ΙΑ΄
Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγή-
σεις, πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
μές στή βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί πού γιά πάντα τούς
σκέπασε τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους, σ’ ἕνα
κουπάκι του καφέ, σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ... Ἄς εἶναι
γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται, ἅς εἶναι γλυ-
κός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.
Αργύρης Χιόνης (22/4/1943 - 25/12/2011)
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (1986)
Σ.Σ. Δεν γνώριζα την ποίηση του Αργύρη Χιόνη, και εξακολουθώ να μην τη γνωρίζω, εκτός από το παραπάνω απόσπασμα που εσχάτως κυκλοφορεί ανακυκλούμενο στα social media, κυρίως για το στίχο με το νοικοκυριό, εικάζω. Διάβασα όμως το σχετικό λήμμα στην ελληνική βικιπαιδεία και είδα με ενδιαφέρον ότι πέραν της κοινής (;) ολλανδικής εμπειρίας μας ένωνε με τον άνθρωπο η μετάφραση της αρχικής σειράς του Αστερίξ και του Ιζνογκούντ: απ' αυτή την άποψη υπήρξα - εν αγνοία μου - φανατικός αναγνώστης των μεταφράσεών του.
Ας είναι ελαφριές οι λέξεις που θα μας σκεπάσουν όλους.
Ή μήπως όχι και τόσο ελαφριές;
19/6/13
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (Αργύρης Χιόνης)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Να την γνωρίσεις!
Δημοσίευση σχολίου