτογάλους. Γράφω σε ένα χαρτάκι τη διαδρομή ορισμένων που είναι ενίοτε λίγο περίπλοκη. Η Βραζιλιάνα που κάνει διδακτορικό στη Γιούτα και τη φωνάζαμε σκωπτικά Μορμόνα (το Σωλτ Λέηκ Σίτυ στη σύγχρονη γραφή φαντάζομαι είναι Σολτ Λέικ, έτσι;), η Κουβανή ποστντόκα που ζει στις Βρυξέλλες και θέλει να πάει στη Βαρκελώνη, αλλά έχει και παιδιά και το πράγμα μπερδεύει, η Αμερικανίδα από το Σαν Φραντζίσκο που κάνει μάστερ στο Λονδίνο, ο Ινδός που κάνει διδακτορικό στο Ελσίνκι, η Νεοζηλανδή ποστντόκα στο Φράιμπουργκ, ο Γάλλος που δουλεύει σε εταιρία βιοτεχνολογίας στη Στοκχόλμη, ο Περουβιανός με την Ινδιάνικη φάτσα που κάτι κάνει κάπου στις Αζόρες και φυσικά ο Έλληνας από το Λέιντεν, εξίσου εξωτικός για μερικούς...

Να μην ξεχάσω τον Άγγλο διδάσκοντα με τον οποίο βρεθήκαμε να έχουμε κοινούς γνωστούς στην Ελλάδα, τον Αλγερινό που ζει στη Λισσαβώνα το μισό χρόνο και στην Τουλούζη τον άλλο μισό, και τους ουκ ολίγους Ισπανούς, μαζί και τον Αργεντινό που ζει στη Βαλένθια τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ο κομπαδρίτο έβαζε τάνγκο στα διαλείμματα, κυνηγούσε μια μύγα που είχε εισβάλλει στην αίθουσα με το λέιζερ-πόιντερ και μας εξηγούσε ότι για κάποιο λόγο μεταξύ ανθρώπων και χιμπατζήδων υπάρχει πιο μεγάλη γενετική διαφορά στους όρχεις από ό,τι στο μυαλό. Οι Πορτογάλοι ήταν γενικώς ανήσυχοι για το μέλλον τους λόγω της επικείμενης παρέμβασης του ΔΝΤ και ψαχνόντουσαν για τις δυνατότητες επιστημονικής μετανάστευσης (καλή ώρα...). Σκέφτηκα να συνεισφέρω στη συζήτηση με την πρόσφατη εμπειρία μου επί του θέματος, αλλά ο Αργεντινός τους καθησύχασε: στη χώρα του αυτά γίνονται κάθε δέκα χρόνια περίπου. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια.

Δεν ξέρω πόσο παρηγορήθηκαν. Στη διάρκεια ενός γεύματος, κάποιος στο πίσω τραπέζι ακούστηκε να λέει «και τουλάχιστον οι Έλληνες θα πουλήσουν κανένα νησί να ξεχρεώσουν, εμείς τι θα κάνουμε;» Δε γύρισα να κοιτάξω, σκέφτηκα πάντως πως είναι ώρα να επισκεφτώ ένα γνώριμο νησί τώρα που είναι ακόμα στη θέση του.

Εβδομάδα των Παθών έρχεται, ας προετοιμαζόμαστε αναλόγως...


Σ.Σ. Ο νεολογισμός «ποσντόκος(-α)» προέρχεται από το αγγλικό post-doc και συνήθως αποδίδεται περιφραστικά ως μεταδιδακτορικός ερευνητής ή μονολεκτικά με το φρικαλέο μεταδιδάκτορας. Compadrito (κατά λέξη «κουμπαράκι») είναι σκωπτικός όρος για τους μάγκες από το Μπουένος-Άιρες (ή ίσως Άυρες;), όπως εν προκειμένω. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, οι λέξεις εικοσικάμποσος και τριανταλίγος είναι αυτοσχέδιες, δεν απαντούν ούτε στην ικαριακή ντοπιολαλιά.

Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από ένα δημώδες που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη νομίζω και οι στίχοι του λένε αν θυμάμαι καλά:


Κι ακόμα τούτη η άνοιξη - ραγιάδες ραγιάδες
τούτο το καλοκαίρι - κατακαημένη Ρούμελη
ώσπου να 'ρθει ο Μόσκοβος - ραγιάδες ραγιάδες
να φέρει το σεφέρι - Μωριά και Ρούμελη.


Που μπορεί και να δηλώνει ότι μετά τα Πάθη έρχεται η Ανάσταση· άλλο αν όπως όλοι ξέρουμε ο εν λόγω Μόσκοβος δεν έφτασε ποτέ.

12/4/11

Ανησυχούν τα πουλιά για τέτοια πράγματα; (από μια ιστορία του Τ.Α.)

[…] Στη μνήμη μου ξυπνούν εικόνες από πρόσωπα αγαπημένα, ανθρώπους που μαζί τους μοιράστηκα εμπιστοσύνη, οι ήχοι από τα λόγια τους, οι χροιές των φωνών τους και διάφορα γεγονότα, ζώσες, μικρές λεπτομέρειες που μαζί ζήσαμε. Όμως θυμήθηκα τα ονόματα λίγων μόνο και είναι οδυνηρή η έλλειψη αυτή τής μνήμης… Έχουμε μάθει να επιβεβαιώνουμε την επαφή μας με τους ανθρώπους, με τη γνώση των ονομάτων τους και όταν δεν γνωρίζουμε το όνομα, η ανάμνηση χάνει το βάρος της, εξισώνεται με μία διήγηση που άλλος μάς είχε κάνει. Όμως, τα όσα εγώ έζησα δεν είναι διήγηση για μένα.

[…]

Τραγουδούσε τόσο όμορφα που όποιος την πρωτάκουγε δεν το πίστευε. Τραγουδούσε με διάφορους τρόπους, σαν τη Θάλασσα ή σαν τα αηδόνια ή σαν πλάσματα που δεν είχαμε ακόμα γνωρίσει. Τραγουδούσε ονειρικά ή με ορμή ή με γλυκύτητα· ήταν ικανή να κάνει τους ακροατές της να κλαίνε. Όμως ποτέ δεν το έκανε αυτό με σκοπό, σεβόταν την τέχνη της και είχε πρώτα η ίδια χωρέσει τη νοσταλγία τής φωνής της.

Περισσότερο ακόμα από το να τραγουδάει, ήξερε να ακούει. Το ονόμαζε η ίδια ακοή μα για εμάς συνόρευε περισσότερο με την Αντίληψη, όταν τη βλέπαμε ακίνητη να αφουγκράζεται ήχους τού κόσμου που εμάς μάς διαπερνούσαν ασύλληπτοι.

[…] Η Γυναίκα που τραγουδούσε προσπαθούσε να συνεργαστεί με τους κατασκευαστές των μουσικών οργάνων. Ημιτελή όταν ήταν ακόμα τα όργανα και ακόμα πιο πριν, όταν συλλέγονταν οι πρώτες ύλες, άκουγε τον αέρα, πώς κυλούσε γύρω και μέσα σε αυτά και τον προγονικό τους ήχο. Η συνεννόηση όμως με τους κατασκευαστές ήταν δύσκολη. Με το Γέροντα τού δάσους καταλαβαίνονταν καλύτερα. Κάποτε κοιτούσαν σε μία φωλιά μία νέα κλώσα που γύριζε με το ράμφος της ένα μικρούλι αυγό. Η Γυναίκα που τραγουδούσε είπε στο Γέροντα τού δάσους να μην ανησυχεί, άκουγε την καρδούλα τού αγέννητου πουλιού να πεταρίζει και τα κοκαλάκια του να τεντώνονται – μεγάλωνε μια χαρά.

- «Δεν ανησυχώ γι αυτό!», είπε ξαφνιασμένος ο γέροντας. «Η μαμά του δεν μπορεί να αποφασίσει με τι όνομα θα το φωνάζει…».

- «Ανησυχούν τα πουλιά για τέτοια πράγματα;»

Ο Γέροντας τού δάσους ήταν γεμάτος ενοχές: - «Εγώ φταίω. Εγώ τής έβαλα την ιδέα...»


Σ.Σ.: Η Γυναίκα που τραγουδούσε (αλλά πιο πολύ άκουγε) και ο Γέροντας του Δάσους είναι δύο ακόμα πρόσωπα της ατιτλοφόρητης νουβέλας της λογοτεχνίας του Φανταστικού που έγραψε ο Τ. Α., παλιός γνώριμος (και αποσπάσματά της έχουν εμφανιστεί εδώ και εδώ). Φυσικά έχει πέσει ψαλίδι, με την άδεια του συγγραφέα.

8/4/11

Η στρατηγική της Λισσαβώνας

Padrão dos Descobrimentos ανάμεσα σε κατάρτια (για πού σαλπάρουμε όμως;). Φωτό Ροβιθέ, από την προηγούμενη βόλτα το 2010.

Την Τρίτη είχε απεργία το Μετρό, σήμερα τα τραίνα. Στους δρόμους βλέπω αφίσες που καλούν σε αντίσταση. Στις εφημερίδες και τα κανάλια μιλάνε για τα ελλείματα των συγκοινωνιακών φορέων, για δάνεια και χρέη. Ο (υπηρεσιακός, πλέον) πρωθυπουργός βγήκε περίλυπος το βράδι της Τετάρτης και ανακοίνωσε ότι τα χειρότερα έρχονται: το ΔΝΤ, η «τρόικα», τα γνωστά... Οικεία πράγματα, μόνο που δεν είμαι στην Ελλάδα. Επσκέπτομαι πάλι την Πορτογαλία αυτές τις μέρες, υποτίθεται για επαγγελματικούς λόγους, αλλά εντίμως μάλλον για να σπάσω κάπως την ολλανδική καθημερινότητα που δεν διανθίζεται και από φοβερές εναλλαγές. Αλλά έχω πέσει στην κατάλληλη περίσταση, και σπεύδω να εξηγήσω στους Πορτογάλους φίλους τα ντεσού της «σωτηρίας» που τους περιμένει. Κάποιος μου λέει ότι πήρε ένα email που περιγράφει περίπου τα ίδια, με Ιρλανδό αποστολέα όμως. Δεν είμαστε μόνοι· είμαστε τα τρία γουρουνάκια, τα P.I.G που ίσως γίνουν τέσσερα P.I.G.S. (αν και οι Ισπανοί σφυρίζουν δήθεν αδιάφορα προσώρας).

Αυτές τις μέρες έχει ζέστη, αφύσικα πολλή ακόμα και για τους ντόπιους. Από το Λέιντεν ξεκίνησα με φλις μέσα από το μπουφάν, πήρα λεωφορείο, τραίνο, αεροπλάνο, ξανά λεωφορείο, ξανά τραίνο κι έφτασα στο Εστορίλ μόνο με το φανελάκι και κάθιδρος ίσα για να ανακαλύψω ότι η κράτησή μου στο ξενοδοχείο είχε κατά λάθος γίνει για τις 13 του μήνα ενώ είχαμε μόνο 3. Αλλά δωμάτια υπήρχαν άφθονα, καθώς η τουριστική περίοδος μόλις άρχισε· παντού, όπως μου θυμίζουν οι εποχικά εργαζόμενοι φίλοι μου στην Κρήτη που έπιασαν δουλειά πριν λίγες μέρες. Δεν έχω παράπονο, μου έδωσαν δωμάτιο με θέα στον Ωκεανό και χαζεύω την άδεια παραλία και τα τρία γκαζάδικα στο βάθος. Ο Ατλαντικός είναι ήρεμος, αν και εδώ είναι σχετικά κλειστός κόλπος κοντά στις εκβολές του Τάγου. Αχνά βλέπω στο βάθος την άλλη όχθη στο νότο.

Στο πρόγευμα ήμουν για μέρες σχεδόν μόνος, οι πελάτες άρχισαν να πληθαίνουν χτες και σήμερα. Αμερικάνοι συνταξιούχοι ως επί το πλείστον, και κάνας περαστικός Βραζιλιάνος, μάλλον. Τα πρωινά από το ξενοδοχείο κατηφορίζω λιγάκι προς το σταθμό της προαστιακής γραμμής της Κασκαΐς. Το «κατηφορίζω» είναι μεγάλο επίτευγμα, καθώς στην Ολλανδία η υψομετρική διαφορά είναι μάλλον άγνωστη έννοια. Στη διαδρομή χαζεύω τη θάλασσα στα δεξιά, και το τραίνο που θυμίζει λίγο το δικό μας Ηλεκτρικό όπως ήταν πριν το 2004 που εκσυγχρονίστηκε, δήθεν. Κατεβαίνω στο Οέιρας και σκέφτομαι ότι και οι σταθμοί αποπνέουν μια παλαιότητα και μια ορισμένη εγκατάλειψη. Μπορεί βέβαια να έχω κακομάθει στο Βορρά...

Έξω από το σταθμό χαζεύω μια ατμομηχανή-φουφού όπου μια γερόντισσα ψήνει κάστανα και τα πουλάει σε χωνάκι όπως στην Ελλάδα. Με 28 βαθμούς θερμοκρασία μου φαίνεται παράξενο, αλλά κάμποσοι παίρνουν. Στο τέλος της μέρας που επιστρέφω, είναι στη θέση της. Χαζεύω τη θάλασσα αριστερά αυτή τη φορά μέσα από το τραινάκι. Έξω από το σταθμό του Εστορίλ σταματάω σε κάτι σαν περίπτερο· γράφει Quiosque da Marginal. Στην πραγματικότητα είναι ένα είδος μίνι καφενείου για ορθίους. Κάμποσοι μεσήλικες στέκονται απέξω με ένα ποτήρι κρασί και ένα υποτυπώδες μεζεδάκι και κουβεντιάζουν, νομίζω για μπάλα. Ο υποτιθέμενος περιπτεράς ακούει ένα ματς από το ράδιο, και νομίζω ότι οι υπόλοιποι σχολιάζουν επ' αυτού. Ζητάω έναν καφέ (υποχρεωτικά εσπρέσσο, δεν υπάρχει επιλογή στη χώρα...) κι ένα μπουκάλι νερό, με νοήματα.

Ο άνθρωπος με ρωτάει με σπαστά αγγλικά από πού έρχομαι. Εικάζω ότι το εννοεί γενικά, οπότε απαντάω «από την Ελλάδα». Χαμογελάει πλατιά και λέει σπαστά «Ευ-κα-ρι-στώ» καθώς του δίνω το αστείο ποσό που κάνει ο καφές. Απαντάω "obrigado" με κάπως καθαρό το δέλτα (όχι ντ) καθώς ως Έλλην μια χαρά μπορώ να το πω, αν και μου ξεφεύγει το τελικό "ο" και δεν βγαίνει προς το ου όπως θα έπρεπε. Σκέφτομαι ότι λένε «ευχαριστώ» συνεχώς, αλλά με έναν τόνο σα να λένε «σου είμαι υπόχρεος» - και με ένα ύφος σα να το εννοούν κιόλας. Αλλά όλοι χρωστάμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (άλλο αν γενικά πιστεύουμε συχνά ότι μας χρωστάνε), όχι λεφτά κατ' ανάγκην.

Ανηφορίζω ράθυμα προς το ξενοδχείο· οι υψομετρικές διαφορές έχουν και τα κακά τους. Στο απέναντι πεζοδρόμιο βλέπω μια διαδοχή από υποκαταστήματα τραπεζών: Μιλένιουμ, Σανταντέρ (αυτή είναι Ισπανική), Σπιρίτο Σάντο. Το ξανακοιτάω μήπως με γελάνε τα μάτια μου: Τράπεζα του Αγίου Πνεύματος; Μου φαίνεται λίγο αστείο, αλλά ενώ πάω να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή βλέπω την αντιπαθητική φάτσα του Κριστιάνο Ρονάλντο στη διαφημιστική αφίσα και μου κόβεται το αστείο στη μέση. Στο ανταγωνιστικό μαγαζί δίπλα φιγουράρει ο Ζοζέ Μουρίνιο. Σκέφτομαι ότι για να έχεις επαρκείς καταθέσεις μάλλον πρέπει να είσαι ποδοσφαιρικός αστήρ, εν τέλει. Δεν είμαι· αλλά τουλάχιστον μπορώ να χαζέψω κι εγώ λίγο μπάλα χωρίς τύψεις όσο είμαι εδώ.

Και να ρίχνω και κλεφτές ματιές στη θάλασσα. Δε βλάφτει, μάλλον...