Ο Έζρα Πάουντ σε κακό χάλι σε φωτογραφία της 26ης Μαΐου 1945, λίγο μετά τη σύλληψή του με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και πριν κλειστεί σε ένα κλουβί στην Πίζα. Η φωτό από τη wikipedia.
Με τον άνθρωπο δεν γνωριζόμαστε. Για την ακρίβεια έχουμε μιλήσει μια φορά πριν πολλά-πολλά χρόνια, αλλά προφανώς δε θα το θυμάται, δε ρώτησε πώς με λένε, ούτε και είπαμε τίποτα φοβερά σημαντικό. Ο ίδιος βέβαια ήταν κάπως γνωστός από τότε, όχι ακριβώς η φίρμα που είναι σήμερα, αλλά είχε περάσει από την κατηγορία του φερέλπιδος σε αυτή του κάπως αναγνωρισμένου. Δεν είχε γράψει ακόμα δεκαεφτά βιβλία, ήταν μόνο τρία ή τέσσερα, αν θυμάμαι καλά. Σε κάποιο βραχύβιο περιοδικό (που μπορεί να λεγόταν Phenomenon αλλά μπορεί και να με απατά η μνήμη μου και να ήταν κάπου αλλού) πρέπει να είχα πρωτοδιαβάσει κάποιες ιστορίες δικές του. Δεν είχα συγκρατήσει το όνομα του συγγραφέα, αλλά μετά τις ξαναβρήκα σε μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Κινούμενα σχέδια». Μου κίνησε το ενδιαφέρον επιπλέον διότι ήταν συν-σεναριογράφος σε δυο ταινίες που μ’ άρεσαν με τον τρόπο τους (όχι με τον ίδιο τρόπο η καθεμιά), τους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου και την «Υπόγεια Διαδρομή» του Δοξιάδη.
Το πιο σημαντικό βέβαια ήταν το γεγονός ότι ήταν νέος· δεν είχε κλείσει τα τριάντα. Για την πνευματική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ογδόντα αυτό ήταν επίτευγμα μάλλον· έσπευσα να πάρω και τα – ας πούμε – μυθιστορήματα (μάλλον νουβέλες) που είχε βγάλει νωρίτερα. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν, ήταν διαφορετικά από ό,τι άλλο κυκλοφορούσε. Ο συγγραφέας τους δεν ήταν κανένας απίστευτος τύπος από άλλο πλανήτη, αλλά περιέγραφε μια πραγματικότητα σαν αυτή που ζούσαμε, λίγο πολύ. Τώρα βέβαια «αυτό που ζούσαμε» δεν ξέρω πώς μπορώ να το περιγράψω αναδρομικά χωρίς υποψίες νοσταλγίας (που δεν έχω) για την εποχή που ήμουν είκοσι χρονών και φοιτητής, πάντως περιείχε σαφώς πιο πολλές ερωτήσεις παρά απαντήσεις, σε μια κάπως γκρίζα καθημερινότητα.
Η δική μου καθημερινότητα περιελάμβανε διαδρομές με λεωφορείο από και προς την Πανεπιστημιούπολη, κάνα φραπέ με συμφοιτητές στο κυλικείο, αμπελοφιλοσοφικές συζητήσεις με τον κολλητό μου το Σπύρο, αραιά και που παρακολούθηση κανενός μαθήματος στη σχολή, λίγη κιθάρα στο ωδείο, και πολύ-πολύ-πολύ σινεμά. Τα Σάββατα πέρναγα ώρες ως λαθραναγνώστης στα βιβλιοπωλεία· πού και πού ψώνιζα και τίποτα για ξεκάρφωμα. Η κυρία Φωφώ στο Θεμέλιο με είχε μάθει και τα κορίτσια χαμογελούσαν όταν με έβλεπαν να μπαίνω. Η Ραχήλ (καλή της ώρα) όποτε με έβλεπε να λαθραναγιγνώσκω καμμιά βλακεία μου έκανε παρατήρηση («όχι αυτό, χάνεις τον καιρό σου») και με έστελνε σε άλλο πάγκο μέχρι να σηκώσω κάτι που να αξίζει τον κόπο. Αν υπήρχαν λεφτά πήγαινα σε καμμιά συναυλία, αν η συναυλία ήταν τζάμπα ακόμα καλύτερα.
Εκείνο το φθινόπωρο το ΚΚΕ έκανε το ετήσιο φεστιβάλ ΚΝΕ/Οδηγητή στην Καισαριανή, ακριβώς δίπλα από την Πανεπιστημιούπολη. Οι Κνίτες της σχολής πούλαγαν «εισιτήρια για το φεστιβααααάλ» και διαφήμιζαν το πρόγραμμα. Εμένα με απέφευγαν βέβαια, διότι ήμουν γνωστός ρεβιζιονιστής και συνδικαλιζόμουν με τους απέναντι, κι εγώ τους απέφευγα διότι θεωρούσα ότι είχαν πιο πολλές απαντήσεις παρά ερωτήσεις. Ωστόσο στο πρόγραμμα του φεστιβαλ υπήρχε μια συναυλία του Πάκο Πένια, ενός από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες του φλαμένγκο. Γαργαλήθηκα για λίγη ώρα, και μετά έκανα την καρδιά μου πέτρα και πήγα σε μια σχετικά συμπαθή κνίτισσα στο τραπεζάκι της ΠΣΚ και ζήτησα «εισιτήριο για το φεστιβάλ». Με κοίταξε αποσβολωμένη (λες να είχα δει ξαφνικά το φως το αληθινό, ή μήπως ετοίμαζα καμιά προβοκάτσια;) αλλά τελικά μου το έδωσε. Τελείωσα τον πολύωρο φραπέ μου και κάποτε κατηφόρισα για την Καισαριανή.
Η συναυλία θα αργούσε ακόμα, οπότε περιπλανήθηκα στο χώρο χαζεύοντας διάφορες εκδηλώσεις. Πότε πότε έπεφτα πάνω σε κάνα γνωστό από τη σχολή ή την Ικαρία (εξίσου κομμουνιστοκρατούμενες και οι δύο την εποχή εκείνη) που με κοίταζε ως αξιοπερίεργο. Κάποια στιγμή βρέθηκα δίπλα σε ένα πάνελ όπου αντί για τους συνήθεις λόγους για το αγωνιστικό μέτωπο νεολαίας κλπ. ξεκινούσε μια συζήτηση για τη λογοτεχνία ή κάτι τέτοιο. Κάποιος συντονιστής ή μάλλον συντονίστρια παρουσίαζε τους ομιλητές, στους οποίους περιλαμβανόταν η Ευγενία Φακίνου (ως καταξιωμένη συγγραφέας, εικάζω) και δύο νέοι άρρενες συγγραφείς: κάποιος που είχε εκδώσει έναν τίτλο στη «Σύγχρονη Εποχή» (άρα του Κόμματος, πάλι εικάζω) και μου διαφεύγει το όνομά του, και ο άνθρωπός μας. Ο Πέτρος Τατσόπουλος.
Με δεδομένη την (όχι ακριβώς φιλική, για να το πούμε ευγενώς...) μεταχείριση που είχε επιφυλάξει στο Κόμμα και τη Νεολαία του ο Τατσόπουλος στα ως τότε βιβλία του, η παρουσία του εκεί με εξέπληξε κάπως. Ωστόσο ήταν εποχές περεστρόικα και φαίνεται άφηναν όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Δεν θυμάμαι ιδιαίτερες λεπτομέρεις από τη συζήτηση, ομολογώ ότι έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου ολοσχερώς τα λεγόμενα της Φακίνου, αλλά θυμάμαι καθαρά τον Τατσόπουλο να παρομοιάζει το συγγραφέα (ή τον πνευματικό άνθρωπο εν γένει) με υδραυλικό: τον επιλέγεις για να σου κάνει τη δουλειά σου με κριτήριο αν είναι καλός τεχνίτης, όχι για την ιδεολογία του. Ένας καλός συγγραφέας είναι ένας καλός συγγραφέας ακόμα κι αν είναι ακροδεξιός. Έναν κακό συγγραφέα δεν τον κάνει καλύτερο η προοδευτική ή κομμουνιστική ιδεολογία που ενδεχομένως έχει.
Το κοινό μάλλον δεν ενθουσιάστηκε με την παρομοίωση και άρχισε να μουρμουράει. Ο συνομιλητής που είχε εκδώσει το βιβλίο του στη «Σύγχρονη Εποχή» επιχειρηματολόγησε ότι η Τέχνη (η μεγάλη Τέχνη) είναι εκ φύσεως προοδευτική, και όλοι οι πραγματικά μεγάλοι λογοτέχνες του εικοστού αιώνα ήταν αν όχι κομμουνιστές, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο προοδευτικοί, και σίγουρα δημοκράτες. Δεν υπάρχει ούτε ένας (το επανέλαβε υψώνοντας τη φωνή και το δάχτυλο λίγο θεατρικά), ούτε ένας μεγάλος συγγραφέας που να συνεργάστηκε με το φασισμό.
- Ο Έζρα Πάουντ, ακούστηκε η φωνή του Πέτρου από δίπλα.
Ο άλλος έμεινε με το δάχτυλο υψωμένο. Το ακροατήριο πάγωσε.
- Πώς είπατε;
- Είπα ο Έζρα Πάουντ. Και δε νομίζω να είναι ο μόνος.
Ακολούθησε μια σχετική ένταση καθώς άλλοι από το ακροατήριο διαμαρτυρόντουσαν κι άλλοι είχαν μείνει άφωνοι, ο συνομιλητής είχε γίνει κατακόκκινος, η Φακίνου και η συντονίστρια κάπως πήγαν να το συμμαζέψουν χωρίς επιτυχία κι εγώ ομολογώ ότι είχα ξεραθεί στα γέλια υπό τα αμήχανα βλέμματα των διπλανών. Η τυποποιημένη μορφή της φεστιβαλικής συζήτησης είχε πάει κατά διαόλου, ο Πέτρος έγινε αυτοστιγμεί το κεντρικό πρόσωπο, οι τόνοι ανέβηκαν σε κάποιες παρεμβάσεις από το ακροατήριο και τελικά η συντονίστρια έκλεισε τη συζήτηση βιαστικά. Ο κόσμος σκόρπισε και πάνω στη σύγχιση πλησίασα τον Πέτρο (που μάλλον ήταν εξίσου ξέμπαρκος με εμένα στο συγκεκριμένο περιβάλλον ή και παραπάνω ίσως) και τον ρώτησα λεπτομέρειες για την παρομοίωση συγγραφέα με υδραυλικό.
Μου απάντησε κάπως εκνευρισμένος επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί αυτά που είχε πει από το βήμα. Υποθέτω θα με πέρασε για παρατυχόντα Κνίτη, κοίταζε δεξιά κι αριστερά και πετούσε τις λέξεις με ρυθμό πολυβόλου. Φαντάζομαι θα βαριότανε να λέει τα ίδια (το «τι δεν καταλαβαίνεις» δεν ήταν ακόμα τότε ατάκα της μοδός), δεν ήταν και η ερώτηση πολύ συγκεκριμένη, καθώς αποσκοπούσα πιο πολύ να καταλάβω αν το εννοούσε ή αν απλώς ήθελε να προβοκάρει ελαφρώς το συγκεκριμένο ακροατήριο. Δεν έβγαλα συμπέρασμα, πάντως εμφανώς δε γούσταρε να συνεχίσει τη συζήτηση και δεν επέμεινα. Τον χαιρέτησα και πήγα στη συναυλία του Πάκο Πένια· εξαιρετική ήταν.
Καμιά βδομάδα αργότερα τον πήρε το μάτι μου στο Θεμέλιο να χαζεύει βιβλία, όπως κι εγώ. Μιλούσε με άνεση με τα κορίτσια σαν παλιός γνωστός. Κάποια στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και του έκανα ένα νεύμα χαιρετισμού. Με αντιχαιρέτησε αλλά με έναν τρόπο που θα μπορούσε να σημαίνει «κάπου σε ξέρω αλλά δε θυμάμαι πού» και ξαναγύρισε στο βιβλίο που διάβαζε. Δε νομίζω να ξανασυμπέσαμε κάπου αλλού έκτοτε. Διάβασα με προσοχή την «Καρδιά του Κτήνους» κάπως ενοχλημένος αρχικά από την έπαρση του πρωταγωνιστή, διασκεδάζοντας μετά με τις περιπέτειές του, λίγο απογοητευμένος στο τέλος από το οιονεί χάπι έντ. Διάβασα και μερικά ακόμα βιβλία του, όχι πολλά· ίσως στο σύνολο να έχω διαβάσει εφτά ή οχτώ. Νομίζω ότι τα διηγήματα του πάνε καλύτερα από τις πιο εκτεταμένες φόρμες, τελικά.
Καθώς τα χρόνια περνούν διαβάζω λιγότερο, είμαι και εκτός Αθηνών (και Ελλάδας) εδώ και έξι-εφτά χρόνια και δεν τον παρακολουθώ ιδιαίτερα πια. Ήξερα ότι κάποτε είχε εκπομπές στην τηλεόραση περί βιβλίου αλλά δεν έτυχε να δω καμμία (έχω κόψει την τηλεόραση χρόνια τώρα). Ήξερα ότι σε ένα από τα βιβλία του (που το διάβασα) περιποιούνταν (σκωπτικά) ένα alter ego του Μπένι. Έμαθα ότι σε ένα άλλο βιβλίο του (που δεν το διάβασα, παρότι πούλαγε σα ζεστό ψωμάκι) εξιστορούσε ότι είναι υιοθετημένος. Δεν εκτιμώ πάντα τη γραφή του, εκτιμώ πάντως το γεγονός (που το τονίζει) ότι ζει από αυτήν: δημοσιεύοντας, αρθρογραφώντας – σε κάθε περίπτωση εκτιθέμενος, για καλό ή για κακό.
Η έκθεση βέβαια έχει παρενέργειες, ειδικά στην εποχή της διαδικτυακής παραζάλης και των social media. Πριν λίγα χρόνια, με αφορμή ένα ντοκυμανταίρ για το 1821 ήρθε στο επίκεντρο ενός μάλλον ατυχούς ενδιαφέροντος, καθώς μια χιουμοριστική ατάκα στο facebook μετετράπη σε δήλωση περί δήθεν γκέι Κολοκοτρώνη. Φυσικά δεν είπε αυτό (ούτε κάτι τέτοιο εννοούσε) αλλά άντε να βρεις το δίκιο σου, ειδικά άμα σε βάλουν στόχο. Σε κάποια άλλη φάση εκτίμησα την κόντρα που είχε με τον (αντισυστημικό, υποτίθεται) Πιτσιρίκο, καθώς έβαλε τις φωνές εκεί που κάποιος άλλος μπορεί να έκανε σωφρόνως την πάπια (κι άντε πάλι να βρεις το δίκιο σου όταν το δυνητικό σου ακροατήριο επικαλύπτεται εν πολλοίς με αυτό του «αντιπάλου»).
Όταν άρχισε να ανακατεύεται με τα πολιτικά, το πράγμα χόντρυνε ακόμα περισσότερο, καθώς χτυπώντας αυτόν μπορούσες (σε ένα ορισμένο κοινό) να χτυπήσεις τον πολιτικό του φορέα, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ο αγαπημένος των media (και των ιδιοκτητών τους). Κι αν κάτι δε μπορείς να του προσάψεις του ανθρώπου, είναι ότι είναι υπερβολικά ψύχραιμος. Οπότε δίνει στόχο, φυτιλιάζεται εύκολα (πότε με το «μπαρμπα-Θωμά» και το «ανεπάγγελτοι» του νυν διοικητή της ΕΥΔΑΠ, πότε με το «αδερφή» και το «Τσατσόπουλε» αυτού του χρυσαυγίτη με με το ξυρισμένο κρανίο, σιγά τα λάχανα δηλαδή) τα παίρνει και προσωπικά όλα, και γίνεται η χαρά του παιδιού και του τοκ-σόου. Μια το Λαμπρακιστάν (τον περιποιούνται αλύπητα στο Βήμα και στα Νέα, άλλο αν του παίρνουν και συνεντεύξεις πάνω στη τούρλα), μια ο Σταυρίδης, μια η Χρυσή Αυγή, μια η περίφημη μισή Αθήνα.
Εικοσιπέντε χρόνια πριν, δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος αν «προβοκάρισε» το κνίτικο ακροατήριο για να προκαλέσει την αντίδρασή του ή αν απλώς είπε αυτό που πίστευε, και σήμερα πάλι αναρωτιέμαι το ίδιο. Σκέφτομαι ότι κάποιοι από τους αγανακτισμένους τότε νεολαίους του φεστιβάλ ενδέχεται σήμερα να είναι και ψηφοφόροι του (ίσως και με τις ίδιες περίπου αντιλήψεις, καθώς ένας ορισμένος νεο-κνιτισμός ενδημεί στο χώρο). Γενικά προτιμώ να σκέφτομαι (χωρίς να είμαι σίγουρος κιόλας) ότι είναι ένας μάλλον φυσιολογικός άνθρωπος που του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν αισθάνεται ότι τον πνίγει το δίκιο (υπερβολικά συχνά, ίσως) και εκφράζει την οργή του σπάζοντας το ταμπού του σοβαροφανούς βουλευτή και μιλώντας όπως θα μίλαγε στην παρέα του.
Ωστόσο η εν λόγω παρέα έχει μεγαλώσει στην εποχή του διαδικτύου, κάθε τόσο «τρολάρουν» διάφοροι απρόσκλητοι, και η συζήτηση γίνεται ολοένα και πιο χαοτική ειδικά τώρα που οι εντάσεις στην κοινωνία είναι πιο μεγάλες από ποτέ. Ομολογώ πως δε μου αρέσει το ύφος αυτό («της παρέας») ιδιαίτερα, παρόλο που δε θεώρησα κανένα σοβαρό ατόπημα τη μισή Αθήνα (άλλη μια φράση του που ειπώθηκε σε άλλα συμφραζόμενα και μεταφέρθηκε διαφορετικά, και ο ίδιος την αυτοσάρκασε στο fb με το σχόλιο «σιγά τη μεγαλόπολη»). Απλώς πολύ μέτριο χιούμορ (σαν αυτό που λέει τον Κασιδιάρη μ@λ@κα με ταυτότητα – ε, και λοιπόν;). Το πρόβλημα είναι ότι η ουσιαστική συζήτηση μετατοπίζεται από το πολιτικό γεγονός (τη διαπλοκή, το νεοφασισμό, το μνημόνιο, το πού βαδίζουμε ως κοινωνία) στο αν είναι στρέιτ ή όχι ο Πέτρος ή ο Κολοκοτρώνης. Η μπάλα στην εξέδρα δηλαδή.
Αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία οι καλές ή οι κακές και υστερόβουλες προθέσεις. Ανεξαρτήτως προθέσεων, σε αντίθεση με το συγγραφέα-υδραυλικό, ο βουλευτής-υδραυλικός που τον παίρνουμε να μας κάνει τη δουλειά μας άνευ ιδεολογίας ίσως δεν είναι και πολύ καλή επιλογή (την είχαμε άλλωστε για χρόνια και υποτίθεται πως η Αριστερά την απορρίπτει). Θα προτιμούσα για τη συγκεκριμένη δουλειά κάποιον που να εκφράζει ακριβώς την ιδεολογία (της Αριστεράς, εν προκειμένω) και όχι τα (ανθρώπινα, δε λέω) συναισθήματά του. Θα προτιμούσα, αν θέλετε, η συζήτηση με τους κάθε λογής απέναντι να γίνεται επί του πολιτικού και όχι επί του (δήθεν) σεξουαλικού.
Θα προτιμούσα ίσως ακόμη περισσότερο κάποιο πραγματικά καλό βιβλίο. Άμα δε γίνεται, τουλάχιστον να κάνουμε κάνα σέρβις στις αποχετεύσεις· τελευταία δεν τραβάνε με τίποτα.
Σ.Σ. Ο Έζρα Πάουντ είχε σημαντικές ενστάσεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού (δείτε το γνωστό Canto «Με την τοκογλυφία») και αυτό τον οδήγησε σε κάποια φάση κοντά στην (ψευδώς...) αντικαπιταλιστική ρητορική του προπολεμικού φασισμού και στη θαλπωρή του Μουσολίνι, αλλά δεν πρέπει να θεωρηθεί σε καμμία περίπτωση τυπικός φασίστας. Πάντως η λίστα σημαντικών συγγραφέων και καλλιτεχνών που δεν ήταν ακριβώς δημοκράτες δεν είναι και μικρή (αν και ο ορισμός του «μείζονος» σε σχέση με τον «ελλάσσονα» συγγραφέα μπορεί να ποικίλλει) και θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα τον Λουίς Φερντινάντ Σελίν, τον Κνουτ Χάμσουν, τον προγενέστερο Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, τον φουτουριστή Μαρινέτι που ύμνησε το Μουσολίνι, κι αν πάμε στις άλλες τέχνες θα βρούμε κάμποσο κόσμο πέρα από τη σχετικά γνωστή περίπτωση Λένι Ρίφενσταλ.
Μια φορά κι έναν καιρό οι κομματικές νεολαίες κάνανε φεστιβάλ. Ενδεχομένως να κάνουν ακόμα, δεν ξέρω ακριβώς (η ΚΝΕ σίγουρα κάνει, αν και από όσο ξέρω για οικονομικούς λόγους το Κόμμα έχει κλείσει τα τυπογραφεία του και τον κομματικό εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή»). Συνολικά πάντως ο θεσμός ήταν για πολλά χρόνια σε παρακμή και πολύ καλά έκανε· άλλου τύπου πολιτική εποικοινωνία χρειαζόμαστε, νομίζω, και η επιστροφή στη λογική και την αισθητική της μεταπολίτευσης δε μου φαίνεται και πολύ λιγότερο γελοία απάντηση στην κρίση από όσο είναι π.χ. η επιστροφή στο πουλί της δικτατορίας.
Για να αποφευχθούν τυχόν παρερμηνείες, αναγνώστης του είμαι του Τατσόπουλου, όχι ψηφοφόρος του. Με ενδιαφέρει κυρίως ως συγγραφέας, όχι ιδιαίτερα ως βουλευτής. Και καθόλου ως media (ή social media) celebrity. Αλλά πολλά χρόνια πριν, στο τέλος του «οι Ανήλικοι», θυμάμαι ένα κοριτσάκι που προσπαθεί να μάθει ποδήλατο, και μετά από πολλές αποτυχίες, τα καταφέρνει. Ο συμβολισμός είναι βέβαια απλοϊκός, θα μου πείτε, ίσα-ίσα για πρωτόλειο.
Αλλά δεν ξέρω ποδήλατο, οπότε σ' εμένα λειτουργεί.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Καλημέρα, καλή Κυριακή!
Τι να πεις; Και ο Πουτσίνι, Μουσολίνι ψήφιζε...
Πάντως εγώ, προτιμώ Πιτσιρίκο (με κάθε λογική επιφύλαξη).
Idom
Ενας ηγέτης τής Κινεζικής Περεστρόϊκα είπε κάτι ανάλογο, ότι δεν ενδιαφέρει "το χρώμα τής γάτας αλλά εάν πιάνει ποντίκια" οπότε πρόσφατα κι' ο Σαμαράς το επέκτεινε αλλά ωστόσο η πραγματικότητα διαψεύδει τον Π. Τατσόπουλο και τον εξέλεξε Βουλευτή ακυρώνοντας τον ισχυρισμό του, είναι μια αντίφαση πού μόνο η πραγματικότητα αντιγράφει όταν το κρίσιμο ζήτημα σήμερα βρίσκεται εάν ο συγγραφέας καταφέρει να κάμει το επόμενο βήμα το οποίο έχασε την ευκαιρία στο θέατρο, υπάρχουν πάντα ευκαιρίες αρκεί να αντιληφτεί τις τρικυμίες πλέον ως καπετάνιος.
Σαν πολλή αξία να του δίνεις. Ένας υπερφίαλος με ευφράδεια λόγου είναι.
Δημοσίευση σχολίου