Η προτεσταντική ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού (1905) του Μάξ Βέμπερ, εξώφυλλο της γερμανικής έκδοσης του 1934. Εικόνα από τη wikipedia.
Τη λέξη "spread" με την έννοια που έχει μπει στην καθημερινότητά μας την είχα πρωτοακούσει στα τέλη της δεκαετίας το 1990, τότε που διαρκώς εκσυχρονιζόμενοι ως χώρα (λέμε τώρα...) ασθμαίναμε να προκάμουμε την επελαύνουσα ευρωζώνη και το κοινό της νόμισμα. Τότε βέβαια τα spread πέφτανε, ενώ εδώ και ένα-ενάμιση χρόνο ανεβαίνουν σε ύψη δυσθεώρητα, ή ίσως εμείς να πέφτουμε σε κάποιο βάραθρο που οι φτωχές μου γνώσεις οικονομικών δεν φτάνουν να ερμηνεύσουν με επάρκεια. Γνωρίζω πάντως ότι το μέτρο σύγκρισης από το οποίο αποκλίνουμε κατά το εύρος (spread) των επιτοκίων, είναι η τιμή επιτοκίου με την οποία δανείζεται η Γερμανία.
Όπως προανέφερα, εγώ από οικονομικά δεν ξέρω, και παρότι έχω άποψη για τα πάντα (σαν καθώς πρέπει μπλόγκερ...), δεν έχω και την απαίτηση η άποψή μου να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή του μέσου μέλους της Λαϊκής Συνέλευσης Συντάγματος, αγανακτισμένου ή μη. Ωστόσο η μικρή εμπειρία μου από το Ολλανδικό πνεύμα οικονομικής διαχείρισης με έβαλε σε κάποιες σκέψεις, όχι τόσο για τα αίτια της δικής μας κακοδαιμονίας, όσο για τις ρίζες του πλεονάσματος των βορειοευρωπαίων. Το βασικό αναλυτικό υπόδειγμα για τις σκέψεις μου αυτές είναι η γνωστή πραγματεία του Μαξ Βέμπερ που επιγράφεται «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», βιβλίο που φυσικά και ΔΕΝ έχω διαβάσει, έχω όμως δει μια περιληπτική αναφορά στη wikipedia, χώρια το μπίρι-μπίρι στις κουλτουριάρικες παρέες της νιότης μου.
Στην πραγματικότητα βέβαια, η αφορμή μου δόθηκε από το πολύ απλό γεγονός ότι ένας τεχνικός στη δουλειά μου αρνήθηκε να μου δανείσει ένα υλικό (αξίας περίπου επτά ευρώ, όπως υπολογίζω) το οποίο θα του επέστρεφα την επομένη, διότι «είναι ακριβά αυτά τα πράγματα» (γεγονός που εν τέλει κατέστρεψε τέσσερις μέρες σκληρής δουλειάς, όχι μόνο δικής μου, που πήγανε στο βρόντο). Φυσικά δεν μπορείς να εξαναγκάσεις κανέναν να σου δανείσει οτιδήποτε (ρωτήστε και την κυρία Μέρκελ αν θέλετε) μόνο και μόνο επειδή εσύ το έχεις ανάγκη. Ειδικά στην Ολλανδία που το χρήμα (ακόμα και σε ελάχιστες ποσότητες) είναι ιερό και καθαγιασμένο. Προς Θεού, δεν υπαινίσσομαι καμμιά χοντροκομμένη γενίκευση τύπου τσίπηδες ή ταληροφονιάδες ή καρμίρηδες και άλλα τέτοια αντιεπιστημονικά. Απλά εδώ μπαίνει (επιστημονικότατα) ο φίλτατος Βέμπερ και το καλβινιστικό υπόβαθρο των (κατά τα λοιπά αθέων εν πολλοίς) κατοίκων της χώρας που με φιλοξενεί.
Αυτό βεβαίως δεν αρκεί για να τα ερμηνεύσει όλα. Στη διπλανή Γερμανία ο Καλβινισμός ουδέποτε άνθισε, καθώς οι από κάτω είναι μάλλον Καθολικοί (και ο νυν Πάπας άλλωστε Γερμανός είναι) και οι από πάνω Λουθηρανοί. Το ταμείον τους όμως είναι πλεονασματικό του κερατά, όπως όλοι ξέρουμε, ανεξαρτήτως δόγματος. Το γεγονός με προβλημάτισε (στα πλαίσια των σκέψεων που λέγαμε πιο πριν) και άκρη δεν έβγαλα· θυμήθηκα όμως μια ιστορία που μας είχε διηγηθεί προ εικοσαετίας ένας μεσήλιξ (τότε) κύριος που είχαμε γνωρίσει σε ένα κάπως περιπετειώδες ταξίδι μεταξύ Ικαρίας και Πειραιά (και έχω αναφέρει ξανά εδώ).
Ο κύριος μας διηγείτο την εμπειρία του με μια Γερμανίδα αεροσυνοδό με την οποία ήταν για λίγο καιρό ζευγάρι κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970, νομίζω. Κάποια στιγμή, διηγείτο, είχε φιλοξενηθεί για μια εβδομάδα περίπου στη Γερμανία, στο σπίτι της μητέρας της κοπέλας, δε θυμάμαι σε ποια πόλη. Κατόπιν συγκεκριμένων οδηγιών από την κόρη, ο δικός μας ήταν εξαιρετικά προσεκτικός με τη μαμά και - κυρίως - με την εικόνα άμεμπτης σοβαρότητας που έβγαζε, ως όφειλε, απέναντί της. Οι μέρες κύλησαν και έφτασε η στιγμή της αναχώρησης· ο Έλλην έφτιαξε τις βαλίτσες του, κατέβηκε στο σαλόνι, κάλεσε ένα ταξί για να τον μεταφέρει στο αεροδρόμιο, ευχαρίστησε ολόθερμα τη Φράου, και σε μια κίνηση τυπικής αβροφροσύνης (όπως θεώρησε), εξήγησε ότι είχε χρησιμοποιήσει δυο φορές το τηλέφωνο για να επικοινωνήσει με τους δικούς του στην Ελλάδα και φυσικά προθυμοποιήθηκε να πληρώσει το αντίτιμο των δύο υπεραστικών τηλεφωνημάτων.
Η Φράου συνοφρυώθηκε, η κόρη χλώμιασε. Μια παγερή, αμήχανη σιωπή έπεσε. Ο δικός μας κατάλαβε ότι κάποιο λάκκο είχε η φάβα, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά. Στο τέλος ρώτησε τη γκόμενα ευθέως. «Μα γλυκέ μου», του εξήγησε εκείνη, «ξέχασες το τηλεφώνημα που έκανες μόλις, για το ταξί.» Ο Έλλην γούρλωσε τα μάτια και έγινε κατακόκκινος (σε μια προσπάθεια να κρατήσει τα γέλια του μάλλον, άλλο αν οι κυρίες θεωρησαν ότι ήταν από ντροπή), ζήτησε συγγνώμη για την αφηρημάδα του, και προσέθεσε στο ποσόν των δύο υπεραστικών τηλεφωνημάτων και το αντίτιμο του ενός αστικού, που ήταν μια αμελητέα υποδιαίρεση του μάρκου της εποχής. Ανακουφισμένες, μάνα και κόρη, τον σταυροφίλησαν, τον αποχαιρέτησαν εγκάρδια και τον κάλεσαν να ξανάρθει, όποτε θέλει.
Δεν τον ρώτησα αν ξαναπήγε. Αλλά δε φαντάζομαι, εδώ που τα λέμε...
10/6/11
Γιατί αυξάνονται τα spread εν τέλει;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Χειρότεροι θα καταντήσουμε, φοβάμαι...
Χμμμ...
Αν κατάλαβα, ο Νικήτας ουδόλως εκτίμησε το γεγονός ότι οι κυρίες δεν τού ζήτησαν να συνεισφέρει στο νοίκι και στα κοινόχρηστα όσο καιρό συνέζησε κάτω από την ίδια στέγη. Έτσι τσαμπατζήδες είμαστε οι Έλληνες...
Εμένα όμως άλλη είναι η απορία μου: Για τα προφυλακτικά πώς μοιράζονταν το κόστος; Μισά μισά ή ανάλογα με το πλήθος και την ποιότητα των οργασμών; Και πόσο το κουβέντιαζαν ΜΕΤΑ, μέχρι να καταλήξουν στα ποσοστά τού εξόδου;
:-P
Idom
Δεν ήταν ο Νικήτας (στις αρχές της δεκαετίας του '70 πιτσιρίκι ήτανε). Ο άλλος, ο ήδη μεσήλιξ προ εικοσαετίας κύριος ήτανε που διηγείτο τις ιστορίες.
Στη γενιά αυτή δεν μίλαγαν για θέματα όπως αυτά για τα οποία έχεις τις απορίες. Άλλωστε, οι βόρειες μάλλον εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι έλληνες άντρες ήταν λάρτζ (δηλ. γενναιόδωροι, μην πάει αλλού το μυαλό σου).
Αλλά όπως λέει και ο αράπης, πάνε αυτά τώρα πλέον...
Ναι αλλά μήπως λιγάκι το παρακάνουμε με τα κλισέ των τσιγκούνηδων βόρειων και των ανοιχτοχέρηδων νότιων; Μάλλον σας πλήγωσε πολύ ο συνάδελφος των εφτά ευρώ, ε;
Κοιτάξτε, τα κλισέ σαφώς δεν είναι δόκιμος τρόπος ερμηνείας των φαινομένων, αλλά το να αρνούμαστε την ύπαρξη πολιτισμικών διαφορών (όλοι ίδιοι είμαστε) μάλλον επίσης δεν είναι δόκιμο.
Μας πλήγωσε, μας ξεπλήγωσε, το θέμα ήταν να μη γίνει η ζημιά... Μεταθανατίως ζήτησε συγγνώμη και απέδωσε το περιστατικό σε παρεξήγηση, κακά άγγλικά, και δύσκολή μέρα (κακιά στιγμή που θα λέγαμε εμείς) αλλά είχε πετάξει το πουλάκι... Δε βαριέστε, κάθε εμπόδιο για καλό (ελπίζω δηλαδή...)
Δημοσίευση σχολίου