Καταδρόμια έτοιμα για κούρδισμα (φωτό από ελληναράδικο μπλογκ, άνευ συνδέσμου).
Η κυρία που βοηθάει τους γονείς μου τώρα που έκλεισαν αθροιστικώς τα 171 είναι ένας άνθρωπος πολύ ευχάριστος και χαμογελαστός. Προχτές όμως που πήγα να τους δω τη βρήκα σε βαριά περίσκεψη. «Αφήστε, κύριε Βου μου, τι έπαθα...» Αναρωτήθηκα αν της είχαν σκαρώσει κανένα χουνέρι οι δικοί μου που ενδομύχως νομίζουν ότι έχουν κλείσει μόλις τα 71 (αθροιστικά πάντα) και τα υπόλοιπα εκατό τα παραλείπουν, όμως με διαβεβαίωσε ότι μια χαρά τα πάνε, άλλο είναι το πρόβλημα.
- Αχ, ο γιός μου, ξέρετε, πάει φαντάρος.
- Και πού είναι το πρόβλημα κυρία Αθηνά μου; Δε θα πήγαινε κάποτε;
Μεταξύ μας ξέρω κάμποσους που δεν πήγανε ποτέ αλλά μάλλον δεν εννοούσε αυτό η γυναίκα.
- Μα με γέλασε. Μου είπε ότι θα πάει πεζικό και τελικά δήλωσε ειδικές δυνάμεις. Και τώρα τον καλέσανε εκεί πέρα. Τι θα κάνει το παιδί στις ειδικές δυνάμεις, μικρό παιδί είναι.
- Δηλαδή σαν πόσο μικρό;
- Εικοσιτέσσερα.
- Ε, δεν είναι και δεκαοχτώ πια, μια χαρά πάνε φαντάροι στα εικοσιτέσσερα. (άλλο εμείς που πήγαμε εικοσιεννιά παρά πέντε μέρες, βέβαια).
- Ναι, αλλά ένας Θεός ξέρει τι τραβάνε στις ειδικές δυνάμεις. Μαύρο στρατό θα περάσουμε.
Πήγα να της πώ ότι ο γιος θα περάσει στρατό, όχι εκείνη, αλλά για κάποιο λόγο σκέφτηκα ότι δε θα πειστεί. Μετά τη φαντάστηκα να κάνει ασκήσεις πυκνής τάξεως και στίβο μάχης μαζί με τα άλλα καταδρόμια, αλλα επειδή εγώ ήμουνα γιωτάς και Στρ(ΥΠ) καλύτερα να κρατάμε χαμηλό προφίλ και να μην σαρκάζουμε τις αγωνίες του κόσμου. Την παρηγόρησα πάντως ότι είναι σύντομη πια η θητεία, κάνα εννιάμηνο αν θυμάμαι καλά. Ούτε που θα το καταλάβει. Της είπα και για τον πατέρα μου με τους πολέμους. Δεν παρηγορήθηκε και πολύ πάντως, μετά από κάνα τέταρτο μου ξανάρθε με διευκρινιστικές ερωτήσεις.
- Και μήπως ξέρετε εσείς τι τους κάνουνε στις ειδικές δυνάμεις;
Αν και παραδέχτηκα αμήχανα ότι εγώ ήμουν αποθηκάριος και άοπλος άρα καμμία σχέση με το άθλημα, της είπα ότι κάνα δυο καταδρόμια που είχα γνωρίσει προς τα τέλη της θητείας μου δεν μου είχαν φανεί ιδιαιτέρως καταπονημένοι. Ούτε εμφανείς ουλές είχαν, ούτε καμμία ιδιαίτερη αφήγηση με φριχτά βασανιστήρια θυμάμαι, και μάλιστα μετά από δεκαοχτώ μήνες στην αγκαλιά της πατρίδας, όχι εννιά. Δεν ξέρω πόσο παρηγορήθηκε η γυναίκα, διότι στράφηκα τάχιστα στην οθόνη του υπολογιστή δήθεν για να δω κάτι, κυρίως όμως για να μην προδοθεί το γελάκι που ετοιμαζόμουν να βγάλω, καθώς αναθυμήθηκα τα τελειώματα της θητείας ενός από τους συγκεκριμένους συστρατιώτες μου.
Όταν τον πέτυχα στο λόχο, εγώ χρωστούσα ακόμα κάνα εφτάμηνο-οχτάμηνο θητείας. Εκείνος κανονικά έπρεπε να έχει απολυθεί ήδη, ωστόσο τελικά παρέμεινε μαζί μας κάνα εξάμηνο ακόμα. Όπως γνωρίζουν όσοι πήγαν, ο βασικός λόγος παράτασης θητείας για τους απλούς φαντάρους είναι η φυλακή. Ο άνθρωπός μας είχε μαζέψει τουλάχιστον έξι μήνες φυλακής και κατέληξε να υπηρετήσει κοντά δυο χρόνια, ίσως και παραπάνω. Οι περισσότεροι αυτής της κατηγορίας (δεν ήταν ακριβώς λίγοι) ήταν λαϊκά παιδιά με λούμπεν στοιχεία: μάζευαν τις φυλακίσεις για παραπτώματα συνήθως με ναρκωτικά ή μικροκλοπές ή τσαμπουκάδες που κατέληγαν σε επεμβάσεις της στρατονομίας και δεν είχαν κάποιον μεγαλόσχημο να σβήσει τις ποινές τους και να τους ξεμπλέξει από τα μπλεξίματα (αυτό είναι βύσμα διαφορετικής τάξης από τα βύσματα των μεταθέσεων).
Ο δικός μας όμως ήτανε άλλη πάστα, τύπος ιντελεκτουέλ και ψαγμένος, που στην πολιτική ζωή του ήτανε μουσικός. Πιανίστας, με έφεση στη τζαζ, μια ζωή μέσα στα ωδεία και γενικά καλλιτεχνική φύση. Δεν ξέρω πώς ακριβώς ταίριαξε η καλλιτεχνική του φύση με την εκπαίδευση στις ειδικές δυνάμεις και πώς βρέθηκε εκεί (δεν είμαι βέβαιος με ποια κριτήρια τους επιλέγουν τους φαντάρους για εκεί πέρα), πάντως ήταν προφανώς καλός στην εν λόγω εκπαίδευση καθότι στο τέλος της είχε φορέσει και τις δυο σαρδελίτσες του έφεδρου λοχία. Τον στείλανε σε κάτι μονάδες καταστροφών ή κάπως έτσι κάπου στα Δωδεκάνησα αν θυμάμαι καλά. Εκεί περνούσε ο καιρός με εκπαιδεύσεις και σκηνάκια και ασκήσεις σε κάτι βραχονησίδες, μέχρι να έρθει η ώρα της δεύτερης μετάθεσης που υπήρχε ακόμα τότε προς πιο χαλαρές μονάδες της ενδοχώρας.
Ωστόσο κάπου εκεί σε μια βραχονησίδα φαίνεται πως παίχτηκε κάποιο σενάριο (βγαλμένο μέσα απ’ τη ζωή που λένε) όπου όπως θρυλείται ο έφεδρος λοχίας μας συνάντησε ένα λοχαγό συνομίληκό του μεν, στρατόκαυλο μέχρι εκεί που δεν παίρνει δε, ο οποίος μάλλον δεν εκτίμησε ιδιαίτερα το κάπως μπλαζέ καλλιτεχνικό στυλάκι του υφισταμένου του και άρχισε (κατά τα θρυλούμενα) να τον τρέχει αγρίως. Αν και δεν έχω άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών, μπορώ να κατανοήσω πλήρως τον σχετικό ψυχολογικό μηχανισμό (ας τον πούμε ιδιοτελή κατάχρηση εξουσίας σε βάρος υφισταμένου που τυγχάνει πιο όμορφος ή πιο έξυπνος ή πιο καλλιεργημένος από εμάς – πολλώ δε μάλλον όταν τυγχάνει και τα τρία). Σε μια έξαρση του εν λόγω τρεξίματος, ο λοχαγός φέρεται να «ξέχασε» το λοχία ο οποίος παρέμεινε σε μια ακατοίκητη βραχονησίδα μόνος του, χωρίς φαγητό και νερό εκτός από ό,τι είχε το παγούρι του για μία εβδομάδα (αντί για το προβλεπόμενο διάστημα μιας-δυο ημερών «εκπαίδευσης» δήθεν).
Δε θέλει πολύ ο άνθρωπος για να σαλτάρει. Μόλις κάποτε ήρθε το φουσκωτό και τον πήρε, ο δικός μας αφού ήπιε λίγο νεράκι και στάνιαρε άρχισε να τραγουδάει κάτι σαν “Sometimes I feel like a feather in the air” και δεν επικοινωνούσε πολύ με το περιβάλλον. Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο όμως, έβαλε την ξιφολόγχη στο όπλο και πήρε στο κυνήγι (με εφ’ όπλου λόγχη και φωνάζωντας «αέρα» σαν πολεμιστής του ’40) τον έντρομο λοχαγό, ο οποίος ετράπη εις άτακτον φυγήν και αναζήτησε καταφύγιο πάνω σε ένα δέντρο κλαίγοντας και εκλιπαρώντας για τη ζωή του ενώ από κάτω ο μαινόμενος έφεδρος λοχίας τον σημάδευε με το (άδειο, εν τέλει) όπλο τραγουδώντας πριν τον μαζέψουν οι στρατονόμοι δια τα περαιτέρω.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς τα σουρουμπέλιασε στο στρατοδικείο· εικάζω ότι η ηλίθια συμπεριφορά του αξιωματικού θα μέτρησε ως ελαφρυντικό και τελικά αντί να βρεθεί στη σχολή φωτομοντέλων (Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας, επισήμως), βρέθηκε με ξηλωμένες σαρδελίτσες, απλός στρατιώτης με ένα εξάμηνο επιπλέον θητείας στο λόχο μας. Ωστόσο ουδείς του εμπιστεύθηκε όπλο ξανά, και ουδείς σκέφτηκε ποτέ να τον πιέσει για το οτιδήποτε. Απλώς περίμενε να περάσουν οι μέρες, περιφερόμενος με τα ερείπια της στολής του βαθμοφόρου (από όπου κρεμόντουσαν ακόμα οι κλωστές που συγκρατούσαν τις σαρδέλες) και πίνοντας χαρούμενους μπάφους εν μέση οδώ. Όταν βαριόταν ερχόταν στο ιατρείο να ζητήσει να πάει στο 401 για εξετάσεις.
- Τι εξετάσεις να κάνω σήμερα; ρωτούσε το γιατρό, που φυσικά ήταν μιλημένος για την περίπτωση.
- Αίματος; Ούρων; Σπιρομέτρηση; Σπινθηρογράφημα; Αλλεργία;
- Μπα, τις έχω κάνει όλες πρόσφατα, άλλο τίποτα δεν έχει;
- Σπέρματος έχεις κάνει;
- Κι αυτές. Μα πόση μαλακία μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
- Ακουόγραμμα; Προκλητά δυναμικά έχεις κάνει; έριξα την ιδέα εμπνεόμενος από τις δικές μου γιωτάδικες εμπειρίες.
- Μπράβο αγόρι μου, αυτό είναι, το βρήκαμε. Να έρχεσαι να μας ρίχνεις ιδέες, είπε ο γιατρός ετοιμάζοντας το παραπεμπτικό.
- Σκέψου και τίποτα για αύριο που θα ξανάρθω, έλεγε ο πρώην λοχίας αποχαιρετώντας μας.
Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε να πίνει καφέδες στη Λέσχη Αξιωματικών. Τον ρώτησαν τι κάνει εκεί τους είπε «υπηρεσία, με έβαλε ο στρατηγός», πράγμα που παραδόξως αλήθευε. Τον είχε πετύχει ο (υπο-)στρατηγός που έπαιζε το διοικητή της μονάδας μια μέρα που είχε ντυθεί με πλήρη καταδρομική στολή με ενεργά σειρήτια (άγνωστο πώς την είχε διασώσει από το ξήλωμα) και για κάποιο λόγο που μάλλον είχε να κάνει με την εκτίμηση που είχε στις ειδικές δυνάμεις του έπιασε την κουβέντα. Αναφέρθηκε ο δικός μας (ως λοχίας, ψευδώς πλέον), τον ρώτησε ο μεγάλος τι δουλειά έκανε ως πολίτης και του απαντάει ο δικός μας «χορδιστής κλειδοκυμβάλων, στρατηγέ». Βάζει τα γέλια ο στρατηγός («από χορδιστής καταδρομέας;»), βάζει τα γέλια και ο ημιμαστουρωμένος δικός μας («και από καταδρομέας πάλι χορδιστής, στρατηγέ μου») και μες στο κέφι και τη χαρά τον στέλνει να κουρδίσει το πιάνο (με ουρά!) της Λέσχης.
Από τότε έκοψε τις επισκέψεις στο 401 και πήγαινε και κούρδιζε ακριβώς μια νότα την ημέρα, ούτε μισή παραπάνω. Ώρες ατελείωτες χτύπαγε το ίδιο πλήκτρο, πότε με κάποιο πεντάλ και πότε χωρίς, τέντωνε λίγο τη μία χορδή ή την άλλη (μέχρι τρεις είναι ανά πλήκτρο) κι όταν πολλές ώρες μετά βαριότανε, έφευγε και γύριζε στο λόχο. «Τέλειωσα με το σι ύφεση», έλεγε, «αύριο θα πιάσω το λα». Οι καραβανάδες θαμώνες δυσανασχετούσαν κάπως με τη μονοτονία του θορύβου, έλα όμως που η διαταγή του στρατηγού ήταν διαταγή και δε μπορούσαν να κουνηθούν και πολύ...
Κάποτε τέλειωσαν τα πλήκτρα ή η υπομονή του. Κούρδισε ό,τι ήταν να κουρδίσει κι έκατσε κι έπαιξε ένα ολόκληρο κονσέρτο για πιάνο, λέει ο μύθος (ο ίδιος μετά μου είπε ότι έπαιξε μόνο το αλλέγκρο του πρώτου μέρους και όχι, δεν ήταν του Μπετόβεν όπως θρυλείται). Ύστερα σηκώθηκε, πήγε στο διοικητή του λόχου και είπε «Φεύγω, βαρέθηκα.» Ο διοικητής είπε κάτι σαν «μα χρωστάς ακόμα σχεδόν δυο βδομάδες θητεία» κι ο δικός μας είπε «κι εσείς μου χρωστάτε δυο χρόνια, οπότε θα έρθω σε δυο βδομάδες για το απολυτήριο και είμαστε πάτσι». Δεν του έφεραν αντίρρηση.
Τον είδα όταν ήρθε, ένα κάπως βροχερό απόγευμα. Δεν απολυόταν καμμία σειρά εκείνη την ημέρα ή έστω εκεί γύρω, είχε έρθει η ώρα του να φύγει μόνος. Είχα έξοδο· βγήκαμε μαζί από την πύλη. Τον άκουσα που σιγοσφύριζε κάτι σαν το Take Five ενώ περιμέναμε το λεωφορείο που θα μας κατέβαζε στην πόλη. Εκεί τον ρώτησα για το κονσέρτο και διευκρίνισε ότι δεν ήταν κανένα δύσκολο κομμάτι, μια σχετικά απλή παρτιτούρα ήταν. Τον ρώτησα αν ήξερε τι θα έκανε τώρα, με ρώτησε αν πίστευα ότι ήξερε τι έκανε ίσαμε τώρα. Του είπα ότι δεν ξέρω τι να πω. Μου είπε ότι ούτε εκείνος ξέρει.
Μετά με ρώτησε αν θα έπαιρνα το λεωφορείο προς Πειραιά που πλησίαζε. Του είπα ότι θα έπαιρνα το λεωφορείο προς Αθήνα. Μου είπε ότι εκείνος θα έπαιρνε αυτό προς Πειραιά. Μπήκε μέσα κάνοντάς μου ένα νεύμα που υπό κανονικές συνθήκες σημαίνει «έτσι κι έτσι» αλλά εδώ θα μπορούσε να είναι «άντε γεια».
Σκέφτηκα ότι ήθελε μάλλον να με αποφύγει. Τώρα πια ξέρω ότι δεν ήταν τίποτα προσωπικό με εμένα, απλά στα μάτια του ήμουν ένας ακόμα εξοδούχος φαντάρος. Μ’ άλλα λόγια κάτι που ανήκε σε ένα παρελθόν από το οποίο είχε ξεμπλέξει οριστικά και άφηνε πίσω του, μαζί με στρατόκαυλους λοχαγούς, έρημες βραχονησίδες, κακό σταφ και έναν μονότονο ήχο της ίδιας νότας, με το ίδιο πλήκτρο στο πιάνο για ώρες.
Καιρός να αλλάξουμε σκοπό, οπωσδήποτε.
Μια κατά Λούις Άρμστρογκ εκδροχή του παλιού spiritual Sometimes I feel like a motheless child.
28/10/13
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Γεια σου B!
Αποκαρδιωτικά τα όσα εξιστορείς.
Αναρωτιέμαι τι έγινε διοικητικά και ποινικά με το λοχαγό. Το να "ξεχάσεις" μία εβδομάδα έναν υφιστάμενο σε μία βραχονησίδα συνιστά, στον εγκόσμιο νόμο, τουλάχιστον εγκληματική αμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν και σοβαρές υποψίες δόλου.
Όλα αυτά γινήκανε γαργάρα;
Θύματα ειρήνης...
Idom
Αναρωτιέστε τι έγινε διοικητικά και ποινικά με το λοχαγό;
Προφανώς θα προήχθη σε ταγματάρχη, τι άλλο να γίνει;
(Μα πού ζείτε; Άκου «σοβαρές υποψίες δόλου»).
Βέβαια μην τα παίρνετε όλα της μετρητοίς - η έκφραση «Ράδιο Αρβύλα» μάλλον δεν είναι τυχαία, οπότε μην υιοθετούμε άκριτα τις φήμες, ε;
Σωστά...
Idom
Βασίλη,
στα διαβάσματά σου, ο πρώτος συγγραφέας είναι Ζουργός και όχι Ζούργος νομίζω. Ευχαριστώ για τις ιστορίες και την όμορφη αφήγηση.
Χ.
Όντως, αλλά για να μην μείνει ξεκρέμαστο το σχόλιο το αφήνω ως έχει στα διαβάσματα και το διορθώνω με μια ανάρτηση επιτούτου.
Ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου