Κυλάει το ταξίδι πάνω σου και φεύγει. Και είναι μαζί ό,τι κρατάς κι αυτό που χάνεις. Βουνά, χωριά, πολιτείες, ποτάμια. Κάμποι ατέλειωτοι με κυματιστά στάχυα. Σπίτια λευκά και κεραμίδια λαμπερά μιας βροχής ολοκόκκινης. Χάντρες αναλυτές, κεχριμπαρένιες. Ήλιος αιμάτινος. Κορίτσια που μαζεύουν τα φουστάνια στα γόνατα και περπατούν αέρινα επί των υδάτων πλέκοντας δαντέλες στων αγοριών τα μαντίλια, καθώς ολοένα ζυγώνει το πανηγύρι. Ακούραστο πλακόστρωτο που αναδεικνύει την ψάθινη καρέκλα πλάι στο βαθυπράσινο, σταυροποδημένο τσίγκινο τραπεζάκι, υπό τους ευκαλύπτους. Η αλάνα των παιδικών σου χρόνων, με μια γιγάντια ορθοπεταλιά, πέταξε σ’ αυτό το ακροθαλάσσι του Κορινθιακού...
Μάιος και μακαρίζεις την έμπνευση να διασχίσεις την Ελλάδα, μοναχικός περιηγητής, από Βορρά σε Νότο. Ευλογημένος τόπος. Χαδιάρης. Συνεπαρμένος από σεντεφένια σύννεφα. Τοπίο που ελληνοπρέπει. Αλμυρό ώς την εκπνοή των κυμάτων, καθάριο ως των βουνοκορφών τη μέθη. Αιώνες σμαραγδένια θύμηση γεμίζει τους ασκούς κρασί, μουσική και δροσερές καλημέρες. Με χείλια ευωδιαστά που συλλαβίζουν τον ανάπαιστο, και κνήμες προαιώνιες που στροβιλίζουν τον ζεϊμπέκικο πάνω σε μελανόμορφους κρατήρες. Τοπίο γλυμμένο μ’ ανεμοδαρμούς στα εξαίσια βράχια. Ρυτιδωμένες εξάρσεις που από τις μασχάλες τους άφθονο ρέει νερό και μέλι θυμαρίσιο...
Τοπίο ελληνικό, ευλαβικό και βλάσφημο. Τη μία γαληνεύει, την άλλη ηφαιστιώνεται. Που πολεμάει ν’ αγιάσει, μ’ έναν μονάχα κόμπο αλάτι στην αξάκριστη έρημο. Στην αιχμηρή συνουσία του στεναγμού και του γέλιου, της αφής και του κενού. Όπου τα λόγια συλλαβίζονται, λέξη λέξη, με τ’ όνομά τους. Και όπου τίποτα, μα τίποτα, δεν ηχεί παράξενο, γιατί τίποτα δεν είναι ξένο με τ’ άλλα...
Μ’ έναν ταξιδιωτικό σάκο σ’ ένα υπεραστικό λεωφορείο, με παίρνουν τα χρόνια και με πάνε στις χιλιάδες ποθητές αγκαλιές του τόπου μου...
Πέτρος Μανταίος
Ελευθεροτυπία – 14 Μαΐου 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου