Οι Χειμερινοί Κολυμβητές τραγουδούσαν «Ταξιδιάρικα πουλιὰ τ᾿ ἀγέρα, πότες θὰ μᾶς πάρετε καὶ μᾶς πέρα στοῦ Αἰγαίου τὰ νησιά, στοῦ πελάγου τὶς ἀτέλειωτες ἀμμοῦδες». Ωστόσο η εικόνα είναι από μια άκρη του Ατλαντικού Ωκεανού, στην Costa de Caparica, νοτίως της Λισσαβώνας.
Όπως όλοι ξέρουν, ο Θεός έδωσε στο Μωυσή δέκα εντολές· και μάλιστα γραπτώς. Κάπως λιγότεροι ξέρουν ότι του έδωσε ακόμα μερικές εκατοντάδες, προφορικά όμως. Οι εντολές αυτές (λεγόμενες συνολικά «ο Νόμος») αφορούσαν διάφορα ζητήματα κάπως λιγότερο κομβικά ίσως (ειδικά αν δεν είσαι μέλος της Συναγωγής...), οπότε ομολογώ ότι δεν τους είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία όταν με έπιασε πριν μερικά χρόνια η πετριά να διαβάσω ολόκληρη την καθ’ ημάς Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα κατευθείαν από το κείμενο των εβδομήκοντα. Στην πραγματικότητα παρέλειψα διάφορα σημεία που δεν συνέβαινε και τίποτα το συνταρακτικό, όπως οι χιλιάδες αριθμοί στο βιβλίο «Αριθμοί» ή οι άπειρες μάταιες γενεαλογίες στα βιβλία των Παραλειπομένων.
Από τις λίγες προφορικές εντολές που συγκράτησα πάντως, ήταν μία που είχε να κάνει με την απελευθέρωση των δούλων κάθε εφτά χρόνια. Όπως το θυμάμαι μέσες-άκρες, αν κάποιος είχε ένα δούλο για έξι χρόνια, τότε τον έβδομο χρόνο έπρεπε να τον καλέσει και να τον ρωτήσει αν θέλει να φύγει ελεύθερος. Αν ο δούλος έλεγε ότι θέλει να φύγει ήταν ελεύθερος να το κάνει (βέβαια αν είχε οικογένεια, γυναίκα και παιδιά επίσης δούλους, αυτοί δεν ελευθερώνονταν αυτόματα). Αν όμως έλεγε «εντάξει μωρέ, καλά είμαι εδώ, πού να τρέχω τώρα», τότε δεν είχε άλλη δυνατότητα ελευθερίας, θα παρέμενε δούλος σε αυτό τον αφέντη εφ’ όρου ζωής.
Την εποχή εκείνη δούλευα στην Αθήνα και ήμουν στην ίδια δουλειά για έξι σχεδόν χρόνια. Παρότι προς το τέλος της εξαετίας το πράγμα άρχιζε να γίνεται αποδοτικό κάπως, εμένα με είχε πιάσει μια φαγούρα (που άλλους τους πιάνει ίσως αργότερα) ότι δεν έχω κάνει τίποτα σημαντικό στη ζωή μου, δεν έχω ταξιδέψει, δεν έχω μπει σε καμμία ιδιαίτερη περιπέτεια (ο στρατός δε μετράει, δεν πήγαμε και στον πόλεμο). Παιδιά-σκυλιά δεν είχα, έτσι όταν ο εργοδότης μου άρχισε να μου λέει ότι θα μπορούσαμε ίσως να επεκτείνουμε το συμβόλαιο για να εμπλακούμε σε ένα πρότζεκτ το οποίο δε μου γέμιζε και τόσο το μάτι, αποφάσισα ότι είναι ώρα να φεύγω· κάπως μου είχε μπει στο μυαλό ότι, όπως οι δούλοι του Νόμου, αν δεν έφευγα τότε θα έμενα αιωνίως κολλημένος στην Αθήνα και στα γνωστά και τετριμμένα. Πάνω στην ώρα είδα μια αγγελία στο ίντερνετ για μια δουλειά με διάρκεια ενός χρόνου σε ένα εργαστήριο στην Κρήτη. Έκανα αίτηση, με πήραν. Έφυγα.
Άλλα έξι χρόνια αργότερα, έχοντας αλλάξει τρεις χώρες, πέντε εργαστήρια, και περίπου δεκαεφτά σπίτια αρχίζω και ξανασκέφτομαι το νόημα της εν λόγω απελευθέρωσης. Στο διάστημα που μεσολάβησε έκανα διάφορα πράγματα που θα μπορούσαν σε άλλη περίπτωση να μου έχουν μείνει απωθημένα, από ελεύθερο κάμπιγκ στη νότια Κρήτη και εξορμήσεις ορειβατικές (άθλια…) ή ιστιοπλοϊκές (κάπως καλύτερα) μέχρι ταξίδια σε διάφορες γωνιές της Ευρώπης, χώρια η πιο συστηματική ενασχόληση με το γραπτό λόγο μέσω ιστολογίου και Ikariamag. Γνώρισα πολύ κόσμο, βορειοευρωπαίους, νοτιοαμερικάνους, απωανατολίτες και μερικούς ανάμικτους. Ανακατεύτηκα με διάφορα πράγματα εδώ κι εκεί. Από μια άποψη θα ήθελα να μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω δει πράγματα που εσείς δε θα πιστεύατε (στην άκρη του Ωρίωνα ή την πύλη Τανχώυζερ, ίσως), αλλά φυσικά δεν είναι έτσι: υπήρξα πολύ περισσότερο οικονομικός μετανάστης παρά ταξιδιώτης στην άκρη του κόσμου. Αλλά δεν έχω παράπονο. Δεν ήταν και χάλια.
Έξι χρόνια μετά ξαναπέφτω πάνω στη εντολή του Νόμου για την απελευθέρωση των δούλων σε ένα άρθρο της Wikipedia καθώς με κάποια έκπληξη ανακαλύπτω ότι εκεί βρίσκεται μια πιθανή ρίζα της έννοιας sabbatical που χρησιμοποιείται κατά κόρον στους ακαδημαϊκούς χώρους (εντάξει, της αλλοδαπής κυρίως). Αναφέρεται στο «σαββατικό έτος», κατά κυριολεξία το έβδομο έτος μετά από έξι χρόνια παραμονής σε μια θέση. Είθισται τον έβδομο χρόνο (ή κάποιον χρόνο τέλος πάντων...) να απέχει κανείς από τα καθήκοντα της θέσης του και να ασχολείται (υπό τύπον εκπαιδευτικής άδειας) με άλλες δραστηριότητες. Άλλοι πάνε επίσκεψη σε κάποιο άλλο ίδρυμα και ξαναμπαίνουν στα εργαστήρια να κάνουν πειράματα, άλλοι κάθονται και γράφουν βιβλία, άλλοι περιοδεύουν. Ύστερα από λίγο καιρό (όχι πάντα ολόκληρη ακαδημαϊκή χρονιά, μπορεί να είναι και λίγοι μήνες μόνο) επιστρέφουν ανανεωμένοι στα καθήκοντά τους και τους φοιτητές τους (άλλο αν οι τελευταίοι δεν είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνονται την υποτιθέμενη ανανέωση).
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω πως έξι χρόνια μετά, έχει έρθει πια η ώρα. Καθώς διανύω τις τελευταίες μέρες μου στη Λισσαβώνα, σκέφτομαι ότι έχω την ελαφρά πολυτέλεια (έως και τεράστια πολυτέλεια, εδώ που τα λέμε, στους καιρούς που ζούμε) να δώσω στον εαυτό μου μια «σαββατική» περίοδο. Δεν έχω δουλειά πια, αλλά δε με πειράζει και πάρα πολύ προς το παρόν διότι δεν έχω και υποχρεώσεις, τουλάχιστον όχι επείγουσες (άλλοι με παιδιά, σκυλιά, δάνεια και κρίση μέσης ηλικίας πέραν της οικονομικής ζορίζονται πολύ περισσότερο). Οπότε λέω να επιστρέψω μετά από έξι χρόνια στην Αθήνα και να αφιερώσω λίγο χρόνο σε μερικά από τα διαρκώς αναβαλλόμενα σχέδια που σέρνω εδώ κι εκεί χρόνια τώρα. Τα άρθρα που δεν έχω γράψει και κοντεύουν να σαπίσουν περιμένοντας, μερικές βόλτες στην Ελλάδα, κάνα ταξιδάκι με καμμιά βαρκούλα, ενδεχομένως μια πιο μακρόχρονη παραμονή στην Ικαρία όταν φτιάξει λίγο ο καιρός, τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουμε πράγματα να μοιραστούμε. Ύστερα μπορώ να ξαναριχτώ «ανανεωμένος» στη βιοπάλη (άλλωστε δε φτάνουν για πολύ καιρό τα έτοιμα, μη φαντάζεστε).
Βέβαια όλοι μου λένε ότι είναι μέγα λάθος να γυρίσω τώρα στην Ελλάδα (τώρα που άπαντες κάνουν αμάν να φύγουν) και να θέσω σε κίνδυνο την όποια καριέρα μου στον επιστημονικό χώρο· έξι μήνες να λείψεις από την πιάτσα σε έχουν ξεπεράσει εντελώς οι εξελίξεις, ομολογουμένως. Μου λένε ότι η χώρα είναι μες στα σκατά, δυνατότητες δεν υπάρχουν, και θα κολλήσω κι εγώ στη γενική μιζέρια από την οποία άξαφνα διέφυγα προ τριετίας. Ωστόσο εγώ σκέφτομαι κάπως διαφορετικά· αφενός δεν είναι βέβαιο ότι έρχομαι «μόνιμα» και αφετέρου δεν είναι υποχρεωτικό να κάνει κανείς αυτό που κάνουν όλοι οι άλλοι. Οι πρωτοπόροι κάνουν αυτό ακριβώς που δεν κάνει ο πολύς κόσμος. Όχι βέβαια ότι εγώ είμαι σε κάτι πρωτοπόρος, προς Θεού. Απλά είναι φορές που θέλεις, ή ίσως επιβάλλεται, να κάνεις κάτι άλλο από αυτό που έκανες πάντα. Κάτι που δεν έχεις ξανακάνει, ίσως, και είναι ο καιρός του.
Στο κάπως ιδιωτικής φύσης μπλογκ ενός φίλου διάβασα πριν κάποιο καιρό μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο φίλος μου είχε πάει να επισκεφτεί έναν Άγγλο φίλο του (επιστήμονες και οι δύο) κάπου στα περίχωρα της Οξφόρδης, και μια μέρα βρέθηκαν να δειπνούν με τον πατέρα του Άγγλου, ο οποίος με κάποια αφορμή που δε θυμάμαι πια διατύπωσε έναν αξιοσημείωτο αφορισμό: «Ένας άντρας», είπε (αν ανακαλώ σωστά τη διατύπωση), «πρέπει να κάνει στη ζωή του τρία πράγματα που θα μείνουν και μετά από αυτόν: να φυτέψει ένα δέντρο, να κάνει ένα παιδί, και να γράψει ένα βιβλίο. Εσείς οι δύο έχετε ξεκινήσει ανάποδα, πρώτα γράψατε το βιβλίο»,(εικάζω αναφερόταν στις διδακτορικές διατριβές τους), «μετά κάνατε τα παιδιά, κι ακόμα δεν έχετε φυτέψει τίποτα». Από ό,τι διάβασα πιο κάτω, ο φίλος μου φύτεψε το ίδιο καλοκαίρι μια λεμονιά ή και κάτι ακόμα.
Εγώ πάλι έχω προλάβει να φυτέψω κάτι ελιές ως παιδί, αν και δε βλάφτει φυσικά να προθέσουμε ακόμα κάνα δεντράκι. Όσο για τα άλλα δύο πράγματα που εκκρεμούν, δεν ξέρω σίγουρα αλλά μάλλον είναι κάτι που αξίζει να το σκεφτεί σοβαρά κανείς όντας σε σαμπάτικαλ, δεν είναι;
Σ.Σ. Στο κείμενο παραποιώ αρκούντως τη μνημειώδη φράση που λέει ο Ρούτγκερ Χάουερ στο Χάρισον Φορντ (ή στο θεατή, μάλλον) στην κλασική σκηνή της τελικής σύγκρουσης στην ταινία Blade Runner του Ρίντλεϊ Σκοτ: I've seen things you people wouldn’t believe. Attack ships on fire off the shoulder of Orion. I watched C-beams glitter in the dark near the Tannhauser gate. All those moments will be lost in time, like tears in rain. (Και συμπληρώνει “Time to die.” όπου εμείς βέβαια χτυπάμε ξύλο...). Οι μάταιες γενεαλογίες προέρχονται από μια φράση που βούτηξα σε μια παλιά ανάρτηση (εκτός συμφραζομένων, φυσικά) από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
31/1/13
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Χμμμ... Για να επικαλείσαι ΕΣΥ ταινίες σάιενς φίξιον - και μάλιστα άνκατ βέρσιονς - σημαίνει ότι είσαι σε οριακή κατάσταση.
Σκέφτηκες να τους πεις "ναι, δέχομαι να μείνω για πάντα δούλος" και να περάσεις το υπόλοιπο τής ζωής σου ως πλάνητας επιστήμων;
(Αν και με την καπιταλιστική κρίση, πιθανολογώ ότι ούτε δούλους δεν μπορούν πια να σιτίζουν.)
Αν κατάλαβα, φαντασιώνεσαι ότι θα έρθεις στην πατρίδα και τα πρωινά θα κάνεις βαρκάδα στο πέλαγος και το βράδυ θα γράφεις τα απομνημονεύματά σου. Δεν είναι άσχημα, και ο Χέμινγουαίη έτσι έκανε. Βέβαια, τελικά αυτοκτόνησε, αλλά τρέχα γύρευε γιατί... Ίσως επειδή ΕΙΧΕ ΔΕΙ την πύλη τού Τανχόιζερ.
Εγώ φαντασιώνομαι να γίνω μεγαλοεισοδηματίας!
Μια που έχεις πάρει αβέρτα τα θρησκευτικά κείμενα (Κοράνι, Βίβλο...), διάβασε τις Ουπανισάδες. Ο Τζαννετάκης έλεγε ότι εκεί μέσα υπάρχει ότι χρειάζεται ένας άνθρωπος - και έγινε πρωθυπουργός.
Λοιπόν, καλή επιστροφή, καλή πατρίδα!
Και ΜΗΝ περιμένεις να συμπληρώνονται 7ετίες για να κάνεις σημαντικές στροφές στη ζωή σου. Ένας ελεύθερος άνθρωπος ΠΑΝΤΑ μπορεί να κάνει λάθη!
:-)
Idom
Στάσου, έχω κι άλλα, πιo ενθαρρυντικά!
Σήμερα είναι η πρώτη μέρα τής υπόλοιπης ζωής σου!
Όταν επιθυμείς κάτι πολύ, όλο το Σύμπαν (δηλαδή, γονείς, θείες, θείοι, συγγενείς, γνωστοί) συνωμοτεί, γιατί έτσι κάνει πάντα.
Η ζωή είναι σαν ένα κουτί με σοκολατάκια. Να τα τρως ένα ένα γιατί παχαίνουν.
(Για αυτό είναι οι διδικτυακοί φίλοι!)
Idom
Βασικά δεν υπάρχει λάθος στιγμή για να γυρίσει κανείς στην Ελλάδα. Παρόλα τα χάλια, παραμένει Ελλάδα. Ξέρεις, αυτή με τον ήλιο, το ξυδάτο χταπόδι και το τάβλι κάτω απ'το μεγάλο πλατάνι.
ωραία είναι. :)
Δημοσίευση σχολίου