Με τα μαλλιά σηκωμένα να φαίνεται η πεταλούδα.
Όταν γνωριστήκαμε, ήμουν σαρανταδύο ετών. Εκείνη ήταν δεκατεσσάρων. Μηνών. Άρχιζε μόλις να περπατάει δειλά. Πώς λέμε έρωτας με την πρώτη ματιά; Ε, το αντίθετο ακριβώς· μόλις με έβλεπε έβαζε τα κλάματα. Και με έβλεπε αρκετά συχνά εκείνα τα σαββατιάτικα απογεύματα στο Άμστερνταμ ώστε να σηκώνει τον κόσμο με τις τσιρίδες και να κάνει τα νεύρα των γονιών της τσατάλια (της μαμάς κυρίως) και να κάνει κι εμένα να αισθάνομαι κάπως άβολα τις πρώτες, μάλλον δύσκολες, μέρες στην ξένη χώρα. Με τον καιρό βέβαια τα πράγματα έφτιαξαν, τόσο που τα πρωινά του Σαββάτου που ο μεγάλος αδελφός πήγαινε με τη μαμά στο τζούντο, εκείνη υποχρέωνε το μπαμπά να με πάρει τηλέφωνο να με ρωτήσει αν θα έρθω το απόγευμα.
Πήγαινα. Θυμάμαι τις εικόνες της διαδρομής με το τραίνο διάφορες εποχές του χρόνου, από τα εντυπωσιακά ανθισμένα τουλιποχώραφα τέλη Απριλίου μέχρι το ίδιο τοπίο χιονισμένο το Δεκέμβρη. Την καλόπιανα με σοκολατίτσες και μετά τη σήκωνα ψηλά, την πέταγα στον αέρα και την ξανάπιανα σκασμένη στα γέλια πια. Με τον καιρό βάρυνε κάπως. Τα παιδιά μεγαλώνουν. Πολύ καιρό αργότερα, όταν τα μάζευα πια από το Λέιντεν θυμάμαι που είχα καταγράψει τι θα μου έλειπε από την Ολλανδία. Last but not least, που λένε, ήταν αυτό:
- Τα παιδιά των φίλων μου που μεγαλώνουν και τα σκαστά φιλάκια πριν πέσουν να κοιμηθούν.
Εκείνη είχε στραβώσει κάπως με την αναχώρησή μου. Έχοντας μια αμυδρή εικόνα για το τι είναι «εξωτερικό» (παράδοξο βέβαια, ένα παιδί μεταναστών γεννημένο ακριβώς «έξω», αλλά ποιο είναι το σύστημα αναφοράς, το «μέσα» των παιδιών αυτών;) πίστευε ότι η Λισσαβώνα είναι μια γειτονιά του Άμστερνταμ ή κάτι λίγο πιο έξω σαν το Λέιντεν, από όπου θα μπορούσε κανείς να έρθει τα Σαββατοκύριακα οπωσδήποτε. Αν όχι αυτό, το επόμενο ίσως;
Πέρασα μια βόλτα, είναι η αλήθεια, που την περιέγραψα κάποτε εδώ. Κύλησε κι άλλο νερό στ’ αυλάκι, έκανα άλλες δυο μετακομίσεις έκτοτε. Συναντηθήκαμε φευγαλέα σε μια ταβέρνα της ευρύτερης περιοχής Μαγκουφάνας τον περσινό χειμώνα, και ξανά το καλοκαίρι που μας πέρασε στα νερά του Λιβυκού. Τώρα πια δε μπορώ να τη σηκώσω και πολύ ψηλά· χρειάστηκε να είμαστε και οι δύο στο νερό για να παίξουμε κανονικά δεδομένης και μιας δισκοκήλης που με ταλαιπωρεί εσχάτως. Βέβαια πηγαίνει πλέον «σχολείο» τώρα, υπό την περίεργη για τις δικές μου εμπειρίες αντίληψη ότι το σχολείο αρχίζει στο προνήπιο. Χειρίζεται άνετα και τα ελληνικά και τα ολλανδικά πλέον, στην κρίσιμη ηλικία των πέντε. Άλλες παρέες πια, άλλες εμπειρίες. Μέχρι και τζούντο ξεκίνησε πρόσφατα, για να μη μένει πίσω τα πρωινά του Σαββάτου. Ένα τέτοιο πρωινό Σαββάτου με πήρε στο σκάιπ ο μπαμπάς της και τη φώναξε να μου μιλήσει. Δεν ήθελε, είχε άλλες προτεραιότητες.
- Εδώ τελειώνει ένα έρωτας μεγάλος, θυμοσόφησα.
- Έτσι είναι οι γυναίκες, τι να πεις, με ψευτοπαρηγόρησε ο μπαμπάς.
Πριν δυο-τρία βράδυα δούλευα στο υπόγειο του Ινστιτούτου χαζεύοντας μυγάκια στο μικροσκόπιο. Είχα δίπλα μου το λάπτοπ ανοιχτό και στο προσκήνιο ένα αρχείο όπου κατέγραφα τις μετρήσεις μου· από πίσω έτρεχαν μερικά άλλα εντόνως επιστημονικά πράγματα όπως κάτι ποστ στο φέισμπουκ και η Εθνική Ελλάδος εναντίον του Λιχτενστάιν. Κάποια στιγμή άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο εισερχόμενης κλήσης στο σκάιπ και είδα ότι με καλούσε η μαμά της, προφανώς από το μακρινό Άμστερνταμ. Απάντησα στη βιντεοκλήση και με μια ορισμένη έκπληξη είδα το μουτράκι της. Γελούσε.
- Γεια σου.
- Πού είναι η μαμά; ρώτησα αυστηρά, δήθεν.
- Στη δουλειά.
- Κι ο μπαμπάς;
- Κι αυτός στη δουλειά.
Δε ρώτησα για τον αδελφό της· ήταν ορατός στο βάθος του δωματίου όπου κλωτσούσε ένα μπαλόνι στον τοίχο. Ακούστηκε η φωνή της νταντάς από κάπου μακριά· πρέπει να έκανε δουλειές σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Η μικρή απάντησε κάτι στη γυναίκα στα ολλανδικά. Ύστερα γύρισε σ’ εμένα.
- Κοίτα τι φοράω!
Φορούσε ένα φουστανάκι με πιετούλες πάνω από ένα κολάν. Ανέβηκε στην καρέκλα για να μου το δείξει.
- Ωραίο είναι, ομολόγησα. Κατέβα κάτω τώρα.
- Θα ‘ρθεις να παίξουμε;
- Δεν είμαι εκεί κοντά για να έρθω.
- Πού είσαι;
- Στη δουλειά κι εγώ.
- Στην Ελλάδα;
- Ναι.
Συν τω χρόνω μάλλον έχει εμπεδώσει ότι η Ελλάδα είναι κάπου «έξω».
- Εντάξει, θα παίξουμε από κει. Θέλεις να σου δείξω ένα παιχνίδι που έμαθα;
- Εγώ λέω να μην πατάς κουμπάκια στο κομπιούτερ της μαμάς στην τύχη.
- Δε θες να παίξουμε;
- Είμαι στη δουλειά, δε μπορώ τώρα. Άλλη φορά.
- Καλά, τότε θα πάρω άλλον.
Έκλεισα και έστειλα καπάκι μήνυμα σε μαμά και μπαμπά ότι η κόρη τους διαφεύγει της προσοχής της νταντάς και κάνει τυχαίες βιντεοκλήσεις όπου λάχει. Συμπλήρωσα ότι με έκλεισε για να πάρει αλλού. «Γιατί, δεν της αρέσεις πια;» μου ήρθε η απάντηση του μπαμπά καμιά ώρα αργότερα. Σκέφτηκα τη φάση να σκάσει, λέει, ο νέος διευθυντής του Ινστιτούτου από καμιά γωνία και να με πετύχει να έχω παρατήσει τις μύγες τεζαρισμένες στο μικροσκόπιο και να χαζολογάω στα σκάιπ με ένα πεντάχρονο ενώ από πίσω παίζει μπάλα η Εθνική Ελλάδος. Σκηνή για Μόντυ Πάιθονς.
Το αναθυμόμουνα σήμερα το απόγευμα που πάλι είχα ξεμείνει μόνος στο υπόγειο να μετράω μύγες, με το λάπτοπ πάλι ανοιχτό για τις καταγραφές. Χωρίς μπάλα, μην το χέσουμε και τελείως. Κάποια στιγμή ακούστηκε πάλι ο ήχος εισερχόμενης κλήσης. Έριξα μια φευγαλέα ματιά· πάλι το όνομα της μαμάς. «Ωχ», σκέφτηκα, «λες;». Καλού κακού το άφησα να χτυπάει και περιορίστηκα να γράψω στη θέση του άμεσου μηνύματος «Μάλλον με παίρνει η κόρη σου συστηματικά τηλέφωνο;». Υπέθεσα ότι δε θα ήξερε να διαβάζει ελληνικά αν ήταν η μικρή.
Ύστερα από λίγο ξανάρχισε να χτυπάει. Δεν κρατήθηκα και απάντησα. Την είδα με ένα σκανταλιάρικο χαμογελάκι στη γνωστή καρέκλα. Είχε ζωγραφίσει στο πρόσωπό της μια πεταλούδα. Δηλαδή προφανώς η νταντά της την είχε ζωγραφίσει.
- Γεια σου.
- Ωραία φατσούλα, της είπα.
- Σ’ αρέσει;
- Αμέ.
- Μπορείς να παίξουμε αυτή τη φορά;
- Αχ, ματάκια μου, πάλι στη δουλειά με πέτυχες.
- Γιατί, τι ώρα είναι εκεί; Δεν είναι αργά;
- Αργά είναι, αλλά εγώ πάλι στη δουλειά είμαι. Η μαμά δεν είναι εκεί;
- Όχι.
- Ούτε ο μπαμπάς;
- Ούτε. Έχουνε πάει κάπου. Θα έρθουν αφού κοιμηθούμε εμείς.
Μια φορά το χρόνο περίπου καταφέρνουν και βγαίνουν σα ζευγάρι. Από την άλλη βέβαια, λείπει η γάτα και χορεύουν τα ποντίκια.
- Πού είναι η κοπέλα;
- Μέσα.
- Κι εσύ βρήκες ευκαιρία πάλι να παίζεις με τα κουμπάκια;
- Ποια κουμπάκια;
- Στο κομπιούτερ της μαμάς.
- Δεν παίζω με τα κουμπάκια. Σε πήρα τηλέφωνο.
- Πώς με πήρες;
- Έβαλα το βελάκι εδώ που λέει το όνομά σου.
- Και διάβασες το όνομά μου;
Μου το απήγγειλε· με τη δέουσα ξενική προφορά αφού προφανώς το διάβαζε από λατινικό αλφάβητο.
- Δηλαδή επίτηδες με πήρες;
- Μα δε μου είπες ότι δεν μπορούσες να παίξουμε και να σε πάρω άλλη φορά;
- Έτσι σου είπα; (Ναι, το είπα...)
- Ε, σε πήρα. Δε μπορείς ούτε τώρα;
- Όχι, ούτε τώρα μπορώ, δυστυχώς.
- Καλά, τότε θα πάρω τον παππού και τη γιαγιά, είπε με μια απογοήτευση στο πεταλουδισμένο της πρόσωπο.
- Εντάξει, καλή ιδέα. Κάτσε πρώτα να σε πάρω φωτογραφία.
Ποζάρισε μερικές φορές στην κάμερα. Ανφάς, προφίλ, με σηκωμένα τα μαλλιά ώστε να φαίνεται πιο καλά η πεταλούδα. Με το σπασμένο δοντάκι (θυμάμαι τη μέρα που το έσπασε, αλλά παρηγορήθηκε όταν της είπαν ότι τα δόντια των παιδιών ξαναβγαίνουν αν τα περιμένεις).
Έκλεισα εγώ πρώτος καλού κακού. Έστειλα αμέσως μήνυμα στους γονείς της ότι πάλι με πήρε τηλέφωνο, μαζί με μερικές φωτογραφίες για του λόγου το ασφαλές. Μετά από ώρα βρήκα μια απάντηση τύπου «Είμαστε έξω για ταϊλανδέζικο οι δυο μας». Ετοιμάστηκα να απαντήσω κάτι σαν «Το ξέρω, μου το κάρφωσε», εξαιρουμένου ίσως του έθνικ στοιχείου, αλλά μάλλον θα ήμουν υπερβολικός. Προφανώς δεν έπαιρνε στην τύχη, ήξερε να πατάει το πράσινο ετικετάκι δίπλα στο όνομά μου. Τα σημερινά παιδιά ξέρουν πολλά πράγματα.
Έφυγα από το Ινστιτούτο αργά το βράδυ, υπό καταρρακτώδη βροχή. Χώθηκα στο αμάξι κι έβαλα μπρος· σκέφτηκα ότι την επόμενη φορά θα πρέπει να βρω οπωσδήποτε χρόνο για να παίξουμε.
Στο φως των προβολέων η βροχή έφτιαχνε ιπτάμενες, χαμογελαστές πεταλούδες.
4 σχόλια:
Α, μα εσύ είσαι τελείως καρφί!
Idom
Και να φανταστεις οτι η κριτικη απο την δασκαλα περσι ητανε "πολυ ντροπαλη, δεν μιλαει καθολου", μαζι με κατι αλλα για κακο χειρισμο της γλωσσας (που κανανε πιο εξαλλη την Ολλανδεζα που την κραταει τα απογευματα με την οποια μιλανε με τις ωρες, και λιγοτερο εμενα με τα μαλλον φτωχα Ολλανδικα μου) ... και κατι αλλα με το ποσο καλη ειναι στα νουμερα "Αμα εχεις ενα φορεμα και αλλο ενα φορεμα Θαλιτσα, ποσα φορεματα εχεις;" "Δυο!" "Και αν εχεις κι αλλο ενα φόρεμα" "Πολλααααα'" (με τα φορεματα, αντε και με καμμια καραμελιτσα, κρατιεται και το ενδιαφερον, με μηλα, κτλ οχι ...)
Ναι, πολύ ντροπαλή, δε μιλάει καθόλου - μέχρι να πάρει μπρος (σα ντηζελομηχανή ένα πράγμα, μετά δεν τη σταματάς με κανέναν τρόπο).
Ε, όχι και καρφί. Κοινωνική υπευθυνότητα λέγεται αυτό.
Δηλαδή να καταλάβουμε ότι στα εργαστήρια βαράτε μύγες κυριολεκτικά και μεταφορικά;
Δημοσίευση σχολίου