Όταν ήταν κοριτσάκι, το παιχνίδι της Νέας γυναίκας γινόταν ξέφρενο. Τη μάλωναν για τα σχισμένα της ρούχα. Την επόμενη ημέρα επέστρεφε ικανοποιημένη με γδαρμένα γόνατα: είχε σηκώσει το φόρεμά της για να μην το χαλάσει. Τη μάλωναν ακόμα περισσότερο και εκείνη ξεφώνιζε και τότε έτριζαν πολλά πράγματα στο σπίτι, έτσι οι γείτονες έμεναν πάντα ενήμεροι για τη διάθεσή της.
Όταν τα άλλα παιδιά εγκατέλειπαν εξαντλημένα το τρεχαλητό, συνέχιζε μονάχη της. Γυρνούσε ώρες πολλές στις παρυφές τού δάσους – σπάνια με την άδεια των γονιών της – αλλά ποτέ δεν χάθηκε. Κάποιες φορές την έβρισκε ο Ανταίος, ξεχασμένη. Εκείνη καμωνόταν τη στεναχωρεμένη.
- «Είμαι πολύ κουρασμένη», τού έλεγε. «Πώς θα γυρίσω στο σπίτι;»
- «Θα σε βοηθήσω εγώ.»
Τη σήκωνε και την έριχνε στην πλάτη του, κρατώντας την από τα πόδια. Εκείνη, τον κτυπούσε και ξεφώνιζε, τού έλεγε «είσαι κακός, κακός!» και συνάμα γελούσε, γελούσε…
Πλησίαζε τα ζώα και τους έλεγε ιστορίες, παραμύθια, τα νέα τού Χωριού και τα νέα που νόμιζε ότι συνέβησαν στην άλλη άκρη τού δάσους. Την άκουγαν χωρίς να ενοχλούνται ή δεν την άκουγαν καθόλου· μερικά τη διέκοπταν αγενέστατα και συζητούσαν μεταξύ τους ενόσω αυτή μιλούσε. Μόνη της έμαθε να μιμείται τις φωνές τους και έγινε πρωταθλήτρια σε αυτό· ξεγέλασε πολλές φορές τους ιχνηλάτες.
[…] Ημέρωσε και μέτρησε τον εαυτό της, ίσως για πρώτη φορά όταν αντίκρισε τη θάλασσα· έγινε από τότε συνεσταλμένη. Έγινε μαθήτρια τής Γυναίκας που τραγουδούσε[…]. Όμως η ίδια δεν τραγουδούσε. Πίστευε ότι δεν τραγουδάει όμορφα, φυλούσε λίγες μελωδίες μόνο για το σύντροφό της.
[…] Όταν όμως τής διηγούνταν τις σκανταλιές που έκανε μικρή, ευχαριστιόταν. Και κάποιες φορές που τα παιδιά ξεχνιόμασταν στην ύπαιθρο και μας αναζητούσαν, έβγαινε στις άκριες τού χωριού και φώναζε και ήταν όλοι σίγουροι ότι το κάλεσμα της θα έφτανε στους ορίζοντες.
Όταν τα άλλα παιδιά εγκατέλειπαν εξαντλημένα το τρεχαλητό, συνέχιζε μονάχη της. Γυρνούσε ώρες πολλές στις παρυφές τού δάσους – σπάνια με την άδεια των γονιών της – αλλά ποτέ δεν χάθηκε. Κάποιες φορές την έβρισκε ο Ανταίος, ξεχασμένη. Εκείνη καμωνόταν τη στεναχωρεμένη.
- «Είμαι πολύ κουρασμένη», τού έλεγε. «Πώς θα γυρίσω στο σπίτι;»
- «Θα σε βοηθήσω εγώ.»
Τη σήκωνε και την έριχνε στην πλάτη του, κρατώντας την από τα πόδια. Εκείνη, τον κτυπούσε και ξεφώνιζε, τού έλεγε «είσαι κακός, κακός!» και συνάμα γελούσε, γελούσε…
Πλησίαζε τα ζώα και τους έλεγε ιστορίες, παραμύθια, τα νέα τού Χωριού και τα νέα που νόμιζε ότι συνέβησαν στην άλλη άκρη τού δάσους. Την άκουγαν χωρίς να ενοχλούνται ή δεν την άκουγαν καθόλου· μερικά τη διέκοπταν αγενέστατα και συζητούσαν μεταξύ τους ενόσω αυτή μιλούσε. Μόνη της έμαθε να μιμείται τις φωνές τους και έγινε πρωταθλήτρια σε αυτό· ξεγέλασε πολλές φορές τους ιχνηλάτες.
[…] Ημέρωσε και μέτρησε τον εαυτό της, ίσως για πρώτη φορά όταν αντίκρισε τη θάλασσα· έγινε από τότε συνεσταλμένη. Έγινε μαθήτρια τής Γυναίκας που τραγουδούσε[…]. Όμως η ίδια δεν τραγουδούσε. Πίστευε ότι δεν τραγουδάει όμορφα, φυλούσε λίγες μελωδίες μόνο για το σύντροφό της.
[…] Όταν όμως τής διηγούνταν τις σκανταλιές που έκανε μικρή, ευχαριστιόταν. Και κάποιες φορές που τα παιδιά ξεχνιόμασταν στην ύπαιθρο και μας αναζητούσαν, έβγαινε στις άκριες τού χωριού και φώναζε και ήταν όλοι σίγουροι ότι το κάλεσμα της θα έφτανε στους ορίζοντες.
. . .
Επιθυμώ τώρα να μιλήσω για την A.
Ήταν όμορφη. Όμορφη. Ήταν λεπτή μα υπαρκτή. Είχε μαλλιά μαύρα, στάχινα χρώματα, το δέρμα της ήταν απαλό όσο αυτό στις πατούσες των νεογέννητων κουταβιών. Είχε απέραντα μάτια και ευωδίαζε σαν λουλούδι. Γελούσε και ξημέρωνε ο κόσμος... Για μένα. Θα την ονόμαζα σήμερα, μυρόβλυτη, θα την ονόμαζα ηλιόφαντη. Τραγουδούσε στους αγρούς ανέμελη και όταν τα αγόρια ζητούσαν την εύνοιά της, γελούσε και τα καλούσε να παραβγούν στο τρέξιμο μαζί της.
Δεν ήξερα τότε πόσο την αγαπούσα, πόσο τρομακτικά θα μου έλειπε αργότερα, πόσο θα εξαρτούσα την ζωή μου από το χαμό της. Γνωρίζω ότι ιδανικεύουμε τους νεκρούς, ότι πολύ, εκ τού ασφαλούς, φορτώνουμε επάνω τους όσα δεν τολμούμε να αποτίσουμε στους ζώντες, όμως η ανάγκη της ξύπνησε αυτόβουλη μέσα μου κι αν τώρα - σε αυτή μου τη ζωή - συνδέθηκα με τη ζωή στο Χωριό, είναι επειδή η δική της μνήμη πρώτη αφυπνίσθηκε.
[…] Την είδα ένα βράδυ στο όνειρό μου. Όμορφη. Πανώρια. Καλή - έχει τόσο μεγάλη σημασία αυτό για μένα: καλή! Την A. Την θυμήθηκα σε ένα ηλιόλουστο τοπίο, η ζέστη έσκαζε στο λιθόστρωτο και εκείνη, λίγο χαυνωμένη στο πύρωμα τής μέρας διέσχιζε το δρόμο. Από τότε και μετά οι μνήμες με κατέκλυσαν, απανωτά σπίθιζαν μέρα και νύχτα, σε ανύποπτους χρόνους, από απρόσμενες αφορμές. Είναι οι πιο κρυφές, από τις αισθήσεις των ανθρώπων, που συδαυλίζουν βαθύτερα τη μνήμη του. Ταξίδεψα πολλές φορές πίσω στο χρόνο, οδηγημένος από ίχνη τής όσφρησης ή τής ακοής, νύξεις που έκαναν το σώμα μου να σκιρτά καθώς αναγεννιόταν το τότε στο σήμερα.
[…] Συνέχισα να μεγαλώνω και αναζήτησα τη φύση τού Άντρα και τής Γυναίκας στη φύση μου. Και καθώς γνώριζα γυναίκες και άγγιζα, η μνήμη της, ψηφίδα–ψηφίδα, αναστήθηκε και μαζί η πίστη, ζοφερή μέσα στη ματαιότητά της, ότι αυτή ήταν η δική μου γυναίκα, το ταίρι μου, ο άνθρωπος που θα είχα αγαπήσει αν είχαμε προλάβει μαζί να μεγαλώσουμε, αν ο … δεν είχε έρθει κόβοντας το νήμα, προκαλώντας να τον ερωτευθεί παράφορα και λυτρώνοντάς την από κάθε τι πιο ελάχιστο από το Όμορφο, που ίσως έπραττε στη μετέπειτα ζωή της.
Δεν έχω δικαίωμα να πιστεύω ότι θα έσμιγα μαζί της. Αν εκείνη θα με αναγνώριζε κάποτε δικό της ταίρι; Γιατί λέω «ναι»; Πόσο θλιβερά χαμένος ακούγεται ένας άνθρωπος που εγγυάται για την αγάπη κάποιου άλλου που πριν χιλιάδες χρόνια, σαν παιδί τον γνώρισε; Λέω «ναι».
[…] Μερικές φορές έκλαιγα. Μού έλειπε.
[…] Και τώρα, σε αυτή τη ζωή μου, η μνήμη επέστρεψε.
Σ.Σ.: Η Νέα γυναίκα και η Α. είναι δύο από τα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα μιας ατιτλοφόρητης νουβέλας της λογοτεχνίας του Φανταστικού που έγραψε ο Τ. Α., παλιός γνώριμος (ένα άλλο απόσπασμα είχε εμφανιστεί πριν λίγο καιρό εδώ). Όπως και τότε, έχει πέσει κάποιο ψαλίδι, με την άδεια πάντα του συγγραφέα.
4 σχόλια:
Διάβαζα τα υπέροχα αυτά αποσπάσματα και παράλληλα άκουγα "...που'ν'το κορίτσι, το κορίτσι που αγαπώ ?..." από τα μεγάφωνα της Πλατείας.
"Πρώτη Μαΐου, μαύρα τα ξένα
κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί"
Ποιός είναι ο Τ.Α. ?
''ροβιθέ ...αρχικά....καλή τύχη...να ''ευοδώσουν τα...μονοπάτια της ζωής σας''.....ευοίωνοι οι δρόμοι σας....πάντα.
....δύσκολοι καιροί...για ταξιδιώτες....
μα να έχετε καλή τύχη.
η ιστορία του Τ.Α.......σε εποχές που τα σύνορα του νου δεν μπορούν να χωρούν τα φαινόμενα.........αγωνία ονείρου ζωής υπέρβασης........έρχεται το υπέρμετρο....όχι να
ζήσει το τώρα....όχι να βολέψει το νου....ούτε να παίξει μα ...πλαντάζοντας ..να υποτάξει τους αντικαθρεφτισμούς ...που αρμολόγησε....η ζωή....στο σήμερα.
.....''μεθύσκεται....ο νους...διαβάζοντας.....''
να είστε καλά
Σίρο Ρεδόνδο
Υπέροχα αποσπάσματα, αράπη; Θα το μεταφέρω - ο συγγραφέας δεν είναι και πολύ του διαδικτύου και δεν διαβάζει ιστολόγια, τουλάχιστον συστηματικά, από ό,τι μαθαίνω.
Ωστόσο δεν μπορώ να αποκαλύψω επιπλέον στοιχεία χωρίς την άδειά του. Είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο έχουμε κάποιους κοινούς φίλους, και ενδέχεται να κάνουμε πιο συστηματική παρέα στο μέλλον σε σχέση με όσο κάναμε τα προηγούμενα χρόνια. Ελπίζω η προδημοσίευση αποσπασμάτων στο μπλογκ μου να βοηθήσει σε αυτό - δική μου ιδέα ήτανε.
Μπορώ επίσης να πω ότι η νουβέλα αυτή δεν είναι το μόνο του έργο που έχει δει κάποια ορισμένη δημοσιότητα, υπάρχει τουλάχιστον άλλο ένα που έχει υποπέσει στην αντίληψή μου κάποτε, αν και εκείνο απευθυνόταν σε ένα πιο ειδικό κοινό.
Σίρο, όπως πάντα ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σου - εκ μέρους και του Τ. αυτή τη φορά.
Δημοσίευση σχολίου