ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


22/9/14

«...καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»

«ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια', 12) Φωτό Ροβυθέ, 2010, Παντάνασσα Ηρακλείου Κρήτης.

Οι πόρτες του παραδείσου είναι κλειστές· ξανά. Δεν έχει σημασία ότι ο παράδεισος αυτός δεν είναι ο ίδιος με τον άλλον, αυτό που έχει σημασία είναι οι κλειστές πόρτες. Τότε ήταν μια φευγαλέα εμπειρία παραδείσου, που έφτανε για να μετατρέψει όλη την υπόλοιπη ζωή σε κόλαση. Τώρα ούτε καν αυτό· απλά και μόνο η προσδοκία. Η διαψευσμένη προσδοκία.

Σε αυτή την άκρη του κόσμου δεν υπάρχουν πολλά να κάνει κανείς και να χαθεί στο πλήθος. Είμαστε λίγοι, και μάλλον σκόρπιοι. Ακούω τα κύματα της θάλασσας που σκάνε λίγα βήματα κάτω από την πόρτα μου. Κάποτε θα ήταν πρόσκληση για ταξίδι, τώρα μάλλον κάτι σαν υπενθύμιση της απουσίας. Πώς γίνεται να είναι τα πράγματα τόσο λάθος;

«ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Πάντα είχα κολλήσει σε αυτό το χωρίο, δεν έβγαζα νόημα. Τώρα νομίζω πως ξέρω. Τώρα που βρέθηκα φευγαλέα μέσα στη βασιλεία (επί της γης μάλλον, παρά των ουρανών), σε έναν παράδεισο που δεν ήταν ετοιμασμένος για μένα. Χώθηκα μάλλον από το παράθυρο παρά από την πόρτα, εκμεταλλεύτηκα μια στιγμή αφηρημάδας του χερουβίμ που φύλαγε την είσοδο. Κι ήμουν εκεί, για λίγο καιρό, στον παράδεισο των χαδιών και των βλεμμάτων, των φωνών και των ψιθύρων, της γεύσης και της αφής. Ήμουν εκεί και αισθανόμουν ανείπωτη ευτυχία, αισθανόμουν ότι η ζωή μου αποκτούσε για πρώτη φορά νόημα και περιεχόμενο. Ήμουν εκεί και ήμουν ολόκληρος, [...] με τις πληγές θεραπευμένες, πλήρης και εκλεκτός.

Για λίγο μόνο. Για λίγες μέρες ή βδομάδες. Μέχρι τότε που ξύπνησε απότομα στον ύπνο της, γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένη σα να έλεγε «τι θες εσύ εδώ;», και την επομένη το πρωί μου είπε ότι έχω εμπλακεί στη ζωή της περισσότερο από όσο η ίδια θα ήθελε. Και [...] σιγά σιγά σα να είχα την αίσθηση ότι δεν είμαι ο νυμφίος της βασιλείας, αλλά ένας παρείσακτος, ένας απατεώνας, ένας καταχραστής... Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, μέχρι που οι φύλακες να σε εντοπίσουν να περιφέρεσαι ασκόπως και να ρωτήσουν στ’ αλήθεια «τι θες εσύ εδώ;» και να σε πετάξουν έξω με συνοπτικές διαδικασίες, και να μείνεις μισός και απόβλητος και απελπισμένος έξω από τις πόρτες καθώς η πραγματική γιορτή αρχίζει και δεν είναι για σένα, δεν είσαι ο νυμφίος, ούτε καν καλεσμένος, και τώρα έχουν κλείσει οι πόρτες και τα παράθυρα και οι χαραμάδες και έχουν περάσει τα χρόνια, τρία ή τέσσερα ή δεκατέσσερα σχεδόν και η ιστορία επαναλαμβάνεται και δεν έχεις προλάβει αυτή τη φορά ούτε για λίγο να γευτείς μια αίσθηση παραδείσου, απλά στέκεις μαγεμένος στο κατώφλι και από μια μισάνοιχτη πόρτα βλέπεις τις ετοιμασίες του δείπνου και οσφραίνεσαι για λίγο τις μυρωδιές και ονειρεύεσαι πως θα διαβείς αυτή τη φορά το κατώφλι, αλλά οι πόρτες κλείνουν και είναι άλλοι μέσα κι εσύ πάλι απέξω, και η φωτιά που ο ίδιος άναψες θα ζεστάνει άλλους και το φαγητό που νόμισες πως μαγειρεύτηκε για σένα θα το γευτούν άλλοι κι εσύ θα μαζέψεις τα λιγοστά σου υπάρχοντα που ίσα ίσα χωράνε στη βαλίτσα και τα βιβλία, το Μονόγραμμα και η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη και ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας, που δε χωράνε πουθενά, περισσεύουν και τα παίρνεις στο χέρι, περισσεύεις κι εσύ και το ξέρεις πως είναι αργά πια και βρέχει και ο παράδεισος είναι πάλι κλειστός, για πάντα ίσως και ξυπνάει μέσα σου η θύμηση εποχών αθωότητας που μοιάζουν απίστευτα μακρινές, μετράς χρόνια και λες «τότε ήμουν νέος» και ξέρεις ότι τώρα δεν είσαι πια κι αυτό είναι μάλλον το λιγότερο, το πιο ασήμαντο από τα προβλήματά σου.

Γιατί αν δεν υπάρχει ο παράδεισος δεν υπάρχει ούτε κόλαση κι όλη η ζωή είναι βιολογικό φαινόμενο και ορθολογισμός και εξέλιξη και ο μειλίχιος καθηγητής όλο απέραντη κατανόηση τάχα μου δήθεν, αλλά ο παράδεισος υπάρχει και το ξέρεις, τον είδες, κάποτε παλιά τον έζησες φευγαλέα και τώρα όλα τα άλλα μοιάζουν κόλαση πια, και η άκρη του κόσμου και η μέση του πουθενά, και τα κύματα της θάλασσας και το φως των κεριών που φωτίζει τις γωνίες του δωματίου, και το κρύο που νιώθεις ως τα βάθη του είναι σου, και η βροχή που πέφτει, και ο χρόνος που περνάει και η μυρωδιά της μούχλας που μάταια πας να σκεπάσεις με τα αιθέρια έλαια με άρωμα γιασεμί.

Κι αναρωτιέσαι τι σόι παράδεισος ήταν αυτός με τα μπιζού στα σακουλάκια, τα πεταμένα γύρω γύρω ρούχα, τη μυρωδιά καμένου ξύλου και αλόης, το μαλακτικό του πλυντηρίου, τα μπαχαρικά και τα βότανα, [...], τη μυρωδιά της στον καναπέ και τα μισομουχλιασμένα τυριά στο ψυγείο, κι όμως ένας θεός ξέρει πόσο θα ήθελες να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να ζεις για πάντα ανάμεσα στη μυρωδιά της αλόης και σε μισομουχλιασμένα τυριά, φτάνει να ξυπνούσες πριν από εκείνην το πρωί, να της ετοιμάσεις καφέ και πρωϊνό, να την ακούς να μιλάει με τη μπερδεμένη φωνή της για όλα αυτά τα ασήμαντα σημαντικά πράγματα και να φεύγει τρέχοντας για τη δουλειά,[...] να την κοιτάζεις από το παράθυρο να ξεπαρκάρει και να φεύγει βιαστική, κι ύστερα να πίνεις αργά το δικό σου καφέ και να [σκέφτεσαι πώς θα ήταν] αν δε σου ξέφευγε πάντα, αν δεν ήταν πάλι κάπου αλλού, αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι κι ήταν λίγο μόνο διαφορετικά.

Αλλά δεν είναι. Ξέρεις ότι η βροχή πέφτει κι ο χρόνος δε γυρίζει πίσω και τίποτα δεν θα είναι όπως πριν· που και πριν δεν ήταν όπως έπρεπε να ‘ναι, αλλά αισθάνεσαι ένα απέραντο κενό καθώς βλέπεις από ένα άλλο παράθυρο τώρα τη βροχή που πέφτει στην έρημη παραλιακή λεωφόρο. Λες πως καλύτερα έτσι, μια ψυχή που ‘ναι να βγει, αλλά μέσα σου η καρδούλα σου το ξέρει ποιανού η ψυχή φεύγει και πού πάει, ειδικά αν δεν υπάρχει παράδεισος παρά μόνο ο μειλίχιος καθηγητής και η εξέλιξη και η προφανής αποτυχία σε έναν-δύο-τρεις-τέσσερις τομείς, και το «θα έπρεπε να το ξέρετε». Το ξέρω. Δεν είναι η πρώτη φορά.

Κάποτε ήμουν κι εγώ αλήθεια φευγαλέα στον παράδεισο, μέχρι που με έπιασαν και με εξόρισαν, ως βιαστή και διαρρήκτη και λαθρόβιο απατεώνα, και τότε ήμουν στ’ αλήθεια νέος, είχα τη σταυρική ηλικία τότε, αλλά τώρα όλα μοιάζουν σα φάρσα, και δεν έχω λόγια πια να πω τα ίδια πράγματα, ούτε «σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;» ούτε τίποτα που να ταιριάζει, μόνο έναν αδύναμο πλέον τραπεζικό λογαριασμό, ένα χαρτί που βεβαιώνει πως είμαι εξόριστος σ’ αυτή την άκρη του κόσμου για απροσδιόριστο χρόνο και μια φρικτή υποψία ότι παντού θα είμαι εξόριστος όπως ο Αδάμ στη Γη (ο Αδάμ, το τέκνο της Γης...) και ίσως περιμένω μια λύτρωση που μπορεί να πάρει κι εγώ δεν ξέρω πόσο ή και να μην έρθει ποτέ, γιατί η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και η θάλασσα αγκομαχάει λίγα βήματα πιο κάτω κι όλο και ζαλίζομαι υπό την επήρεια και σκαρώνω τις λέξεις και θυμάμαι αποσπασματικές σκηνές παραδείσιας ζωής, ζεστό τραχανά στα χιόνια ή κρουασάν από το φούρνο τη γωνίας στο κρεβάτι νωρίς το πρωί, ένα μπλε αφρόλουτρο που μάλλον ανήκε σε κάποιον άλλον προγενέστερο αλλά ποιος χέστηκε, τη μουσική του δάσους και το κάλυμμα του καναπέ με τις χάντρες, το σβησμένο τζάκι και την κρέμα σώματος μετά το μπάνιο, προετοιμασία μπεσαμέλ με μοσχοκάρυδο, ένα πεταχτό φιλί απροειδοποίητα, ένα παιδικό πυτζαμάκι σε ενήλικο σώμα, το βασιλικό που φυτεύτηκε στο μπαλκόνι κι έζησε για λίγο καιρό πριν χειμωνιάσει και ξεραθεί για τα καλά.

Αλλά η μνήμη ξεθωριάζει και χάνεται γιατί ο παράδεισος δεν είναι τόπος, είναι τρόπος, και η ενέργεια του θεού σε φωτίζει ή σε κατακαίει ανάλογα με το πως τοποθετείς ο ίδιος τον εαυτό σου στον κόσμο, και εγώ είμαι τοποθετημένος ελαφρώς λοξώς ως προς το υπόλοιπο σύμπαν και κατά έναν παράξενο τρόπο κρυώνω κάπου μέσα βαθιά, και ξέρω ότι δε μου φταίει κανένας άλλος παρά αυτή η αναθεματισμένη λοξή θέση που δεν θυμάμαι να τη διάλεξα αλλά με ακολουθεί σαν κακοτεχνία, έτσι ώστε ο παράδεισος να είναι πάντα φευγαλέος και προσωρινός, αλλά η ζωή μας όλη μια διαρκής νοσταλγία αυτού του φευγαλέου πράγματος και της πληρότητας που δεν υπάρχει πια καθώς οι πληγές τρέχουν αίμα πάλι και ο πόνος στάζει ρυθμικά και συμπυκνώνεται και γίνεται αυτό το συμπαγές ακατανόητο πράγμα που κουβαλάς σα βάρος και με καμμία δίαιτα δεν πρόκειται να το ξεφορτωθείς, όσο στοιχήματα και να χάσεις.

Κι όπως κοντεύει τεσσεράμιση, σκέφτεσαι πως δεν θ΄ αργήσει πάρα πολύ να ξημερώσει αλλά νυστάζεις ακόμα και μια τέτοια νύχτα και θα παρατήσεις όπου να ΄ναι την ιριδίζουσα οθόνη για να βυθιστείς σ’ ένα λήθαργο χωρίς όνειρα, χωρίς μέλλον. Κάπου στο βάθος βλέπεις ένα φως· είναι άραγε κάποιο σκάφος με αναμμένο εφίστιο φανό, ή σε ξεγελάει το τζάμι και οι αντανακλάσεις των κεριών στην ξύλινη σκάλα; Οι γάτες ζευγαρώνουν στην αυλή, Γενάρη μήνα.

Αρχίζω και θυμάμαι το στίχο από εκείνο το τραγουδάκι:

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα.


Όχι, ούτε αυτό είναι για μένα, είναι άλλων τραγούδι αυτό. Εγώ, τα ξέρω χρόνια τώρα, έχω σημαδέψει ένα νησί απαράλλαχτο εσύ· κι ένα σπίτι στη θάλασσα. Αυτό ναι, μάλιστα.

Ήρθε φαίνεται πάλι καιρός να ταξιδέψω.


Γενάρης 2010


Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μελοποιεί Ελύτη και η Ελευθερία Αρβανιτάκη τραγουδάει κάτι από τα Ρω του έρωτα (άλλων έρωτας αυτός, δεν μας περιλαμβάνει, εμείς είμεθα του Μονογράμματος, είπαμε.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: