ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


6/10/13

Κάθαρση


Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης σε ένα εμβληματικό τραγουδάκι γραμμένο με αφορμή τα γεγονότα της εποχής. Προφανώς ο Χατζηπετρής του τραγουδιού έχει φαινότυπο Τάμπυ.

Τις προάλλες επέστρεφα στην πόλη παρέα μαζί με ένα φοιτητή που κάνει την πτυχιακή του εργασία στο εργαστήριο που εργάζομαι. Μιλάγαμε μεταξύ άλλων ζωτικής σημασίας θεμάτων για πειραματόζωα, και ειδικά για εργαστηριακές μύγες (Δροσόφιλες). Κάπως πάνω στην κουβέντα αναφέθηκε ένα στέλεχος που είχε μια μεταλλαγή με το όνομα «Τάμπυ». Είπα χαριτολογώντας στο νεαρό συνταξιδιώτη μου ότι προφανώς το όνομα βγήκε επειδή οι συγκεκριμένες μύγες είναι κοντόχοντρες.

- Δηλαδή; με ρώτησε.
- Δηλαδή φαντάζομαι επειδή μοιάζουν με τον Τάμπυ, το φίλο της μικρής Λουλούς, είπα ψευδοαθώα.
- Ποιος είναι ο Τάμπυ; ρώτησε με ειλικρινή απορία.
- Ένα κόμικ είναι, αλλά ήταν και το παρατσούκλι του Κοσκωτά. Τον έχεις υπόψιν;

Ο νέος προβληματίστηκε, αλλά απάντησε ότι αν και ενδεχομένως κάπου να είχε ξανακούσει το όνομα, δεν είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Ήταν φυσικό. Όπως γνωρίζουν οι παλαιοί πιστοί του ιστολογίου (δηλαδή ο Θανάσης, μέσες άκρες), οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που ξέρουν τον Κοσκωτά και σε αυτούς που δεν τον ξέρουν. Σε όσους είναι σήμερα από τριαντακάμποσα και άνω (ας τους πούμε «εμείς»), η λέξη «Κοσκωτάς» είναι οικεία. Σε όσους είναι από μηδέν μέχρι τριανταλίγο (ας τους πούμε «οι άλλοι»), η λέξη μπορεί και να είναι άγνωστη. Το θέμα κάποτε θα μου δημιουργούσε μια ορισμένη αναστάτωση αλλά σήμερα πια το αντιμετωπίζω στωικά. Ο συνοδοιπόρος μου είναι απ' τους άλλους καθώς έχει γεννηθεί το ‘92· δεν οφείλει να ξέρει τίποτα σχετικό.

Του περιέγραψα εν τάχει την ιστορική συγκυρία· παραδόξως δεν χρειάστηκα πάνω από πέντε λεπτά για να χωρέσω περιοδικά κι εφημερίδες, τράπεζες, κασέτες, κουτσονόμους, πάμπερς, λίαρ τζετ του Σαλιαρέλη, απανωτές εκλογές και δικαστές με γουνάκια στην ίδια αφήγηση που μου φάνηκε κάπως βαρετή. Και του νεαρού μάλλον βαρετή του φάνηκε (όπως ίσως θα μου φαινόταν εμένα αντίστοιχα μια εκτενής περιγραφή της Αποστασίας, που συνέβη 2-3 χρόνια πριν γεννηθώ). Κάποια στιγμή μόνο με ρώτησε:

- Ποια χρονιά έγιναν αυτά;
- Το ‘89. Το λεγόμενο «βρώμικο» ‘89.
- Και γιατί βρώμικο;


Έλα ντε. Δεν πρόλαβα να απαντήσω, καθότι φτάναμε σε μια διασταύρωση όπου τον άφησα και συνέχισα για το σπίτι. Αργότερα σκέφτηκα ότι το είπαν «βρώμικο» σύμφωνα με μια αφήγηση για να κάνει αντίθεση στην «Κάθαρση» της αντίπαλης αφήγησης. Αν θυμάμαι καλά ο όρος λανσαρίστηκε από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ένα πρόσωπο που οφείλω να πω ότι δεν ανήκει στις συμπάθειές μου (ούτε καν στιχουργικώς, πολλώ δε μάλλον ως αρθρογράφος). Με τη ύστερη γνώση των όσων μεσολάβησαν έκτοτε, φοβούμαι ότι τα βρώμικα και οι βρωμιές παίζονται σχεδόν κάθε χρόνο, από τον ίδιο πάνω-κάτω θίασο, και μόλις λες ότι, εντάξει, ξεμπλέξαμε από μερικές γραφικότητες να ‘σου κάτι γίνεται και ξαναμηδενίζουμε και πάλι η κόπρος του Αυγείου μαζεύεται (ή μάλλον αποκαλύπτεται, διότι πάντα εκεί ήτανε, κάτω απ’ το χαλάκι) και βρωμεί, οπότε τι ‘89 και τι ‘99 και τι ‘09, όλα ψιλοβρώμικα τα κόβω, και δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ενόψει ’19 εδώ που τα λέμε.

Αλλά εκεί που τα αναχώνευα όλα αυτά της εποχής (είναι και εικοσιτέσσερα χρόνια πίσω, δεν είναι και λίγα) κάπου ξεθάφτηκε και μια προσωπική ιστορία, σχετικά ασήμαντη οπωσδήποτε, αλλά που ωστόσο μου έχει κληροδοτήσει ένα ορισμένο, ας το πούμε «τικ», κάτι σαν ανασήκωμα του φρυδιού ανάμικτο με μια έξαρση δυσπιστίας που με πιάνει ακόμα και σήμερα όταν ακούω ορισμένα πράγματα από μερικούς ανθρώπους (όλως τυχαίως του αντιθέτου φύλου). Φυσικά δεν είναι σωστό να γενικεύει κανείς αδιακρίτως (χώρια που ορισμένοι αγαπημένοι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι το σήκωμα του φρυδιού και τις κρίσεις δυσπιστίας τις είχα ανέκαθεν και χωρίς να χρειάζομαι άλλες αφορμές), ωστόσο μέχρι εκείνη την αποφράδα ημέρα (ή μάλλον νύχτα) του καλοκαιριού του ’89 δεν με είχε προβληματίσει ποτέ η «αξιοπιστία» των φίλων, ή, καλύτερα, των φιλενάδων.

Αλλα εκείνο το Σάββατο δεν ήταν σαν όλα τα Σάββατα, καθότι είχα κανονίσει να βγω με την Κ., μια κοπέλα που μου προκαλούσε μια ακαταμάχητη έλξη αν και αυτά που μας χώριζαν ήταν οπωσδήποτε πολλά περισσότερα από όσα μας ένωναν. Ειδικά εκείνη την εποχή των πολιτικών παθών, με δεδομένο ότι η Κ. ήταν οπαδός (φανατίλα κιόλας) του Προέδρου Αντρέα (έτσι τον έλεγε: ο Πρόεδρος) ενώ εγώ τον αντιπαθούσα έκπαλαι τον πρόεδρα από το μακρινό ’81 που είχε τάξει ότι θα καταργήσει τις Πανελλήνιες εξετάσεις (ή καλύτερα από το ’85 που έδωσα, αφότου τις μετονόμασε σε Πανελλαδικές). Οπότε κάνα δυο έξοδοι που είχαμε επιχειρήσει σε ουζερί και μπαράκια είχαν κάπως καταλήξει σε ξενέρωτες πολιτικές συζητήσεις, θέμα που οπωσδήποτε έκανε τα αίματα να βράζουν και τα πάθη να ανάβουν, αλλά για εντελώς λάθος λόγους. Έτσι, αντί να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα για άλλου τύπου εξομολογήσεις, καταλήγαμε σε απαριθμήσεις σκανδάλων και κριτική υπουργικών αποφάσεων· άντε να πραγματώσεις την έλξη σου μετά από αυτό.

Όμως εκείνο το Σάββατο ήμουν αποφασισμένος να μην παρασυρθώ σε αψιμαχίες της κακιάς ώρας. Είχα συγκεντρώσει (με αιματηρές οικονομίες) ένα ποσό που θα μου επέτρεπε με σοφή διαχείριση να κεράσω όχι μόνο σινεμά στη Σταδίου, αλλά αφού προτείνω δήθεν αδιάφορα «να πάμε για ένα ποτήρι κρασί εδώ παραδίπλα» να τρυπώσω στη Στροφιλιά όπου θα ζητούσα ένα μπουκάλι (ναι, ολόκληρο μπουκάλι) Ρομπόλα Κεφαλλονιάς συνοδευόμενο από ποικιλία τυριών με μπρι και καμαμπέρ και γραβιέρα συν ένα πιατάκι καρδιές αγκινάρας με σάλτσα ροκφόρ. Έτσι θα εντυπωσίαζα τη συνοδό μου τόσο με τη χουβαρντοσύνη μου όσο και με το class, καθότι το μαζαγί ήταν στέκι μεγαλοδημοσιογράφων (την εποχή εκείνη οι πιο πολλές εφημερίδες είχαν γραφεία εκεί γύρω) και εν γένει κουλτούρας. Φυσικά είχα διαλέξει το συνδυασμό κρασιών και μεζέδων με απόλυτο κριτήριο την τιμή. Θα ξεπαραδιαζόμουνα βέβαια, αλλά άμα όλα πήγαιναν καλά δε θα χρειαζόταν ταξί για να γυρίσω σπίτι· γιατί να γυρίσω άλλωστε; Θα μπορούσαμε να καβαλήσουμε το μηχανάκι της Κ. και να περιπλανηθούμε για ώρα πριν καταλήξουμε σπίτι της. Θα την κράταγα από τη μέση απαλά ενώ θα οδηγούσε το μηχανάκι. Θα μπορούσα ενδεχομένως και να την κρατήσω απαλά και χωρίς μηχανάκι. Θα μπορούσα ακόμα να...

Χτύπησε το τηλέφωνο και μου διέκοψε την ονειροπόληση. Ήταν εκείνη. Κοίταξα μηχανικά το ρολόι· κόντευε οχτώμισι. Το ραντεβού μας ήταν στις εννιάμιση. Μου μίλησε με ένα ύφος κάτι ανάμεσα σε θρηνητικό και απαρηγόρητο. Δυστυχώς πονούσε πολύ και δεν μπορούσε να βγει απόψε.

- Τι έκανε λέει;
- Πο-νά-ω.


Μου είχε ξαναμιλήσει γι’ αυτό, είχε ένα όνομα που θα μπορούσε να είναι σύνδρομο ευερέθιστου κάτι ή σπαστική κάτι άλλο. Την έπιανε από καιρού εις καιρόν και όταν την έπιανε δεν την άφηνε, μπορούσε να κρατήσει μέρες. Ήταν χάλια. Έτσι ακουγόταν κιόλας. Χάλια απερίγραπτα. Λυπόταν πολύ που μου χάλασε τη βραδιά. Θα βγαίναμε οπωσδήποτε όταν θα αισθανόταν καλύτερα. Αλλά μάλλον θα έπρεπε να μείνει μέσα, ίσως για μέρες. Είχε πάρει παυσίπονα και χαλαρωτικά αλλά δεν την έπιανε. Της ξέφυγαν κάτι λυγμοί. Αλλά σκεφτόταν εμένα μέσα στην πόνο της. Τι θα νόμιζα γι’ αυτήν.

- Μα όχι, τι λες τώρα. Αν χρειάζεσαι τίποτα, πες μου να έρθω.
- Όχι, δεν είναι ανάγκη. Δε μπορείς να κάνεις κάτι. Ούτε εγώ άλλωστε. Θα πρέπει να περιμένουμε.
- Ε, να περιμένουμε τότε...
είπα βλέποντας τη Ρομπόλα και τις καρδιές αγκινάρας να εξατμίζονται. Όχι μόνο αγκινάρας.
- Θα σε περιμένω, μου είπε με παράξενη θέρμη. Μην ανησυχείς. Αλλά τώρα πονάω.

Η φωνή της ήταν σπασμένη, φαινόταν ότι στ’ αλήθεια υπέφερε. Αλλά ήταν πολύ αναγνωρίσιμη φωνή ακόμα κι έτσι. Έκλεισε· έμεινα να κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη με το τηλέφωνο στο αυτί. Ύστερα αποφάσισα να μην ξοδέψω το υστέρημά μου σε αηδίες και να το φυλάξω για την ώρα που «θα με περιμένει». Αρχικά έλεγα να κάτσω μέσα και να διαβάσω (πλησίαζε και η εξεταστική άλλωστε) όμως μετά τις δέκα με έπιασε ένα πλάκωμα αφόρητο. Βγήκα στο δρόμο καπνίζοντας· αποφάσισα να εκστρατεύσω στην Αθήνα με το λεωφορείο των έντεκα. Θα κατέβαινα στην Ομόνοια να πάρω τις κυριακάτικες εφημερίδες. Αν δεν προλάβαινα να γυρίσω με το τελευταίο των δώδεκα, είχα την επιλογή του νυχτερινού λεωφορείου των δωδεκάμιση που πήγαινε από μια άλλη διαδρομή. Στη χειρότερη περίπτωση θα ήμουν σπίτι λίγο πριν τη μία. Θα είχα τσιγάρα και εφημερίδες, και θα είχα ξοδέψει πολύ λίγα. Θα έβγαινε το Σαββατόβραδο, η μισή Κυριακή και βάλε. Το απόγευμα θα έκανα ένα τηλεφωνάκι να δοκιμάσω την τύχη μου. Δεν ξέρεις ποτέ.

Η Ομόνοια μάζευε τη συνήθη πελατεία της εποχής. Θαμώνες των τσοντοσινεμά, πρεζόνια που ζητιάνευαν κάνα κατοστάρικο, αργόσχολους που χάζευαν τις φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες που δημοσίευαν σε συνέχειες κασέτες με υποκλαπείσες συνομιλίες. Μύριζε παρακμή και πτώση, τέλος εποχής. Επιθεώρησα τους τίτλους και ψώνισα Καθημερινή, Βήμα, Ελευθεροτυπία και την Αυγή. Ο βαριεστημένος εφημεριδοπώλης μου τις έβαλε σε μια σακούλα. Κοίταξα την ώρα· ήταν αδύνατον να προλάβω το λεωφορείο των δώδεκα, άρα θα πήγαινα για το νυχτερινό. Η αφετηρία ήταν στην Ακαδημίας. Άρχισα να ανηφορίζω νωχελικά την Πανεπιστημίου. Στο ύψος της Ιπποκράτους έστριψα αριστερά. Σταμάτησα σε ένα παγκάκι, άναψα τσιγάρο και τράβηξα το Βήμα από τη σακκούλα. Άρχισα να διαβάζω τα παραπολιτικά του Βηματοδότη. Κάποια στιγμή κοίταξα το ρολόι· κόντευε δώδεκα και είκοσι. Είπα να πάω εγγύτερα στην αφετηρία καλού κακού, κι άρχισα να βηματίζω κρατώντας ανοιχτή την εφημερίδα μπροστά μου. Διέσχισα την Ασκληπιού διαβάζοντας. Εκεί την άκουσα. Γελούσε, αλλά η φωνή της ήταν πολύ αναγνωρίσιμη ακόμα κι έτσι.

Κατέβασα σιγά σιγά την εφημερίδα. Πίσω από το Βήμα, ένα-δυο μέτρα, ξεπρόβαλε η πλάτη της Κ. Τρανταζόταν από τα γέλια. Φορούσε ένα εφαρμοστό καλοκαιρινό φουστανάκι με λουλούδια. Πολύ εφαρμοστό και πολύ καλοκαιρινό, όλο ανοίγματα. Το σώμα της ξεχείλιζε ανάμεσα στα λουλούδια. Πίσω ακριβώς από τα λουλούδια γελούσε ένα ψηλός τριαντάρης με άσπρο πουκάμισο. Το βλέμμα του ήταν εμφανώς στα ανοίγματα του φουστανιού. Της είπε κάτι που δεν άκουσα κι ύστερα με κοίταξε φευγαλέα. Ανασήκωσα πάλι τη εφημερίδα ώστε να καλύπτει το πρόσωπό μου και προσγειώθηκα σε ένα παγκάκι μπροστά στην αφετηρία. Πέρασαν από μπροστά μου βαδίζοντας προς τη Σίνα. Κοντοστάθηκαν λίγα μέτρα δεξιά και κοιτάχτηκαν. Ο ψηλός άπλωσε το χέρι του κι έκανε μια κίνηση σα να της χάιδευε το μάγουλο ή τα μαλλιά ή το αυτί ή κάτι στα δεξιά του προσώπου. Εκείνη έγειρε κάπως προς τα εκεί και του χαμογέλασε.

Ήρθε το λεωφορείο· η πόρτα του άνοιξε μπροστά μου και με κατάπιε μαζί με την εφημερίδα. Με ξέρασε στο σπίτι κατά τη μία. Έκατσα και διάβασα όλες τις εφημερίδες μέχρι που άρχισε να ξημερώνει κι ύστερα παραδόθηκα σε έναν ανήσυχο ύπνο ως το απόγευμα της Κυριακής. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να σηκώσω το τηλέφωνο. Τη Δευτέρα το μεσημέρι την πέτυχα στο κυλικείο της σχολής.

- Πώς είσαι; ρώτησα όλο ευγένεια. Πονάς ακόμα;
- Άστα, μαύρο Σαββατοκύριακο πέρασα, χάλια.


Κούνησα το κεφάλι με κατανόηση.

- Έλεγα να σε πάρω τηλέφωνο χτες μήπως ήθελες να βγούμε αλλά σκέφτηκα να μη σε ταλαιπωρήσω άμα δεν είσαι καλά.
- Και πολύ καλά έκανες,
είπε εμφατικά. Ούτε χτες μπορούσα να κουνηθώ ούτε προχτές.
- Να υποθέσω δηλαδή ότι δε βγήκες καθόλου το σ/κ...
- Αστειεύεσαι; Πού να πάω; Στιγμή δεν βγήκα από το σπίτι. Μιλάμε, ήμουνα κομμάτια.


Συνέχισα να κουνάω το κεφάλι με κατανόηση, αλλά για κάποιο λόγο το αριστερό μου φρύδι είχε υψωθεί απροσδόκητα και δεν κατέβαινε με τίποτα.

- Εσύ τι έκανες τελικά;
- Μπα, τίποτα, διάβαζα εφημερίδες.
- Κρίμα μωρέ, λυπάμαι που σου χάλασα τη βραδιά.
- Μα δε μου τη χάλασες. Ξέρεις πόσα πράγματα μπορεί να μάθει κανείς ενώ διαβάζει το Βηματοδότη, ας πούμε;
- Καλά, μην αρχίσεις να μου λες για τον Κοσκωτά πάλι...


Δεν της είπα. Της ευχήθηκα απλώς περαστικά. Με ευχαρίστησε και μου υπενθύμισε (με τη θερμή, αναγνωρίσιμη φωνή της) ότι θα με περιμένει. Να κανονίσουμε εντός των ημερών. Τη διαβεβαίωσα ότι θα της τηλεφωνήσω το ταχύτερο.

Ύστερα πήγα στο Music Corner και στο Θεμέλιο και αντάλλαξα το υστέρημά μου με δίσκους (βινυλίου...) και βιβλία. Μου περίσσεψαν κάτι ψιλά· ίσα ίσα για τσιγάρα κι εφημερίδες.


Σ.Σ. Αν υπάρχει ένα πράγμα που θυμάμαι με μια ορισμένη οιονεί νοσταλγία από τα τέλη της δεκαετίας του '80 είναι τα νυχτερινά λεωφορεία και η χαρακτηριστική τους ανθρωποπανίδα. Άντε και η προσμονή της φρεσκοτυπωμένης εφημερίδας (χωρίς δώρα και προσφορές, μόνο για το περιεχόμενο) αργά το βράδυ του Σαββάτου.

Α, ναι, και το wine bar Στροφιλιά στη Χρήστου Λαδά, τις λίγες φορές που είχα αρκετά λεφτά για να μπω.


3 σχόλια:

δύτης των νιπτήρων είπε...

Και εγώ θυμάμαι με νοσταλγία (το υστερόγραφο). Και αρχές δεκαετίας του '90, φοιτητής, πάλι ξημερωνόμουν Κυριακή με τις εφημερίδες.

Idom είπε...


Πω, πωω, λυπάμαι για αυτό που (σού) έκανε η Κ..
Τι ζόρι τραβάνε ορισμένοι άνθρωποι να το παίζουν δίπορτο ή τρίπορτο... και κάνοντας και απατεωνιές...
Τέλος πάντων, μια και δεν είμαι άσφαλτος, να μην πω άλλα.
Αλλά μπορούμε να θυμηθούμε αυτό:
https://www.youtube.com/watch?v=Lwmu8NK0STY

Ο Κοσκωτάς βλέπω σού άφησε απλήρωτο κενό! Τι ζημιά και τούτη...
Αν σού στείλουμε μπρελόκ και αυτοκόλλητα με τον Ντέταρι θα σού απαλύνουμε τον πόνο;

Σχετικά με το '89 θολώνεις τα νερά - φυσικά εις μάτην για εμάς τους πρεσβύτερους.
Το '89 δεν ονομάστηκε βρώμικο εξαιτίας κάποιων σκανδάλων, αλλά εξαιτίας τής ανίερης, δόλιας και ανιστόρητης συμμαχίας τής Αριστεράς με τη Δεξιά για να κτυπήσουν τον λαοπρόβλητο ηγέτη Α. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Σαν το κίνημα τής κατσαρόλας αλλά χωρίς τις κατσαρόλες.
Αχ... Μία φορά ενώθηκε η Αριστερά μεταπολιτευτικά και αυτή ήταν για να βγάλει από το χρονοντούλαπο τής Ιστορίας τη Δεξιά, εκεί όπου την είχαν κλείσει η μεγάλη δημοκρατική παράταξη και ο Μένιος Κουτσόγιωργας.

Εντυπωσιακή η επιλογή σου σε Κυριακάτικες! Καλά, η Καθημερινή ήταν τού Τάμπυ, αλλά το Βήμα μαζί με την Αυγή πώς τρώγονται;
Άσε που προφανώς διάβαζες και Νέα αλλά νομίζεις ότι δεν θα το καταλαβαίναμε...

... οι πρεσβύτεροι.

:-)

Idom

Β. είπε...

«Απλήρωτο» κενό κ. Idom μου δεν άφησε σ' εμένα ο Κοσκωτάς - στον Ολυμπιακό ίσως.

Να πω πάντως για την ιστορία ότι κάτι μήνες μετά δεν κρατήθηκα και ξεφούρνισα στην Κ. το σκηνικό (από τη δική μου οπτική γωνία).

Παραδόξως αντί να κοκκινήσει από ντροπή και να χωθεί στα έγκατα της γης είπε κάτι σαν «Έλα μωρέ, σόρι... Και μη νομίζεις, αυτός ένας βλάκας ήτανε, τίποτα δεν έγινε» (λες και αυτό ήταν το θέμα...)