ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


5/10/14

«Πάει ένας αιώνας...» (Gabriel Garcia Marquez)

© Paco Junquera, Getty Images

(συνέχεια από εδώ)


[…] Στη νύφη της, με την οποία κουβέντιαζε τα πράγματα κάπως πιο έξω από τα δόντια, έκανε επιτέλους μια εξομολόγηση, διανθισμένη με τα επίθετα της καλύτερής της εποχής: «Πάει ένας αιώνας που μου έχεσαν τη ζωή μ’ αυτόν τον καημένο, γιατί είμασταν πολύ νέοι, και τώρα θέλουν να το ξανακάνουν γιατί είμαστε υπερβολικά γέροι». Άναψε ένα τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου κι έβγαλε και το υπόλοιπο δηλητήριο που της έτρωγε τα σωθικά.
     «Να πάνε στο διάβολο», είπε. «Αν έχουμε κανένα πλεονέκτημα εμείς οι χήρες είναι που δεν έχει μείνει πια κανείς να μας διατάζει».

[...] Ένα απόγευμα, ενώ έπινε το αφέψημά της με βότανα απ’ όλο τον κόσμο, κοίταξε το βούρκο στην αυλή όπου δε θα ξαναφύτρωνε το δέντρο της ατυχίας της.
     «Αυτό που θα ήθελα, είναι να φύγω απ’ αυτό το σπίτι, να πάρω το δρόμο μπροστά μου και να μην ξαναγυρίσω ποτέ», είπε.
     «Φύγε μ’ ένα πλοίο», είπε ο Φλορεντίνο Αρίσα.
     Η Φερμίνα Δάσα τον κοίταξε σκεφτική.
     «Λοιπόν πρόσεξε, γιατί μπορεί να γίνει», είπε.

-.-.-

     Η λάμψη της πόλης είχε χαθεί στον ορίζοντα. Από το σκοτεινό τους παρατηρητήριο, το λείο και σιωπηλό ποτάμι με τα λιβάδια κι από τις δυο του όχθες είχε μεταβληθεί κάτω από την πανσέληνο σε μια πεδιάδα που φωσφόριζε. Πότε πότε φαινόταν καμιά χορτάρινη καλύβα, κοντά στις μεγάλες φωτιές που ανακοίνωναν πως εκεί πουλούσαν ξύλα για τα καζάνια των πλοίων. Ο Φλορεντίνο Αρίσα διατηρούσε αχνές αναμνήσεις από το ταξίδι του στα νιάτα του κι η θέα του ποταμού τις έκανε να ζωντανεύουν αστραπιαία λες και ήταν πρόσφατες. Διηγήθηκε μερικές απ’ αυτές στη Φερμίνα Δάσα νομίζοντας πως μπορούσε να την αναζωογονήσει, αλλά εκείνη κάπνιζε, στον κόσμο της. Ο Φλορεντίνο απαρνήθηκε τις αναμνήσεις του και την άφησε μόνη με τις δικές της, στρίβοντας στο μεταξύ αυτός τα τσιγάρα της και δίνοντάς της τα αναμμένα, μέχρι που το κουτί άδειασε. Η μουσική σταμάτησε μετά τα μεσάνυχτα, η φασαρία από τους ταξιδιώτες σταμάτησε κι έσβυσε με κοιμισμένα μουρμουρητά κι οι δυο καρδιές έμειναν μόνες στο σκοτεινό παρατηρητήριο, χτυπώντας στο ρυθμό της ανάσας του πλοίου.
      Μετά από ένα μεγάλο κενό, ο Φλορεντίνο Αρίσα κοίταξε τη Φερμίνα Δάσα με τις αντανακλάσεις του ποταμού στο πρόσωπό της, την είδε σα φάντασμα, με το αγαλματένιο της προφίλ μαλακωμένο από μια απαλή γαλάζια λάμψη και κατάλαβε πως έκλαιγε σιωπηλά. Αλλά, αντί να την παρηγορήσει ή να περιμένει να εξαντληθούν τα δάκρυά της, όπως ήθελε εκείνη, άφησε να τον καταλάβει ο πανικός.
      «Θέλεις να μείνεις μόνη σου;» τη ρώτησε.
     «Αν ήθελα δε θα σου έλεγα να έρθεις μέσα», του είπε εκείνη.
      Τότε εκείνος άπλωσε τα παγωμένα του δάχτυλα στο σκοτάδι, έψαξε για το άλλο χέρι, ψηλαφητά μες στο σκοτάδι, και το βρήκε να τον περιμένει. Είχαν κι οι δύο αρκετή διαύγεια για να συνειδητοποιήσουν, την ίδια αστραπιαία στιγμή, πως κανένα από τα δύο χέρια δεν ήταν αυτό που είχαν φανταστεί πριν αγγιχτούν, αλλά ήταν δυο χέρια με γέρικα κόκκαλα. Όμως, αμέσως την επόμενη στιγμή η εντύπωση αυτή χάθηκε. [...]
      Η Φερμίνα Δάσα σταμάτησε να καπνίζει για να μην αφήσει το χέρι που κρατούσε το δικό της. [...] Όταν ξαλάφρωσε πια, κάποιος είχε σβήσει το φεγγάρι. Το πλοίο προχωρούσε με μετρημένα βήματα, κάνοντας το ένα βήμα μετά το άλλο: ένα τεράστο ζώο που παραμόνευε. Η Φερμίνα Δάσα είχε επιστρέψει από την αγωνία.
      «Πήγαινε τώρα», είπε.
      Ο Φλορεντίνο Αρίσα της έσφιξε το χέρι, έσκυψε προς το μέρος της και προσπάθησε να τη φιλήσει στο μάγουλο. Εκείνη όμως τον απέφυγε με τη βραχνή και γλυκειά φωνή της.
      «Τώρα πια όχι», του είπε, «μυρίζω γεράματα».
      Τον άκουσε να βγαίνει στο σκοτάδι, άκουσε τα βήματά στη σκάλα, τον άκουσε που σταμάτησε να υπάρχει μέχρι την άλλη μέρα. [...] Η Φερμίνα Δάσα έμεινε έτσι, ακίνητη μέχρι τα ξημερώματα, καθώς σκεφτόταν το Φλορεντίνο Αρίσα, όχι σαν το μοναχικό φρουρό στο μικρό πάρκο των Ευαγγελίων, που η ανάμνησή του δεν της προκαλούσε ούτε μια σταλιά νοσταλγία, αλλά όπως ήταν τώρα, γερασμένος και κουτσός, αλλά πραγματικός: ο άντρας που βρισκόταν πάντα στη διάθεσή της και δεν ήξερε ν’ αναγνωρίσει. Ενώ το πλοίο την πήγαινε λαχανιάζοντας προς τη λάμψη των πρώτων ρόδων, το μόνο που παρακαλούσε το Θεό ήταν να ξέρει ο Φλορεντίνο Αρίσα από πού να ξαναρχίσει την επόμενη μέρα.

(συνεχίζεται)

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: