Time bandits, του Τέρι Γκίλιαμ (1981)
[...]Κι ἄ σοῦ μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι ζωντανή
γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙
στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
Γιώργος Σεφέρης - Τελευταίος Σταθμός
εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι ζωντανή
γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙
στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
Γιώργος Σεφέρης - Τελευταίος Σταθμός
Αν και η ταινία είναι του 1981 εγώ την είδα πολλά χρόνια αργότερα και μάλλον στην τηλεόραση. Αν θυμάμαι καλά ο ελληνικός της τίτλος ήταν κάτι σαν Θεότρελοι (ή υπέροχοι) ληστές και τα κουλουβάχατα της ιστορίας, αλλά ο αγγλικός που τον θυμάμαι σίγουρα είναι Time bandits. Την εποχή που την πρωτοείδα νόμιζα ότι ήταν άλλη μια ταινία των Μόντυ Πάιθονς, αλλά στην πραγματικότητα ήταν του Τέρι Γκίλιαμ μόνο, αν και βοηθούσαν μερικοί από τους παλιούς του φίλους της παρέας. Από την ταινία δεν μου έχουν μείνει πολλά, θυμάμαι ωστόσο μια τελική σκηνή μάχης που διαδραματίζεται στο Κάστρο του Απόλυτου Σκότους μεταξύ των ηρώων μας (του παιδιού-πρωταγωνιστή και μερικών νάνων που είναι οι θεότρελοι ή υπέροχοι ληστές του τίτλου) και του κακού της υπόθεσης, ενός πραγματικά κακότατου κακού τύπου που εδρεύει στο εν λόγω κάστρο. Η μάχη θα έληγε με συντριβή των καλών της υπόθεσης αν δεν παρενέβαινε ως από μηχανής θεός ένας θεός από μηχανής που λεγόταν Υπέρτατο Ον και όπως λέει το τραγουδάκι ήτανε πολύ αμπιγιέ κι είχε ένα κοστούμι ριγέ και φορούσε πάντα λουλούδι στο πέτο (εντάξει, μπορεί και να μη φορούσε, και να το θυμάμαι μπερδεμένα τώρα).
Το δια ταύτα πάντως ήτανε ότι ο κ. Υπέρτατο Ον πετρώνει τον κακό με μια αποφασιστική παρέμβαση, κι αυτός από την κακία του κάνει μπαμ και σκάει σε χίλια κομμάτια συμπυκνωμένου κακού. Ο Υπέρτατος βάζει τους νάνους να μαζέψουν τα σκουπίδια με υπέρτατη προσοχή διότι το συμπυκνωμένο κακό είναι εξαιρετικά δηλητηριώδες (και βρωμάει και άσχημα οπωσδήποτε, αν και πάλι μπορεί να είναι προσθήκη της φαντασίας μου και αυτή η λεπτομέρεια), αλλά από ό,τι φαίνεται κάποιο κομματάκι τους ξεφεύγει στο σκούπισμα και καταλήγει στην επόμενη σκηνή να καπνίζει τους κακούς ατμούς του στο παιδικό δωμάτιο του πρωταγωνιστή που ξυπνάει από το όνειρο (ή «όνειρο») των κουλουβάχατων της ιστορίας διασωζόμενος από το φλεγόμενο σπίτι του από έναν πυροσβέστη με ύποπτη ομοιότητα με το Σων Κόννερυ.
Η επαγρυπνούσα πυροσβεστική εντοπίζει την αιτία της πυρκαγιάς σε ένα κομμάτι καμένο ροσμπίφ που είχε ξεχαστεί στο φούρνο, ο πρωταγωνιστής μας όμως αναγνωρίζει ότι το εν λόγω ροσμπίφ είναι το συμπυκνωμένο κακό (εξαιρετικά δηλητηριώδες είπαμε) και προειδοποιεί τους γονείς του να μην το αγγίξουν. Φυσικά οι γονείς (που ξέρουμε από την αρχή της ταινίας ότι είναι τρισμέγιστοι πανύβλακες) σπεύδουν αμέσως να ακουμπήσουν το κακό μην τυχόν και χάσουν το κελεπούρι, οπότε γίνονται στάχτη και μπούρμπερη αυθωρεί και παραχρήμα ενώ ο πρωταγωνιστής μας κοιτάει απορημένος τον ουρανό όπου το Υπέρτατο Ον τυλίγει τον κόσμο σε μια κόλλα χαρτί ή τέλος πάντων σε ένα χάρτη που δείχνει τις τρύπες του κόσμου (ουκ ολίγες, καθότι η ταινία υπαινίσσεται ότι ο κόσμος είναι κατασκευαστικά ατελής και απαιτούνται συνεργεία νάνων για να κάνουν επισκευές κάθε τόσο).
Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μου έμενε κάτι ιδιαίτερο από την ταινία (δεν είμαι και μεγάλος φαν του Γκίλιαμ, παρότι ταινίες όπως το Brazil ήταν πραγματικά απολαυστικές) αν δεν υπήρχε η μικρή λεπτομέρεια με το συμπυκνωμένο κακό. Όταν πρωτοείδα την ταινία, συνέδεσα την εικόνα του συμπυκνωμένου κακού με την ανάμνηση μιας παράξενης χημειοαίσθησης (κάτι ανάμεσα σε όσφρηση και γεύση μαζί), που σήμερα πια μπορώ να την προσδιορίσω και χρονικά. Ήταν το φθινόπωρο του 1989 (σίγουρα πολύ πριν δω την ταινία) σε μια μουσική σκηνή κάπου μεταξύ Μετς και Παγκρατίου όπου μια αυτοσχέδια ορχήστρα έπαιζε από Πρωτοψάλτη μέχρι Ανδρέα Μικρούτσικο, τίποτα πραγματικά σημαντικό δηλαδή. Πίσω από τη μπάρα ένας κοντοκουρεμένος τύπος που έμοιαζε με τον Τζίμυ Σόμερβιλ των Bronsky Beat στο κάπως πιο στρέιτ, ανακάτευε κάτι ποτά. Ζήτησα ένα μπέρμπον – δεν ξέρω τι άκουσε ο τύπος ή τι συνειρμό έκανε με τα κάπως γλυκανάλατα ακούσματα της ορχήστρας αλλά μου σέρβιρε κάποιο μίγμα που περιείχε κάτι ανάμεσα σε σαμπούκα και αμαρέττο· η μυρωδιά από το πικραμύγδαλο μου προκάλεσε όχι απλώς αηδία αλλά κάτι που έμοιαζε με έσχατη, απόλυτη απελπισία.
Βέβαια ομολογώ ότι δεν θα είχα τόσο έντονη αυτή την ανάμνηση ώστε να τη συνδέσω με την εικόνα του συμπυκνωμένου κακού αν δεν συνέβαιναν ταυτόχρονα κάποια άλλα πράγματα στην περίμετρο, πάντως όταν είδα στην ταινία τους γονείς του μικρού να γίνονται καπνός πιο γρήγορα κι από αγαπημένη γυναίκα που φεύγει με κάποιον άλλον, μου ήρθε αμέσως εκείνη η παράξενη γεύση. Κάμποσα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2002, το ένιωσα πάλι, με μια άλλη αφορμή. Αυτή τη φορά δεν ήταν η κυανιούχος μυρωδιά του πικραμύγδαλου, ήταν κάτι σαν υδρόθειο ή ίσως β-μερκαπτοαιθανόλη (για τους μη εξοικειωμένους με τις εργαστηριακές μυρωδιές, κάτι που φέρνει σε κλούβιο αυγό μάλλον). Εκεί βέβαια το πρόβλημα ήταν η διάρκεια· αισθανόμουν ότι κουβαλάω μέσα μου ένα κομματάκι συμπυκνωμένου κακού που δεν έφευγε με κανέναν τρόπο. Το σκεφτόμουν να σχηματίζεται σιγά σιγά σα σταλακτίτης, από σταγόνες ιζηματογενούς πόνου, ματαιωμένων επιθυμιών, από ψήγματα πληγωμένου εγώ και ραφιναρισμένης ζήλιας, από μεταβολισμένα κατά συνθήκη ψεύδη της κάθε μέρας. Το σκεφτόμουν να στάζει αργά, για χρόνια, με το διαλύτη να εξατμίζεται και τον πυρήνα να στερεοποιείται, να γίνεται μαύρο και πηχτό και δηλητηριώδες, σαν πληγή που κακοφορμίζει. Στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο, ξέρεις, άσχημα πράγματα δηλαδή.
Δοκίμασα διάφορες στρατηγικές· έμενα για ώρες αιωρούμενος στη θάλασσα με την ελπίδα ότι σιγά σιγά θα διαλυθεί μια και λένε ότι η θάλασσα λύνει τα μάγια, το πότισα κρασί μήπως αφού αντιστεκόταν στο νερό γινόταν τελικά διαλυτό στην αιθανόλη, πήγα να το μοιραστώ κι έβαλα τους φίλους μου να τραγουδάνε το «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο» στην άμμο της παραλίας. Χρειάστηκαν μήνες πολλοί για να φύγει η μυρωδιά του από τα ρουθούνια μου. Δεν ξέρω κιόλας αν έφυγε ποτέ ολοσχερώς· ίσως μπερδευόταν με τη μυρωδιά του καπνού από τα στριφτά μέχρι που το έκοψα μια μέρα καθώς με έπνιγε ο βήχας και η αίσθηση ότι δε μπορώ πια να αναπνεύσω.
Πέρασαν χρόνια χωρίς να το σκέφτομαι, αν και από καιρού εις καιρόν φοβόμουν ότι κάπου εκεί γύρω βρίσκεται. Δεν είχα άδικο· μια μέρα στο Λέιντεν ξύπνησα απότομα με την αίσθηση ότι οι δηλητηριώδεις ατμοί του με τυλίγουν. Ήταν τέσσερις ή πέντε το πρωί, καλοκαίρι, αλλά σε εκείνα τα γεωγραφικά πλάτη ο ήλιος έχει κιόλας βγει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά μύριζε μούχλα· μια γεύση πρασινισμένου ψωμιού που άγνωστο πώς κατάπιες και μια αίσθηση από τα υγρά τοιχώματα ενός πηγαδιού που φύτρωσε γύρω σου χωρίς ακριβώς να καταλάβεις πότε και πώς. Οι πιο ειδικοί το ονόμαζαν με άλλα ονόματα, κάτι σαν κρίση μέσης ηλικίας ας πούμε ή κρίσεις πανικού ή απλώς κατάθλιψη. Εγώ ειδικός δεν είμαι, αλλά ξέρω εμπειρικά ότι δεν έχει τόση σημασία πώς το ονομάζεις (στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «Αγία Νοσταλγία» ίσως ταιριάζει, αν και είναι κατοχυρωμένος από άλλους).
Ύστερα ήρθε ένα χέρι απροσδόκητα κάπως και με τράβηξε από το πηγάδι, έδιωξε τις αναθυμιάσεις και με ακούμπησε σώο και αβλαβή στον πραγματικό κόσμο. Πέρασε κάμποσος καιρός χωρίς περίεργα συμπτώματα, αλλά τώρα τελευταία το απροσδόκητο χέρι δε φαίνεται και φοβάμαι ότι ο πραγματικός κόσμος έχει αρχίσει πια κάπως να μοιάζει με το Κάστρο του Απόλυτου Σκότους. Κι ακόμα κι αν ο κακότατος κακός τύπος παραμένει (ελπίζω) πετρωμένος και σε χίλια κομμάτια, ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι πιάνω στον αέρα τις αναθυμιάσεις (μια υποψία τεταρτοταγών αμινών τώρα πια, κάτι σαν αποσύνθεση ίσως), και ψιλοφοβάμαι ότι ο καλός κυριούλης με το ριγέ κουστούμι έχει πάψει να κυκλοφορεί στη γειτονιά και πρέπει να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας - πράγμα δύσκολο ακόμα και στους καλούς καιρούς άλλωστε - και μάλιστα χωρίς κανέναν χάρτη καβάτζα που να δείχνει τις τρύπες του σύμπαντος.
Καλού κακού κοιτάζω εξεταστικά τα πετραδάκια γύρω γύρω. Και δεν ξεχνάω αναμμένο το φούρνο, ποτέ.
Για ροσμπίφ βέβαια ούτε λόγος να γίνεται.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Αγία Νοσταλγία (1991)
2 σχόλια:
ΚΡΑΤΑ ΓΕΡΑ, αγαπητέ, και τελικά, για να το συνδέσω και με το αμέσως προηγούμενο, το Μονόγραμμα έχει κατακάψει πολύ κόσμο.
Να είσαι καλά, ελπίζω σε καλύτερες μέρες, γενικά!
Γ.
Ήθελα κι εγώ να γράψω κάτι στο προηγούμενο. Δεν θα γράψω τίποτα, μόνο πόσο κοντά είμαστε (χώρια τα χιλιόμετρα δηλαδή).
Δημοσίευση σχολίου