30/6/12
Μια ξαφνική ησυχία
Να πω ότι το θέμα με αφήνει εντελώς αδιάφορο, δεν θα είναι αλήθεια. Να πω πάλι ότι έχω και κάποια σκασίλα τεράστια, πάλι δεν θα είναι αλήθεια. Πάντως όποτε έχω βρεθεί σε καινούργια περιβάλλοντα (στην Κρήτη, στο Λέιντεν κι εδώ στη Λισσαβώνα) το έχω χρησιμοποιήσει για λόγους κοινωνικοποίησης περισσότερο παρά οτιδήποτε άλλο. Ας πούμε, μέσα στη δεκάδα των συναδέλφων που μοιραζόμαστε τα γραφεία, όλο και κάποιος έχει την πετριά, οπότε μια ανάλαφρη σχετική κουβεντούλα μπορεί πάντα να ξεκινήσει. Ειδικά άμα ο κάποιος είναι ο Ντιόγκο, που η οθόνη του υπολογιστή του ξεχωρίζει από το πράσινο χρώμα και το σήμα της Σπόρτιγκ Λισσαβώνας.
Άμα θες να τον κεντρίσεις, αναφέρεις κάτι θετικό για την ανταγωνιστική ομάδα της πόλης, τη Μπενφίκα. Αμέσως παρατάει ό,τι κάνει (όσης επιστημονικής σοβαρότητας και να είναι αυτό) και αρχίζει να επιχειρηματολογεί. Μετά τσιμπάνε και κάνας-δυο άλλοι (ο Ρούι αριστερά μου που είναι φόλα Μπενφικίστα, κυρίως) και το ματς αρχίζει, και συνεχίζεται μέχρι να τους στραβοκοιτάξουν κάποιοι ουδέτεροι (ο Μεξικάνος ή η Βραζιλιάνα ή η Ολλανδέζα ή κάποιος από τους Γιαπωνέζους) και να επιστρέψει ο καθένας στην οθόνη του.
Τον τελευταίο μήνα ωστόσο η συζήτηση έχει αφήσει τα οπαδικά πλαίσια και έχει αποκτήσει εθνικά χαρακτηριστικά. Έφταιγε κάπως και η Ολλανδέζα, η οποία στόλισε τον πάγκο εργασίας με πορτοκαλί σημαιούλες που είχε καβάτζα από το Μουντιάλ του 2010. Της πήγα κι εγώ κάτι χνουδωτά πορτοκαλί διαφημιστικά που μας έδιναν στο σουπερμάρκετ στην Ολλανδία προ διετίας και κάπως όταν άδειαζα το σπίτι μετακόμισαν κι αυτά στην Πορτογαλία αντί για τον κάλαθο των αχρήστων. Η φουκαριάρα φόρεσε τα πορτοκαλιά της, έβαψε και τα νύχια της ασορτί, και υπέστη των παθών της τον τάραχο καθώς η ομάδα της υπέστη τρεις διαδοχικές ήττες (τη μία από την Πορτογαλία κιόλας). Έκτοτε είναι κάπως σιωπηλή και απόμακρη.
Οι Έλληνες πάλι έχουμε κρατήσει χαμηλό προφίλ, καθώς στους δυο πρώτους αγώνες δεν θριαμβεύσαμε ακριβώς, κι εγώ που δεν είμαι και της εθνικής φανατίλας προτιμούσα να περνάω στο ντούκου τα συμπονετικά υποτίθεται σχόλια των πέριξ Πορτογάλων. Πάντως καθώς βγήκαμε στον αφρό στο τρίτο ματς (όπου ήμουνα βέβαια στην Ελλάδα λόγω εκλογών), όταν επανήλθα στη χώρα βρέθηκα σε μια ατμόσφαιρα ειλικρινούς συμπαράστασης. Ο Ντιόγκο ήταν σαφής:
- Μάγκα μου, ελπίζω να τους κερδίσετε τους Γερμανούς, θα το ευχαριστηθώ απεριόριστα.
Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο αλληλεγγύης μεταξύ των PIIGS, φυσικά, δεν έχει σχέση με το ποδόσφαιρο, αλλά με τη γενική αίσθηση ταπείνωσης που έχει επιβληθεί μέσω Γερμανίας στον ευρωπαϊκό νότο. Προσωπικά έχω ανοσία στο εν λόγω συναίσθημα (καθώς δεν μου φταίνε οι Γερμανοί ως λαός αλλά συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές των ελίτ, αν και αυτό είναι μια άλλη ιστορία), πάντως δε μπορώ να πω ότι θα με χάλαγε να περνάγαμε πέραν πάσης ποδοσφαιρικής λογικής. Φυσικά δεν περάσαμε, ενώ οι Πορτογάλοι πέρασαν μια μέρα νωρίτερα. Ευτυχώς μεσολαβούσε σαββατοκύριακο, κι έτσι μέχρι τη Δευτέρα είχε αλλάξει η θεματολογία. Τώρα το θέμα ήταν η σύγκρουση μεταξύ των χωρών της Ιβηρικής.
- Θα τους πατήσουμε κάτω τους Ισπανούς, ξεκαθάρισε ο Ντιόγκο με βεβαιότητα. Κι ύστερα γύρισε στη Μάρτα και την Ελβίρα (Καστιλλιάνες αμφότερες) και τους είπε ευγενικά (αστειευόμενος, εννοείται) να μην έρθουν καλύτερα στο Ινστιτούτο την Τετάρτη.
Ήρθαν βέβαια, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι συνήθως λαλίστατοι Ισπανοί (δεν είναι και λίγοι) είχαν κάπως καταπιεί τη γλώσσα τους. Αντιθέτως, οι συνήθως συγκρατημένοι Πορτογάλοι βρισκόντουσαν σε κατάσταση ντελίριου. Στα μπαλκόνια είχαν απλωθεί σημαίες, παιδάκια έτρεχαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας προκαταβολικά, το Ινστιτούτο οργάνωσε προβολή σε γιγαντο-οθόνη στο κεντρικό αμφιθέατρο, συνοδεία μπύρας, κρασιού και μεζέδων, κι όσο η κρίσιμη ώρα πλησίαζε έκαναν την εμφάνισή τους ερευνητές με κασκώλ και σημαιάκια. Ένας θρασύς εμφανίστηκε με ισπανικά χρώματα, συγκεντρώνοντας το σκώμμα της πορτογαλικής πλειονότητας.
Το ματς άρχισε σε πανηγυρικό κλίμα, που γινόταν ακόμα πανηγυρικότερο από την αίσθηση της προσδοκίας. Κάθε φορά που μπάλα έφτανε σε πορτογαλικά πόδια ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές, άμα δε τα πόδια ήτανε του Κριστιάνο Ρονάλντο τα ντεσιμπέλ έφταναν σε αποκορύφωση, και μερικές (γυναικείες μάλλον) φωνές στα όρια της υστερίας. Η αλήθεια είναι ότι από ποδοσφαιρικής απόψεως δε γινόταν και τίποτα φοβερό, πάντως η οχλοβοή ήταν αναντίστοιχη με τα τεκταινόμενα επί της οθόνης, ειδικά για μας τους ουδέτερους. Μετά από κάνα εικοσάλεπτο μάλλον αδιάφορης μπάλας, με κυρίευσε μια σχετική πλήξη. Αποφάσισα να δω το δεύτερο ημίχρονο από το σπίτι. Βγαίνοντας έπεσα σε μια διευρυνόμενη ισπανική παρέα (και η Ελβίρα ανάμεσά τους), που μάλλον δεν άντεχε την αυτολογοκρισία μπροστά στην πορτογαλική πληθυσμιακή υπεροχή, και με ελαφρά πηδηματάκια ετοιμαζόταν να την κάνει για αλλού όπου να μπορεί να εκφραστεί πιο ελεύθερα. Χαιρέτισα από μακριά το νεαρό Χιμένεθ που κάπνιζε φουρκισμένος.
Κάτι ανάμεσα σε Άγιο Χριστόφορο και εθνική υπερηφάνεια (την άλλη μέρα έμεινε ο Άγιος μόνος του).
Ανηφόρισα τα στενά του Οέιρας με μια παράξενη αίσθηση ησυχίας. Δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα καθόλου, η πόλη ήταν σχεδόν έρημη, εκτός από κάνα-δυο υπαίθρια καφέ και εστιατόρια με τηλεοράσεις εκτός. Ήταν ημίχρονο, έπαιζαν διαφημίσεις. Μερικά πιτσιρίκια ανέμιζαν πορτογαλικές σημαιούλες στους καθήμενους θεατές. Μια συμπαθέστατη νεαρή μαύρη πατούσε μια κόρνα περιοδικά. Άλλες σημαίες, πιο μεγάλες, κρεμόντουσαν στα μπαλκόνια. Την ώρα εκείνη κανονικά τα μαγαζιά θα ήταν ανοιχτά, αλλά τα πιο πολλά ήταν κλειδαμπαρωμένα. Πέρασα έξω από το σουπερμάρκετ που ήταν ανοιχτό μεν, αλλά άδειο. Οι ταμίες και οι σεκιουριτάδες κοιτούσαν την οθόνη σε μια διπλανή παστελαρία (=ζαχαροπλαστείο α λα πορτογαλικά). Το δεύτερο ημίχρονο άρχιζε. Την ώρα που έμπαινα στο σπίτι ακούστηκαν κάτι κραυγές. Σκέφτηκα ότι μπάλα θα είχε φτάσει στα πόδια του Κριστιάνο Ρονάλντο και πάλι.
Την ώρα που εκτελούσαν τα πέναλτι μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν ανάλογα με τις κραυγές της γειτονιάς, χωρίς να κοιτάω. Αν ξαφνικά ξεσπούσε απίστευτη φασαρία, θα ήξερα ότι η Πορτογαλία είχε προκριθεί στον τελικό. Αλλιώς...
Μια υποδειγματική ησυχία απλώθηκε πάνω από την πόλη. Και τη χώρα ίσως. Την Πέμπτη πήγα στη δουλειά κανονικά (business as usual). Τα αυτοκίνητα είχαν γεμίσει τους δρόμους, ως συνήθως. Δεν υπήρχαν σημαίες στα μπαλκόνια. Οι άνθρωποι έλεγαν τα συνηθισμένα bom dia και obrigado και είχαν το συνηθισμένο ύφος καρτερίας και στωικότητας. Μπήκα στο γραφείο χαιρετώντας γενικώς. Η Μάρτα απάντησε με ένα olá, η Βραζιλιάνα με μια κίνηση του χεριού. Ο Ντιόγκο και ο Ρούι έμειναν προσηλωμένοι στις οθόνες τους. Για ώρες, θα έλεγα. Δεν πρέπει να τους ξέφυγε λέξη όλη μέρα.
Την Παρασκευή τους ξαναβρήκα στην ίδια στάση. Σχολίασα μεγαλόφωνα το παιχνίδι της Ιταλίας με τη Γερμανία, και πόσο εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που οι Ιταλοί κέρδισαν καθαρά εκμηδενίζοντας τη Γερμανική ισχύ. Ο Ρούι δε σάλεψε βλέφαρο. Ο Ντιόγκο μου έριξε ένα κάπως αδιάφορο βλέμμα, φευγαλέα. Μετά είπε κάτι σαν «Ννννναι» και προσηλώθηκε πάλι στην οθόνη του υπολογιστή του, με το πράσινο χρώμα και το σήμα της Σπόρτιγκ. Γύρισα κι εγώ στη δικιά μου, με τη φωτογραφία από την Ικαρία. Προς στιγμήν σκέφτηκα να πω κάτι για τον επικείμενο τελικό Ισπανίας-Ιταλίας και την «εκδίκηση των PIIGS», αλλά τελικά άρχισα να στέλνω χρόνια πολλά σε κάτι εορτάζοντες και το άφησα. Έπεσε πάλι μια ησυχία.
Και η ζωή συνεχίζεται.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Γεια σου Ροβυθέ!
Μπαααα, εγώ την υπολήπτομαι την συλλογική ευθύνη.
Μία ο ένας δεν φταίει γιατί έφταιγε η ελίτ, μία άλλος δεν φταίει γιατί τον διέταξαν οι ανώτεροί του, την άλλη ο τρίτος δεν φταίει γιατί φταίει ο καπιταλισμός...
Και κανείς δεν ξέρει τίποτα για το έγκλημα...
Idom
Δημοσίευση σχολίου