ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


8/2/08

Παπάκι πάει στην ποταμιά


Το πρώτο παπάκι της ζωής μου ήταν αληθινό: ένα «πασχαλιάτικο» μικροσκοπικό κιτρινωπό πουλάκι που η ξαδέλφη μου η Ευτυχία αγόρασε από έναν πάγκο στο δρόμο ένα Πάσχα της δεκαετίας του ’70. Μας έφερε μαζί και μια μυστηριώδη σκόνη που ήταν, υποτίθεται, η τροφή του. Η γιαγιά μου, που ήταν επικεφαλής των πτηνοτροφικών δραστηριοτήτων της οικογένειας (είχαμε έναν κόκκορα, ένα κοκκοράκι και τρεις στρουμπουλές κοτούλες στην αυλή για τα αυγά μας – σημειωτέον ότι ζούσαμε σε ένα κατά τα άλλα βιομηχανικό προάστιο της δυτικής όχθης) είδε εξαρχής με καχυποψία την ύποπτη σκόνη και της έδωσε πόδι αμέσως μόλις η ξαδέλφη έστριψε τη γωνία. Μας εξήγησε προς αποφυγήν παρεξηγήσεων ότι τα πασχαλινά πουλάκια είναι τόσο ταλαιπωρημένα που αποκλείεται να βγάλουν τη βδομάδα, και επειδή της την πέσαμε όλοι μαζί πόσο το θέλουμε το παπί, άρχισε να το ταΐζει με διάφορα δικής της έμπνευσης τρόφιμα και να το ποτίζει και να το φροντίζει, που όχι μόνο έβγαλε τη βδομάδα (τη Μεγάλη) αλλά και του Θωμά και πολλές ακόμα.

Μόλις μεγάλωσε λίγο, το παπί εγκαταστάθηκε στη αυλή με τις τρεις στρουμπουλές κότες και το κοκκοράκι (που αδιαφόρησαν επιδεικτικά) και τον κόκκορα (που ενοχλήθηκε αφάνταστα). Δεν ξέρω αν έπαθε καμιά ταύτιση με τον κοτοπληθυσμό, πάντως ακολουθούσε τις κότες όπου πήγαιναν και έκανε ό,τι έκαναν. Προσπαθούσε (όχι πολύ αποτελεσματικά) να σκαλίσει το χώμα για σκουλήκια και κυνηγούσε με βουλιμία κανένα περαστικό έντομο. Προσπαθήσαμε να το γλυτώσουμε από την αλλοτρίωση και να το συμφιλιώσουμε με την πραγματική του φύση βάζοντάς το να κολυμπήσει (αδύνατον) και κυνηγώντας το με το λάστιχο του ποτίσματος για να το καταβρέξουμε, αλλά αντιπαθούσε το νερό και το απέφευγε μετά μανίας. Τελικά μερικά πράγματα δεν είναι θέμα μόνο φύσης αλλά και εκπαίδευσης, και εμείς ως εκπαιδευτές είχαμε αποτύχει, μάλλον. Δεν ήταν παράξενο – οι μέθοδοί μας ήταν κάπως πρωτόγονες.

Αλλά το αγαπούσαμε το παπί μας – παίζαμε μαζί του γυρίζοντας από το σχολείο και ξανά το απόγευμα μέχρι την ώρα που η γιαγιά μάζευε κότες και παπί στο κοτέτσι και μας έστελνε άρον άρον στη μαμά που φώναζε αν είχαμε διαβάσει τα μαθήματα της άλλης μέρας. Το αγαπούσαμε τόσο που το φανταζόμασταν να μεγαλώνει και να αλλάζει πούπουλα και να βγάζει φτέρωμα και να γίνεται μεγάλη πάπια και αναρωτιόμασταν αφού δεν έμαθε κολύμπι πώς θα μάθει να πετάει και αν θα είναι αποδημητική πάπια. Μέχρι που τέλειωσαν τα σχολεία και ήρθε το καλοκαίρι και φύγαμε κάποια στιγμή από το βιομηχανικό μας προάστιο να πάμε στο νησί αφήνοντας πίσω το παπί στα χέρια έμπιστων συγγενών, προσωρινά όπως μας είπαν.
Ο καιρός πέρασε, γυρίσαμε το Σεπτέβρη, και θυμάμαι τη θλίψη μου όταν ανακάλυψα ότι δεν υπήρχε πια παπάκι στο σπίτι. Οι μπερδεμένες δικαιολογίες των μεγάλων δεν με έπεισαν (κυρίως διότι άλλα έλεγε ο ένας κι άλλα ο άλλος) αλλά μου πήρε καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους έμπιστους συγγενείς περιλαμβανόταν και μια συνταγή για παπάκι με μπάμιες. Αλλά βέβαια έπρεπε να το καταλάβω: ο κόσμος γύρω άλλαζε κι η γειτονιά το ίδιο. Οι κότες άρχισαν να αραιώνουν επίσης, πρώτα το κοκκοράκι (με χυλοπίτες), μετά η μία από τις στρουμπουλές (η πιο φιλάσθενη), μετά ο κόκκορας (κρασάτος) και μετά οι άλλες δύο (κοτόσουπα). Το κοτέτσι άδειασε και αποσυντέθηκε, μπήκαν κάτι γλάστρες στη θέση του αλλά όταν οι διπλανοί έκαναν ένα πανωσήκωμα έπεσε ίσκιος στην αυλή και τα φυτά πήραν την κάτω βόλτα. Ύστερα δόθηκε αντιπαροχή και το άλλο διπλανό που ήταν αποθήκη ξυλείας (κάτι υπόστεγα από ελλενίτ) για να γίνει πολυκατοικία και η αυλή έγινε ακάλυπτος. Τώρα παίρναμε αυγά από το μπακάλη.

Το δεύτερο παπάκι της ζωής μου ήταν τραγουδάκι. Το κάπως γνωστό σήμερα τραγουδάκι του Άσιμου «έχω ένα παπάκι που μου κάνει πα-πα-πα / κι ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει τ’ αυτιά / και δε μου καίγεται καρφί / αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς». Την εποχή που περιγράφω, αρχές δεκαετίας ’80 δεν ήταν και πολύ γνωστό έξω από ορισμένους κύκλους. Ωστόσο, στο ωδείο που έκανα μαθήματα κιθάρας αρκετοί από τους διδάσκοντες ανήκαν στους ορισμένους κύκλους, εντός εκτός και επί τα αυτά της περιοχής Εξαρχείων – Νεαπόλεως όπου ο Άσιμος ήταν σεβαστή και οπωσδήποτε αναγνωρίσιμη φιγούρα που πουλούσε κασέτες με τα τραγούδια του.

Η δασκάλα μου, που τότε μου φαινόταν υπερφυσικά μεγάλη σε ηλικία (ήταν τριανταδύο, εγώ ακριβώς τα μισά) έμενε στην περιοχή και συναναστρεφόταν τους κύκλους, υποθέτω, διότι παραβιάζοντας ενίοτε τις αρχές της για το κλασικό ρεπερτόριο μας άφηνε να γρατσουνάμε καμιά ροκιά να περνάει η ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μας για μάθημα. Αλλά όταν παραγινόταν η φασαρία επέβαλλε την τάξη, δηλαδή Capriccio Arabe και Αναμνήσεις από την Αλάμπρα και τίποτα Asturias του Albeniz ή κανένα Νότη Μαυρουδή που ήταν και φίλος. Μόνο μια φορά κάπως έγινε και αντί για κλασικό έπαιξε το Παπάκι, που δεν το είχα ξανακούσει, και κάπου μου κόλλησε, ειδικά ο στίχος "κι ας μη σου καίγεται καρφί, κι ας συνήθισες, κι ας συνήθισες κι εσύ". Ύστερα με τσίμπησε για μάθημα και όταν τη ρώτησα για το τραγούδι γέλασε λέγοντας "πέθανε ο καημένούλης και τον έθαψαν με ένα παπάκι κι ένα κουνελάκι" - βέβαια ακόμα ζούσε ο Άσιμος, αλλά ίσως να μην εννοούσε ακριβώς αυτό.

Τα τρίτα παπάκια εμφανίστηκαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια αφότου ο Άσιμος "είχε πια χαθεί" και η ανάμνησή του ξεθώριαζε. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή στη δουλειά μου στην Αθήνα χρεωμένοι με δυο μικρά κοριτσάκια ("μικρά" σημαίνει γύρω στα είκοσι) που έπρεπε να τους μάθουμε μερικά βασικά πράγματα και να γεμίζουμε το χρόνο τους κάπως παραγωγικά. Αυτό μπορεί να γίνει μεταφέροντάς τους ένα μέρος της λάντζας (δεν έχει σημασία τι δουλειά κάνουμε, παντού υπάρχει κάποιου είδους λάντζα) και κάπως έτσι ξεκίνησε, αλλά βλέποντας τον ενθουσιασμό τους να μαραίνεται και τη διάθεσή τους να πέφτει σκέφτηκα να ανακατέψω λίγο τα πράγματα και να τις βάλω να δουλέψουν σε κάτι που να μοιάζει κάπως σαν παιχνίδι και να δίνει μια ψευδαίσθηση δημιουργικότητας και αυτονομίας. Έτσι, σύντομα πήγαινα πέρα δώθε σε πόρτες και διαδρόμους διαρκώς ακολουθούμενος από τα μικρά μέχρι που ο φίλος μου και τότε συνάδελφος Θανάσης σχολίασε ότι μοιάζαμε σαν κάτι πάπιες στα κινούμενα σχέδια που πάνε στη λίμνη με τα παπάκια τους για να μάθουν κολύμπι.

Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα, λένε. Το προσωνύμιο "μαμά πάπια" μου κόλλησε αυθωρεί και παραχρήμα, στις καθημερινές κουβέντες, τις μνήμες των κινητών και το συλλογικό υποσυνείδητο. Άργησε κάμποσο να ξεχαστεί, ακόμα και όταν τα παπάκια-μαθητευόμενες πήραν το δρόμο τους η μία για την Πορτογαλία (από όπου και είχε έρθει) και η άλλη για το Πανεπιστήμιο (όπου σπούδαζε). Δεν ξέρω πόσο καλά μου βγήκαν τα μαθήματα κολύμβησης για πάπιες, αλλά η τελευταία αποφάσισε να πέσει σε πιο βαθιά νερά, ταξιδεύοντας σε διάφορους τόπους. Η ζωή καμιά φορά κάνει κύκλους - έτσι, πρόσφατα ξαναβρέθηκα για λίγο με το εν λόγω παπάκι απρογραμμάτιστα στο Ηράκλειο όπου έκανε ένα μεταπτυχιακό. Της είπα για το τραγούδι του Άσιμου - το ήξερε. Είναι αρκετά ευρείας κυκλοφορίας πλέον.

Αγνοώ ποια μπορεί να ήταν η επίδραση της μαθητείας της μαζί μου στη μετέπειτα πορεία της - μπορεί και καμιά. Μ' αρέσει όμως να σκέφτομαι ότι από την εποχή που κυνηγούσα το (αληθινό) παπί με το λάστιχο για να το συμφιλιώσω με το νερό, οι παιδαγωγικές μου μέθοδοι έχουν κάπως εξελιχθεί. Πάντως, αν και δεν έφυγα ποτέ από την Ελλάδα και έως πρόσφατα δεν είχα σκεφτεί να ζήσω έξω από την Αθήνα, χάρηκα πάρα πολύ όταν έμαθα ότι το τελευταίο παπάκι σκόπευε να διασχίσει το μισό πλανήτη (υποτίθεται σπουδάζοντας), περισσότερο για να δει πώς είναι παρά κυνηγώντας μια καριέρα. Ίσως είναι αποδημητική πάπια τελικά...

Κάποια στιγμή βρήκα ένα απόκομμα από ένα άρθρο του Βαγγέλη Βαγγελάτου που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, στη στήλη "Η ζωή είναι εδώ", στις 3 Ιουλίου του 2007 (από εκεί είναι και η εικόνα στην κορυφή). Το άρθρο αφορά την (αρκετά γνωστή στο διαδίκτυο) ιστορία μερικών χιλιάδων πλαστικών παπακίων μπάνιου που μετά από ένα ναυάγιο βρέθηκαν να κολυμπούν στους ωκεανούς και από τότε έχουν γυρίσει τον πλανήτη τρεις φορές και περιπλανιούνται ακολουθώντας τα ρεύματα και τους καιρούς και ακολουθούμενα από επιστήμονες αρκετά τρελούς ώστε να ψάχνουν μέσα από την πορεία τους τα μυστικά του φαινομένου του θερμοκηπίου. Έστειλα το άρθρο στο κάποτε μαθητευόμενο και τώρα πολυταξιδεμένο παπάκι (για την ώρα βρίσκεται στο Παρίσι, αύριο κάπου αλλού) σημειώνοντας την ελπίδα μου και το δικό της ταξίδι να χρησιμεύσει στην επιστήμη στο να μαθευτούν να μυστικά πολλών-πολλών φαινομένων.

Αλλά και να μη χρησιμεύσει, δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, καλύτερα παπάκι ταξιδιάρικο, παρά με μπάμιες.

Έτσι δεν είναι, ρε Θανάση;

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου φίλε Ροβίθε!

Σε ευχαριστώ που με "έβγαλες" στην Bloggoσφαιρα, καημό το είχα.

Πρέπει τώρα να επιδιορθώσω δημόσια μία μικρή παρεξήγηση που σοβούσε εδώ και χρόνια - και ούτε που την ήξερα!

Όταν είχα κάνει το σχόλιο για τη μαμά πάπια και τα παπάκια της που την ακολουθούν, ΔΕΝ είχα εμπνευστεί από cartoon. Το "είχα" ως εγκυκλοπαιδική γνώση, και σε επίπεδο μυθοπλασίας το είχα φρέσκο από την γλυκύτατη ταινία "Fly Away Home" (http://www.imdb.com/title/tt0116329/), όπου ένα κοπάδι νεογέννητων χηνακιών "κλειδώνει" ως μητέρα ένα κοριτσάκι (άνθρωπο).

Την συστήνω ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες του Blog. Επίσης, τι χηνάκια τι παπάκια - αυτές οι διακρίσεις είναι μόνο για βιολόγους :-) .

Σού εύχομαι από καρδιάς καλές πτήσεις και να γνωριστείς με ένα σωρό καλά παπάκια ;-) !

Θανάσης

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ κε Ροβιθέ!

Εξαιρετικό το post σας!

Δεν άφησε την άποψή του ο φίλος σας Θανάσης στην τελευταία σας αποστροφή, επειδή όμως έχω και εγώ μνήμες από κοτόπουλα που γίναν φαγητό, καταγράφω την δική μου άποψη:
Αν δεν θέλουμε τα παπάκια αυτού του κόσμου να καταλήγουν (με την ιατρική έννοια του όρου) με μπάμιες, πρέπει να φροντίζουμε να αλλάζουμε τα σαρκοφάγα και τα παμφάγα σε φυτοφάγα.
Γενικά!

Idom

Ανώνυμος είπε...

Φίλτατε!

Λησμονήσατε τα πιο διάσημα "παπάκια", εκείνα της κυρίας Romina Power (Il Ballo Del Qua Qua)! Μην μου πείτε ότι δεν σας πέτυχαν σε κάποιο πάρτυ της νιότης σας!...

Idom

Β. είπε...

@ Θανάση: Ναι, φίλε, την έχω δει την ταινία (είναι του '97, λίγο παλιότερα από την εποχή που συζητάμε), αλλά την αντίστοιχη εικόνα στο δικό μου κεφάλι την έχω από καρτούν, εξ' ου και η αναφορά. Μικρό το κακό...

@ Idom: Δε νομίζω ότι η εσώτερη φύση μας είναι φυτοφάγος - άλλωστε η παρουσία κυνοδόντων, η απουσία προστομάχου κλπ. υποδηλώνουν μια άλλη προδιάθεση. Τώρα βέβαια, από τη στιγμή που κανείς μπορεί να επιλέξει, μπορεί να τιθασεύσει τη φύση του προς την κατεύθυνση που επιθυμεί. Το σημείο που επισημαίνω πάντως είναι το "ταξιδιάρικο" του πράγματος. Άλλωστε, αν και αποφεύγω τα πουλερικά, δεν αποστρέφομαι το κρέας - με τις μπάμιες έχω το πρόβλημα.

Όσο για τον Αλμπάνο και τη Ρομίνα, είναι αλήθεια ότι πέρασαν και δεν ακούμπησαν.

Στον Εύδηλο Ικαρίας (αν τύχει ποτέ και περάσετε από κει) υπάρχουν πάπιες στο λιμάνι ως μασκώτ (σαν τον πελεκάνο της Μυκόνου) και σε πολλά ακόμα σημεία της νήσου πάπιες και χήνες ανάκατα. Θα αναρτήσω σχετικές φωτό προσεχώς...

Ανώνυμος είπε...

Όλα του κόσμου τα πουλιά
όπου κι αν φτερουγίσαν
όπου κι αν χτίσαν τη φωλιά
όπου κι αν κελαηδήσαν...

Εκεί που φτερουγίζει ο νους
εκεί που ξημερώνει
μαργώνουν τα πουλιά της γης
κι ούτε ένα δε ζυγώνει!

Ανάσα είναι καυτερή
και στέπα του Καυκάσου
η σκέψη που παραμιλά
και λέει τα όνειρά σου...

Όσες κι αν χτίζουν φυλακές
κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας είναι αληταριό
που όλο θα δραπετεύει!

Σαν αερικό θα ζήσω
σαν αερικό!

Κουάκ!

Τατιάνα Ραπακούλια είπε...

Είχα κι εγώ ως παιδάκι ένα παπάκι από αυτά του πάσχα, το οποίο επεβίωνε θαλερότατο στον κήπο μας. Ούτε και το δικό μου παπί ήθελε να κολυμπάει - φοβόταν πολύ το νερό και φρίκαρε κάθε φορά που προσπαθούσα να το χώσω στη σκάφη. Είχε στενή φιλία με το γάτο μας και έκαναν απίστευτα τρελό παιχνίδι και ωραία χρωματική αντίθεση - μαύρο κι άσπρο. Η πάπια, που χρίσθηκε Ζαχαρένια λόγω χρώματος, όταν μεγάλωσε έκανε και αυγά. Και δεν έφτανε αυτό, παρά έκατσε και να κλωσήσει η έρημη. Για να την ευχαριστήσουμε και να μην λιώσει από το πολύ κλώσημα, της κουβαλήσαμε όχι ένα, αλλά τρία παπιά, τα οποία χώσαμε στη φωλιά της για να τα υιοθετήση. Δεν θυμάμαι πώς εξελίχθηκε το δρώμενο (αν συνεχίζαμε το ίδιο βιολί και με τα άλλα, σύντομα θα είχαμε κοπάδι). Κάποια στιγμή πάντως οι πάπιες πήραν πόδι - για το χωριό κάποιας οικογενειακής φίλης. Δεν γνωρίζω αν κατέληξαν με μπάμιες ή με πορτοκάλι.

Εντέλει κι εγώ συμφωνώ ότι καλύτερα παπάκι ταξιδιάρικο παρά με μπάμιες. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.