Σύννεφα περασμένα στ’ ουρανού το γαλάζιο, λευκά καλλίγραμα που γκριζάρουν στο βάθος των κροτάφων και παίρνουν το χρώμα των βουνών ώς την αρμύρα της θάλασσας. Αμάθητος από φωνές αλλιώτικες κατά πως επλάστηκαν, απορείς που ακόμα και τα βάτα ανθοφορούν – λεπτές, διάφανες ταξιανθίες που ωριμάζουν βατόμουρα να γλυκαίνουν το διάβα σου τ’ αποκαλόκαιρα. Κάθε στροφή και χρώματα, αναστροφή και αρώματα. Της απαντοχής και των αισθήσεων. Καθώς η θέα εκτείνεται μαγευτική ώς των κυμάτων το ανάβλεμμα και των ερώτων τα πάθη, ίσαμε την κορυφή του Ολύμπου και την παιδική σαν αιώρα στης γαζίας το μπράτσο – κούνια κουνιαμπέλα και γρατζουνιά στο γόνατο της άγρυπνης μνήμης, ιδρωμένη φανέλα στης αλάνας το ηλιόκαμμα και κορίτσια με χτένες σε μπαλκόνια ακατάδεχτα που τα λέγαν Ζηζή και Ελένη και Δέσποινα, Βασούλα και Μέλπω...
Ποιους να καλέσεις, να θρηνήσεις ποιους, σε τούτο το αβέβαιο μεθύσι που τρεκλίζει από αλησμονιά και θύμηση, μέρες Μαγιού που μίσεψαν απάνω σε άστρα ιππεύοντας τη θεόρατη νιότη. Τον Τάκη και τον Θοδωρή, τον Νίκο, τον Αλέκο, τον Μανώλη, όνειρα και θυμούς που ταξίδευαν με οτοστόπ προτού ροδίσει ο χρόνος. Τους άγνωστους με τα παράξενα ονόματα που τους κλήρωσαν με θηλιές στις γειτονιές του κόσμου, βύζαξαν μαύρο γάλα από μανάδες ανεόρταστες, γνώρισαν μύριες προσβολές των τεχνουργών του ερέβους που θύουν ακροβλασταρα και ιδεοφορούν χαμούς και ολέθρους...
Εδώ, όλα γύρω ανεμίζουν στο φως το μαγιάτικο. Ζητάς συγγνώμη, για τα βδελυρά και τα ανόσια, από τις εύθικτες παπαρούνες, και κοκκινίζουν οι αισχυντηλές, πλάι στης λαψάνας το κίτρινο και στο ροζ χωνάκι από παλιό γραμμόφωνο. Δοκιμάζουν στου καλοκαιριού το κατώφλι τα πανιά οι ιστιοπλόοι. Μπύρα, μπλοκάκι και στυλό, πρωτόχερα κεράσια, αράντιστα. Άνοιξη, λες, και βγαίνει ένα παράπονο...
Ποιους να καλέσεις, να θρηνήσεις ποιους, σε τούτο το αβέβαιο μεθύσι που τρεκλίζει από αλησμονιά και θύμηση, μέρες Μαγιού που μίσεψαν απάνω σε άστρα ιππεύοντας τη θεόρατη νιότη. Τον Τάκη και τον Θοδωρή, τον Νίκο, τον Αλέκο, τον Μανώλη, όνειρα και θυμούς που ταξίδευαν με οτοστόπ προτού ροδίσει ο χρόνος. Τους άγνωστους με τα παράξενα ονόματα που τους κλήρωσαν με θηλιές στις γειτονιές του κόσμου, βύζαξαν μαύρο γάλα από μανάδες ανεόρταστες, γνώρισαν μύριες προσβολές των τεχνουργών του ερέβους που θύουν ακροβλασταρα και ιδεοφορούν χαμούς και ολέθρους...
Εδώ, όλα γύρω ανεμίζουν στο φως το μαγιάτικο. Ζητάς συγγνώμη, για τα βδελυρά και τα ανόσια, από τις εύθικτες παπαρούνες, και κοκκινίζουν οι αισχυντηλές, πλάι στης λαψάνας το κίτρινο και στο ροζ χωνάκι από παλιό γραμμόφωνο. Δοκιμάζουν στου καλοκαιριού το κατώφλι τα πανιά οι ιστιοπλόοι. Μπύρα, μπλοκάκι και στυλό, πρωτόχερα κεράσια, αράντιστα. Άνοιξη, λες, και βγαίνει ένα παράπονο...
Πέτρος Μανταίος
Ελευθεροτυπία – 17 Μαΐου 2004
3 σχόλια:
"Δοκιμάζουν στου καλοκαιριού το κατώφλι τα πανιά οι ιστιοπλόοι.";;; Τι ακριβώς προσπαθείτε να μας πείτε με αυτό, κύριε Β.;
Λ.Ε.
Χμ, μάλλον έχετε διαβάσει την προγενέστερη ανάρτηση με τίτλο "Ανεμολόγιο" και πάτε να με στριμώξετε, ε;
Δεν επέλεξα το κείμενο για ιστιοπλοϊκούς λόγους, αλλά πάντως ταιριάζει - ευχαριστώ για την επισήμανση, αγαπητ(;)-έ, -ή.
Για την ιστορία, ο κ. Μανταίος δημοσιογραφεί στην Ελευθεροτυπία μέχρι σήμερα, έχει μια στήλη που ήταν επί χρόνια στη δεύτερη σελίδα (τώρα έχει αλλάξει η σελιδοποίηση και δε θυμάμαι πού ακριβώς είναι). Είμαι τακτικός αναγνώστης του - είχα διαβάσει και ένα συμπαθέστατο βιβλιαράκι που είχε δημοσιεύσει πριν καμιά εικοσαετία με τίτλο "Ποδηλάτης με βατραχοπέδιλα". Πολλά χρόνια μετά διάβασα στη στήλη του ότι κατάγεται (εκ μητρός) από την Ικαρία, από την περιοχή της Περαμεριάς, πράγμα που (γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε) μου τον κατέστησε έτι συμπαθέστερο.
-ή, κύριε Β., -ή...
:-)
Λ.Ε.
Δημοσίευση σχολίου