Πλήθη συνωθούμενα προς το επιχειρείν (φωτό από το enet.gr)
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Αυτή τη φορά ήμουν οργανωμένος, να μην την ξαναπατήσω. Εμφανίστηκα στον ΟΑΕΕ με το σύνολο των χαρτιών συμπληρωμένων μέχρι κεραίας και με μια γαλήνια σιγουριά ότι θα φύγω με όλες τις απαραίτητες βεβαιώσεις πολύ πριν τις κρίσιμες δωδεκάμισι που έκλεινε. Πρώτη του μηνός κιόλας, ώστε να μην πάνε τζάμπα τα ασφάλιστρα. Έφτασα μπροστά στο ταμείο στα γρήγορα, καθώς μπροστά μου ήταν μόνο μια άλλη «επιχειρηματίας» της δικής μου κατηγορίας μισθωτού με μπλοκάκι που η υπάλληλος την ξαπόστειλε σε δευτερόλεπτα να πάει να φέρει κάμποση χαρτούρα και να επανέλθει. Ακούμπησα το φάκελο με τη δική μου χαρτούρα στο περβάζι του γκισέ. Η υπάλληλος με κοίταξε μέσα από το παράθυρο με μια ορισμένη καχυποψία.
- Τι θα θέλατε;
- Μια βεβαίωση για έναρξη επαγγέλματος, είπα χαρούμενα.
- Να δω τι χαρτιά έχετε εκεί πέρα.
Της ενεχείρισα βεβαίωση για την έδρα, φωτοτυπία ταυτότητας, αίτηση, απογραφικό, Ε9, ΑΜΚΑ, εκκαθαριστικό της εφορίας για το ΑΦΜ, φωτοτυπία καρτέλας ενσήμων ΙΚΑ και υπεύθυνη δήλωση ότι όλα τα παραπάνω είναι ακριβή.
- Τι επιχείρηση θα ανοίξετε;
- Δε θα ανοίξω επιχείρηση. Μισθωτός με μπλοκάκι θα είμαι.
Έκανε κάτι σαν «αχά» και μετά «μμμ...» και μετά ρώτησε πολύ σοβαρά:
- Σύμβαση έχετε;
- Έχω, αλλά τι σημασία έχει;
- Πώς δεν έχει... Δε μου τη δίνετε κι αυτήν καλού κακού;
- Μα αυτό είναι ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ τρίτων, δεν αφορά τον ΟΑΕΕ.
- Πώς, πώς... Εμάς μας έχουν πει να βάζουμε και τις συμβάσεις, αλλιώς πρέπει να κάνετε ατομική επιχείρηση, όχι παροχή υπηρεσιών.
- Δεν κατάλαβα.
- Δεν πειράζει. Δώστε μου τη σύμβαση και 111,15 ευρώ.
Της τα έδωσα. Διευκρίνισα και την έναρξη της ασφάλισής μου προ του 1993 που δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τα ένσημα του ΙΚΑ. Μου έδωσε ένα χαρτάκι συμπληρωμένο.
- Τελειώσαμε; Το πάω στην εφορία;
- Όχι, το πάτε στον κύριο στο διπλανό γκισέ για υπογραφή. Μετά το πάτε στην προϊσταμένη στον 1ο όροφο. Μετά το πάτε στο πρωτόκολλο. Μετά το πάτε ξανά στην προϊσταμένη για υπογραφή. Μετά το ξαναφέρνετε σ’ εμένα.
Ολοκλήρωσα τη διαδικασία σε λιγότερο από μισή ώρα, αφού έκανα λίγο παρέα στην προϊσταμένη που κάπνιζε το τσιγαράκι της σε μια βεραντούλα («δε μπαίνω μέσα, απαγορεύεται το κάπνισμα και πρέπει να δίνω το καλό παράδειγμα»). Κατέφθασα πάλι στο ταμείο, χαρτιά πήγαν και ήρθαν. Μου έδωσε μια προσωρινή ενημερότητα για την έναρξη στην εφορία. Ρώτησα για βιβλιάριο υγείας.
- Τι, από τώρα;
- Μα τώρα ασφαλίστηκα σε εσάς.
- Όχι ακόμα, σε τέσσερις μήνες. Πρέπει να μας πληρώσετε δύο δίμηνα.
- Ε, να σας πληρώσω προκαταβολικά.
- Δε γίνεται, δεν εισπράττουμε λεφτά εμείς. Μόνο στην τράπεζα ή το ταχυδρομείο. Θα σας έρθει στο σπίτι η ειδοποίηση. Θα πρέπει να περιμένετε. Μόλις κάνετε την έναρξη θα μας φέρετε τη βεβαίωση που θα σας δώσουν, εντάξει;
- Και μετά;
- Μετά θα σας δώσουμε μια άλλη βεβαίωση για να πάτε ξανά στην εφορία να θεωρήσετε βιβλία και στοιχεία.
Πήγα στην εφορία το άλλο πρωί, κάμποση ώρα πριν τις οχτώ που ήταν να ανοίξει· το είχα δει το έργο με τους κλειδάριθμους. Με κόπους και βάσανα πήρα το νούμερο 33 στο Μητρώο. Μέχρι τις εννιάμιση είχαν εξυπηρετήσει βία μέχρι το είκοσι, ενώ τα νούμερα είχαν φτάσει γύρω στο 250. Ύστερα ένας κυριούλης φώναξε «όσοι είναι ΜΟΝΟ για κλειδάριθμο μπορούν να πάνε και στο πρωτόκολλο». Μέγα σφάλμα· κάμποσοι πήγαν εκεί ίσα για να ανακαλύψουν ότι έπρεπε να κάνουν και αλλαγή στοιχείων παράλληλα, με αποτέλεσμα να γίνουν οι αριθμοί κουλουβάχατα και να αρχίσουν να μαλλιοτραβιούνται με τους υπαλλήλους. Για πρώτη φορά λυπήθηκα τους υπαλλήλους, καθώς κάμποσοι από τους αναμένοντες δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν τι τους έλεγαν, απλά φώναζαν. Δημιουργήθηκε ένα πανδαιμόνιο, μέσα στο οποίο μου φάνηκε πως άκουσα τον αριθμό μου.
Χώθηκα στην πόρτα του Μητρώου. Πίσω μου χώθηκε μια στρογγυλή μεσόκοπη ξανθιά. Μια εξίσου στρογγυλή μεσόκοπη μελαχροινή μας κοιτούσε βλοσυρά πίσω από το γκισέ. Αλλά πολύ βλοσυρά.
- Τι θες;
- Έναρξη επαγγέλματος, είπα όσο πιο σταθερά μπορούσα.
- Κλειντάριθμο, ακούστηκε η ξανθιά. Μιλούσε με έκδηλα ξενική προφορά.
- Να πας στο πρωτόκολλο εσύ. Εσείς κύριε ελάτε.
- Μα εκεί είπανε έρτω εντώ. Άλλη ταυτότητα, λέει, έρτω εντώ.
- ΝΑ ΠΑΣ ΕΞΩ, ύψωσε τους τόνους η μελαχροινή. Σειρά έχει ο κύριος.
Ο κύριος δεν ήταν πολύ βέβαιος ότι όντως έχει σειρά, οπότε καλού κακού είπε «έχω το τριαντατρία». Η ξανθιά είχε κάτι σε σαραντακάμποσο, οπότε ησύχασα. Εκείνη δεν ησύχαζε όμως.
- Μα κυρία πρωτόκολλο είπε έρτω εντώ.
- ΕΞΩ ΣΟΥ ΛΕΩ, ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;
Βγήκε χτυπώντας την πόρτα. Η μελαχροινή μουρμούρισε κάτι σαν «έχουνε μαζευτεί όλες οι Λάουρες από τη Βουλγαρία...» κι ύστερα γύρισε και με κοίταξε όλο γλύκα και χαμόγελο. Ήθελα να της διευκρινίσω ότι οι Λάουρες είναι από την Αλβανία μάλλον και επιπλέον ότι η ξανθιά κράδαινε ένα ελληνικότατο δελτίο ταυτότητας οπότε θα μπορούσε να είναι Ρωσοπόντια ή οτιδήποτε, αλλά σκέφτηκα ότι μάλλον δεν ήταν της παρούσης.
- Λοιπόν, πρέπει να συμπληρώσετε ένα Μ2...
- Εδώ το έχω.
- ...και θέλω και μια βεβαίωση για την έδρα σας...
- Ορίστε, νάτη.
- ...και μια φωτοτυπία ταυτότητας – α, την έχετε, έκτακτα, έκτακτα!
- Κι εδώ βεβαίωση από το επιμελητήριο και τον ΟΑΕΕ. Και η σύμβαση με το Ινστιτούτο για...
- Αχ, τι ωραία, μπράβο σας κύριε, όλα τακτοποιημένα. Λοιπόν, για να δω το ΑΦΜ σας... α, ναι, μόλις μας ήρθατε από την κατοίκων εξωτερικού. Ήσασταν έξω;
- Ναι εργαζόμουν στο εξωτερικό. Στην Ολλανδία.
- Αχ, ωραία θα ήταν εκεί. Τι λένε για μας εκεί τώρα με την κρίση;
- Τα χειρότερα, τη διαβεβαίωσα. Ότι τους τρώμε τα λεφτά.
- Τι να πεις... είπε κουνώντας το κεφάλι. Λοιπόν, αυτό το χαρτί θα το πάτε στον ελεγκτή. Μετά στο πρωτόκολλο. Μετά στον προϊστάμενο. Μετά πάλι εδώ. Εντάξει, κύριε;
- Ποιος είναι ο ελεγκτής;
- Ο κύριος που κάνει τον τροχονόμο και φωνάζει τα νούμερα.
Βρήκα τον τροχονόμο σε μια διασταύρωση να στέλνει πεζούς στο πρωτόκολλο. Του είπα τι θέλω, μου είπε να πάω στο γραφείο του και να περιμένω. Περίμενα κάνα τέταρτο μέχρι που εμφανίστηκε. Περιεργάστηκε το χαρτί.
- Τι παροχή υπηρεσιών;
- Βιολόγος ερευνητής, είπα. Γράφει τον Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας.
- Βλέπω έχετε και για μαθήματα.
- Άμα κάτσει κανένα...
- Και θα κόβετε και αποδείξεις;
- Έτσι δεν είναι το σωστό;
Χάρηκε που θα έκανα το σωστό. Έγραψε ότι δεν απαιτείται επιθεώρηση της έδρας και διάφορα άλλα που δεν έβγαζα. Δεν του έφτανε ο χώρος και συνέχιζε στα πριθώρια. Στο τέλος κόντεψε να μουτζουρώσει το σύμπαν. Έμεινε λίγος χώρος από πάνω, έβαλε υπογραφή και σφραγιδάκι.
- Λοιπόν, πρωτόκολλο, προϊστάμενο, ξανά σε εμένα, ξανά μητρώο, κατάλαβες;
- Κατάλαβα, αλλά στο πρωτόκολλο γίνεται χαμός.
- Μόνο για κλειδάριθμους. Εσύ θα πας μπροστά και θα πεις ότι θες αριθμό πρωτοκόλλου.
Έκανα όπως μου είπε, συγκεντρώνοντας τις κατάρες της ουράς. Είδα ότι η ουρά είχε φτάσει μέχρι το πενητακάμποσο, οπότε ανέμισα το 33 μου να φαίνεται. Δεν καταλάγιασε και πολύ το πράγμα, πάντως η υπάλληλος μου έδωσε αριθμό παραμερίζοντας έναν παππού.
- Μα σας είπα κύριε, πρέπει να πάτε στο Μητρώο, αφού έχετε άλλα στοιχεία στο τάξις θα πάρετε κλειδάριθμο από κει.
- Κι αυτός γιατί μου πήρε τη σειρά; ακούστηκε κάποιος από πίσω.
- Έναν αριθμό πρωτοκόλλου ήθελα, είπα βγαίνοντας.
«Κι εμείς» ακούστηκε κάποιος, «έναν αριθμό θέλουμε που κλειδώνει». Μετά ακούστηκαν χάχανα αλλά εγώ χώθηκα στον προϊστάμενο. Σκόνταψα στον ίδιο παππού που διαμαρτυρόταν ότι είναι ογδονταπέντε χρονών και δεν καταλαβαίνει τίποτα με τους αριθμούς και τα τάξις. Δεν είχε και πολύ άδικο, εδώ που τα λέμε. Πάνω στη σύγχιση εμφανίστηκε ο ελεγκτής-τροχονόμος. Ο προϊστάμενος με έδειξε με τα μάτια. Ο ελεγκτής ένευσε κάτι σαν «οκ, δικός μου». Ο προϊστάμενος είπε χαμηλόφωνα στον ελεγκτή να πάρει τον παππού και να τον πάει στο μητρώο να τον τακτοποιήσουν, χωρίς να μας πάρει είδηση όλος ο όροφος. Με κοίταξε. Σήκωσα τους ώμους. Ο ελεγκτής πήρε τον παππού και μου έκλεισε το μάτι. Ο προϊστάμενος πήρε το χαρτί και του έριξε μια ματιά.
- Τι γράφει ο μαλάκας τώρα, ούτε ο ίδιος ξέρει... Πού υπογράφω εγώ τώρα πού δεν έχει αφήσει χώρο;
- Από πάνω... είπα διακριτικά.
Έβαλε υπογραφή και ατομικό σφραγιδάκι. Ευχαρίστησα και βγήκα πάλι στο μαινόμενο πλήθος. Με λίγη προσπάθεια εντόπισα τον ελεγκτή να προσπαθεί να ξεσφηνώσει τον παππού από την πόρτα του Μητρώου, την οποία πολιορκούσαν κάμποσοι. Χώθηκα δίπλα τους και πέρασα μέσα.
- ΔΕ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΤΕΙΣ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ; ούρλιαξε στα μούτρα μου η μελαχροινή.
Προς στιγμήν τα έχασα, αλλά αντελήφθην ότι πίσω μου είχε σφηνωθεί πάλι η στρογγυλή ξανθιά .
- Μα είναι σειρά μου, είπε.
- ΟΧΙ, ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟ 33. ΑΝΤΕ ΠΟΥ ΣΑΣ ΜΑΖΕΨΑΜΕ ΕΔΩ ΠΕΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟ ΜΟΥΡΗ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΤΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ.
Η ξανθιά είπε κάτι σαν «Βρε άντε από δω που θα μας βάλεις και τις φωνές» πράγμα που οδήγησε τη μελαχροινή σε κρεσέντο απίστευτης έντασης που περιέλαβε όλα τα Βαλκάνια (και τις Βαλκάνιες, κυρίως), τους μετανάστες εν γένει και ειδικά τις Λάουρες. Με τα πολλά ο ελεγκτής παρενέβη και έβγαλε έξω την ξανθιά (που πιθανώς δεν είχε αντιληφθεί ότι ο όρος Λάουρα την αφορούσε) λέγοντας «έλα, ησύχασε, θα σε φωνάξω εγώ, εντάξει; Τώρα μόλις βγει ο κύριος...». Στο μεταξύ ο κύριος είχε μείνει άφωνος στη μέση του δωματίου, έτοιμος να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, με χρωματάκι από κόκκινο μέχρι βαθύ μελτζανί.
- Μα ελάτε, γιατί δεν έρχεστε; είπε προσηνέστατα η μελαχροινή από το γκισέ.
- Ε, ξέρετε, η ένταση αυτή...
- Σας σύγχισε και εσάς η βλαμμένη, ε; Έννοια σου, τώρα που θα έρθει θα τη σιγυρίσω. Σιγά μην την εξυπηρετήσω, άκου να βγάλει και γλώσσα... Τώρα θα δει τι θα της κάνω...
- Μην εξάπτεσθε... Άλλωστε κι εγώ μετανάστης ήμουν μέχρι χτες, είπα δίνοντας τα χαρτιά.
Με κοίταξε με μάτι γυάλινο.
- Και τι σχέση έχει αυτό;
- Ε, πώς δεν έχει... Κι αυτοί μετανάστες είναι.
- Μα ίσα κι όμοια είστε εσείς που είστε Έλληνας με όλους αυτούς που έχουνε μαζευτεί εδώ πέρα; Λοιπόν, ιδού η έναρξή σας. Δώστε ένα αντίγραφο στον ΟΑΕΕ κι ένα στο Επιμελητήριο, και με τις βεβαιώσεις θα πάτε μετά στον Κώδικα για θεώρηση. Από εμάς εδώ τέλος.
Τσέπωσα το μαγικό χαρτάκι ανακουφισμένος. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω τον ιεραπόστολο χωρίς μεγάλο κόστος, ίσως.
- Α, ευχαριστώ. Ναι, κοιτάξτε, όπως σας είπα, και στην Ολλανδία που ήμουνα κάποιοι Ολλανδοί σκεφτόντουσαν έτσι για τους Έλληνες...
- Πώς έτσι;
- Έτσι. Ότι μας έχουν μαζέψει εκεί πέρα και τους βγάζουμε και γλώσσα.
- Ε, όχι δα. Σιγά μην είναι οι Έλληνες σαν αυτούς τους βάρβαρους. Λοιπόν, ο επόμενος.
Βγήκα έξω ενώ η ξανθιά έμπαινε μέσα αγριεμένη. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά για να μην ακούσω τι άλλο θα παιχτεί. Πήγα σφαίρα και αγόρασα μπλοκ τιμολογίων και αποδείξεων, βιβλίο εσόδων-εξόδων και παρήγγειλα σφραγιδάκι με τα επαγγελματικά μου στοιχεία. Έβγαλα τρεις φωτοτυπίες την έναρξη. Ήταν ακόμα εντεκάμισι· έτρεξα μέχρι τον ΟΑΕΕ και έδωσα τη μία. Η γνωστή υπάλληλος αυτή τη φορά χαμογέλασε. Μου έδωσε την κανονική ενημερότητα για τον κώδικα σε πέντε λεπτά. Έτρεξα καπάκι στο Επιμελητήριο να δώσω άλλη μια φωτοτυπία. Η όμορφη και η όχι και τόσο όμορφη ήταν μόνες στο γραφείο. Έριξαν μια ματιά στους ΚΑΔ και μου επέστρεψαν τη φωτοτυπία μαζί με ένα αντίγραφο του νόμου που βεβαίωνε ότι δεν χρειάζομαι τίποτα από αυτές. Δε μου έριξαν δεύτερη ματιά.
Πέρασα το απόγευμα αριθμώντας και σφραγίζοντας φύλλα τιμολογίων και αποδείξεων. Την άλλη μέρα ξαναπήγα στην εφορία, αργούτσικα αυτή τη φορά. Στο γραφείο που έγραφε ΚΒΣ δεν υπήρχε ψυχή. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μια υπάλληλος από κάπου.
- Συγγνώμη, είπε, αλλά τρέχω και βοηθάω στο Μητρώο, δεν ξέρετε τι χαμός γίνεται...
- Ξέρω, είπα, πώς δεν ξέρω...
Της έδωσα την τρίτη φωτοτυπία, τη βεβαίωση και το νόμο, μαζί με το βιβλίο για θεώρηση.
- Δε χρειάζεται, δε θεωρούνται πια. Μπορείτε και σε ένα αρχείο στον υπολογιστή σας.
Της έδωσα το μπλοκ με τα τιμολόγια.
- Ούτε αυτά θεωρούνται. Μόνο οι αποδείξεις σε ιδιώτες πελάτες, αν έχετε.
Τελευταίο έδωσα το μπλοκάκι των αποδείξεων να το τρυπήσει.
- Το δουλειά θα κάνετε; ρώτησε καθώς χειριζόταν το διατρητικό μηχάνημα.
- Συγγραφέας, είπα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.
- Και δίνετε και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ως συγγραφέας; ρώτησε μάλλον ειρωνικά.
- Γράφω και στη λιανική, όχι μόνο χονδρική, απάντησα σοβαρότατα.
- Πρέπει να ξαναπάω στο Μητρώο είπε με ύφος «κοίτα σε τι ψωνάρα πέσαμε».
- Καλή δύναμη, ευχήθηκα. Το εννοούσα.
Βγήκα στο δρόμο ως ελεύθερος επαγγελματίας πλέον. Πήρα τηλέφωνο στην Κρήτη και τους ανακοίνωσα ότι με κόπους και βάσανα ήμουν πλέον εις θέσιν να ξεκινήσω δουλειά.
- Επιτέλους, ακούστηκε η παιχνιδιάρικη φωνή της Β. στην άλλη άκρη, αναρωτιέμαι τι έκανες τόσον καιρό.
- Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι, τη διαβεβαίωσα.
Ύστερα έριξα στο αμάξι το φάκελο με τα έγγραφα που ξεχείλιζε στο χέρι μου και πήγα σπίτι να πακετάρω.
Σ.Σ. Αν και από τεχνικής απόψεως πάντοτε υπήρξα μισθωτός, ποτέ στην Ελλάδα δε μου αναγνωρίστηκε αυτό το καθεστώς. Όχι μόνο σε εμένα, εννοείται, αλλά σε όλους τους εργαζόμενους στα πέριξ της επιστημονικής έρευνας. Όλων μας οι συμβάσεις υπέκρυπταν μεν σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά με διάφορες πατέντες μπορούσαν να λέγονται συμβάσεις επί έργω ή υποτροφίες ή σχέσεις μαθητείας και αποζημίωναν με ένα λιγότερο ή περισσότερο συμβολικό χαρτζιλίκι τη συνεισφορά ενός εκάστου στην επιστήμη. Οι πιο τυχεροί είχαμε ασφάλιση στο ΙΚΑ, οι πιο άτυχοι μπορεί και να μην είχαν καμμία.
Για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου βρέθηκα να παίρνω κάτι που λεγόταν στ' αλήθεια «μισθός» όταν πήγα στην Ολλανδία, με πατημένα τα σαράντα, και μάλιστα τότε για πρώτη φορά πήρα και κάτι που λεγόταν επίδομα αδείας ή δώρο Χριστουγέννων ή επίδομα ανεργίας στο 70% του μισθού. Απίστευτα πράγματα, που οι μέχρι τότε εργοδότες μου (δηλαδή με την ευρεία έννοια το ελληνικό κράτος) δεν είχε ποτέ σκεφτεί να παράσχει στην «προνομιούχο» (από πλευράς σπουδών και εξειδίκευσης) επιστημονική μας κάστα. Εννοείται ότι δεν υφίσταται σε αυτή τη χώρα σοβαρή απασχόληση στον (μεταπρατικό ως επί το πλείστον) ιδιωτικό τομέα της οικονομίας για καμμία κατηγορία επιστημόνων: η λέξη «ερευνητής» σημαίνει μάλλον αυτούς που συμπληρώνουν ερωτηματολόγια στις δημοσκοπήσεις.
Γυρνώντας στην Ελλάδα μου εξήγησαν ότι θα πρέπει να γίνω δήθεν «ελεύθερος επαγγελματίας - παροχέας ανεξάρτητων υπηρεσιών», αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω ούτε μισό ευρώ. Φυσικά θα πρέπει ως τέτοιος να αποδίδω ΦΠΑ, να πληρώνω τέλος επιτηδεύματος και να ασφαλίζομαι στον ΟΑΕΕ με κλιμακωτή ασφάλιση που αυξάνεται συν τω χρόνω. Η πρόσφατη νομοθεσία επιτρέπει ένα μπάσταρδο φορολογικό καθεστώς για τους «μπλοκάκηδες» για τα τρία πρώτα χρόνια του βίου τους ως «επιχειρηματιών». Μετά από αυτό είτε είσαι μεγαλοεπιχειρηματίας είτε είσαι ο τελευταίος πιτσαδόρος, ένα και το αυτό.
Καμμιά φορά προσπαθώ να εξηγήσω αυτή την κατάσταση σε φίλους στο εξωτερικό· μάλλον δυσκολεύονται να καταλάβουν το καθεστώς και τη χρησιμότητά του. Δεν τους αδικώ· κι εγώ λίγα σχετικά πράγματα καταλαβαίνω. Από μια άποψη βέβαια δεν πρέπει να έχω παράπονο: κατ' αρχήν έχω κάποιο εισόδημα και κάποια ασφάλιση σε μια εποχή που άλλοι γύρω μας μπορεί να μην έχουν τίποτα από τα δύο και να ζουν (όχι με δική τους ευθύνη) από την καλωσύνη της οικογένειας ή των ξένων. Έχω υπάρξει άνεργος για κάμποσο καιρό (αν και σε κάπως πιο ήπιες εποχές) και έχω δει τη γλύκα.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι τώρα και να μείνω χωρίς δουλειά (κούφια η ώρα...), δε θα λογίζομαι άνεργος, αφού τυπικά θα είμαι ακόμα επιχειρηματίας. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον. Πώς το έλεγε εκείνο το τραγουδάκι; Α, ναι, κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα, χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα.
1 σχόλιο:
Παιζει να το κυκλοφορησεις στα Αγγλικα ως κειμενο φαντασιας.
Δημοσίευση σχολίου