[…] Στη μνήμη μου ξυπνούν εικόνες από πρόσωπα αγαπημένα, ανθρώπους που μαζί τους μοιράστηκα εμπιστοσύνη, οι ήχοι από τα λόγια τους, οι χροιές των φωνών τους και διάφορα γεγονότα, ζώσες, μικρές λεπτομέρειες που μαζί ζήσαμε. Όμως θυμήθηκα τα ονόματα λίγων μόνο και είναι οδυνηρή η έλλειψη αυτή τής μνήμης… Έχουμε μάθει να επιβεβαιώνουμε την επαφή μας με τους ανθρώπους, με τη γνώση των ονομάτων τους και όταν δεν γνωρίζουμε το όνομα, η ανάμνηση χάνει το βάρος της, εξισώνεται με μία διήγηση που άλλος μάς είχε κάνει. Όμως, τα όσα εγώ έζησα δεν είναι διήγηση για μένα.
[…]
Τραγουδούσε τόσο όμορφα που όποιος την πρωτάκουγε δεν το πίστευε. Τραγουδούσε με διάφορους τρόπους, σαν τη Θάλασσα ή σαν τα αηδόνια ή σαν πλάσματα που δεν είχαμε ακόμα γνωρίσει. Τραγουδούσε ονειρικά ή με ορμή ή με γλυκύτητα· ήταν ικανή να κάνει τους ακροατές της να κλαίνε. Όμως ποτέ δεν το έκανε αυτό με σκοπό, σεβόταν την τέχνη της και είχε πρώτα η ίδια χωρέσει τη νοσταλγία τής φωνής της.
Περισσότερο ακόμα από το να τραγουδάει, ήξερε να ακούει. Το ονόμαζε η ίδια ακοή μα για εμάς συνόρευε περισσότερο με την Αντίληψη, όταν τη βλέπαμε ακίνητη να αφουγκράζεται ήχους τού κόσμου που εμάς μάς διαπερνούσαν ασύλληπτοι.
[…] Η Γυναίκα που τραγουδούσε προσπαθούσε να συνεργαστεί με τους κατασκευαστές των μουσικών οργάνων. Ημιτελή όταν ήταν ακόμα τα όργανα και ακόμα πιο πριν, όταν συλλέγονταν οι πρώτες ύλες, άκουγε τον αέρα, πώς κυλούσε γύρω και μέσα σε αυτά και τον προγονικό τους ήχο. Η συνεννόηση όμως με τους κατασκευαστές ήταν δύσκολη. Με το Γέροντα τού δάσους καταλαβαίνονταν καλύτερα. Κάποτε κοιτούσαν σε μία φωλιά μία νέα κλώσα που γύριζε με το ράμφος της ένα μικρούλι αυγό. Η Γυναίκα που τραγουδούσε είπε στο Γέροντα τού δάσους να μην ανησυχεί, άκουγε την καρδούλα τού αγέννητου πουλιού να πεταρίζει και τα κοκαλάκια του να τεντώνονται – μεγάλωνε μια χαρά.
- «Δεν ανησυχώ γι αυτό!», είπε ξαφνιασμένος ο γέροντας. «Η μαμά του δεν μπορεί να αποφασίσει με τι όνομα θα το φωνάζει…».
- «Ανησυχούν τα πουλιά για τέτοια πράγματα;»
Ο Γέροντας τού δάσους ήταν γεμάτος ενοχές: - «Εγώ φταίω. Εγώ τής έβαλα την ιδέα...»
Σ.Σ.: Η Γυναίκα που τραγουδούσε (αλλά πιο πολύ άκουγε) και ο Γέροντας του Δάσους είναι δύο ακόμα πρόσωπα της ατιτλοφόρητης νουβέλας της λογοτεχνίας του Φανταστικού που έγραψε ο Τ. Α., παλιός γνώριμος (και αποσπάσματά της έχουν εμφανιστεί εδώ και εδώ). Φυσικά έχει πέσει ψαλίδι, με την άδεια του συγγραφέα.
12/4/11
Ανησυχούν τα πουλιά για τέτοια πράγματα; (από μια ιστορία του Τ.Α.)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου