ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


23/5/21

The bringers of wonder

Αμοιβαδοειδή ζελέ με πλοκάμια που πλανεύουν ανυποψίαστους γήινους.

Δεδομένου ότι δεν είμαι και κανένας φαν της τηλεόρασης, δεν έχω καμιά ιδιαίτερη πρεμούρα για τα Νέτφλιξ και τα διάφορα, ωστόσο πολλοί φίλοι μου (μην πω οι περισσότεροι) μια παραφορά με τις σειρές την έχουνε. Θυμάμαι κάτι σχοινοτενείς συζητήσεις στο επιστημονικό μας flyroom (όπου μεγαλώναμε τις Δροσόφιλες) σχετικά με το Game of Τhrones, το συγκάτοικο να εκθειάζει (και να με βάζει να παρακολουθήσω) το Peaky Blinders και μετά το Casa de Papel, τα βλέμματα αποδοκιμασίας που δεν είχα ιδέα τι είναι το Big Bang Theory ή το How I met your mother και τη φρίκη την ίδια στα μάτια μιας κοπέλας (λίαν συμπαθούς, πρέπει να παραδεχτώ) όταν της είπα ότι δεν έχω δει ούτε ένα (αριθμός 1) επεισόδιο από «Τα Φιλαράκια». Περιττό να πω ότι η δήλωση αυτή ήταν καταλυτική για τη συνέχεια της γνωριμίας μας: δε μου ξαναμίλησε ποτέ. 

Ωστόσο έχει ο καιρός γυρίσματα κι ο χρόνος πανδημίες, και περιμένοντας κάνα-ενάμισι χρόνο το εμβόλιο σε σόλο κατάσταση σε άγνωστη πόλη και με βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας και καραντίνα, αφού έφτιαξα όλα τα μαθήματα της χρονιάς, έγραψα εφτά-οχτώ επιστημονικά άρθρα, ξεροστάλιασα στα σόσιαλ μήντια και βαρέθηκα τη ζωή μου όσο δεν πήγαινε, βρέθηκα ένα βράδυ να χαζεύω στα ίντερνετς όπου κάποιος ανέφερε μια ταινία που θα ήθελα ίσως να δω για κάποιους λόγους, και έδινε ένα λινκ για κάποιο σάιτ. Τότε έκανα το μοιραίο κλικ, και βρήκα (αφού ξεπέρασα σχετικά εύκολα κάτι διαφημιστικά τείχη και παραπλανητικά ποστ) μια πολύ μεγάλη σειρά από ταινίες (αρχικά) και σειρές (αργότερα), σε αποδεκτή ποιότητα. Όσο η χώρα μέτραγε κρούσματα, εγώ άρχιζα να μετράω τίτλους. Δεν ήταν και λίγοι. 

Πιστός στις παραδόσεις, ξεκίνησα από τις ιστορικές μου καταβολές, βλέποντας ψαγμένο ευρωπαϊκό σινεμά. Δεν είχε τα πάντα, είχε όμως αρκετά που ταίριαζαν στα γούστα μου, οπότε ξαναείδα Νοσταλγία του Ταρκόφσκι, μετά είδα Κουστουρίτσα, είδα Αλμοδοβάρ, είδα Φελλίνι, πέρασα τον Ατλαντικό με όλους τους Νονούς του Κόπολα, είδα πολύ Τζάρμους, σιγά σιγά πήγα σε πιο μέινστριμ και είδα τα άπαντα του Ταραντίνο, είδα Σέρτζιο Λεόνε, είδα Χίτσκοκ, είδα όλες τις γκράντε ταινίες επιστημονικής φαντασίας της τελευταίας δεκαετίας που δεν είχα δει στο σινεμά (τύπου Martian, Interstellar και δεν ξέρω τι άλλο), βαρέθηκα τα ψαγμένα και άρχισα να βλέπω ψιλομπλοκμπάστερ μιας άλλης εποχής τύπου Ocean’s 11, 12, 13, είδα όλες τις ταινίες με ήρωα το Jason Bourne σε βαθμό που ακούω πλέον Ματ Ντέημον και παθαίνω δύσπνοια, ξαναέζησα νοερά μια εμπειρία που δεκαεννιάχρονοι τρέχαμε με κάτι μηχανάκια στην Ικαρία φωνάζοντας «Σβαρ-τζε-νέ-γκερ, πρη-ντέι-τορ» και ξαναείδα αυτή τη φοβερή κωμωδία (εννοείται μόνο ως κωμωδία μπορεί να ιδωθεί) που ο Άρνι τσακίζει το εξωγήινο τέρας μόνο με τις γροθιές του και την απαράμιλλη ευφυία του, το Πάσχα το πέρασα βλέποντας και τα εννέα επεισόδια του Πολέμου των Άστρων που δεν είχα δει ποτέ (και δεν είχα χάσει και πολλά εδώ που τα λέμε, πέρα από ορισμένα cultural references), είδα και την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και κάτι μου έκανε κλικ και πάτησα στο παραθυράκι της αναζήτησης το μακρινό απωθημένο της παιδικής μου ηλικίας. 

- «Διάστημα 1999» 

Μου έβγαλε μια σειρά από ταινίες που είχαν γυριστεί το 1999, αλλά όχι αυτό που έψαχνα. Νο πρόμπλεμ, το καλό τα παλληκάρι έχει πάρει και λόουερ. Δεύτερη προσπάθεια. 

- “Space 1999 

Έβγαλε τρία πράγματα. Tο ένα ήταν Muppets in Space – ενδιαφέρον, αλλά όχι αυτό που έψαχνα. Το άλλο δεν το θυμάμαι τώρα, αλλά ούτε αυτό έψαχνα. Το τρίτο όμως· α, το τρίτο, ήταν αυτό που γύρευα. Ολόκληρη η σειρά που θυμόμουν αμυδρά από τα παιδικάτα μου (τέλη δεκαετίας 70, φανταστείτε), δύο κύκλοι είκοσι τεσσάρων επεισοδίων, σύνολο σαράντα οκτώ. Με πρωταγωνιστικό ζεύγος το Μάρτιν Λαντάου και την τότε σύζυγό του Μπάρμπαρα Μπέιν, αμφότεροι Αμερικανοί σε μια σειρά που βρώμαγε Αγγλία των 70ς από χιλιόμετρα. Το γενικό κόνσεπτ είναι με τα σημερινά δεδομένα αστείο – μια αποφράδα μέρα του (πολύ μελλοντικού) 1999 μια αποθήκη πυρηνικών στη Σελήνη ανατινάζεται, η Σελήνη «εκτροχιάζεται» και αντί να πέσει πάνω στη Γη ή να γίνει θρύψαλα όπως προβλέπουν οι νόμοι της φυσικής αρχίζει να ταξιδεύει στο αχανές διάστημα μαζί με τους καμμιά τρακοσαριά γήινους που φιλοξενεί στη βάση Άλφα. Οι επιβάτες της εν λόγω Σελήνης διαθέτουν κάτι διαστημικά σκάφη, ένα ευαίσθητο σύστημα διατήρησης ζωής, ντύνονται με φουτουριστικά (για την εποχή) συνολάκια, έχουν ένα κομπιούτερ που επικοινωνεί με χαρτάκια και πιάνει τρία δωμάτια, έχουν όπλα λέιζερ που συνήθως τους είναι άχρηστα, και συναντάνε διάφορους εξωγήινους που όλως παραδόξως όχι μόνο είναι εντελώς ανθρωπόμορφοι κατά κανόνα αλλά μιλάνε και χαρακτηριστικά αγγλικά με προφορά του Γιορκσάιρ. 

Στον πρώτο κύκλο έχουν ένα σοφιστικέ επιστήμονα-σύμβουλο που τον λένε Βίκτορ (και την εποχή εκείνη τον είχα συνδέσει με το σκακιστή Βίκτορ Κορτσνόι) που ανταλλάσσει φιλοσοφικές ατάκες για τη σκοπιμότητα της ύπαρξης με με τον πρωταγωνιστή κάπτεν Κένιγκ (Λαντάου). Σκέφτομαι αναδρομικά ότι ο εν λόγω Βίκτορ μπορεί να με επηρέασε υποσυνείδητα να γίνω επιστήμονας για να ανταλλάσσω κι εγώ ψαγμένες ατάκες γύρω από το είναι και το γίγνεσθαι και άλλα απαρέμφατα (απεδείχθη βέβαια στην πορεία ότι η ζωή του επιστήμονα δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα παραπάνω, αλλά τέλος πάντων). Σε κάθε περίπτωση, στο δεύτερο κύκλο τον ξεφορτώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες το Βίκτορ και τον αντικατέστησαν με τη Μάγια (όχι τη μέλισσα), μια εξωγήινη υπεργκόμενα με φαβορίτες και τσιγκελωτό φρύδι από τον πλανήτη Ψύχωνα (ναι, έτσι τον λένε) που ειρήσθω εν παρόδω μπορεί και παίρνει ό,τι μορφή ζώου (και φυτού ενίοτε) θέλει, πράγμα που ξεμπλέκει συχνά την κατάσταση για την αποικία (άλλο βέβαια που καταφανώς κλέβει την ιδέα του εξωγήινου μέλους του πληρώματος από το παλιότερο ανταγωνιστικό Σταρ Τρεκ και τον κύριο Σποκ). 

Εννοείται ότι η σειρά είναι εντελώς εκτός κλίματος 21ου αιώνα (και εικοστού, να λέγεται), όταν όμως πρωτοπροβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση το 1978 ή 79 εγώ ήμουν δέκα-έντεκα χρονών και δεν είχα ακόμα διαμορφώσει κριτήριο ούτε για σενάρια ούτε για σκηνοθεσίες, παρακολουθούσα λοιπόν ανελλιπώς κάθε βδομάδα τα νέα (αυτοτελή) επεισόδια, μέχρι που κάποια φορά συνέβη κάτι παράξενο. Ήταν Παρασκευή πριν την Κυριακή των Απόκρεω (πιθανώς το 1979 αλλά δεν παίρνω και όρκο) που έβλεπα ένα επεισόδιο που στη βάση Άλφα έχει προσγειωθεί ένα σκάφος που υποτίθεται φέρνει γήινους από τη Γη που στην πραγματικότητα όμως είναι μασκαρεμένοι εξωγήινοι με τερατώδη μορφή σαν αμοιβάδα με πλοκάμια και έχουν καταφέρει να πείσουν τους πάντες εκτός από τον ατρόμητο κάπτεν που όμως θεωρείται τρελός και τον κλείνουν στο ιατρείο, και ακριβώς τη στιγμή που η εξωγήινη αμοιβάδα με πλοκάμια πάει να τον ξεπαστρέψει, κόβεται το επεισόδιο και γράφει από κάτω “to be continued”.

«Μικρό τα κακό», σκέφτηκα αθώα το μακρινό 1979 ή 1980, «θα το δω την άλλη βδομάδα». Αμ δε. Είπαμε πλησίαζαν Απόκριες, και την ερχόμενη εβδομάδα ήταν η Τυρινή και ακολουθούσε Καθαρή Δευτέρα, που ως γνωστόν τα παιδάκια πετάνε χαρταετούς. Το εν λόγω παιδάκι λοιπόν είχε προμηθευτεί χαρταετό, έλα όμως που ο χαρταετός πέρα από το ευμεγέθες σήμα του Ολυμπιακού έπρεπε να έχει και ουρά. Και την ουρά (και τα «ζύγια») έπρεπε να τα φτιάξει κάποιος που να ξέρει. Ο πατέρας μου όμως ήταν μπαρκαρισμένος, ο μεγάλος αδελφός αγρόν ηγόραζε (ή μπορεί και να μην ήξερε κι αυτός, δεν καλοθυμάμαι τώρα), οπότε η γιαγιά που με άκουγε να μουρμουράω παρενέβη αποφασιστικά ακριβώς το απόγευμα της Παρασκευής πριν την Τυρινή. 

- Πήγαινε στο θείο τον Τάσο να σου κάνει το χαρταετό. 

Ο «θείος» δεν ήταν ακριβώς θείος, ήταν κολλητός του πατέρα μου παιδιόθεν και είχαν χτίσει τα σπίτια μεσοτοιχία στο ίδιο οικόπεδο. Την περίοδο εκείνη είχε ένα μαγαζί από κάτω με είδη προικός-εσώρουχα και δε θυμάμαι τι άλλο (αφού είχαν φαλιρίσει συνεταιρικά με τον πατέρα μου κάποιες προσπάθειες να στήσουν ένα με υπεραυτόματα πλυντήρια-στεγνωτήρια-σιδερωτήρια που πήγε άπατο, αλλά αυτή την ιστορία θα τη διηγηθώ κάποτε άλλοτε). Κανονικά στο μαγαζί καθόταν η γυναίκα του, η «θεία» Βούλα. Εκείνη τη μέρα ήταν αυτός. Σκέφτηκα ότι δε μπορεί, πόση ώρα να πάρει ο χαρταετός, μισή, μία το πολύ. Θα προλάβαινα και ουρά, και ζύγια, και Διάστημα 1999. Κατέβηκα με φόρα με το χαρταετό ανά χείρας. 

Ο θείος Τάσος με υποδέχτηκε προβληματισμένος. Κάτι δεν του άρεσε στα σκουλαρίκια του αετού, κάτι στους σπάγγους. Με έστειλε και κουβάλησα όλη την καλούμπα, χαρτιά διάφορα, ψαλίδια, κόλλες. Δεν βιαζόταν καθόλου. Μα καθόλου όμως. (Λογικό, δε σταύρωνε πελάτη το μαγαζί γενικά, οπότε είχε άφθονο χρόνο). Κάθε τόσο μέτραγε, ξαναμέτραγε, σάλιωνε, κόλλαγε, ξεκόλλαγε, ξανακόλλαγε, ξανά από την αρχή. Σκεφτόμουνα να του πω «άστο θείε, το κάνουμε αύριο» την ώρα που θα άρχιζε το σήριαλ, όταν γύρισε και με κοίταξε πολύ σοβαρά και μου είπε: 

- Δε μου λες ρε... 
- Ναι, θείε. 
- Γκόμενα έχεις; 

Κόλλησα. Για τον λιγότερο προφανή λόγο από όλους: δεν ήξερα τη λέξη. Μπορούσα να φανταστώ από το συνωμοτικό υφάκι του θείου ότι η υποκρυπτόμενη έννοια πρέπει να ήταν κάπως ασυνήθιστη για τις μέχρι τότε παραστάσεις μου. Δεν ήξερα αν πρέπει να κάνω ότι ξέρω ή ότι δεν ξέρω. Στο τέλος παραδέχτηκα την ήττα και το ξεφούρνισα. 

- Δεν κατάλαβα. 
- Γκόμενα ρε. Φιλενάδα. 

Τώρα κατάλαβα. Σκέφτηκα να του πω «τι να την κάνω;» καθότι φιλενάδες είχαν οι μεγάλοι, από όσο ήξερα, κι αυτό πάλι δεν ήταν και φοβερά σωστό, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο. Έτσι μου είχαν πει, ή τέλος πάντων έτσι είχα καταλάβει από κάτι μισόλογα και κάτι συμφραζόμενα. Αλλά πάλι, από το υφάκι του θείου είχα καταλάβει τσακ μπαμ ότι στη δική του λογική το σωστό ήταν να έχεις γκόμενα, αναμφίβολα. Για κάποιο χαζό λόγο θεώρησα ότι αν είχα γκόμενα μπορεί να τελειώναμε με το χαρταετό μια ώρα αρχύτερα και να έβλεπα σήριαλ, ενώ αν δεν είχα θα ακολουθούσε στιχομυθία τι και πώς και γιατί δεν έχω και θα μπλέκαμε. Είπα λοιπόν ένα ξέπνοο «ναι, βέβαια». 

Λάθος κίνηση. Ο θείος έβαλε τα γέλια. Προφανώς δεν το έφαγε, αλλά μάλλον το βρήκε διασκεδαστικό και άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις. 

- Έλα ρε! Για πες. Την ξέρω; Από τη γειτονιά; Από το σχολείο; Και τι της κάνεις; Και πώς την έπιασες γκόμενα, τι της είπες; Κι αυτή τι σου είπε; Και τη φιλάς; Της βάζεις και χέρι; 

Από ερώτηση σε ερώτηση τα έκανα όλο και πιο μαντάρα, απαντώντας άλλα αντί άλλων. Η ώρα περνούσε αργά αργά και βασανιστικά. Είχα γίνει μπλε από τη ντροπή μάλλον, γιατί κάποια στιγμή με λυπήθηκε, κόλλησε μια κάπως παράταιρη ουρά από γαλάζιο χαρτί στον κατά τα λοιπά ερυθρόλευκο αετό και μου τον πάσαρε. 

- Αυτός ο αετός δε θα πέσει ποτέ. 

Ανέβηκα σπίτι την ώρα που έδειχνε τους τίτλους του τέλους – δεν θα μάθαινα τι έγινε με τις αμοιβάδες με πλοκάμια. Τη Δευτέρα πήγα να πετάξω τον αετό – σηκώθηκε κάτι λίγα μέτρα κι ύστερα έκανε μια μεγαλοπρεπή βουτιά και καρφώθηκε σε κάτι καλώδια. Δε μπορούσα να τον ξεκολλήσω, περιορίστηκα να κόψω όση καλούμπα απόμεινε (θα βρίσκεται ακόμα η καημένη πουθενά). Ξέχασα και τους χαρταετούς και τους αμοιβαδοειδείς εξωγήινους για χρόνια – μόνο γκόμενες απασχολούσαν το μυαλό μου. Για καμμιά δεκαετία τουλάχιστον. Ή και για πολλές. 

 -. - . -

Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1990, έπαιρνα πτυχίο υποτίθεται, και διάβαζα τα τελευταία μαθήματα της τελευταίας εξεταστικής με την αγαστή συμπαράσταση της Α., ένα έτος παρακάτω αλλά σχεδόν εξίσου κοντά στο πτυχίο καθότι ασύγκριτα πιο οργανωμένη στο διάβασμα και ικανή να θέσει στόχους (εγώ μια ζωή όσα πάνε κι όσα έρθουν είμαι, αλλά μην ξύνουμε πληγές τώρα). Με την Α. είχαμε μια σχέση που συνοδευόταν από διάφορες φοβερές ερωτικές εξάρσεις κατά περιόδους (αλλά και τρομερούς καβγάδες κατά άλλες περιόδους, οπότε είχα εκπαιδευτεί μερικώς να προσέχω να μη δίνω αφορμές για εκρήξεις). Κάποια στιγμή ετέθη ένα ζήτημα να μου επιστρέψει κάποια βιβλία ή να μου φέρει κάποιες σημειώσεις που είχαν ξεμείνει στο σπίτι της φίλης της της Β. στην Ηλιούπολη. 

- Έλα από το σπίτι τότε, της είπα. Κοντά είναι. 
- Και οι γονείς σου; 
- Ναι, τι; 
- Δεν θα είναι εκεί οι γονείς σου; 
- Θα είναι, λογικά. 
- Και τι θα τους πεις; 
- Ότι θα έρθεις να μου φέρεις τις σημειώσεις. 
- Και δεν θα με αντιμετωπίσουν «κάπως»; 
- Δεν δαγκώνουν. 

Δεν ήμουνα εντελώς σίγουρος για το τελευταίο, αλλά δε χρειαζόταν να της βάζω ιδέες. Και μόνο το γεγονός ότι αντιμετώπιζε τους γονείς μου ως εν δυνάμει πεθερικά ήταν αρκούντως τρομακτικό για να το επιβαρύνουμε κι άλλο. Την ορισμένη μέρα ανέφερα «εν παρόδω» το μεσημέρι στο τραπέζι ότι θα περάσει κάποια ώρα η Α. να μου φέρει κάτι. Οι γονείς μου αλαφιάστηκαν με την απρόσμενη επίσκεψη της κατ' αυτούς υποψήφιας «νύφης», με καταχέσανε που δεν ενημέρωσα εγκαίρως (σιγά και μην...), η μάνα μου έπιασε να ξεσκονίζει και να τακτοποιεί, έστειλε τον πατέρα μου να ψωνίσει διάφορα κεράσματα και μέχρι να πεις κύμινο είχε κάνει το σαλόνι βιτρίνα και είχε βάλει και τα καλά της. Ο πατέρας μου έβαλε κι αυτός πουκαμισάκι και παντελονάκι (δηλαδή τα καλά του) κι έκατσε να χαζέψει τηλεόραση. Είχαν ξεκινήσει τα δορυφορικά και τα ιδιωτικά κανάλια και εμπεδωνόταν η έννοια του ζάπινγκ, άγνωστη νωρίτερα με τα δύο κρατικά. Χτύπησε το τηλέφωνο (το σταθερό, εννοείται, τα χρόνια εκείνα). Πήγα να το σηκώσω – ήταν η Α. 

- Έλα, είμαστε έτοιμες. Ερχόμαστε. 
- Ποιες ερχόσαστε; 
- Θα φέρω και τη Β. Δε μπορώ μόνη μου, έχω πολύ άγχος. 
- Ρε άσε την κοπέλα ήσυχη, έλα, έναν καφέ θα πιούμε. 

Είδα μέσα από τον καθρέφτη στην οθόνη της τηλεόρασης να περνάει ένα αμοιβαδοειδές πλάσμα με πλοκάμια. Έγχρωμο – στην αντίστοιχη εικόνα στη μνήμη μου ήταν ασπρόμαυρο. Αλλά δε μπορεί να ήταν τίποτα άλλο. 

- Μη βιαστείτε, είπα κάπως επιτακτικά στην Α. 
- Τι να μη βιαστούμε; Αφού δίπλα είμαστε, σε πέντε λεπτά θα είμαστε εκεί. 
- Αποκλείεται, επέμεινα. Πιο αργά. 
- Τρελάθηκες; 
- Αυτό που σου λέω. Αργά. 

Βούτηξα το τηλεκοντρόλ από τον απορημένο μπαμπά και βρήκα το κανάλι (κάποιο ιδιωτικό) που έπαιζε σε επανάληψη το σήριαλ. Ήταν εντυπωσιακότερο έγχρωμο, ομολογουμένως. Η δράση εξελισσόταν ακριβώς από εκεί που το είχα αφήσει έντεκα χρόνια πριν – μόνο που τώρα δεν ήμουν έντεκα χρονών. Μου χτύπησε αμέσως η απιθανότητα της υπόθεσης, η αφέλεια του σεναρίου, η ποοοολύ μέτρια ηθοποιία, το χάλι των ειδικών εφέ, το απίστευτο εξωγήινο ον που πήγαινε κόντρα σε κάθε αρχή βιολογίας που είχα σπουδάσει μόλις. Δεν πτοήθηκα όμως, προς μεγάλη έκπληξη του πατέρα μου που δε με είχε συνηθίσει μπροστά στην οθόνη αν δεν είχε αθλητικά ή έστω πολιτικά. Είχα να ξεπληρώσω ένα χρέος, κι όσο εξελισσόταν το επεισόδιο άκουγα από μέσα μου να αντηχεί η πονηρή ερώτηση του θείου. Γκόμενα έχεις; 

Κατά φωνή, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα να ανοίξω με το ένα μάτι στην οθόνη. Εμφανίστηκαν η Α. με ένα κουτί γλυκά και η Β. με τα βιβλία και τις σημειώσεις. Ο πατέρας μου σηκώθηκε να χαιρετήσει, λίγο αναποφάσιστος καθότι μία περίμενε, δύο του προέκυψαν. Στο τέλος κατευθύνθηκε αποφασιστικά στη Β. και της είπε «καλώς το κορίτσι». Στα καπάκια εισέβαλε η μάνα μου, βρήκε το μπαμπά σε χειραψία με τη Β. και συμπλήρωσε εμφατικά «καλώς ήρθες σπίτι μας, σα στο δικό σου». Εκεί αποφάσισα ότι έπρεπε να παρέμβω και έκανα τις επίσημες συστάσεις «από δω η Α., ξέρετε... η Α.» και μετά «και η φίλη της η Β.». 

- Δεν κάθεστε στο μπαλκόνι να πάρετε έναν καφέ, κάτι; είπε η μαμά. 
- Ναι, αμέ, είπαν οι ΑΒ. 
- Όχι, μέσα θα κάτσουμε διότι έντεκα χρόνια περιμένω να δω το επεισόδιο αυτό, πετάχτηκε ο ενδιαφερόμενος. 

Κανείς δεν με κατάλαβε. Κανείς δεν ήθελε να με καταλάβει. Προσπάθησα να εξηγήσω ότι μια Παρασκευή πριν πολλά χρόνια με ένα χαρταετό ανά χείρας κλπ., αλλά δεν έβγαινε νόημα. Με βαριά καρδιά έκλεισα την τηλεόραση και πήγαμε (η νεολαία) στο μπαλκόνι. Ο πατέρας μου πάρκαρε σε μια πολυθρόνα του σαλονιού και μας κοίταζε. Η μάνα μου έφερνε πορτοκαλάδες, γλυκά και ξηροκάρπια που «τυχαία» βρέθηκαν. Τα κορίτσια δεν έμειναν πολύ, κάνα μισάωρο και κάτι. 

- Πολύ όμορφη κοπέλα η φιλενάδα σου, σχολίασε ο πατέρας μου αποχαιρετώντας από το μπαλκόνι τα κορίτσια που έμπαιναν στο αμάξι. Και οδηγάει κιόλας, ε; 
- Δεν οδηγάει. Της φίλης της είναι το αυτοκίνητο. 
- Μα για στάσου, η κοκκινομάλλα δεν είναι η φίλη σου; 
- Όχι. Η ξανθιά. 
- Α... κρίμα, νόμιζα ήταν η κοκκινομάλλα. 

Κανονικά έπρεπε να πω θιγμένος «τι εννοείς κρίμα;» αλλά αντελήφθην ότι μάλλον εννοούσε κρίμα που δεν κοίταγε αυτήν αντί για την άλλη αλλά δε βαριέσαι κιόλας, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, δεν είναι να κάνεις τέτοιες συζητήσεις με πατεράδες. Ίσα ίσα πρόλαβα μόλις ξανάνοιξα την τηλεόραση κι έπεσα στους τίτλους του τέλους. Ξανά. 

-. - . - 

Πέρασαν τριάντα (και βάλε) χρόνια. Είδα τις προάλλες διαδοχικά κάμποσα επεισόδια του Space: 1999 (ήταν να πάω καμμιά βόλτα να γιορτάσω τη λήξη της καραντίνας αλλά έβρεχε κάμποσο στα Γιάννενα), μεταξύ αυτών και τα The bringers of wonder, parts I & II, όπου κάτι αμοιβαδοειδείς εξωγήινοι με πλοκάμια κοντεύουν να καταλάβουν τις συνειδήσεις των κατοίκων του Άλφα (ακόμα και της σέξι «δικιάς μας» εξωγήινης). 

Μέσα στη γενική ελαφράδα της σειράς, σκέφτομαι ότι ειδικά τα επεισόδια αυτά έχουν κάποια φιλοδοξία σεναριακού βάθους: στην τελική σκηνή σύγκρουσης, η φωνή του εξωγήινου διερωτάται απευθυνόμενη στους παραπλανημένους γήινους αν δεν είναι στ’ αλήθεια πιο χαρούμενοι σε μια ψευδαίσθηση που τους παρέχει μια ζωή χαράς σε μια στιγμή του χρόνου κι αν δεν είναι προτιμότερο αυτό από μια μίζερη επιβίωση και ένα θάνατο στο αχανές διάστημα; Ο ήρωάς μας βέβαια δεν πτοείται και κερδίζει τη μάχη, εισπράττοντας την ειρωνική αποστροφή του εξωγήινου ζελέ με πλοκάμια ότι έτσι καταδικάζει τους ανθρώπους σε μια σκληρή και ανέλπιδη ύπαρξη. Καθώς οι εξωγήινοι διαλύονται στο τίποτα, ο ήρως απαντά αγέρωχα «καλύτερα να ζεις ως αυθύπαρκτο ον παρά σαν ένας ηλίθιος στο όνειρο κάποιου άλλου». 

Ηρωικό βέβαια, δε λέω. Από την άλλη πάλι δεν είμαι και εντελώς σίγουρος. Ας είναι, τώρα βλέπω «Εγώ, ο Κλαύδιος» (1976 νομίζω) με το Ντερεκ Τζάκομπι στον ομώνυμο ρόλο και τον Τζων Χαρτ ως Καλιγούλα, κι αναρωτιέμαι αυτό το κοριτσάκι που έπαιζε τη Μεσσαλίνα πού αλλού να έπαιξε άραγε...