Πρόεδροι, Υπουργοί, Αρχηγοί και ποικίλων εθνοτήτων άρτι αποφοιτήσαντες αξιωματικοί. Δεν έχουν ανάγκη από τηλεκάρτες, φαντάζομαι.
Ο Δίκας με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Στον Έβρο ήμουνα τάχα μου «παλιός», αλλά εδώ, μετά τη μετάθεση στην περιοχή τέως διοικήσεως πρωτευούσης, δεν ήμουν σίγουρος ακριβώς πώς ήτανε τα κόζια. Κοιτάχτηκα κι εγώ να δω αν ήμουν αγιάλιστος ή ακομβίωτος ή αξύριστος. Δεν ήμουν τίποτα από τρία. Αδιάφορος ίσως. Αυτό σίγουρα. Κοίταξε ξανά το φύλλο πορείας και κούνησε το κεφάλι.
- Καρωτή Διδυμοτείχου, ε;
Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να απαντήσω με κάποιο μεγαλοπρεπές «μάλιστα», αλλά ακολούθησα τον άγραφο κανόνα που λέει ότι η σιωπή είναι χρυσός. Βλέπε, άκου, μη μιλάς. Δεν επέμεινε.
- Τι ειδικότητα είπαμε έχεις;
Άφησα το χρυσό και απάντησα όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις.
- Τεχνικός Αποθηκάριος Γραφέας, κύριε Διοικητά.
Ξανακούνησε το κεφάλι.
- Μαλακία ειδικότητα, είπε. Άχρηστη είναι.
Για πρώτη φορά μετά από δέκα μήνες στον Ελληνικό Στρατό, αισθάνθηκα τέτοια ταύτιση με δήλωση αξιωματικού. Μου έγινε λίγο πιο συμπαθής.
- Είσαι και γιωτάς... Τι να σε κάνω εδώ που σε στείλανε, μου λες;
Υπέθεσα ότι η ερώτηση ήταν ρητορική και επανήλθα στο χρυσό κανόνα. Άλλωστε η απάντηση ήταν στις δικές του αρμοδιότητες, όχι στις δικές μου. Περιμένοντας να αποφανθεί ο ίδιος για το δέον γενέσθαι, περιεργάστηκα το γραφείο του. Εντόπισα ένα μισοάδειο μπουκάλι Τζόνυ καβατζωμένο πίσω από κάτι φακέλους. Δεν είναι το πάθος μου, αλλά συμπαθώ τους ανθρώπους με πάθη. Μου έγινε λιγάκι ακόμα συμπαθέστερος, παρόλα τα γαλόνια. Όχι και πολλά, δηλαδή, Τχης (ΠΖ). Μπορεί και να με πέρναγε λίγα χρόνια σε ηλικία.
- Ο καταδρομέας απολύεται, ίσως θα έπρεπε να σε βάλω στο πόστο του…
Πρέπει να έγινα μπλε μέσα σε δευτερόλεπτα· από γιωτάς σε καταδρομέας είναι μεγάλη η απόσταση. Καλύτερα στον Έβρο…
- …στο πρατήριο. Θα πουλάς τηλεκάρτες, κατά βάση. Άλλο οι υπηρεσίες στο λόχο διοικήσεως, θα τις κάνεις κανονικά.
Ανάσανα.
- Τράβα στον καταδρομέα να σου παραδώσει.
Χαιρέτησα μετά προσοχής και ρώτησα τους απέξω πού είναι το πρατήριο. Ήταν κολλητά σε κάτι μεγαλογραφεία που μπαινόβγαιναν μεγαλοκαραβανάδες, μπροστά στους οποίους ο Τχης ήταν ένα τιποτένιο σκουλήκι. Κακοσημαδιά, γαμώτο· σκέφτηκα ότι θα με έτρωγε το ξύρισμα και το γιάλισμα και το κομβίωμα με τέτοιους γειτόνους. Ο καταδρομέας με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες: «Καλώς την απαλλαγή μου» κι έτσι. Μετά τα τυπικά (Τι σειρά είσαι, από πού είσαι, ξέρεις κανέναν Τάδε, πού ήσουνα πριν έρθεις, πω πω πίκρα κλπ.), περάσαμε στο παρασύνθημα. Κόλλησε στην πόρτα ένα χαρτάκι που έγραφε «Κλειστόν λόγω απογραφής». Κλείδωσε από μέσα και έχωσε τα κλειδιά σε μια τσέπη. Ένας αντισυνταγματάρχης χτύπησε το τζάμι.
- Κλείσαμε, είπε ο καταδρομέας, και του έδειξε το χαρτάκι.
- Μια τηλεκάρτα θέλω μόνο, ακούστηκε ο Άνχης απέξω.
- Από αύριο, στο παιδί, αδιαφόρησε ο καταδρομέας, δείχνοντάς με.
Το παιδί είχε γίνει λίγο μελιτζανί. Αυτός θα απολυόταν, αλλά εγώ θα έμενα πίσω.
- Χυλόπιτα στον Άνχη;
Σήκωσε τους ώμους.
- Από τέτοιους γεμάτος είναι ο τόπος. Άμα φανεί Σχης και βάλε το συζητάμε, αλλά και πάλι… στ’ αρχίδια μου. Και στα δικά σου, μη μασάς.
Ακολούθησα κι εδώ το χρυσό κανόνα. Ο καταδρομέας έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. Μου το πρότεινε.
- Έχω καπνό, του είπα, για στρίψιμο.
- Έχεις και χαρτάκια;
- Έχω.
- Πιάσε τρία.
Ώπα. Η στρατιωτική εμπειρία με είχε διδάξει ότι τα χαρτάκια σε τριάδες δεν δίνονται για να στριφτούν τρία νορμάλ τσιγάρα, αλλά ένα και μόνο τρίφυλλο. Σκέφτηκα ότι ήθελε απλώς να κάνει το κομμάτι του και του έδωσα τα τρία χωρίς αντίρρηση. Κράτησα κι ένα τέταρτο για πάρτη μου. Ενώ έστριβα τον παρατηρούσα να κολλάει τα δύο σε σειρά και το τρίτο εγκάρσια. Ύστερα θρυμμάτισε δυο τσιγάρα και άδειασε τον καπνό στο τριπλό χαρτάκι. Από μια εσωτερική τσέπη έβγαλε ένα σακουλάκι με ένα ξεραμένο βοτάνι που όποιος δεν έχει πάει στρατό μπορεί να το περάσει και για ρίγανη. Έριξε κάποια θραύσματα μέσα στο βουναλάκι του καπνού.
- Μας βλέπουν, επεσήμανα. Το πρατήριο ήταν ουσιαστικά ένα γυάλινο κουβούκλιο, ορατό από παντού.
- Είναι πίσω από τον πάγκο, δε φαίνεται, είπε ψύχραιμα ο καταδρομέας. Μου δίνεις πάλι τα χαρτάκια σου;
Του τα έδωσα. Έκοψε ένα χαρτονάκι από το πακετάκι και το τύλιξε για να κάνει τζιβάνα. Ύστερα τύλιξε όλο το σχηματισμό ως μακρόστενο χωνάκι, και το χαρτί που περίσσευε στην ανοιχτή πλευρά το έστριψε μέχρι που έγινε σα φυτιλάκι. Ακούμπησε το τρίφυλλο στον πάγκο. Θεώρησα ότι η παράσταση είχε λάβει τέλος, όταν με ρώτησε:
- Έχεις φωτιά;
- ΕΔΩ θα το πιείς;
- Ναι, γιατί; Εσύ δε θες;
- Μπα, όχι, δεν παίρνω ναρκωτικά.
Ο καταδρομέας με κοίταξε με ύφος συγκαταβατικό.
- Σε καταλαβαίνω, είπε. Έριξε μια εξεταστική ματιά γύρω γύρω και συνέχισε.
- Κι εγώ, φιλαράκι, τα ναρκωτικά δεν τα γουστάρω.
- Ορίστε;
- Δεν τα γουστάρω, ρε παιδί μου. Σου χαλάνε το μυαλό.
Ψαχούλεψε κάτω από το πάγκο και ανέσυρε έναν αναπτήρα. Άναψε το μπάφο από το φυτιλάκι, τράβηξε μια-δυο τζούρες απανωτές. Μια γλυκερή μυρωδιά καννάβεως ανέβλυσε στην ατμόσφαιρα. Άρχισα να μετράω νοερά μέρες φυλάκισης, μήνες καλύτερα, άμα μας έκαναν τσακωτούς. Έξω από το γυάλινο κουβούκλιο πέρναγαν αξιωματικοί ομαδόν. Κάποιος ξέκοψε και χτύπησε το τζάμι της πόρτας. Ο καταδρομέας δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, του έδειξε το σημείωμα. Ο άλλος το διάβασε, απομακρύνθηκε. Ο καταδρομέας συνέχισε να καπνίζει αμέριμνος.
- Τις προάλλες ήμουνα σκοπιά στο φυλάκιο με άλλους τρεις. Θα μας αλλάζανε την άλλη μέρα. Τι ήθελα; Την ησυχία μου ήθελα. Έκανα το τσιγαράκι μου (έδειξε το μπάφο) κι έπεσα να κοιμηθώ. Αλλά πού να με αφήσουν οι μαλάκες;
- Δε σε άφησαν; ρώτησα κοιτώντας ανήσυχα γύρω γύρω.
- Όχι, τα μουνιά. Ο ένας είχε χαπάκια έκστασι, ο άλλος κόκα, ο τρίτος δεν ξέρω τι, τριπάκι. Είχανε βάλει μουσική φουλ και χορεύανε, χτυπιόντουσαν σα μαλάκες όλη νύχτα. Και δεν ακούγανε τίποτα που τους έλεγα να σκάσουνε, στ’ αρχίδια τους όλα. Και δε με αφήσανε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Κατάλαβες; Τους μαλάκες...
Άφησε το τρίφυλλο να σβήσει φτάνοντας στη τζιβάνα. Διέλυσε τα υπολείμματα στο τασάκι. Άπλωσε τα πόδια σε μια μπροστινή καρέκλα και κοίταξε το ταβάνι.
- Γι' αυτό σου λέω, φιλαράκι, εγώ τα ναρκωτικά δεν τα γουστάρω.
Ένα χτύπημα ακούστηκε πάλι. Γύρισα και είδα το Δίκα να μου γνέφει από την πόρτα να του ανοίξω. Η φούντα ακόμα βρωμούσε παντού. Πάγωσα.
- Τι γαλόνια; Ρώτησε ο καταδρομέας μέσα στη νιρβάνα του.
- Τχης, είπα, αλλά βασικά είναι ο...
- Χέστονε.
Ο Δίκας φώναζε κάτι απέξω. Κοίταξα με απόγνωση τον καταδρομέα που είχε προσηλωθεί στο ταβάνι με αφοσίωση. Κάποια στιγμή εδέησε να ρίξει ένα βλέμμα στον αγανακτισμένο Τχη. Του έκανε νόημα «τι θες;». Ο Δίκας έδειξε ανακουφισμένος.
- Όταν τελειώσετε με την παραλαβή, ο νέος να μου φέρει δυο ξυραφάκια. Στο λόχο.
Ο καταδρομέας ύψωσε τον αντίχειρα σε ένδειξη κατανόησης. Ύστερα ξαναπροσηλώθηκε στο ταβάνι. Ο Τχης απομακρύνθηκε με ελαφρά πηδηματάκια. Με έπιασε μια ξαφνική ανάγκη να βάλω τα γέλια. Όχι από τις αναθυμιάσεις. Αλλά κρατήθηκα προσώρας.
- ...δεν τα γουστάρω τα ναρκωτικά, λέμε, ακούστηκε ένα μουρμουρητό δίπλα μου.
Ύστερα έπεσε σιωπή, για πολλή ώρα.
Σ.Σ. Είναι παρατηρημένο ότι κάτι με πιάνει στις εθνικές επετείους και το μυαλό μου επιστρέφει στην περίοδο της θητείας μου, κάπου στη δεκαετία του 1990 που τα κινητά δεν ήταν πολύ διαδεδομένα και υπήρχαν ακόμα τηλεκάρτες. Αντιθέτως, τα ναρκωτικά διαφόρων τύπων ήταν εξαιρετικά διαδεδομένα στο στράτευμα, και εικάζω ότι ακόμα θα είναι.
Τη φωτό της αποφοίτησης των Ευελπίδων της τάξης του 2010 τη βούτηξα από ένα μπλογκ στρατιωτικού (έως μιλιταριστικού) ενδιαφέροντος, αλλά επειδή το δικό μου ενδιαφέρον για αυτά τα θέματα περιορίζεται όπως είπαμε στις εθνικές επετείους, λέω να μη βάλω σύνδεσμο, κόντρα στις περί κλοπυράιτ αντιλήψεις του ιστολογίου.
Ατυχώς στην Ολλανδία η 25η Μαρτίου είναι μια μέρα σαν τις άλλες.
25/3/11
Άχρηστη ειδικότητα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
κι εγώ που νόμιζα πως θα μας έλεγες καμιά ιστορία από την Ικαρία...
:)))
(σε πειράζω).
Καλησπέρα Βασίλη.Εμείς,εδώ,αργία.Αλλά μάλλον είμαστε σε αργία από καιρό και δε μας το έχουν πει.
Δημοσίευση σχολίου