ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/1/10

Ονειρεύτηκα τους ανοιξιάτικους κάμπους... (Τ. Α.)

Επιτρέψτε μου να σας περιγράψω το Χωριό, το χωριό μου – γιατί εκεί γεννήθηκα, όπως το ξαναείδα με τα μάτια της ψυχής μου.

Ήταν όμορφο. Όμορφο. Ίσως το χρωστούσε σε ευλογία, ίσως σε μαγικό όμως έλαμπε· άνθιζε σε μια πεδιάδα, έμοιαζε από μακριά να υψώνεται πάνω από αυτήν σαν προσευχή, σαν να είχε συνομιλία από καιρό με τον Ουρανό.

Είχε ωραία σπίτια, κτισμένα από πέτρα και ξύλο, μικρά και μεγάλα, χρωματισμένα με πολύχρωμους πεσσούς και ρόδινες πόρτες, παράθυρα και στέγες. Οι κήποι τους ήταν στολισμένοι από πέργκολες, τραπεζάκια και καθίσματα λογιών-λογιών, παιχνίδια των παιδιών αφημένα και πολλά πράγματα που στους κατοίκους άρεσε να μαστορεύουν και να δωρίζουν μεταξύ τους: αγάλματα, ανεμοδείκτες, εφευρέσεις που σπάνια χρησιμοποιήθηκαν αλλά ήταν λεπτεπίλεπτες και παράξενες... Οι δρόμοι αλλού φάρδαιναν για να χωρούν τα αμάξια και τις πομπές των γιορτινών ημερών και αλλού στένευαν και φιδογύριζαν εμπρός από περβάζια και ανθισμένα πεζούλια. Τα κτίσματα, όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν για τις γιορτές, τις συλλογικές εργασίες και την ανάγκη, ξεχώριζαν από το ύψος και τις ανάγλυφες ζωγραφιές που κοσμούσαν τα αετώματα. Τα πιο σπουδαία ήταν τριγυρισμένα με κίονες.

Παντού υπήρχαν δέντρα. Στο Χωριό υπήρχαν δύο αλέες που ξανοίγονταν σε μια μεγάλη πλατεία. Στο κέντρο της δέσποζε ένα από τα τελευταία Αρχαία δέντρα. Άνθιζε σε καθορισμένη διαδοχή ετών και τότε εμείς απλώναμε ασημιά δίχτυα και μαζεύαμε τα λουλούδια που μας έριχνε και τα μοιράζαμε στα παραγώνια.

[...] Ο αέρας έπνεε καθαρός στο χωριό μου, ακόμα και το χειμώνα που θέριευε σε δρολάπι και παράσερνε μικρές πέτρες, ακόμα και τότε ηχούσε νεογέννητος.

Μακριά φαινόταν το δάσος, πράσινο – δεν υπάρχει σήμερα τέτοιο χρώμα στον κόσμο ή δεν το βλέπουμε, μαντεύεται μόνο στα νέα βλαστάρια των γιγάντιων δέντρων – ζωντανό, έπαλλε. Ο ταξιδιώτης μπορούσε από μακριά να αισθανθεί τον ημερήσιο κύκλο της ανάσας του και αν έμενε λίγο μέσα σε αυτό, ένιωθε από τα ακροδάκτυλά του να αναβλύζει στο σώμα του ο σιγανός ψίθυρος του δάσους που το βράδυ ξάνοιγε σε ένα πλατύ μουρμουρητό. Αυτό το λέγαμε «η μουσική των δέντρων».

Το ποτάμι που κυλούσε στα δυτικά – από τα βόρεια προς τα νότια – ήταν κρυστάλλινο. Μη νομίσετε ένα χαρούμενο, μικρό ρυάκι – όχι, ήταν αληθινό ποτάμι, βαθύ και αν ο όγκος του δεν φάνταζε μεγάλος, είχε όλες τις μαγείες ενός ποταμού. Σε πολλά σημεία σχημάτιζε μικρούς καταρράκτες – δεν χόρταινα να μετράω το φως να διαθλάται στους αφρούς που ύψωναν – σε άλλα στροβιλιζόταν και αλλού ησύχαζε. Εκεί, αν ο διαβάτης συγκεντρωνόταν, άκουγε το μεγάλο βουητό να μεταμορφώνεται σε πλατιά κύματα. Το νερό ήταν καλό. Ξέπλενε ως τα κατάβαθα της ψυχής και όποιος έβρεχε με αυτό το κορμί του αισθανόταν πως καθάριζε από κόπους και αδυναμίες που ως τότε δεν ήξερε.

[...] Ονειρεύτηκα τους ανοιξιάτικους κάμπους γύρω από το Χωριό, σπαρμένους με το χαλί της ζωής, τα χιλιάδες λουλούδια, τα μαγεμένα χρώματα, λουλούδια που θρόιζαν, λύγιζαν, συνομιλούσαν ή ακολουθούσαν με τα κεφάλια τους σκεφτικά τον Ήλιο. Ονειρεύτηκα τους ατέλειωτους, μακρύλιγνους δρόμους των μυρμηγκιών που τους διέκοπτε το τρεχαλητό από μιλούνια ζωάκια και μεγάλες πολύχρωμες σαύρες. Οι χελώνες έβγαζαν ράθυμα τα κεφάλια τους έξω από τα καβούκια, περίεργες να ξακρίνουν το χαμηλό τους ορίζοντα. Στον αέρα πετούσαν έντομα λογιών-λογιών, μέλισσες πολλές βούιζαν και ανάμεσά τους πηδούσαν ακρίδες.

Γύρω από το χωριό έβοσκαν ελεύθερα μεγάλα ζώα. Έρχονταν και ζώα του κυνηγιού όταν ήταν άρρωστα, αλεπούδες, λύγκες – κάποτε είχε φτάσει ένας αίλουρος – ήξεραν ότι θα τα περιθάλπαμε και όσο έμεναν, σέβονταν την εκεχειρία με τα άλλα ζωντανά.

Θυμάμαι τα πουλιά! Σπίνοι, μελισσοφάγοι, δρυοκολάπτες, κοτσύφια, τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες και τόσα άλλα, τόσα πολλά άλλα, δεν ξέρω τα ονόματα που σήμερα τους δίνουμε – τότε τα γνώριζα όλα – όμως θα μπορούσα να τα ιστορήσω ένα προς ένα. Κελαηδούσαν, τσίριζαν, λέγανε ιστορίες – ποιος ξέρει τι ιστορίες... [...]

Το Καλοκαίρι, τα δέντρα στα περιβόλια έγερναν από το βάρος των καρπών. Τρώγαμε νόστιμα φρούτα, μερικά δεν τα βρήκα σήμερα και ας έχω ταξιδέψει στον κόσμο· που και που ξυπνάει μέσα μου η θύμηση από την αίσθηση της γεύσης τους – όχι η ίδια η γεύση... Στα χωράφια των νότιων λιβαδιών τα στάχυα γίνονταν πελώρια, κυμάτιζαν κάτω από τον Ήλιο, έδιναν στη γη το πιο ευπρόσδεκτο χρυσό χρώμα. Ο θερισμός διαρκούσε ημέρες.

Το Φθινόπωρο οι πρώτες ψιχάλες ήταν ευλογία για το χωριό. Ποτέ το χώμα δεν είχε απομείνει καμένο από τις ζέστες όμως δεχόταν με χαρά το νερό. Διψούσε και πάντα ήθελε να γεννήσει νέα ζωή. Μετά τη βροχή η γη μοσχοβολούσε ώρες πολλές και τα σαλιγκάρια σκαρφάλωναν στα φύλλα να σεργιανίσουν. Η μυρωδιά μας μεθούσε, ήταν θεσπέσια και μας ήταν οικεία λες από πριν γεννηθούμε.

Και το Χειμώνα η φύση ησυχασμένη διαλογιζόταν το θαύμα της. Έπλεκε σχέδια για το μέλλον ενόσω οι ατμοί και τα κρύσταλλα σιωπούσαν επάνω στα δέντρα και έσταζαν από τα ακρόκλαδα στο χώμα. Και όταν οι σταλακτίτες του πάγου έσπαζαν, ο ήχος τους ακουγόταν σαν ολόκληρο παραμύθι.

Ταυτίζω το Χωριό με εικόνες αναγέννησης. Αγαπούσα τον τόπο μου.



Σ.Σ.: Ο αφηγητής της ατιτλοφόρητης εισέτι νουβέλας της λογοτεχνίας του Φανταστικού που έγραψε ο Τ. Α., παλιός γνώριμος, ονειρεύεται και νοσταλγεί ένα ηρωικό και κάπως μαγικό παρελθόν που ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά ίσως και κάποιοι να το έζησαν - για λίγο έστω. Ποτέ δεν είναι αργά για να ζήσεις το παρελθόν σου, νομίζω.

Το ελαφρώς πετσοκομμένο κείμενο (work in progress, μάλλον) αναρτάται με την άδεια του συγγραφέα
.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

...η ανάγνωση της ''αγγελοκάμωτης''...ανάρτησης..
έφερε στο νου, τον ταξιδιάρη νου..
την εικόνα του δικού μου χωριού..
....τα μάτια ξεμακραίνουν..ατενίζοντας..
..σαν πειρατής, άγγιξα την μήτρα του τόπου που με γέννησε..δάκρυα.
..μέσα στης δύσης το φως, ψηλάφισα το αραχνούφαντο , δαντελοτό ακρογιάλι..και ξάφνου..έγινα δεινός δύτης, να ψάχνω απομεινάρια..ενός νόστου που με διώκει..επιστροφή, για μια στιγμή..μια αχαλίνωτη ανάγκη, επιστροφή που ξεγυμνώνει..τον απαραμύθητο πόθο της ψυχής.
..η σκέψη ξεστράτισε...

Ανώνυμος είπε...

...η σκέψη ξεστράτισε...στα βράχια τα τσακισμένα απ' τους βοριάδες..απόρθητα φρούρια..συνοδοιπόροι...της εικόνας που ζευγάρωσε με την ψυχή...από τη μέρα της γέννησης...επιστροφή απαράβλητης λαχτάρας..{για μια παραλία..που μεγάλωσα μαζί της...χειμώνα καλοκαίρι...fles}
.........Σίρο Ρεδόνδο

Αόρατη Μελάνη είπε...

Η προσωπική μου γνωριμία με τον συγγραφέα και το έργο δυσκολεύει την κριτική προσέγγιση.

Χαίρομαι που βλέπω ένα απόσπασμα του έργου αυτού δημοσιευμένο και εύχομαι καλή πορεία.

Idom είπε...

Έως εκεί που αναφέρει τον αίλουρο, νόμιζα ότι έγραφες εσύ για την Ικαρία!
Αλλά στην Ικαρία δεν έχετε αίλουρους, ε;
Χμμμ, εκτός αν είναι όπως το "καπλάνι" τής Άλκης Ζέη, που περνούσε απέναντι από τα Μικρασιατικά παράλια.

Διαβάζοντας το κείμενο θυμήθηκα το Μεγάλο Ρωσικό Πάσχα τού Ρίμσκυ-Κόρσακωφ:
http://www.youtube.com/watch?v=6XId7e3IoNk&feature=related

Idom

Ανώνυμος είπε...

den megalosa se xorio kai tha elega oti to meros pou megalosa den to eniosa pote na einai kommati diko mou. panta eniotha oti htane ena perasma. opote megalosa xoris na gnoriso pote (in real)to meros pou perigrafeis. parola auta ena tetoio meros eniotha oti uphrxe mesa mou kai panta to oriza os to meros opou o xronos apla den exei kamia aksia, ekei opou oles oi plhges giatreuontai, opou kyriarxei to gelio kai o hlios. isos kata diasthmata isos oloi na briskoume ena tetoio meros mesa mas kai sthn upoloiph zoh mas na to anazhtame.
otan prin xronia eida thn trilogia tou arxonta ton daxtylidion, sto telos opou oi hroes meta apo xilia basana maxes mexri thanatou klp epistrefoune paneutyxeis sto shire kai enomenoi oloi pia einai eytyxeis pou kataferane na gyrisoune. himamai poso oraio mou eixe fanei h idea to na uparxei kapou gia sena ena tetoio meros opou niotheis oti ola einai opos prepei na einai kai o xronos den uparxei. kai isos na prepei na ksanafugeis alla auto den peirazei arkei na ksereis pou brisketai to xorio sou

Β. είπε...

@Σίρο Ρεδόνδο: Φλες, ε; Χμ, ο συγγραφέας του κειμένου μάλλον δεν έχει βρεθεί ποτέ εκεί. Εγώ πάλι...

Καλή επιστροφη εύχομαι.

@ΑΜ: τι λέτε! έχουμε κοινούς γνωστούς! Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω μετά από καιρό, έστω και χάρη σ' αυτούς.

@Idom: Όχι καλέ, το κείμενο είναι "δανεικό" - ελπίζω να υπάρξουν και άλλα διαμαντάκια στο μέλλον.

Αν μου δείξετε πώς μοιάζει ένας αίλουρος, θα σας πω αν έχουμε... Δεν είμαι βέβαιος τι εννοεί ο ποιητής.

@Ανώνυμο greeklish: Δεν είμαι φαν του Τόλκιν κλπ. αλλά ο συγγραφέας είναι, οπότε μάλλον θα εκτιμήσει το σχόλιό σας. Θα του το μεταφέρω (δε με πολυδιαβάζει, νομίζω). Μου άρεσε πάντως το "όλες οι πληγές γιατρεύονται", είναι ακριβώς στο πνεύμα του κειμένου και υπάρχει αλλού ειδική αναφορά σ' αυτό.

ολα θα πανε καλα... είπε...

Σωστά.Ποτέ δεν είναι αργά για να ζήσεις το παρελθόν σου...Κι άλλη μια,σχετική,ατάκα από την ταινία "Μανόλια":"εμείς μπορεί να τελειώσαμε με το παρελθόν αλλά το παρελθόν δεν τελείωσε μαζί μας".
Καλή επιτυχία στο βιβλίο του φίλου σου!