Η θέα από την πόρτα της αυλής. Δεν είναι θάλασσα, είναι ακόμα οι εκβολές του Τάγου. Χειμώνας, σου λέει μετά...
«Άμα δεις μαύρη καμαριέρια να μπαίνει στο δωμάτιο, μην της πεις πως σε λένε Ντομινίκ», μου είπε ένας φίλος χαριτολογώντας δήθεν με την κάπως μπερδεμένη υπόθεση Στρως Καν, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ετίθετο θέμα διότι όντως δεν με λένε Ντομινίκ, οπότε όταν χτύπησε την πόρτα η κοπέλα είπα απλώς κάτι σαν «Νο πορτουγκέζε» και αυτή με ρώτησε «Ε, τότε τι; Αγγλικά;» κι αφού της κούνησα το κεφάλι καταφατικά μου είπε στα αγγλικά ότι ήρθε να καθαρίσει το δωμάτιο. Παράτησα λοιπόν ό,τι έκανα και βγήκα καλού κακού έξω, από την πόρτα που βγάζει στην αυλή, δίπλα στην εσπλανάδα. Φόρεσα και το γυαλί ηλίου που στην Ολλανδία ήτανε καταχωνιασμένο κάπου για μήνες, και χάζεψα το κυματάκι που έσκαγε στην ακτή, είκοσι μέτρα μπροστά μου.
Για την εποχή το ξενοδοχείο είναι μάλλον γεμάτο· όταν ήρθα φοβήθηκα ότι θα ήμουν στη μαύρη ερημιά σε ένα παγωμένο καλοκαιρινό σκηνικό. Αλλά ο καιρός είναι καλός, με ήλιο και χωρίς ιδιαίτερη υγρασία, κόσμος πηγαινοέρχεται στο δρόμο μπροστά στην παραλία βαδίζοντας ή ποδηλατώντας ή κάνοντας τζόγκιγκ, κάθε τόσο περνάνε ιστιοπλοϊκά σκαφάκια με τα πανάκια τους ολάνοιχτα, και το δωμάτιο βλέπει στη θάλασσα (ή μάλλον, βλέπει τις εκβολές του Τάγου, καθώς ο ωκεανός είναι αρκετά δεξιά μας ακόμα, μετά την Κασκάις, εδώ στο Οέιρας είμαστε ακόμα ποτάμι κατά πως φαίνεται).
Βέβαια όταν λέμε «γεμάτο» ξενοδοχείο, μη φανταστείτε καμιά καλοκαιρινή ατμόσφαιρα με ηλιοκαμένες κορμάρες και φρίσμπυ και jogo bonito. Το μεσημέρι τσίμπησα στο εστιατόριο μαζί με καμιά τριανταριά εμφανώς συνταξιούχους, καθώς μάλλον έχουν έρθει τα ΚΑΠΗ της Κοΐμπρα ή του Οπόρτο εκδρομή στα περίχωρα της πρωτεύουσας, άντε και μια ομάδα παίδων ή νέων κάποιου αφανούς αθλήματος, μετά των συνοδών τους. Κάθομαι και τους χαζεύω λίγο με τις φορμίτσες τους που γράφουν όλες Portugal, ίσως είναι κάποια προεθνική ή εθνική ομάδα, όχι και πολύ γκλάμορους μάλλον καθώς οι φόρμες είναι κάπως μεταχειρισμένες και φαίνεται.
Κοιτάω και τη δικιά μου τη φορμίτσα που φόρεσα επιτούτου για να πάω για περπάτημα στην εσπλανάδα (και δεν πήγα), που κι αυτή είναι κάπως φθαρμένη, όχι από τη χρήση βέβαια, αλλά από το χρόνο, καθώς την είχα πάρει μάλλον κάπου στα τέλη του εικοστού αιώνα για να αρχίσω κάποιου είδους γυμναστική που ποτέ δεν άρχισα, και τελικά μου χρησίμευσε ελάχιστα στην εξάρτυση της ιστιοπλοΐας προ ετών, και κάποτε παλιότερα ως δανεικό ρούχο σε κάποιο φίλο που είχε γίνει μούσκεμα, ώστε να φορέσει κάτι στεγνό. Καθώς άνοιγα τις βαλίτσες που κουβάλησα μετά κόπων και βασάνων από το Λέιντεν, η φόρμα πετάχτηκε έξω πρώτη, και τη φόρεσα προσωρινά ενόψει της παράλιας βολτίτσας που σχεδίαζα.
Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, βέβαια, και η φόρμα έγινε το επίσημο ένδυμα ξενοδοχείου κάθε φορά που κατεβαίνω στη ρεσεψιόν για να ξεκλέψω λίγο πρόσβαση στο δίκτυο, καθώς η υπέροχη διαφήμιση της ξενοδοχειακής μονάδας που προέβλεπε wi-fi δεν υπονοούσε ΚΑΙ στα δωμάτια. Βλέποντας τα ΚΑΠΗ της πελατείας,μπορώ να φανταστώ τους λόγους: οι άνθρωποι μπορούν να σου μιλήσουν για το Σαλαζάρ και την επανάσταση των γαρυφάλλων ενδεχομένως, αλλά για διαδίκτυο μάλλον όχι. Ή τέλος πάντων θα ήθελαν ίσως να μου πουν κάτι, αλλά έχουμε ένα πρόβλημα στην επικοινωνία, καθώς μιλάνε μόνο τη μητρική τους γλώσσα, και παραξενεύονται που εγώ δεν τη μιλάω, διότι ως φάτσα μάλλον τους φαίνομαι κάργα Πορτογάλος. Επιμένουν, μάλιστα, επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση πιο αργά και καθαρά, μήπως είμαι απλώς κουφός ή βραδύνους.
Αλλά είμαι ξένος, όσο παράξενο και αν τους φαίνεται, διερχόμενος, σε αναζήτηση μιας πιο μόνιμης κατοικίας στην υπνούπολη του Οέιρας, δίπλα στο ερευνητικό κέντρο που θα με φιλοξενεί στο εξής. Η κοπέλα τελειώνει το σφουγγάρισμα και όπως έχω μάθει της λέω “οbrigado”, δηλαδή «ευχαριστώ», πράγμα που στην Πορτογαλία (αλλά όχι π.χ. στη Βραζιλία που επίσης ομιλείται η γλώσσα) είναι βασικότατος κανόνας συμπεριφοράς ακόμα κι αν ο άλλος κάνει το εντελώς αυτονόητο. Η κοπέλα χαμογελάει (τα λευκά της δόντια κάνουν έντονη αντίθεση με το κατάμαυρο πρόσωπο) και απαντάει με το τυπικό “De nada”, μάλλον διασκεδάζοντας με την προφορά μου.
Εχτές σε μια παρέα μου παρατήρησαν ότι προφέρω τις λέξεις σαν Ισπανός· εξήγησα ότι τα ελληνικά έχουν παρόμοιους φθόγγους με τα ισπανικά, και ότι η προφορά του R στην αρχή της λέξης ως παχύ Γ αποτελεί πορτογαλική ιδιαιτερότητα που δεν απαντάται εξ’ όσων γνωρίζω στις λοιπές λατινογενείς γλώσσες (καλά, δεν είμαι και ειδήμων...), για να μην αναφερθούμε στο Ο που προφέρεται γενικώς σαν ελληνικό «ου», έτσι ώστε να μου πάρει λίγη ώρα να αντιληφθώ ότι ο μυστηριώδης «Γουμπέρτου» στον οποίο αναφερόντουσαν ήταν ένας κοινότατος Ρομπέρτο στα καθ’ ημάς και τη λοιπή υφήλιο. Από μια άποψη αντιλαμβάνομαι εκείνο τον κάπως μπλαζέ ισπανομαθή συμπατριώτη μου που αναφερόταν στα πορτογαλικά ως «ισπανικά με προφορά σαμιώτικη», αλλά το αστειάκι είναι εντελώς ικαριακό και δεν γίνεται αντιληπτό έξω από τα όρια του νομού, εκτός αν έχετε φίλες από τον Παγώνδα* και τις έχετε ακούσει να συνομιλούν με τη μαμά τους.
Μετά θυμάμαι βέβαια και τον εντελώς καριώτη καφετζή στον Εύδηλο (σε καφενείο διάσημο ανά το παρόν ιστολόγιο κυρίως για τα τοστάκια του) που όποτε τσαντιζόταν (δηλαδή σχδεδόν όποτε έμπαινε πελάτης) μιλούσε απότομα, γρήγορα και μπερδεμένα, και για κάποιο λόγο του κόλλησαν μια εποχή το παρατσούκλι «Πορτογάλος». Μάλλον άδικη παρομοίωση πάντως, καθώς οι χαμηλοί τόνοι των αληθινών Πορτογάλων δεν πολυταιριάζουν με το κάπως εκρηκτικό (στα λόγια μόνο) ταμπεραμέντο του συγχωριανού μου. Ούτε με την εξωστρεφέστατη ομιλία της σαμιωτίνας φίλης.
Παρατηρώ μια νησίδα πιο ανοιχτά, με ένα φάρο σκαρφαλωμένο πάνω της. Πρέπει να είναι το πράσινο φως που είδα χτες βράδι να αναβοσβήνει. Το αδύναμο, ποταμίσιο κύμα, ακούγεται να σκάει στα βράχια της ακτής. Κόσμος πηγαινοέρχεται στην εσπλανάδα· δυο κοριτσάκια κλωτσάνε μια μπάλα στο γρασίδι της αυλής, δίπλα σε μια σκουριασμένη άγκυρα, διακοσμητική μάλλον.
Στο βάθος ένα σκάφος ανοίγει τη τζένοα και προχωράει με τα πανιά στεγνά, τραβηγμένα εντελώς μέσα. «Όρτσα», σκέφτομαι.
Κι έπειτα αναρωτιέμαι πώς να το λένε αυτό στα πορτογαλικά.
Σ.Σ.: *Ο Παγώνδας είναι χωρίον προς τα νότια της νήσου Σάμου, από όπου και κατάγεται η φίλη της οποίας τα δίχτυα (ή δίκτυα) φτάνουν ως το μακρινό Οέιρας: σήμερα το πρωί με περίμενε στο γραφείο πορτογάλος απεσταλμένος της, όχι μόνο με ευχετήρια καρτούλα για τις γιορτές αλλά και με ίσαμε μισό κιλό γραβιέρα Κρήτης (διότι η κοπέλα προφανώς το διαβάζει το μπλογκ και παρετήρησε προσεκτικά την προηγούμενη ανάρτηση), χώρια το απάκι-μπόνους.
Obrigado, καλή μου, και την άλλη φορά που θα στείλεις το Νέλσον με καλούδια, πες μου να πω και σε κάτι ιστιοπλόες φίλες για κείνη τη ρακή που λέγαμε...
Να 'σαι καλά.
19/12/11
Όρτσα στο Οέιρας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Καλώς όρισες (πήγες;!) στον καινούριο σταθμό!
Εντυπωσιακή η θέα στην φωτογραφία! Δε θα φανταζόμουν ποτέ ότι είναι όχθες ποταμού.
Οέιρας λοιπόν!
Δημοσίευση σχολίου