Επιτρέψτε μου να σας περιγράψω το Χωριό, το χωριό μου – γιατί εκεί γεννήθηκα, όπως το ξαναείδα με τα μάτια της ψυχής μου.
Ήταν όμορφο. Όμορφο. Ίσως το χρωστούσε σε ευλογία, ίσως σε μαγικό όμως έλαμπε· άνθιζε σε μια πεδιάδα, έμοιαζε από μακριά να υψώνεται πάνω από αυτήν σαν προσευχή, σαν να είχε συνομιλία από καιρό με τον Ουρανό.
Είχε ωραία σπίτια, κτισμένα από πέτρα και ξύλο, μικρά και μεγάλα, χρωματισμένα με πολύχρωμους πεσσούς και ρόδινες πόρτες, παράθυρα και στέγες. Οι κήποι τους ήταν στολισμένοι από πέργκολες, τραπεζάκια και καθίσματα λογιών-λογιών, παιχνίδια των παιδιών αφημένα και πολλά πράγματα που στους κατοίκους άρεσε να μαστορεύουν και να δωρίζουν μεταξύ τους: αγάλματα, ανεμοδείκτες, εφευρέσεις που σπάνια χρησιμοποιήθηκαν αλλά ήταν λεπτεπίλεπτες και παράξενες... Οι δρόμοι αλλού φάρδαιναν για να χωρούν τα αμάξια και τις πομπές των γιορτινών ημερών και αλλού στένευαν και φιδογύριζαν εμπρός από περβάζια και ανθισμένα πεζούλια. Τα κτίσματα, όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν για τις γιορτές, τις συλλογικές εργασίες και την ανάγκη, ξεχώριζαν από το ύψος και τις ανάγλυφες ζωγραφιές που κοσμούσαν τα αετώματα. Τα πιο σπουδαία ήταν τριγυρισμένα με κίονες.
Παντού υπήρχαν δέντρα. Στο Χωριό υπήρχαν δύο αλέες που ξανοίγονταν σε μια μεγάλη πλατεία. Στο κέντρο της δέσποζε ένα από τα τελευταία Αρχαία δέντρα. Άνθιζε σε καθορισμένη διαδοχή ετών και τότε εμείς απλώναμε ασημιά δίχτυα και μαζεύαμε τα λουλούδια που μας έριχνε και τα μοιράζαμε στα παραγώνια.
[...] Ο αέρας έπνεε καθαρός στο χωριό μου, ακόμα και το χειμώνα που θέριευε σε δρολάπι και παράσερνε μικρές πέτρες, ακόμα και τότε ηχούσε νεογέννητος.
Μακριά φαινόταν το δάσος, πράσινο – δεν υπάρχει σήμερα τέτοιο χρώμα στον κόσμο ή δεν το βλέπουμε, μαντεύεται μόνο στα νέα βλαστάρια των γιγάντιων δέντρων – ζωντανό, έπαλλε. Ο ταξιδιώτης μπορούσε από μακριά να αισθανθεί τον ημερήσιο κύκλο της ανάσας του και αν έμενε λίγο μέσα σε αυτό, ένιωθε από τα ακροδάκτυλά του να αναβλύζει στο σώμα του ο σιγανός ψίθυρος του δάσους που το βράδυ ξάνοιγε σε ένα πλατύ μουρμουρητό. Αυτό το λέγαμε «η μουσική των δέντρων».
Το ποτάμι που κυλούσε στα δυτικά – από τα βόρεια προς τα νότια – ήταν κρυστάλλινο. Μη νομίσετε ένα χαρούμενο, μικρό ρυάκι – όχι, ήταν αληθινό ποτάμι, βαθύ και αν ο όγκος του δεν φάνταζε μεγάλος, είχε όλες τις μαγείες ενός ποταμού. Σε πολλά σημεία σχημάτιζε μικρούς καταρράκτες – δεν χόρταινα να μετράω το φως να διαθλάται στους αφρούς που ύψωναν – σε άλλα στροβιλιζόταν και αλλού ησύχαζε. Εκεί, αν ο διαβάτης συγκεντρωνόταν, άκουγε το μεγάλο βουητό να μεταμορφώνεται σε πλατιά κύματα. Το νερό ήταν καλό. Ξέπλενε ως τα κατάβαθα της ψυχής και όποιος έβρεχε με αυτό το κορμί του αισθανόταν πως καθάριζε από κόπους και αδυναμίες που ως τότε δεν ήξερε.
[...] Ονειρεύτηκα τους ανοιξιάτικους κάμπους γύρω από το Χωριό, σπαρμένους με το χαλί της ζωής, τα χιλιάδες λουλούδια, τα μαγεμένα χρώματα, λουλούδια που θρόιζαν, λύγιζαν, συνομιλούσαν ή ακολουθούσαν με τα κεφάλια τους σκεφτικά τον Ήλιο. Ονειρεύτηκα τους ατέλειωτους, μακρύλιγνους δρόμους των μυρμηγκιών που τους διέκοπτε το τρεχαλητό από μιλούνια ζωάκια και μεγάλες πολύχρωμες σαύρες. Οι χελώνες έβγαζαν ράθυμα τα κεφάλια τους έξω από τα καβούκια, περίεργες να ξακρίνουν το χαμηλό τους ορίζοντα. Στον αέρα πετούσαν έντομα λογιών-λογιών, μέλισσες πολλές βούιζαν και ανάμεσά τους πηδούσαν ακρίδες.
Γύρω από το χωριό έβοσκαν ελεύθερα μεγάλα ζώα. Έρχονταν και ζώα του κυνηγιού όταν ήταν άρρωστα, αλεπούδες, λύγκες – κάποτε είχε φτάσει ένας αίλουρος – ήξεραν ότι θα τα περιθάλπαμε και όσο έμεναν, σέβονταν την εκεχειρία με τα άλλα ζωντανά.
Θυμάμαι τα πουλιά! Σπίνοι, μελισσοφάγοι, δρυοκολάπτες, κοτσύφια, τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες και τόσα άλλα, τόσα πολλά άλλα, δεν ξέρω τα ονόματα που σήμερα τους δίνουμε – τότε τα γνώριζα όλα – όμως θα μπορούσα να τα ιστορήσω ένα προς ένα. Κελαηδούσαν, τσίριζαν, λέγανε ιστορίες – ποιος ξέρει τι ιστορίες... [...]
Το Καλοκαίρι, τα δέντρα στα περιβόλια έγερναν από το βάρος των καρπών. Τρώγαμε νόστιμα φρούτα, μερικά δεν τα βρήκα σήμερα και ας έχω ταξιδέψει στον κόσμο· που και που ξυπνάει μέσα μου η θύμηση από την αίσθηση της γεύσης τους – όχι η ίδια η γεύση... Στα χωράφια των νότιων λιβαδιών τα στάχυα γίνονταν πελώρια, κυμάτιζαν κάτω από τον Ήλιο, έδιναν στη γη το πιο ευπρόσδεκτο χρυσό χρώμα. Ο θερισμός διαρκούσε ημέρες.
Το Φθινόπωρο οι πρώτες ψιχάλες ήταν ευλογία για το χωριό. Ποτέ το χώμα δεν είχε απομείνει καμένο από τις ζέστες όμως δεχόταν με χαρά το νερό. Διψούσε και πάντα ήθελε να γεννήσει νέα ζωή. Μετά τη βροχή η γη μοσχοβολούσε ώρες πολλές και τα σαλιγκάρια σκαρφάλωναν στα φύλλα να σεργιανίσουν. Η μυρωδιά μας μεθούσε, ήταν θεσπέσια και μας ήταν οικεία λες από πριν γεννηθούμε.
Και το Χειμώνα η φύση ησυχασμένη διαλογιζόταν το θαύμα της. Έπλεκε σχέδια για το μέλλον ενόσω οι ατμοί και τα κρύσταλλα σιωπούσαν επάνω στα δέντρα και έσταζαν από τα ακρόκλαδα στο χώμα. Και όταν οι σταλακτίτες του πάγου έσπαζαν, ο ήχος τους ακουγόταν σαν ολόκληρο παραμύθι.
Ταυτίζω το Χωριό με εικόνες αναγέννησης. Αγαπούσα τον τόπο μου.
Σ.Σ.: Ο αφηγητής της ατιτλοφόρητης εισέτι νουβέλας της λογοτεχνίας του Φανταστικού που έγραψε ο Τ. Α., παλιός γνώριμος, ονειρεύεται και νοσταλγεί ένα ηρωικό και κάπως μαγικό παρελθόν που ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά ίσως και κάποιοι να το έζησαν - για λίγο έστω. Ποτέ δεν είναι αργά για να ζήσεις το παρελθόν σου, νομίζω.
Το ελαφρώς πετσοκομμένο κείμενο (work in progress, μάλλον) αναρτάται με την άδεια του συγγραφέα.