ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


20/12/12

Νεαρός συμπαθητικός κηπουρός

Δεν είναι από το δικό μας κήπο, άλλοι νεαροί συμπαθητικοί κηπουροί τον δούλεψαν. (Σίντρα, καλοκαίρι 2011, φωτό Ροβυθέ).

Αν και δεν πρόκειται να παραμείνω στην Πορτογαλία για πολύ ακόμα, τα μαθήματα πορτογαλικών για αρχαρίους τα παρακολουθώ σχεδόν ανελλιπώς κάθε Τετάρτη απόγευμα. Κάτι που τα πλήρωσα (ένα ολόκληρο πενηντάρικο για έξι μήνες, υπολογίζω η καθαρή τιμή πρέπει να είναι ένα ευρώ την ώρα ή και λιγότερο), κάτι που η δασκάλα μας η δεσποινίς Ροσάνα (Γουshάνα αν το πεις με πορτογαλική προφορά) είναι συμπαθέστατη και ό,τι και να της πεις σου λέει “Boa, boa!”, κάτι που ενώ οι μαθητές είμαστε ως επί το πλείστον καραενήλικοι αλλά λόγω του επιπέδου μας πρέπει να φτιάχνουμε φρασούλες τύπου «Έλλη, να ένα μήλο» και να κλίνουμε τα ομαλά ρήματα σαν ποιηματάκια, έχουμε στην τάξη μια εσάνς νηπιαγωγείου που εγώ τη βρίσκω ιδιαίτερα διασκεδαστική.

Βέβαια ξεκινήσαμε με μεγάλες φιλοδοξίες, πολλοί υποψήφιοι προσήλυτοι στα μυστήρια της πορτογαλικής γλώσσας, και όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις είχαμε μια κάποια φύρα. Άλλοι έφυγαν δια της αναβαθμίσεως (όλοι οι Ισπανοί ας πούμε, που είχαν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι ημών των λοιπών αλλοεθνών και πήγαν κατευθείαν στο τμήμα προχωρημένων), άλλοι δεν ενθουσιάστηκαν μάλλον από την «παιδική» ατμόσφαιρα της τάξης (εικάζω ότι ένας τουλάχιστον Ιάπων έστριψε για τέτοιους ψυχολογικούς λόγους, ίσως και ο Δανός), άλλοι δεν προλάβαιναν (όπως η μία Τυνήσια, η Αγγλίδα και ο συμπαθής Τούρκος εκ Βουλγαρίας) ή τα βρήκαν σκούρα (ένας φουκαράς Ινδός δεν τα έπαιρνε με τίποτα τα πορτογαλικά και εγκατέλειψε, αφήνοντας ατυχώς σε εμένα το ρόλο του χειρότερου μαθητή της τάξης).

Με τούτα και με κείνα όμως μείναμε κάμποσοι πιστοί ή σχετικά πιστοί, τουλάχιστον ο Πολωνός, ο Γερμανός, ο έτερος Ιάπων, το ζεύγος των Τυνησίων (η κοπέλα βέβαια ως αξιοθέατο με τη μαντήλα), ο άλλος Τούρκος και οι Μεξικάνοι. Βέβαια από τους πέντε αρχικούς Μεξικάνους ο ένας έστριψε νωρίς λόγω πολύ μεγαλύτερης άνεσης στο χειρισμό της γλώσσας από όσο το επίπεδο της τάξης προέβλεπε, αλλά παραδόξως οι άλλοι τέσσερις μείνανε. Ο ένας κουβαλιέται από τη Λισσαβώνα καθε Τετάρτη επιτούτου (καθότι στο ινστιτούτο που κανονικά δουλεύει δεν υπάρχουν τέτοια μαθήματα), ενώ οι άλλοι τρεις είναι εδώ στη γειτονιά μας και είναι και οικογένεια. Μπαμπάς, μαμά, κόρη, με καταγωγή από ιθαγενείς Μάγια, από ό,τι μου λένε. Η κόρη πέντε με έξι χρονών. Αναντίρρητα η πιο καλή μαθήτρια της τάξης, καθότι λόγω ηλικίας τα παίρνει εύκολα και μιλάει και «Πορτουνιόλ» (ένα ισπανο-πορτογαλικό μίγμα) στο σχολείο. Για κάποιο λόγο οι γονείς της αν και άνετα θα μπορούσαν να πάνε στους προχωρημένους, δεν το επεδίωξαν, θέλοντας να τα κάνουν όλα με τη σειρά.

Η μικρή είναι ένα είδος μασκώτ της τάξης, καθώς ενθουσιάζεται κάθε φορά που δίνει μια σωστή απάντηση (Boa, boa! την ενθαρρύνει η Ροσάνα), σηκώνει το χεράκι για να ζητήσει άδεια να πάει να κάνει πιπί (μαζί με τη μαμά όμως πάντα) και βάζει κάτι χαρούμενα γέλια στα καλά του καθουμένου (νομίζω με την προφορά του Έλληνα συμμαθητή, κυρίως). Χτες που κάναμε το τελευταίο μάθημα για φέτος μας τραγούδησε το αντίστοιχο του «Τρίγωνα-Κάλαντα» στα πορτογαλικά (το έμαθε στο σχολείο), αφού πρώτα μας έβαλε να κλείσουμε όλοι τα μάτια δήθεν, επειδή και καλά ντρεπόταν να τραγουδήσει πορτογαλικά.

Το μάθημα κύλησε σε χριστουγεννιάτικο κλίμα, καθώς η «εργασία για το σπίτι» συνίστατο στο να γράψουμε απλές φρασούλες που να φτιάχνουν μια χριστουγεννιάτικη (ας πούμε...) ιστορία τύπου «Πώς περνάω τα Χριστούγεννα». Επειδή δε μπορώ να πω ότι χειρίζομαι τη γλώσσα και πολύ καλά (δεδομένων και των αδυναμιών του google translate), είχα περάσει το χτεσινό απόγευμα γράφοντας φρασούλες όπως:

- Τα Χριστούγεννα πάω στην Ελλάδα.
- Μένω στο σπίτι των γονιών μου.
- Η μαμά μου φτιάχνει γλυκά.
(Η λέξη «φοινίκια» είναι εξαιρετικά περίπλοκο να αποδοθεί στα πορτογαλικά οπότε όταν ρωτήθηκα «τι γλυκά» είπα κάτι σαν massa de mel που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να σημαίνει μελομακάρονα).
- Εγώ τρώω πολλά γλυκά.
- Η αδελφή μου δεν τρώει πολλά γλυκά γιατί τα γλυκά παχαίνουν.


Είχα βάλει και την εκ δεξιών καθήμενη πορτογαλίδα συνάδελφο να τσεκάρει ότι τα πορτογαλικά μου είναι άψογα (δεν ήταν...). Οπότε το πήρα πατριωτικά και σήμερα αποφάσισα να κάνω εξτρά εξάσκηση και να διαβάσω με ελάχιστη βοήθεια από google translate ένα μέιλ που ήρθε στα πορτογαλικά (από αυτά που απευθύνονται σε όλο το προσωπικό). Το μέιλ έλεγε περίπου τα εξής:

Olá a todos,

(ευκολάκι: «γεια σε όλους», κάτι σαν το εταιρικό “Dear all”)

Por certo sabem quem é o [C.], o jovem jardineiro simpático.

(λοιπόν, αυτό λέει ότι σίγουρα ξέρετε ποιος είναι ο [Σ.], ο νεαρός συμπαθητικός κηπουρός. Μάλλον το μαυρούλη τον πιτσιρικά θα εννοεί, ο άλλος είναι μεσήλιξ. Μια χαρά simpático είναι το παιδί· λέμε και κάνα γεια εκεί που φυτεύουμε τα καλαμπόκια...)

Talvez não saibam que ele é casado e tem três filhos pequenos.

(Αλλά ίσως δεν ξέρατε ότι είναι παντρεμένος με τρία μικρά παιδάκια. Α, ναι; Ε, και;)

O que provavelmente não sabem mesmo é que a empresa onde trabalha (e a quem o [...] paga atempadamente o serviço que contratou) não lhe paga a tempo há vários meses e ele ainda não recebeu o subsídio de Natal.

(Και πιθανότατα δεν ξέρετε ότι εργάζεται σε μια εταιρία (την οποία το [ινστιτούτο] πληρώνει κανονικά για τις συμβατικές υπηρεσίες της) που δεν τον πληρώνει εγκαίρως πολλούς μήνες τώρα και δεν έχει πάρει ούτε δώρο Χριστουγέννων. Α, μάλιστα... Βρε το φουκαρά το Σ.)

Isto tudo para apelar à vossa generosidade natalícia. Agradecem-se quaisquer quantias.

(Όλο αυτό για να απευθυνθώ στη χριστουγεννιάτικη γενναιοδωρία σας. Παρακαλώ δώστε ακόμα και λίγα.)

Obrigada.

(Υπόχρεη. Δηλαδή «ευχαριστώ», αλλά μας υποχρέωσες έτσι κι αλλιώς...)

Λέω πάντως να τα αφήνω τα μαθήματα πορτογαλικών τελικά. Πολύς κόπος, και μόλις κάπως μάθεις κάτι να διαβάζεις, τελικά οι ίδιες ιστορίες είναι που ξέρεις και από τα ελληνικά.

17/12/12

Cutting corners

Συντομεύσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η εικόνα από εδώ.

Βλέπω την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Δεν γνωριζόμαστε, τυπικά τουλάχιστον, αλλά έχω την εντύπωση ότι είναι ξένη όσο είμαι κι εγώ και δουλεύει στον από πάνω όροφο. Φαντάζομαι κι εκείνη θα υποψιάζεται πάνω κάτω τα ίδια για μένα. Πρέπει να μένει κάπου στη γειτονιά. Πριν λίγη ώρα με προσπέρασε μπροστά στην εκκλησία του Οέιρας, κατηφορίζοντας βιαστικά για το ινστιτούτο. Λίγο αργότερα με ξαναπροσπέρασε (εδώ μάλλον θα ένιωσε την πρώτη έκπληξη) λίγο πριν το μέγαρο του Πομπάλ που στεγάζει το «Εθνικό Ινστιτούτο Διοίκησης» αν μεταφράζω σωστά. Τώρα φτάνει, βιαστική πάντα, στην πόρτα της πτέρυγας και με αντικρύζει ξανά μπροστά της φάντη-μπαστούνι. Της ανοίγω να περάσει πρώτη με ένα ουδέτερο χαμόγελο, μου λέει με γουρλωμένα μάτια το υποχρεωτικό “obrigada”. Ίσως νομίζει ότι είμαι Πορτογάλος, αρκετοί το νομίζουν άλλωστε. Ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω της· μπορεί ενδομύχως να φοβάται ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα εμφανιστώ στην κορυφή της σκάλας.

Βέβαια δεν υπάρχει καμμιά μαγεία στο φαινόμενο, απλώς η κοπέλα προφανώς δεν ξέρει πάρα πολύ καλά τα κατατόπια και στηρίζεται στις γεωγραφικές πληροφορίες που δίνουν οι χάρτες. Τον πρώτο καιρό κι εγώ το ίδιο έκανα, ανεβοκατέβαινα σπίτι με βάση τις οδηγίες του google maps: 1450 μέτρα αν στρίψεις εδώ κι ύστερα εκεί. Λίγο περισσότερα, αν και με λιγότερη ανηφόρα αν πας από λίγο πιο κει. Με τον καιρό παρατήρησα μερικά πλάγια δρομάκια που δεν τα είχε ο χάρτης, ίσως επειδή δεν περνάνε αυτοκίνητα από εκεί. Μια μέρα πήρα ένα από αυτά και ανακάλυψα ότι έκοβα δρόμο. Μια άλλη μέρα αντί να κάνω το γύρο του τετραγώνου μπήκα στον κήπο του Πομπάλ από το πάρκιγκ του Ινστιτούτου Διοίκησης, προχώρησα ως τη μεσοτοιχία με το δικό μας και βρήκα την πορτούλα που άνοιγε με το ηλεκτρονικό κλειδί που έχουμε όλοι. Ο θυρωρός με διαβεβαίωνε ότι μόνο το δικό του κλειδί την ανοίγει, αλλά η πραγματικότητα τον διέψευδε. Με τούτα και με κείνα μάζεψα τη διανυόμενη απόσταση κατά 200-300 μέτρα. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον.

Ατυχώς η κοπελίτσα δεν ήξερε αυτές τις λεπτομέρειες, και προφανώς αναρωτιόταν έκπληκτη πώς γίνεται εγώ να πηγαίνω σχετικά με το πάσο μου κι εκείνη με γοργό βήμα, να με προσπερνάει και μετά από λίγο να με ξαναβρίσκει μπροστά της. Από μια ορισμένη οπτική γωνία, μπορείς να βρεθείς σε μεγάλη σύγχιση. Θυμάμαι μια αντίστοιχη φάση στο Λέιντεν που περπατούσα για το Πανεπιστήμιο με το γνωστό αργόσχολο βήμα, παράλληλα με μια νεαρή Κινέζα του πέμπτου ορόφου που πήγαινε τροχάδην. Βέβαια στην άπλα του ολλανδικού τοπίου η παρασπονδία μου (αν το δει κανείς έτσι, διότι δεν το απαγόρευε τίποτα άλλο εκτός από τη λάσπη μετά τη διαρκή ολλανδική βροχή) ήταν αμέσως ορατή: η κοπελίτσα πήγαινε από το πεζοδρόμιο κι εγώ έκοβα χαλαρά από το γρασίδι. Έτσι εκείνη έκανε τις πλευρές του τριγώνου κι εγώ την υποτείνουσα, με αποτέλεσμα να τρακαριζόμαστε σε κάθε γωνία σχεδόν. Μετά από 2-3 τετράγωνα είχε φουρκιστεί απεριόριστα, και το τελευταίο το έκανε τρέχοντας σχεδόν.

Ατυχώς (για την ίδια) πήγε από το πιο απόμακρο γεφυράκι, ενώ εγώ νωχελικά έκοψα μέσα από τον ποδηλατόδρομο προσέχοντας μη με πατήσουν οι διερχόμενοι (οι ποδηλάτες έχουν προτεραιότητα έναντι των πεζών εκεί πέρα) και πέρασα από την αυλή του διπλανού κτιρίου φτάνοντας στο δικό μας μερικά βήματα πριν από εκείνην. Κάπου εκεί σταμάτησα για να καθαρίσω τα παπούτσια από τις λάσπες· με προσπέρασε σα δρομέας που τερματίζει στο νήμα κι έτρεξε σίφουνας προς τα ασανσέρ (σπάνια πολυτέλεια για ολλανδικό κτίριο). Χώθηκε ανακουφισμένη μέσα, αλλά προς μεγάλη της δυσαρέσκεια έφτασα κι εγώ και μπήκα πίσω της. Πάτησα το κουμπί για τον τρίτο και της είπα «καλημέρα» στα ολλανδικά. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα απίστευτης απορίας μάλλον παρά οτιδήποτε άλλο.

Με αυτές τις ιστορίες θυμήθηκα την αγγλική έκφραση “cutting corners” που δεν αντιστοιχεί απόλυτα στο δικό μας «κόβω δρόμο». Η δική μας έκφραση δε νομίζω να έχει τίποτα αρνητικά συμφραζόμενα, ενώ η αγγλική υποδηλώνει μια ορισμένη τσαπατσουλιά, το να μην κάνεις όλα τα απαραίτητα βήματα. Από την άλλη σκέφτομαι ότι αν το δει κανείς μεταφορικά μπορεί και να δηλώνεται μια πολιτισμική ειδοποιός διαφορά: στην Ελλάδα το να βρεις έναν «καταφερτζήδικο» τρόπο να κάνεις τη δουλειά σου (που μπορεί να είναι τσαπατσουλιά ή βύσμα ή γρηγορόσημο), το να «σουρουμπελιάσεις» κάπως τα πράγματα τσάτρα-πάτρα, δεν είναι και κανένα στίγμα. Αλλού που οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να πηγαίνουν by the book και πιστεύουν ότι το να πετύχεις τους στόχους σου είναι αποτέλεσμα μεθοδικότητας και εργατικότητας (και όχι αυτοσχεδιασμών και «πατέντας» της τελευταίας ώρας), το να εμφανίζεται ένας Έλλην φάντης μπαστούνι από τα γρασίδια και να μπαίνει άξαφνα μπροστά τους ενδέχεται να τους προκαλεί σοβαρό πολιτισμικό σοκ.

Αλλά εγώ έχω ανατραφεί σε ένα κλίμα ελληνοπρεπούς ηθικού σχετικισμού που αν και δεν ξέφυγε ποτέ από κάποια όρια (που έχουν να κάνουν με τη χριστιανική αντίληψη περί του «πλησίον» ως εικόνας Θεού, που δεν πρέπει να τον βλάψεις) από την άλλη δεν είχε και κάνα φοβερό πρόβλημα με την παραβίαση των κανόνων, στο βαθμό που δεν υπήρχε κάποιο «θύμα» που να ζημιώνεται από τις πράξεις ή τις παραλείψεις μου. Φυσικά δεν είναι όλοι έτσι: κάποιοι βρίσκουν πολύ διασκεδαστικό να περνάνε με κόκκινο ή να πηγαίνουν ανάποδα σε μονόδρομο· εγώ καθόλου (το «όλοι έτσι κάνουν» δε μου ακουγόταν ποτέ σαν ιδιαίτερα καλό επιχείρημα, άλλωστε). Χώρια που ο εν γένει «καταφερτζήδικος» και «σουρουμπελιαστός» τρόπος που γίνονται πολλά στη χώρα (από τα έργα στις εθνικές οδούς και τους ολυμπιακούς αγώνες μέχρι την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και τις επισκευές των οχημάτων με πατέντες) είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια, ίσως πιο πολύ από τους δήθεν κακούς που μας επιβουλεύονται και τους εκάστοτε «προδότες» (από δω παν' κι άλλοι...) της πατρίδας.

Ορισμένοι πάλι δυσκολεύονται να παρασπονδήσουν σε βαθμό κακουργήματος, ακόμα και αν δεν υπάρχει ούτε υποψία πραγματικής παρασπονδίας. Θυμάμαι μια φορά έναν εκ των μετέπειτα εργοδοτών μου στην Κρήτη (τότε ήταν ακόμα απλώς ο κύριος από το γειτονικό εργαστήριο και δεν γνωριζόμασταν καλά) που μου ζήτησε κάποτε αν είχα ένα εισιτήριο λεωφορείου. Το λεωφορείο για την περιοχή είχε πιο ψηλή τιμή σε σχέση με το συνηθισμένο αστικό, αλλά εγώ είχα πάνω μου μόνο τα «απλά» εισιτήρια που για τη συγκεκριμένη διαδρομή ενείχαν ρόλο «φοιτητικού», οπότε του έδωσα ένα λέγοντας χάριν παιδιάς ότι μπορεί να περάσει για φοιτητής άνετα (είμαστε συνομίληκοι, αλλά αυτός μικροδείχνει τόσο χαρακτηριστικά που κάποιοι λέγαμε για πλάκα κάποτε να ψάξουμε στο σπίτι του για να βρούμε το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι). Δυστυχώς δεν την έπιασε τη φιλοφρόνηση και μου είπε πολύ σοβαρά και ελαφρώς παρεξηγημένα ότι δε μπορεί να δώσει φοιτητικό εισιτήριο χωρίς να είναι φοιτητής. Φυσικά δεν ήταν αυτό το πνεύμα της παρατήρησής μου, αλλά δεν έκατσε να του το εξηγήσω (βρήκε κάποιον άλλο και του έδωσε το «σωστό» εισιτήριο αν θυμάμαι καλά κι έφυγε αμέσως), και μάλιστα έχω την εντύπωση ότι για κάμποσο καιρό με αντιμετώπιζε κάπως επιφυλακτικά χάρη σε αυτό το αποτυχημένο αστειάκι. Εικάζω βέβαια ότι με τέτοιο πνεύμα ακεραιότητας θα είχε πάμπολλες δυσκολίες να αντιμετωπίσει σε σχέση με την περιβόητη «ελληνική πραγματικότητα», οπότε δε μου έκανε εντύπωση που κάποια στιγμή τα μάζεψε κι αναχώρησε συν γυναιξί και τέκνοις για την Εσπερία· φαντάζομαι αν ξαναπάω στην Κρήτη θα βρω τη μαύρη πέτρα που έριξε πίσω του (και δεν είναι και ο μόνος).

Όσο για μένα, αν και κατά κανόνα χτυπάω τα εισιτήρια κανονικά στα λεωφορεία (και πληρώνω κανονικά φόρους και εισφορές, και σταματάω το αμάξι πριν τη διάβαση πεζών και όχι πάνω κλπ.), η αλήθεια είναι ότι διασκεδάζω λίγο με την έκπληξη που αισθάνονται όσοι με βλέπουν ενίοτε να εμφανίζομαι άξαφνα κάπου ενω «κανονικά» θα έπρεπε να είμαι πολύ πίσω ακόμα. Και αναδρομικά ξεθάβω τη μνήμη μιας παλιάς μου συμμαθήτριας από το Λύκειο που συναπαντηθήκαμε μια μέρα στο δρόμο για το σχολείο αλλά δε με περίμενε να πάμε παρέα γιατί βιαζόταν (εγώ βάδιζα ράθυμα από κείνα τα χρόνια). Την αποχαιρέτησα λοιπόν, κι ενώ εκείνη γκάζωνε (που λέει ο λόγος) για να βγει στη λεωφόρο κι από κει να ανηφορίσει (τσίτα) για την κύρια είσοδο δεκαπέντε λεπτά λαχανιαστά, εγώ πέρασα από την πυλωτή της διπλανής πολυκατοικίας στο στενάκι προς τα προσφυγικά, από κει ανάμεσα στις παράγκες στο ρέμα, τσουπ απέναντι από το γεφυράκι στις φυστικιές κι έπειτα στην πίσω αυλή του Λυκείου ανάμεσα από τα χαλαρωμένα κάγκελα την ώρα που τελείωνε η πρωινή προσευχή, σύνολο δώδεκα λεπτά χωρίς πολύ άγχος.

Εκείνη μπήκε κάθιδρη μέσα στην τάξη ίσα ίσα για να πέσει πάνω μου την ώρα που πήγαινα στην έδρα να πάρω το απουσιολόγιο. Της χαμογέλασα· έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Άλλα χρόνια εκείνα, βέβαια. Τώρα εννοείται ότι σιγά μη χώραγα με την κοιλούμπα ανάμεσα στα κάγκελα.

Και οι παράγκες μάλλον θα έχουν γίνει πολυκατοικίες.

14/12/12

Αποζημίωση

Αυτοί με σήμα το λέοντα φοράνε πράσινα ριγέ και παίζουν στο Ρούι Ζοζέ Αλβαλάδε. Αυτοί με τον αετό φοράνε κόκκινα μασίφ και παίζουν στο Ντα Λουζ («του φωτός»). Φωτό από εδώ.

Δευτέρα απόγευμα την έκανε νωρίς νωρίς. Η ομαδάρα του έπαιζε με τους αιώνιους αντιπάλους και ήθελε να πιάσει στασίδι εγκαίρως. Βέβαια φέτος η ομαδάρα (με τα πράσινα) σέρνεται και βρίσκεται πολύ μακριά από την κορυφή, έχει ήδη αποκλειστεί από το Γιουρόπα Λιγκ κι έχει διώξει τον προπονητή, σε αντίθεση με τους άλλους (αυτούς με τα κόκκινα) που προπορεύονται στη βαθμολογία, στην Ευρώπη συνεχίζουν στους ισχυρούς του Γιουρόπα (αν και δεν θριάμβευσαν ακριβώς στο Τσάμπιονς Λιγκ, δεν πήγαν και χάλια) και γενικά χαίρουν άκρας υγείας. Αν σας θυμίζει τίποτα ελληνικό, ξεχάστε το: με τα πράσινα είναι η Σπόρτιγκ και με τα κόκκινα η Μπενφίκα, οι δυο δημοφιλέστερες ποδοσφαιρικές ομάδες της Λισσαβώνας και της Πορτογαλίας, όχι όμως και οι πιο επιτυχημένες, καθότι η πραγματική ομάδα των επιτυχιών εδρεύει στο Πόρτο και φοράει μπλε.

Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το παραδοσιακό μίσος των Σπορτιγκίστας έναντι των Μπενφικίστας και τανάπαλιν, οπότε ο Ντιόγκο παρότι απογοητευμένος οικτρά από το φετινό χάλι της Σπόρτιγκ (οέ, οέ...) δήλωσε ότι θα πήγαινε στο γήπεδο για να κράξει αμφότερες τις ομάδες. Αλλά θα πήγαινε εμφανώς με βαριά καρδιά, καθότι και ο μαζοχισμός έχει κάποια όρια. Αργά το βράδυ που έφευγα από το εργαστήριο πέτυχα κάτι πανηγυρίζοντες τύπους με κόκκινα κασκώλ. Υπέθεσα (ορθά) ότι η Μπενφίκα είχε κερδίσει, και πηγαίνοντας σπίτι το επιβεβαίωσα: 1-3 με τα δυο νικητήρια γκολ στα τελευταία λεπτά. Φαντάστηκα τον απαρηγόρητο Ντιόγκο να βρίζει φίλους και εχθρούς αντάμα.

Τρίτη πρωί μπαίνοντας στη δουλειά τον είδα στη γνωστή στάση-τοτέμ όπως μετά από κάθε ήττα της πράσινης ομαδάρας, να κοιτάζει τον υπολογιστή του με απλανές βλέμμα και να μην αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Προσπάθησα να τον επαναφέρω με τη μέθοδο «το φέρνω λάου-λάου μπας και δε με πάρει πρέφα με τη μία».

- Ρε συ Ντιόγκο, χτες το βράδυ που έφευγα από δω αργά...
- ... (απλανές βλέμμα στην οθόνη)
- ...εκεί που πήγαινα κατά το σταθμό έπεσα πάνω σε κάτι τύπους...
- ... (αδιάφορο βλέμμα κατά δώθε)
- ...ναι, κάτι ψιλομυστήριους...
- Α... (ψήγμα περιέργειας στο βλέμμα)
- ...με κόκκινα κασκώλ που πανηγυρίζανε.
- Α, μάλιστα. (βλέμμα πικρού σαρκασμού)
- Οπότε να υποθέσω ότι χάσατε, ε;

(Στο δωμάτιο επικρατεί ξαφνική σιγή καθώς τα βλέμματα όλων στρέφονται στο Ντιόγκο και κρέμονται απ' τα χείλη του. Αυτός κοιτάζει με το αρχικό απλανές βλέμμα την οθόνη, κάνει ένα-δυο κλικ και βγαίνει σε μια ιστοσελίδα με πράσινο φόντο. Μιλάει αργά, με προσποιητή αδιαφορία).

- Χάσαμε, αλλά εγώ κέρδισα.
- Τι εννοείς εσύ κέρδισες;

Μου δείχνει την πράσινη ιστοσελίδα, που δεν είναι της Σπόρτιγκ όπως νόμιζα, αλλά μιας εταιρίας ποδοσφαιρικού στοιχηματισμού. Είναι η καρτέλα του λογαριασμού του, στην πάνω δεξιά γωνία φιγουράρει το υπόλοιπό του, 1540 ευρώ και κάτι σεντ.

- Χτες ήταν εξακόσια, λέει δήθεν αδιάφορα.
- Δηλαδή κέρδισες ένα χιλιάρικο;
- Κάπου τόσο.
- Δηλαδή κέρδισες επειδή έπαιξες στοίχημα ενάντια στην ομάδα σου;
- Αυτή η ομάδα με έχει πικράνει πολλές φορές. Καιρός ήταν να μου δώσει κάτι.


Μουρμουρητά ακούγονται στο δωμάτιο, άλλα επιδοκιμαστικά και άλλα όχι. Η Μάρθα από τη γωνία εξανίσταται και ρωτάει πώς του πήγε η καρδιά να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Ντιόγο (απλανές βλέμμα αλλά σταθερή φωνή) απαντάει:

- Μη νομίζεις, βασανίστηκα. Το πάλεψα μέσα μου, γιατί η καρδιά μου ανήκει στην ομάδα.

Και συμπληρώνει φλεγματικά:

- Αλλά στοίχημα παίζω με το μυαλό· αν έπαιζα με την καρδιά δε θα είχα φράγκο. Αφού λοιπόν η ομάδα δε με κάνει ευτυχισμένο, ας μου δώσει τουλάχιστον μια αποζημίωση.


11/12/12

Δώδεκα

Λιτός μεζές και μια ρακή. (Βρήκα την εικόνα σε δέκα μεριές στο διαδίκτυο, οπότε δεν ξέρω ποια είναι η αυθεντική πηγή.)

Τώρα που τα θυμάμαι αναδρομικώς δεν είμαι και βέβαιος απόλυτα, αλλά θα μπορούσε η μέρα που το συμφωνήσαμε να είναι 9 Σεπτεμβρίου. Του 2009, εννοείται, ώστε να ταιριάζει ημερολογιακώς η γραφή: 09/09/09. Ωστόσο 9 του Σεπτέβρη στην Κρήτη μόνο κρύο δεν κάνει, κι εκείνη τη μέρα θυμάμαι καλά ότι πίναμε ρακές στριμωγμένοι σ’ εκείνο τον καφενέ (μου διαφεύγει το όνομά του) δίπλα σε μια ξυλόσομπα μάλλον που έκαιγε· το θυμάμαι διότι μου είχε καεί η πλάτη κι έψαχνα τρόπο να πάω να καθήσω αλλού. Δύσκολο βέβαια, διότι το μαγαζί ήταν γεμάτο (άρα δεν είχε τραπεζάκια έξω, άρα μάλλον όχι Σεπτέβρης, εν τέλει) κι εγώ είχα φτάσει φυσικά τελευταίος, σα γνήσιος καριώτης ανάμεσα στα άλλα συντρίμμια, οπότε φυσικά πήρα την τελευταία διαθέσιμη θέση, κολλημένος πάνω στη σόμπα.

Θα πρέπει να ρωτήσω τη Μαρίστρα, που έχει ακόμα στο κινητό της φωτογραφίες από εκείνη τη βραδιά, οπότε θα έχει καταγραφεί η ημερομηνία και πιθανότατα θα θυμάται και πώς λέγανε το μαγαζί. Πάντως πρέπει να ήταν το 2009, καθότι σχετικά αρχές του 2010 εγώ την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια από τη μεγαλόνησο και δεν έχω ξαναφανεί έκτοτε κατά κει. Το ζητούμενο πάντως ήταν ένα γενικό ραντεβού σε κάποια συμμετρική ημερομηνία του μέλλοντος. 10/10/10 δεν ήταν κι άσχημα, αλλά ήταν κοντινό κάπως. 11/11/11 ήταν κάπως καταθλιπτικά ομοιόμορφο, δε συγκέντρωσε σοβαρή υποστήριξη. Οπότε τι μας έμεινε; 12/12/12. Ραντεβού. Αν τότε ήταν Σεπτέβρης, το ραντεβού θα ήταν σε τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες. Στο ίδιο μέρος. Οι ίδιοι· έτσι όπως είμαστε.

Τώρα πια βέβαια δεν είμαι 100% σίγουρος ποιοι ήμασταν. Ήμουν εγώ βέβαια, ήταν η Μαρίστρα και η Μανταλένα. Προφανώς ο Νέτος και ο Ίμερος. Πιθανώς να ήταν και ο Λάζαρος αλλά δεν έχω κάποια έντονη ανάμνησή του. Η Βιντσιρέλα ήταν; Λογικά θα ήταν. Για την Κάντυ δεν είμαι σίγουρος, μάλλον όχι. Ήταν και κανένας άλλος; Θα σας γελάσω. Θα πρέπει να ρωτήσω και φυσικά θα εκτεθώ άμα ρωτήσω, καθότι υποτίθεται ότι εγώ είμαι αυτός με τη μνήμη ελέφαντα. Αλλά για την ώρα η μνήμη μου αδυνατίζει και πάει (σε αντίθεση με τη λοιπή κοψιά που όλο και περισσότερο φέρνει σε ελέφαντα) και το μόνο που θυμάμαι εναργώς από εκείνη τη βραδιά ήταν η συζήτηση για το τέλος του κόσμου. Το επικείμενο· ξέρετε τώρα. Μαζί με το χειμερινό ηλιοστάσιο, που είπαν και οι Μάγια. Ή οι Ίνκα, οι Αζτέκοι, οι Ολμέκοι ή οι Τολτέκοι, τρέχα γύρευε τώρα. Αυτοί, τέλος πάντων, που υπολόγισαν το χρόνο μέχρι ακριβώς το χειμερινό ηλιοστάσιο του 2012 και μετά γιοκ. Σα να τελείωνε ο χρόνος ολοσχερώς.

Κι επειδή οι Μάγια (ή οι Ίνκα ή οι άλλοι τέλος πάντων) ήταν αρκετά σοφοί ώστε να ξέρουν πότε θα έρθει το τέλος του κόσμου (αν και όχι αρκετά ώστε να έχουν ανακαλύψει τον τροχό, ας πούμε), εμείς είπαμε να λάβουμε τα μέτρα μας και να βρεθούμε εννιά ολόκληρες μέρες πριν διανυθεί σύμπας ο χρόνος, ώστε να μπορούμε να πιούμε τις ρακές μας σαν τους ανθρώπους, να πάμε καμιά ιστιοπλοϊκή βολτίτσα Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, και να διηγηθούμε ο ένας στο άλλο πώς περάσαμε τα τελευταία τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες (ή περίπου). Μάλιστα, είχα προτείνει στην παρέα να πάμε την Πρωτοχρονιά του 2013 (δηλαδή πάνω-κάτω δέκα μέρες μετά το τέλος του κόσμου) όλοι μαζί στην Ικαρία που έχουμε και κάτι ωραία εορταστικά έθιμα. Στην παρατήρηση ότι στο αναμεταξύ θα έχει καταστραφεί ο κόσμος, διευκρίνισα ότι στην Ικαρία όλα γίνονται βραδέως και με χαρακτηριστική καθυστέρηση, οπότε είναι πλέον ή βέβαιον ότι ακόμα και αν έχει καταστραφεί ο κόσμος το 2012, ουδόλως μας αποτρέπει αυτό από το να γιορτάσουμε την ικαριακή Πρωτοχρονιά του 2013.

Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε, και μετά το ξεχάσαμε βέβαια καθώς πέρασε η επήρεια της ρακής και πήγε ο καθένας στη δουλειά του, αν και αραιά και που όλο και κάποιος το θυμότανε και πέταγε κάτι σαν «άντε, τα λέμε στις 12/12» ή «μην ξεχάσεις να κλείσεις εισιτήρια για τις 12». Κάποια στιγμή, καθώς ο καιρός πλησίαζε, άρχισα να το σκέφτομαι πιο σοβαρά, αλλά η κρίσιμη ημερομηνία έπεφτε τόσο μεσοβδόμαδα που ήταν αδύνατον να σκάσω μύτη στην Κρήτη χωρίς να χαλάσω παραπάνω μέρες άδειας από όσες όντως δικαιούμαι (έχοντας ήδη υπερβεί κατά τι, σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα, τις Πορτογαλικές προδιαγραφές άδειας – και χωρίς να μετράμε τα επικείμενα Χριστούγεννα, ε;). Άσε που για τους υπόλοιπους είναι πιο απλό, καθότι η πιο μακρινή διαδρομή τους θα είναι από την Αμμουδάρα ή την Αλικαρνασσό στο Ηράκλειο (βάλε δέκα χιλιόμετρα και πολλά λέω...) ενώ εγώ θα χρειαστώ πάνω από τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα, τρία αεροπλάνα τουλάχιστον και δεν ξέρω πόσα λεφτά, είδος ουσιώδες εν ανεπαρκεία στους καιρούς που ζούμε.

Οπότε το απώθησα στο κουτάκι με τα ουδέποτε πραγματοποιηθέντα σχέδια (πρέπει να πάρω ένα μεγαλύτερο κουτάκι, αυτό έχει αρχίσει και γεμίζει πλέον...), μαζί με την διαδρομή Αθήνα-Λισσαβώνα-Αθήνα οδικώς με το σαραβαλάκι μου, τις εκδρομές στη Μαδέιρα και τις Αζόρες, τη σιδηροδρομική εξερεύνηση της δυτικής Πελοποννήσου (αλλά στο μεταξύ πάει το τραίνο του Τρικούπη, έκλεισε) και την εικοσαήμερη μεταφορά του wannabe καινούργιου σκάφους του φίλου μου του Φ. από το Ντόβερ στο Καλαμάκι μέσω Γιβραλτάρ-Μάλαγας-Βαλεαρίδων-Σαρδηνίας-Σικελίας και ισθμού της Κορίνθου (μόνο που τελικά αγόρασε άλλο κοψοχρονιά από τη Σκιάθο και το έφερε μόνος του σε δυο μέρες).

Κι εκεί που ενταφίαζα ησύχως τη φιλοδοξία του εν λόγω reunion, μου έρχεται άξαφνα τις προάλλες ένα μηνυματάκι από μια φίλη που τότε δεν ήταν μέλος της επίμαχης παρέας: «Τι έγινε; Πότε έρχεσαι για το ραντεβού της 12/12/12;» Της εξήγησα ότι δεν έρχομαι πριν τις 22 και πάντως όχι στην Κρήτη. Απόρησε. Απόρησα κι εγώ με τη σειρά μου που το είχε υπόψιν, το υποτιθέμενο ραντεβού. «Ε, το κουβεντιάζαμε με τα παιδιά πριν κάμποσο καιρό, και έλεγα μήπως ερχόσουν». Α, το κουβεντιάζανε. Δηλαδή, κουβεντιαζόταν τα πράγμα. Πέτυχα τη Μανταλένα διαδικτυακώς, και είπα να ζητήσω διευκρινίσεις.

- Πού είσαι;
- Σπίτι μου. Δηλαδή στη μάνα μου.


Με όρους Μανταλένας, αυτό σημαίνει κάπου στο ρου του Άνω Δούναβη. Όχι στην Κρήτη πάντως.

- Παίζει να είσαι Ηράκλειο την άλλη βδομάδα;
- Πλάκα μου κάνεις; Τώρα μόλις έφυγα από κάτω, θα ξανακατέβω καλό Πάσχα και αν...


Πήρα μια ανάσα – δεν θα ήμουν ο μόνος απών.

- Α, έλεγα μήπως γινόταν το ραντεβού στις 12/12/12.
- Ε, δε θα είσαι online;
- Ορίστε;
- Στο σκάιπ, ρε παιδί μου, δε θα είσαι;
- Ξέρω γω; Θα είμαι.
- Ωραία. Θα είμαι κι εγώ. Θα τους βάλουμε να μας πάρουν.
- ...
- Άλλωστε μόλις που προλαβαίνουμε πριν καταστραφεί ο κόσμος.


Οπότε, συντριμμάκια και φίλοι, δεν ξέρω αν το πιάσατε το υποννοούμενο, αλλά στις 12/12/12 (και κατά προτίμηση γύρω στις 12...) φροντίστε να μαζευτείτε, να έχετε μαζί σας λάπτοπ και πρόσβαση στο διαδίκτυο, διότι το ραντεβού ισχύει κανονικά.

Έχω φυλάξει τη ρακή στο ψυγείο για την περίσταση.

6/12/12

Ήρθαν τα κρητικά παιδιά...

Ιστιοπλοΐα στις όχθες του Τάγου, Ιούλιος 2012, φωτό © Δ.Σ.

Στην Ικαρία το καλοκαίρι δε με πρόλαβαν. Έφτασαν από το Ηράκλειο Δευτέρα πρωί, ενώ εγώ είχα φύγει Κυριακή μεσημέρι. Τους άφησα σαφείς οδηγίες πάντως, πού να πάνε και τι να κάνουν (προσαρμοσμένες στα γούστα τους όπως τα φανταζόμουν) και επί μέρες λάμβανα μηνύματα τύπου «Περνάμε υπέροχα!» και «Καλά, πόσο φανταστικά είναι!».

Ξαναμιλήσαμε (διαδικτυακώς πάντα) μέσα Σεπτέβρη· με εκείνην βέβαια, που την ξέρω από τα χρόνια μου στην Κρήτη. Εκείνον δεν τον είχα γνωρίσει από κοντά· όταν έφυγα από την Ελλάδα, πριν τρία χρόνια σχεδόν, η σχέση τους ήταν ακόμα στα σπάργανα και όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν κάπως μυστική στην αρχή. Στα χρόνια που μεσολάβησαν επικοινωνούσαμε κατά καιρούς, κάποτε η φιλενάδα με επισκέφτηκε στην Ολλανδία με ένα κλιμάκιο ιστιοπλόων. Είχα προσέξει τότε ότι έτρωγε κάμποση ώρα στα τηλέφωνα με τον καλό της.

- Είναι ακριβά τα διεθνή τηλεφωνήματα, την πείραζα. Θα πτωχεύσεις.
- Δεν πειράζει, μου έλεγε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία.

Όχι, αλλά η έλλειψή τους μπορεί καμμιά φορά να την περιορίζει κάπως. Το μάθαμε (οδυνηρά ενίοτε) αυτά τα χρόνια, μέχρι κι εγώ στο εξωτερικό. Πάντως η φίλη μου παρόλες τις ελλείψεις το είχε κάνει τάμα να έρθει και στη Λισσαβώνα, πριν εγκαταλείψω οριστικά την πόλη. Και ήρθε, μαζί με την άλλη κολλητή μας από την ιστιοπλοϊκή παρέα της Κρήτης και βέβαια με το σύντροφό της. Νοέμβρη μήνα. Με κρύο και βροχή του Ατλαντικού.

- Καλέ, αργήσατε κάπως.
- Ποτέ δεν είναι αργά.
- Σου πλήρωσαν το επίδομα αδείας;
- Πλάκα κάνεις; Μαζέψαμε ό,τι κέρμα είχαμε και ήρθαμε. Ακόμα περιμένω το δώρο του Πάσχα και το μισθό του Μαΐου.
- Καλά, και τί τις ήθελες τις Πορτογαλίες;
- Γιατί, πού θα τις ξαναβρώ;


Έλα ντε... Το φιλοσοφήσαμε λίγο, η φτώχεια θέλει καλοπέραση και τέτοια. Όχι ακριβώς φτώχεια μαύρη (τι να πούνε άλλοι κι άλλοι δηλαδή...) αλλά δεν είμασταν και για ζήτω, η φίλη απλήρωτη από το Πάσχα, ο δικός της ελεύθερος επαγγελματίας άνευ πελατείας λόγω κρίσης, η κολλητή άρτι απολυθείσα εποχιακή κι εγώ αναμένων τη σειρά μου οσονούπω. Αθροιστικώς εκατόν εξηντατριών ετών όλοι μαζί. Σαράντα κόμμα εβδομηνταπέντε κατά μέσο όρο. Όλο προοπτικές. Εγώ τον κοιτάω από ψηλά το μέσο όρο, άρα με λιγότερες προοπτικές. Το ζευγάρι τον κοιτάει από πιο κάτω, λίγο ως πολύ, άρα έχουν μέλλον.

Μείνανε μαζί μου εννιά μέρες. Έτυχε να έχω πολλή δουλειά και δεν μπόρεσα να τους «ζήσω» και πολύ, καθώς έτρεχα να προλάβω προθεσμίες με υποδειγματική ικαριακή συνέπεια (ξέρετε τώρα...) ενώ εκείνοι τριγυρνούσαν στο Μπελέμ και τη Σίντρα και την Αλφάμα και τα μουσεία και τα κάστρα. Και στα μαγαζιά ενίοτε. Κάπου προς το τέλος θυμήθηκε να του ψευτογκρινιάξει, τρυφερά πάντα.

- Μωρό μου, δε με πήγες να ακούσω φάδο... Καθόλου δε μ’ αγαπάς.

Έφυγαν πριν ξημερώσει· είχε πέσει μια γκρίζα ομίχλη στις όχθες του Τάγου. Ανανεώσαμε το ραντεβού για Ικαρία σε εποχή που θα είμαι κι εγώ. Ξαναμπήκα στο άδειο πλέον σπίτι· πριν πέσω στο κρεβάτι θυμήθηκα ένα πρωινό που την ξύπνησε απαγγέλοντάς της κάτι σα μαντινάδα:
Μάτια μου, μάτια των ματιών, των ομματιών μου μάτια
Μάτια δεν έχω ξαναδεί σαν τα δικά σου μάτια.
Καλύτερο από φάδο μου φάνηκε.


Σ.Σ. Ο τίτλος προέρχεται από ένα (ιστιοπλοϊκού ενδιαφέροντος) δημοτικό τραγούδι της Ιερισσού που διασώζει η Δόμνα Σαμίου και θυμάμαι τους στίχους του κάπως έτσι:

Ήρθαν τα κρητικά παιδιά τα ‘μορφοπαλικάρια
τα όμορφα και τα νόστιμα και τ’ αρραβωνιασμένα
καράβιν εσκαρώσανε καταμεσού πελάγου
βάζουν κατάρτια μπρούτζινα κι αντένες ασημένιες
και τα πανιά μεταξωτά και ξάρτια συρματένια
κι όμορφον το καράβιν τους κι ο νιός που τ’ αρμενίζει
καράβι μου κι αν πας στην Χιό κι αν πάς στην Σαλονίκη
χαιρέτα μου την αγαπώ πού ‘χει τα μαύρα μάτια

Βασιλικό στα κάτεργα και δυόσμο στα καράβια
κι θερμασιά στις όμορφες και γειά στα παλληκάρια.


(Κάτεργα είναι οι γαλέρες, τα πλοία με κωπηλάτες· η σημερινή έννοια της λέξης ως φυλακής πρέπει να υπήρξε μεταφορική τον παλιό καιρό που η στέρηση της ελευθερίας μπορεί και να σήμαινε καταδίκη σε κωπηλασία σε κάποιο πλοίο. Από κεί και η λέξη κατεργάρης και η έκφραση κάθε κατεργάρης στον πάγκο του – για κουπί, εννοείται).

(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 3/12/2012. Αν και δεν είναι ικαριακή ιστορία, με διαβεβαίωσαν ότι είναι εντός στόχευσης του mag, πράγμα που υποδηλώνει ευρεία στόχευση εκ μέρους του περιοδικού, βεβαίως βεβαίως...)

2/12/12

Κάτι σαν υδραυλικός

Ο Έζρα Πάουντ σε κακό χάλι σε φωτογραφία της 26ης Μαΐου 1945, λίγο μετά τη σύλληψή του με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και πριν κλειστεί σε ένα κλουβί στην Πίζα. Η φωτό από τη wikipedia.

Με τον άνθρωπο δεν γνωριζόμαστε. Για την ακρίβεια έχουμε μιλήσει μια φορά πριν πολλά-πολλά χρόνια, αλλά προφανώς δε θα το θυμάται, δε ρώτησε πώς με λένε, ούτε και είπαμε τίποτα φοβερά σημαντικό. Ο ίδιος βέβαια ήταν κάπως γνωστός από τότε, όχι ακριβώς η φίρμα που είναι σήμερα, αλλά είχε περάσει από την κατηγορία του φερέλπιδος σε αυτή του κάπως αναγνωρισμένου. Δεν είχε γράψει ακόμα δεκαεφτά βιβλία, ήταν μόνο τρία ή τέσσερα, αν θυμάμαι καλά. Σε κάποιο βραχύβιο περιοδικό (που μπορεί να λεγόταν Phenomenon αλλά μπορεί και να με απατά η μνήμη μου και να ήταν κάπου αλλού) πρέπει να είχα πρωτοδιαβάσει κάποιες ιστορίες δικές του. Δεν είχα συγκρατήσει το όνομα του συγγραφέα, αλλά μετά τις ξαναβρήκα σε μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Κινούμενα σχέδια». Μου κίνησε το ενδιαφέρον επιπλέον διότι ήταν συν-σεναριογράφος σε δυο ταινίες που μ’ άρεσαν με τον τρόπο τους (όχι με τον ίδιο τρόπο η καθεμιά), τους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου και την «Υπόγεια Διαδρομή» του Δοξιάδη.

Το πιο σημαντικό βέβαια ήταν το γεγονός ότι ήταν νέος· δεν είχε κλείσει τα τριάντα. Για την πνευματική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ογδόντα αυτό ήταν επίτευγμα μάλλον· έσπευσα να πάρω και τα – ας πούμε – μυθιστορήματα (μάλλον νουβέλες) που είχε βγάλει νωρίτερα. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν, ήταν διαφορετικά από ό,τι άλλο κυκλοφορούσε. Ο συγγραφέας τους δεν ήταν κανένας απίστευτος τύπος από άλλο πλανήτη, αλλά περιέγραφε μια πραγματικότητα σαν αυτή που ζούσαμε, λίγο πολύ. Τώρα βέβαια «αυτό που ζούσαμε» δεν ξέρω πώς μπορώ να το περιγράψω αναδρομικά χωρίς υποψίες νοσταλγίας (που δεν έχω) για την εποχή που ήμουν είκοσι χρονών και φοιτητής, πάντως περιείχε σαφώς πιο πολλές ερωτήσεις παρά απαντήσεις, σε μια κάπως γκρίζα καθημερινότητα.

Η δική μου καθημερινότητα περιελάμβανε διαδρομές με λεωφορείο από και προς την Πανεπιστημιούπολη, κάνα φραπέ με συμφοιτητές στο κυλικείο, αμπελοφιλοσοφικές συζητήσεις με τον κολλητό μου το Σπύρο, αραιά και που παρακολούθηση κανενός μαθήματος στη σχολή, λίγη κιθάρα στο ωδείο, και πολύ-πολύ-πολύ σινεμά. Τα Σάββατα πέρναγα ώρες ως λαθραναγνώστης στα βιβλιοπωλεία· πού και πού ψώνιζα και τίποτα για ξεκάρφωμα. Η κυρία Φωφώ στο Θεμέλιο με είχε μάθει και τα κορίτσια χαμογελούσαν όταν με έβλεπαν να μπαίνω. Η Ραχήλ (καλή της ώρα) όποτε με έβλεπε να λαθραναγιγνώσκω καμμιά βλακεία μου έκανε παρατήρηση («όχι αυτό, χάνεις τον καιρό σου») και με έστελνε σε άλλο πάγκο μέχρι να σηκώσω κάτι που να αξίζει τον κόπο. Αν υπήρχαν λεφτά πήγαινα σε καμμιά συναυλία, αν η συναυλία ήταν τζάμπα ακόμα καλύτερα.

Εκείνο το φθινόπωρο το ΚΚΕ έκανε το ετήσιο φεστιβάλ ΚΝΕ/Οδηγητή στην Καισαριανή, ακριβώς δίπλα από την Πανεπιστημιούπολη. Οι Κνίτες της σχολής πούλαγαν «εισιτήρια για το φεστιβααααάλ» και διαφήμιζαν το πρόγραμμα. Εμένα με απέφευγαν βέβαια, διότι ήμουν γνωστός ρεβιζιονιστής και συνδικαλιζόμουν με τους απέναντι, κι εγώ τους απέφευγα διότι θεωρούσα ότι είχαν πιο πολλές απαντήσεις παρά ερωτήσεις. Ωστόσο στο πρόγραμμα του φεστιβαλ υπήρχε μια συναυλία του Πάκο Πένια, ενός από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες του φλαμένγκο. Γαργαλήθηκα για λίγη ώρα, και μετά έκανα την καρδιά μου πέτρα και πήγα σε μια σχετικά συμπαθή κνίτισσα στο τραπεζάκι της ΠΣΚ και ζήτησα «εισιτήριο για το φεστιβάλ». Με κοίταξε αποσβολωμένη (λες να είχα δει ξαφνικά το φως το αληθινό, ή μήπως ετοίμαζα καμιά προβοκάτσια;) αλλά τελικά μου το έδωσε. Τελείωσα τον πολύωρο φραπέ μου και κάποτε κατηφόρισα για την Καισαριανή.

Η συναυλία θα αργούσε ακόμα, οπότε περιπλανήθηκα στο χώρο χαζεύοντας διάφορες εκδηλώσεις. Πότε πότε έπεφτα πάνω σε κάνα γνωστό από τη σχολή ή την Ικαρία (εξίσου κομμουνιστοκρατούμενες και οι δύο την εποχή εκείνη) που με κοίταζε ως αξιοπερίεργο. Κάποια στιγμή βρέθηκα δίπλα σε ένα πάνελ όπου αντί για τους συνήθεις λόγους για το αγωνιστικό μέτωπο νεολαίας κλπ. ξεκινούσε μια συζήτηση για τη λογοτεχνία ή κάτι τέτοιο. Κάποιος συντονιστής ή μάλλον συντονίστρια παρουσίαζε τους ομιλητές, στους οποίους περιλαμβανόταν η Ευγενία Φακίνου (ως καταξιωμένη συγγραφέας, εικάζω) και δύο νέοι άρρενες συγγραφείς: κάποιος που είχε εκδώσει έναν τίτλο στη «Σύγχρονη Εποχή» (άρα του Κόμματος, πάλι εικάζω) και μου διαφεύγει το όνομά του, και ο άνθρωπός μας. Ο Πέτρος Τατσόπουλος.

Με δεδομένη την (όχι ακριβώς φιλική, για να το πούμε ευγενώς...) μεταχείριση που είχε επιφυλάξει στο Κόμμα και τη Νεολαία του ο Τατσόπουλος στα ως τότε βιβλία του, η παρουσία του εκεί με εξέπληξε κάπως. Ωστόσο ήταν εποχές περεστρόικα και φαίνεται άφηναν όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Δεν θυμάμαι ιδιαίτερες λεπτομέρεις από τη συζήτηση, ομολογώ ότι έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου ολοσχερώς τα λεγόμενα της Φακίνου, αλλά θυμάμαι καθαρά τον Τατσόπουλο να παρομοιάζει το συγγραφέα (ή τον πνευματικό άνθρωπο εν γένει) με υδραυλικό: τον επιλέγεις για να σου κάνει τη δουλειά σου με κριτήριο αν είναι καλός τεχνίτης, όχι για την ιδεολογία του. Ένας καλός συγγραφέας είναι ένας καλός συγγραφέας ακόμα κι αν είναι ακροδεξιός. Έναν κακό συγγραφέα δεν τον κάνει καλύτερο η προοδευτική ή κομμουνιστική ιδεολογία που ενδεχομένως έχει.

Το κοινό μάλλον δεν ενθουσιάστηκε με την παρομοίωση και άρχισε να μουρμουράει. Ο συνομιλητής που είχε εκδώσει το βιβλίο του στη «Σύγχρονη Εποχή» επιχειρηματολόγησε ότι η Τέχνη (η μεγάλη Τέχνη) είναι εκ φύσεως προοδευτική, και όλοι οι πραγματικά μεγάλοι λογοτέχνες του εικοστού αιώνα ήταν αν όχι κομμουνιστές, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο προοδευτικοί, και σίγουρα δημοκράτες. Δεν υπάρχει ούτε ένας (το επανέλαβε υψώνοντας τη φωνή και το δάχτυλο λίγο θεατρικά), ούτε ένας μεγάλος συγγραφέας που να συνεργάστηκε με το φασισμό.

- Ο Έζρα Πάουντ, ακούστηκε η φωνή του Πέτρου από δίπλα.

Ο άλλος έμεινε με το δάχτυλο υψωμένο. Το ακροατήριο πάγωσε.

- Πώς είπατε;
- Είπα ο Έζρα Πάουντ. Και δε νομίζω να είναι ο μόνος.


Ακολούθησε μια σχετική ένταση καθώς άλλοι από το ακροατήριο διαμαρτυρόντουσαν κι άλλοι είχαν μείνει άφωνοι, ο συνομιλητής είχε γίνει κατακόκκινος, η Φακίνου και η συντονίστρια κάπως πήγαν να το συμμαζέψουν χωρίς επιτυχία κι εγώ ομολογώ ότι είχα ξεραθεί στα γέλια υπό τα αμήχανα βλέμματα των διπλανών. Η τυποποιημένη μορφή της φεστιβαλικής συζήτησης είχε πάει κατά διαόλου, ο Πέτρος έγινε αυτοστιγμεί το κεντρικό πρόσωπο, οι τόνοι ανέβηκαν σε κάποιες παρεμβάσεις από το ακροατήριο και τελικά η συντονίστρια έκλεισε τη συζήτηση βιαστικά. Ο κόσμος σκόρπισε και πάνω στη σύγχιση πλησίασα τον Πέτρο (που μάλλον ήταν εξίσου ξέμπαρκος με εμένα στο συγκεκριμένο περιβάλλον ή και παραπάνω ίσως) και τον ρώτησα λεπτομέρειες για την παρομοίωση συγγραφέα με υδραυλικό.

Μου απάντησε κάπως εκνευρισμένος επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί αυτά που είχε πει από το βήμα. Υποθέτω θα με πέρασε για παρατυχόντα Κνίτη, κοίταζε δεξιά κι αριστερά και πετούσε τις λέξεις με ρυθμό πολυβόλου. Φαντάζομαι θα βαριότανε να λέει τα ίδια (το «τι δεν καταλαβαίνεις» δεν ήταν ακόμα τότε ατάκα της μοδός), δεν ήταν και η ερώτηση πολύ συγκεκριμένη, καθώς αποσκοπούσα πιο πολύ να καταλάβω αν το εννοούσε ή αν απλώς ήθελε να προβοκάρει ελαφρώς το συγκεκριμένο ακροατήριο. Δεν έβγαλα συμπέρασμα, πάντως εμφανώς δε γούσταρε να συνεχίσει τη συζήτηση και δεν επέμεινα. Τον χαιρέτησα και πήγα στη συναυλία του Πάκο Πένια· εξαιρετική ήταν.

Καμιά βδομάδα αργότερα τον πήρε το μάτι μου στο Θεμέλιο να χαζεύει βιβλία, όπως κι εγώ. Μιλούσε με άνεση με τα κορίτσια σαν παλιός γνωστός. Κάποια στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και του έκανα ένα νεύμα χαιρετισμού. Με αντιχαιρέτησε αλλά με έναν τρόπο που θα μπορούσε να σημαίνει «κάπου σε ξέρω αλλά δε θυμάμαι πού» και ξαναγύρισε στο βιβλίο που διάβαζε. Δε νομίζω να ξανασυμπέσαμε κάπου αλλού έκτοτε. Διάβασα με προσοχή την «Καρδιά του Κτήνους» κάπως ενοχλημένος αρχικά από την έπαρση του πρωταγωνιστή, διασκεδάζοντας μετά με τις περιπέτειές του, λίγο απογοητευμένος στο τέλος από το οιονεί χάπι έντ. Διάβασα και μερικά ακόμα βιβλία του, όχι πολλά· ίσως στο σύνολο να έχω διαβάσει εφτά ή οχτώ. Νομίζω ότι τα διηγήματα του πάνε καλύτερα από τις πιο εκτεταμένες φόρμες, τελικά.

Καθώς τα χρόνια περνούν διαβάζω λιγότερο, είμαι και εκτός Αθηνών (και Ελλάδας) εδώ και έξι-εφτά χρόνια και δεν τον παρακολουθώ ιδιαίτερα πια. Ήξερα ότι κάποτε είχε εκπομπές στην τηλεόραση περί βιβλίου αλλά δεν έτυχε να δω καμμία (έχω κόψει την τηλεόραση χρόνια τώρα). Ήξερα ότι σε ένα από τα βιβλία του (που το διάβασα) περιποιούνταν (σκωπτικά) ένα alter ego του Μπένι. Έμαθα ότι σε ένα άλλο βιβλίο του (που δεν το διάβασα, παρότι πούλαγε σα ζεστό ψωμάκι) εξιστορούσε ότι είναι υιοθετημένος. Δεν εκτιμώ πάντα τη γραφή του, εκτιμώ πάντως το γεγονός (που το τονίζει) ότι ζει από αυτήν: δημοσιεύοντας, αρθρογραφώντας – σε κάθε περίπτωση εκτιθέμενος, για καλό ή για κακό.

Η έκθεση βέβαια έχει παρενέργειες, ειδικά στην εποχή της διαδικτυακής παραζάλης και των social media. Πριν λίγα χρόνια, με αφορμή ένα ντοκυμανταίρ για το 1821 ήρθε στο επίκεντρο ενός μάλλον ατυχούς ενδιαφέροντος, καθώς μια χιουμοριστική ατάκα στο facebook μετετράπη σε δήλωση περί δήθεν γκέι Κολοκοτρώνη. Φυσικά δεν είπε αυτό (ούτε κάτι τέτοιο εννοούσε) αλλά άντε να βρεις το δίκιο σου, ειδικά άμα σε βάλουν στόχο. Σε κάποια άλλη φάση εκτίμησα την κόντρα που είχε με τον (αντισυστημικό, υποτίθεται) Πιτσιρίκο, καθώς έβαλε τις φωνές εκεί που κάποιος άλλος μπορεί να έκανε σωφρόνως την πάπια (κι άντε πάλι να βρεις το δίκιο σου όταν το δυνητικό σου ακροατήριο επικαλύπτεται εν πολλοίς με αυτό του «αντιπάλου»).

Όταν άρχισε να ανακατεύεται με τα πολιτικά, το πράγμα χόντρυνε ακόμα περισσότερο, καθώς χτυπώντας αυτόν μπορούσες (σε ένα ορισμένο κοινό) να χτυπήσεις τον πολιτικό του φορέα, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ο αγαπημένος των media (και των ιδιοκτητών τους). Κι αν κάτι δε μπορείς να του προσάψεις του ανθρώπου, είναι ότι είναι υπερβολικά ψύχραιμος. Οπότε δίνει στόχο, φυτιλιάζεται εύκολα (πότε με το «μπαρμπα-Θωμά» και το «ανεπάγγελτοι» του νυν διοικητή της ΕΥΔΑΠ, πότε με το «αδερφή» και το «Τσατσόπουλε» αυτού του χρυσαυγίτη με με το ξυρισμένο κρανίο, σιγά τα λάχανα δηλαδή) τα παίρνει και προσωπικά όλα, και γίνεται η χαρά του παιδιού και του τοκ-σόου. Μια το Λαμπρακιστάν (τον περιποιούνται αλύπητα στο Βήμα και στα Νέα, άλλο αν του παίρνουν και συνεντεύξεις πάνω στη τούρλα), μια ο Σταυρίδης, μια η Χρυσή Αυγή, μια η περίφημη μισή Αθήνα.

Εικοσιπέντε χρόνια πριν, δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος αν «προβοκάρισε» το κνίτικο ακροατήριο για να προκαλέσει την αντίδρασή του ή αν απλώς είπε αυτό που πίστευε, και σήμερα πάλι αναρωτιέμαι το ίδιο. Σκέφτομαι ότι κάποιοι από τους αγανακτισμένους τότε νεολαίους του φεστιβάλ ενδέχεται σήμερα να είναι και ψηφοφόροι του (ίσως και με τις ίδιες περίπου αντιλήψεις, καθώς ένας ορισμένος νεο-κνιτισμός ενδημεί στο χώρο). Γενικά προτιμώ να σκέφτομαι (χωρίς να είμαι σίγουρος κιόλας) ότι είναι ένας μάλλον φυσιολογικός άνθρωπος που του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν αισθάνεται ότι τον πνίγει το δίκιο (υπερβολικά συχνά, ίσως) και εκφράζει την οργή του σπάζοντας το ταμπού του σοβαροφανούς βουλευτή και μιλώντας όπως θα μίλαγε στην παρέα του.

Ωστόσο η εν λόγω παρέα έχει μεγαλώσει στην εποχή του διαδικτύου, κάθε τόσο «τρολάρουν» διάφοροι απρόσκλητοι, και η συζήτηση γίνεται ολοένα και πιο χαοτική ειδικά τώρα που οι εντάσεις στην κοινωνία είναι πιο μεγάλες από ποτέ. Ομολογώ πως δε μου αρέσει το ύφος αυτό («της παρέας») ιδιαίτερα, παρόλο που δε θεώρησα κανένα σοβαρό ατόπημα τη μισή Αθήνα (άλλη μια φράση του που ειπώθηκε σε άλλα συμφραζόμενα και μεταφέρθηκε διαφορετικά, και ο ίδιος την αυτοσάρκασε στο fb με το σχόλιο «σιγά τη μεγαλόπολη»). Απλώς πολύ μέτριο χιούμορ (σαν αυτό που λέει τον Κασιδιάρη μ@λ@κα με ταυτότητα – ε, και λοιπόν;). Το πρόβλημα είναι ότι η ουσιαστική συζήτηση μετατοπίζεται από το πολιτικό γεγονός (τη διαπλοκή, το νεοφασισμό, το μνημόνιο, το πού βαδίζουμε ως κοινωνία) στο αν είναι στρέιτ ή όχι ο Πέτρος ή ο Κολοκοτρώνης. Η μπάλα στην εξέδρα δηλαδή.

Αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία οι καλές ή οι κακές και υστερόβουλες προθέσεις. Ανεξαρτήτως προθέσεων, σε αντίθεση με το συγγραφέα-υδραυλικό, ο βουλευτής-υδραυλικός που τον παίρνουμε να μας κάνει τη δουλειά μας άνευ ιδεολογίας ίσως δεν είναι και πολύ καλή επιλογή (την είχαμε άλλωστε για χρόνια και υποτίθεται πως η Αριστερά την απορρίπτει). Θα προτιμούσα για τη συγκεκριμένη δουλειά κάποιον που να εκφράζει ακριβώς την ιδεολογία (της Αριστεράς, εν προκειμένω) και όχι τα (ανθρώπινα, δε λέω) συναισθήματά του. Θα προτιμούσα, αν θέλετε, η συζήτηση με τους κάθε λογής απέναντι να γίνεται επί του πολιτικού και όχι επί του (δήθεν) σεξουαλικού.

Θα προτιμούσα ίσως ακόμη περισσότερο κάποιο πραγματικά καλό βιβλίο. Άμα δε γίνεται, τουλάχιστον να κάνουμε κάνα σέρβις στις αποχετεύσεις· τελευταία δεν τραβάνε με τίποτα.


Σ.Σ. Ο Έζρα Πάουντ είχε σημαντικές ενστάσεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού (δείτε το γνωστό Canto «Με την τοκογλυφία») και αυτό τον οδήγησε σε κάποια φάση κοντά στην (ψευδώς...) αντικαπιταλιστική ρητορική του προπολεμικού φασισμού και στη θαλπωρή του Μουσολίνι, αλλά δεν πρέπει να θεωρηθεί σε καμμία περίπτωση τυπικός φασίστας. Πάντως η λίστα σημαντικών συγγραφέων και καλλιτεχνών που δεν ήταν ακριβώς δημοκράτες δεν είναι και μικρή (αν και ο ορισμός του «μείζονος» σε σχέση με τον «ελλάσσονα» συγγραφέα μπορεί να ποικίλλει) και θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα τον Λουίς Φερντινάντ Σελίν, τον Κνουτ Χάμσουν, τον προγενέστερο Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, τον φουτουριστή Μαρινέτι που ύμνησε το Μουσολίνι, κι αν πάμε στις άλλες τέχνες θα βρούμε κάμποσο κόσμο πέρα από τη σχετικά γνωστή περίπτωση Λένι Ρίφενσταλ.

Μια φορά κι έναν καιρό οι κομματικές νεολαίες κάνανε φεστιβάλ. Ενδεχομένως να κάνουν ακόμα, δεν ξέρω ακριβώς (η ΚΝΕ σίγουρα κάνει, αν και από όσο ξέρω για οικονομικούς λόγους το Κόμμα έχει κλείσει τα τυπογραφεία του και τον κομματικό εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή»). Συνολικά πάντως ο θεσμός ήταν για πολλά χρόνια σε παρακμή και πολύ καλά έκανε· άλλου τύπου πολιτική εποικοινωνία χρειαζόμαστε, νομίζω, και η επιστροφή στη λογική και την αισθητική της μεταπολίτευσης δε μου φαίνεται και πολύ λιγότερο γελοία απάντηση στην κρίση από όσο είναι π.χ. η επιστροφή στο πουλί της δικτατορίας.

Για να αποφευχθούν τυχόν παρερμηνείες, αναγνώστης του είμαι του Τατσόπουλου, όχι ψηφοφόρος του. Με ενδιαφέρει κυρίως ως συγγραφέας, όχι ιδιαίτερα ως βουλευτής. Και καθόλου ως media (ή social media) celebrity. Αλλά πολλά χρόνια πριν, στο τέλος του «οι Ανήλικοι», θυμάμαι ένα κοριτσάκι που προσπαθεί να μάθει ποδήλατο, και μετά από πολλές αποτυχίες, τα καταφέρνει. Ο συμβολισμός είναι βέβαια απλοϊκός, θα μου πείτε, ίσα-ίσα για πρωτόλειο.

Αλλά δεν ξέρω ποδήλατο, οπότε σ' εμένα λειτουργεί.

30/11/12

Σονέτο 116 (Σαίξπηρ)


Η κατά Χειμερινούς Κολυμβητές απόδοση του σονέτου 116 (παραδόξως γραμμένο στο CD ως σονέτο 114, αλλά είναι το 116...) σε μια ελληνική απόδοση του Βασίλη Ρώτα.


Let me not to the marriage of true minds
Admit impediments. Love is not love
Which alters when it alteration finds,
Or bends with the remover to remove:

O no! it is an ever-fixed mark
That looks on tempests and is never shaken;
It is the star to every wandering bark,
Whose worth's unknown, although his height be taken.

Love's not Time's fool, though rosy lips and cheeks
Within his bending sickle's compass come:
Love alters not with his brief hours and weeks,
But bears it out even to the edge of doom.

If this be error and upon me proved,
I never writ, nor no man ever loved.



(Κανένα εμπόδιο να ενωθούν καρδιές πιστές
Εγώ δε δέχομαι. Δεν είναι αγάπη η αγάπη
που αλλάζει μ' όλες του καιρού τις αλλαγές
και ξεστρατάει σε κάθε σκούντημα σαν τόπι

Όχι, είναι ένα σημάδι αιώνια σταθερό
που απαρασάλευτο τις μπόρες αντικρύζει
του ναύτη τ' άστρο, που κι αν έχει μετρημό
πόσο μακριά είναι, δε μετριέται πόσο αξίζει

Δεν είν' η αγάπη παίγνιο του καιρού
που αυτός θερίζει ροδομάγουλα και χείλια
η αγάπη δεν πηγαίνει μ' ώρες και με μίλια
γιατί θα βρει την άκρη πάντα και παντού.

Αν τούτο ειν' πλάνη κι αποδείχνεται σε με
ούτ' έγραψα, ούτε αγάπησε άνθρωπος ποτέ.)


Σ.Σ. Διάβαζα εδώ κάτι ορθογραφικά σχόλια και κατάλαβα (ή καλύτερα θυμήθηκα) ότι ανήκω στη μειονότητα που γράφει «παραδοσιακά» διάφορες λέξεις διότι έτσι τις θυμάται ή τις έμαθε ή έτσι νομίζει τέλος πάντων. Δε φτάνει που μου τη λένε κάθε τόσο για το «βράδυ» που είναι μάλλον «βράδι» ή μπορεί το ανάποδο (τα έχω μπλέξει οριστικά όπως αντιλαμβάνεστε), έχω και την εμμονή με τα τραίνα (και όχι τρένα), δεν πίνω ποτέ μπίρα (αλλά καμμιά φορά ομολογουμένως μπύρα) και φυσικά προτιμώ αναφανδόν τον Σαίξπηρ από τον Σέξπιρ.

Βέβαια για να λέμε του στραβού το δίκιο, τον έχω περιλάβει το βάρδο
εδώ και παράλληλα έχω εκφράσει το σκεπτικισμό μου για τις μεταφραστικές επιλογές του Ρώτα, αλλά όπως λένε και μερικοί μνημονιακοί φίλοι μου εσχάτως «εσύ τι προτείνεις;». Προφανώς μετά από αυτό το συντριπτικό επιχείρημα δεν έχω παρά να καταπιώ την κατά Ρώτα απόδοση και να πω κι ένα τραγούδι (ή εν προκειμένω να βάλω το Μπακιρτζή να το πει, που μας έμπλεξε με τα σονέτα ευθύς εξαρχής).

Περιέργως το σονέτο αυτό είναι διαφορετικού τύπου από αυτά που μαθαίναμε στο σχολείο (κάτι του Λορέντζου Μαβίλη αν θυμάμαι καλά) αλλά μικρή σημασία έχει βέβαια αυτό. Του ναύτη τ' άστρο είναι που έχει σημασία, κυρίως.

Για το αιώνια και το απαρασάλευτα δεν ξέρω, αλλά του ναύτη τ' άστρο στ' αλήθεια δε μετριέται πόσο αξίζει. Κι ας ελπίσουμε να βρίσκεται η άκρη, πότε πότε.

17/11/12

Αραβόσιτος


Φυτά Zea mays (αραβόσιτος, κν. καλαμπόκι), φωτό από εδώ.

Κάθε Τετάρτη πρωί η εργαστηριακή μας ρουτίνα περιλαμβάνει γεωργικές εργασίες. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους πολιτιστική επανάσταση, όπου οι επιστήμονες-διανοούμενοι-εργάτες του πνεύματος περνάνε από υποχρεωτική επιμόρφωση ως αγρότες-εργάτες γης για να δουν και την άλλη όψη των πραγμάτων. Πρόκειται για βασικό προαπαιτούμενο του να χρησιμοποιεί κανείς πεταλούδες ως πειραματόζωα. Όλοι φυσικά νομίζουν ότι οι πεταλούδες τρέφονται με το νέκταρ των λουλουδιών (πράγμα που εν μέρει μόνο ισχύει) και μερικοί πιο υποψιασμένοι έχουν προσέξει ότι τρέφονται και με χυμούς φρούτων (αποσυντιθέμενων, κατά προτίμηση, εξ’ ου και η χαρακτηριστική μυρωδιά υπερώριμης μπανάνας στο πεταλουδοτροφείο μας). Ελάχιστοι πάντως θυμούνται ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι πεταλούδες είναι κάμπιες (κάτι σκουληκάκια δηλαδή) και τρέφονται με πράσινα φυτά.

Στην περίπτωσή μας, οι πεταλούδες τρέφονται με φύλλα καλαμποκιού. Παραδόξως, βέβαια, εκ πρώτης όψεως, καθότι το ζωάκι είναι αφρικανικής προέλευσης και το φυτό μεσοαμερικανικής, αν και με τάσεις παγκοσμιοποίησης. Κι επειδή τρώνε τα φύλλα και όχι σπόρους, καλαμποκάλευρο ή ποπκόρν, για να διατηρήσουμε τις κάμπιες μας σφριγηλές μέχρι να μεταμορφωθούν σε ιπτάμενες πεταλουδίτσες (και το ρίξουν στην κάπως αποσυντιθέμενη μπανάνα) χρειαζόμαστε γλαστρούλες με φρέσκα σχετικά φυτά σε συνεχή βάση. Κι επειδή το ινστιτούτο μας παρέχει στέγη (επιστημονική), τροφή (έναντι αντιτίμου) και προστασία (από την ανεργία, προσώρας) αλλά δεν έχει φροντίσει να μας παράσχει και μερικούς κατά συνθήκη εργάτες γης, το σύνολο του προσωπικού του εργαστηρίου (από το μεγάλο αφεντικό μέχρι την τελευταία τεχνικό) υποδύεται το ρόλο εναλλάξ.

Κάθε Τετάρτη πρωί, μια τριάδα αποσπάται στο υποτυπώδες θερμοκήπιο που φιλοξενεί τα καλαμπόκια μας και αρχίζει να γεμίζει γλαστράκια με χώμα, να σπέρνει δεκαέξι (αυστηρά) σποράκια σε συγκεκριμένες θέσεις στο γλαστράκι, να σκεπάζει με εξτρά χώμα, να πιέζει ελαφρά και να τοποθετεί τα γλαστράκια ανά δεκαπεντάδες σε ειδικές λεκανίτσες, να τα ποτίζει και να πηγαίνει μετά από κάνα δίωρο στην ευχή του θεού βλαστημώντας τη γεωργία και αυτούς που την ανακάλυψαν, ειδικά αν τα τρία πρόσωπα της τριάδας δεν αισθάνονται πολύ βολικά μεταξύ τους, π.χ. όταν συμμετέχει σε αυτήν και το αφεντικό οπότε η συζήτηση καλού-κακού περιφέρεται στα γονίδια και την επιστήμη αποκλειστικά, για να μη θεωρηθεί ότι χαζολογάμε εν ώρα εργασίας. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι συμβατά, η διαδικασία μπορεί να γίνει σχετικά ευχάριστη και η σπορά να διανθιστεί από ευχάριστες διηγήσεις και ψιλοκουβεντούλα.

Τις προάλλες, ας πούμε, φυτεύαμε παρέα με το Μεξικάνο συνάδελφο και την Ιαπωνοβραζιλιάνα υποψήφια διδάκτορα, ένας συνδυασμός ιδιαιτέρως γόνιμος για κουβεντούλα καθώς αφενός συμπαθιόμαστε απεριόριστα και αφετέρου όντας ξένοι και οι τρεις στον τόπο, έχουμε μια ορισμένη απόσταση από την πορτογαλική καθημερινότητα. Έτσι κατά καιρούς πιάνουμε συζητήσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, από τις προοπτικές ανεύρεσης εργασίας σε μουσεία φυσικής ιστορίας, τον τρόπο που πίνουν καφέ οι Έλληνες σε σχέση με τους Πορτογάλους ή τους Ολλανδούς, την hadcore πανκ μουσική που είναι δημοφιλής σε μερίδα της βραζιλιάνικης νεολαίας και – γιατί όχι – τις πολιτισμικές επιδράσεις των Μάγιας και των Αζτέκων στη σύγχρονη εποχή. Το περίεργο είναι ότι για αυτή την τελευταία συζήτηση την αφορμή την έδωσα εγώ.

- Το καλαμπόκι είναι φυτό ιθαγενές της αμερικανικής ηπείρου, σωστά;

Καθότι η Βραζιλιάνα της παρέας είναι γενετικώς εντελώς Γιαπωνέζα, ο Μεξικάνος ήταν ό,τι πλησιέστερο είχαμε σε ιθαγενή της Αμερικανικής ηπείρου (παρότι κι αυτός με τη σειρά του μάλλον ελβετοϊσπανικής γενετικής σύστασης), οπότε έσπευσε να απαντήσει καταφατικά. Εξήγησε ότι το «άγριο» φυτό που είναι ο πρόγονος του σημερινού καλαμποκιού είχε εξημερωθεί από τους ιθαγενείς που το καλλιεργούσαν επί χιλιάδες χρόνια πριν τους «ανακαλύψουν» οι Ισπανοί. Ρώτησα εγκυκλοπαιδικά αν η «παραδοσιακή» μαγειρική των ιθαγενών περιελάμβανε και άλεσμα για παρασκευή καλαμποκάλευρου και ψήσιμο καλαμποκόψωμου, αλλά ο γνώστης συνάδελφος διευκρίνισε ότι η έννοια του ψωμιού όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς ήταν άγνωστη στους ιθαγενείς. Άλλωστε, το καλαμποκάλευρο είναι διατροφικά ατελές ελλείψει κάποιων βιταμινών, και η κατανάλωσή του ως ανεπεξέργαστης βασικής τροφής εγκυμονεί κίνδυνο πελλάγρας. «Ωστόσο», συμπλήρωσε ο συνάδελφος, «του έκαναν μια κατεργασία που συμπληρώνει την έλλειψη καθώς μεταφέρει τις βιταμίνες που υπάρχουν στο φλοιό σε ένα είδος πολτού από το οποίο φτιάχνουν μετά τορτίγιες».

Η Βραζιλιάνα (ή ίσως Γιαπωνέζα) παρατήρησε ότι για έναν πολιτισμό που τέλος πάντων δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει τον τροχό ή το σίδηρο, η ύπαρξη τεχνολογίας εμπλουτισμού τροφίμων ήταν μάλλον προχωρημένο επίτευγμα. Ο Μεξικάνος διευκρίνισε ότι προφανώς οι ιθαγενείς δεν είχαν ιδέα περί βιταμινών, αλλά ο τρόπος που παρασκεύαζαν την τροφή τους ήταν σαφώς αποτελεσματικότερος από τον αντίστοιχο των Ευρωπαίων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το καλαμπόκι. Η διαδικασία μάλιστα διατηρείται μέσες-άκρες και σήμερα (ένα είδος κατεργασίας σε αλκαλικό διάλυμα), σε διάφορες εκδοχές ανά την ήπειρο, και φέρει το όνομα που της είχαν δώσει οι Αζτέκοι. Αν μπορούσε να εκφραστεί στα ελληνικά ο όρος θα ήταν «νιξταμαλισμός» ή ακόμα χειρότερα «νιξταμαλοποίηση».

Η κοπέλα δήλωσε εντυπωσιασμένη από το γεγονός ότι επιβιώνουν οι πρακτικές των ιθαγενών ενώ η ήπειρος έχει αλλάξει τόσο αποφασιστικά· ας πούμε η Βραζιλία είναι εντελώς χώρα μεταναστών, καθότι οι ιθαγενείς εξαφανίστηκαν τάχιστα από την παράκτια ζώνη και παρέμειναν ελάχιστες φυλές τροφοσυλλεκτών στην Αμαζονία. Ο Μεξικάνος διαβεβαίωσε ότι στη γειτονιά του πάμπολλες είναι οι πολιτιστικές επιδράσεις των αυτοχθόνων (χώρια οι γενετικές μια και η τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού της Κεντρικής Αμερικής είναι μιγάδες) που είχαν άλλωστε αναπτύξει αρκετά πολύπλοκους πολιτισμούς την προκολομβιανή περίοδο. «Βέβαια», είπε κοιτάζοντάς με, «δεν έχουν το αποτύπωμα που άφησαν οι Έλληνες στον πολιτισμό» κι ενώ εγώ κοιτούσα τις σόλες των παπουτσιών μου για να βρω το ελληνικό αποτύπωμα στον πολιτισμό, συμπλήρωσε «αλλά έχουν μια ενδιαφέρουσα αντίστοιχη μυθολογία – ας πούμε ο αντίστοιχος Προμηθέας, που είναι το φτερωτό ερπετό».

Ο κεντροαμερικανός Προμηθέας λοιπόν ήταν ένας μικρός θεούλης που είχε διάφορες μορφές, με πιο γνωστή αυτή του φτερωτού φιδιού με το όνομα (περίπου) Κετζαλκοάτλ. Σε μια εκδοχή του μύθου, πήρε τη μορφή μυρμηγκιού και χώθηκε μέσα στο κρυφό δωμάτιο που οι θεοί έκρυβαν τα πολύτιμα πράγματά τους. Από εκεί έκλεψε (και έφερε στους ανθρώπους) το αντίστοιχο της προμηθεϊκής φλόγας: το σπόρο του καλαμποκιού και την τεχνική της καλλιέργειάς του.

- Και το κόλπο με το νιξταμαλ-πως-το-λένε;
- Κι αυτό.


Η εντυπωσιασμένη Γιαπωνέζα (ή καλύτερα Βραζιλιάνα) αναρωτήθηκε αν εκτός από το νιξταμαλ-κάτι έχουν επιβιώσει κι άλλες ιθαγενείς περίεργες λέξεις που να δηλώνουν το «αποτύπωμα» των Μάγια ή των Αζτέκων στον σύγχρονο πολιτισμό. Για τις ελληνικές λέξεις δεν αμφέβαλλε ότι ήταν κάμποσες (όπως όλοι γνωρίζουμε), αλλά οι Ινδιάνοι, είχαν αφήσει καμμία οι Ινδιάνοι;

- Πολλές, πάρα πολλές, διαβεβαίωσε ο Μεξικάνος.
- Για πες καμμία.

Κι εκείνος, καθώς έβαζε τους τελευταίους σπόρους στο γλαστράκι, χαμογέλασε πλατιά και είπε αργά, τελετουργικά σχεδόν:

- Σο-κο-λά-τα.

27/10/12

Έπαιζε μπάσκετ ο Διγενής Ακρίτας;

Αμφισβητούμενης ελληνικότητας ήρως ενώ σουτάρει τρίποντο (εικόνα από εδώ).

Μερικοί λένε ότι πρόκειται για φανταστικό πρόσωπο, για ένα μυθιστορηματικό ήρωα που πέρασε αργότερα στη λαϊκή αφήγηση. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι υπήρξε ιστορικό πρόσωπο, ή ίσως ότι διάφορα ιστορικά πρόσωπα έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τόσο στη λόγια όσο και στη λαϊκή ποιητική δημιουργία. Σε κάθε περίπτωση, του αποδίδεται μια μικτή καταγωγή, από πατέρα Άραβα (εμίρη της Συρίας) και μητέρα Ρωμιά (δηλ. Βυζαντινή με τη σημερινή ορολογία). Σε μια εκδοχή του μύθου ο πατέρας κλέβει τη μητέρα και ακολουθούν διάφορα επεισόδια με αντεκδικήσεις του πεθερού και των κουνιάδων (έτσι δε λέγονται οι αδελφοί της μητέρας;) μέχρι που ο πατέρας βαπτίζεται εν τέλει Χριστιανός και την παντρεύεται δόξη και τιμή.

Σε μια άλλη εκδοχή που μου αρέσει κάπως περισσότερο παρά τα υπερφυσικά στοιχεία, ο μελλοντικός πατέρας κυνηγάει τη μελλοντική μητέρα να την πιάσει αιχμάλωτη κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής Αγαρηνών, κι εκείνη φτάνοντας μπροστά σε ένα μεγάλο βράχο προσεύχεται στον Αη-Γιώργη (νομίζω...) ο οποίος ανοίγει το βράχο, η κοπέλα μπαίνει μέσα και ο βράχος ξανακλείνει αφήνοντας τον Αγαρηνό μπουκάλα. Σοκαρισμένος από το θαύμα ο εμίρης θα αλλαξοπιστήσει, θα παντρευτεί εν τέλει την κοπέλα, και θα αποκτήσουν ένα γιο, που θα γίνει γνωστός έως της σήμερον λιγότερο με το όνομά του (Βασίλειος, ίσως) και περισσότερο με το παρατσούκλι που απέκτησε χάρη στη διαφορετική καταγωγή των γονιών του: Διγενής.

Ο Διγενής άσκησε το επάγγελμα (ή λειτούργημα) του Ακρίτα, δηλαδή του υπερασπιστή των συνόρων (άκρων) των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας από τις αραβικές επιδρομές. Εκτός από το λόγιο «Έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη» υπάρχει ένα πλήθος δημοτικών τραγουδιών που οι ρίζες τους φτάνουν στην εποχή και στο μύθο του. Άλλα αναφέρονται στα κατορθώματά του, άλλα στο θάνατό του.

[...]Τῆς Ἀραβίνας τὰ βουνά, τῆς Σύρας τὰ λαγκάδια,
ποὺ ἐκεῖ συνδυὸ δὲν περπατοῦν, συντρεῖς δὲν κουβεντιάζουν,
παρὰ πενήντα κι ἑκατό, καὶ πάλε φόβον ἔχουν,
κι ἐγὼ μονάχος πέρασα, πεζὸς κι ἀρματωμένος,
μὲ τετραπίθαμο σπαθί, μὲ τρεῖς ὀργιὲς κοντάρι.
Βουνὰ καὶ κάμπους ἔδειρα, βουνὰ καὶ καταράχια,
νυχτιὲς χωρὶς ἀστροφεγγιά, νυχτιὲς χωρὶς φεγγάρι.
Καὶ τόσα χρόνια ποὔζησα δῶ στὸν ἀπάνω κόσμο,
κανέναν δὲν φοβήθηκα ἀπὸ τοὺς ἀντρειωμένους.[...]


Μέχρι και στην ουδόλως ακριτική (τότε...) Ικαρία έχει καταγραφεί από τον Αλέξη Πουλιανό μια παραλλαγή ενός ακριτικού τραγουδιού, από αυτές στις οποίες κάποιοι κλέβουν τη γυναίκα του Διγενή ενόσω αυτός σπέρνει όσπρια στο χωράφι του (κουκίν και ρόβυν, δηλαδή ρεβύθι, άρα ιστολογικώς ενδιαφέρον δια τα καθ’ ημάς...). Ένα πουλάκι του φέρνει τα νέα, αυτός ζεύγει τον μαύρο του (όπου μαύρος είναι το άλογο) και τους προλαβαίνει. Κατά ενδιαφέρονται τρόπο, αντί να τους ξεπαστρέψει με συνοπτικές διαδικασίες, παριστάνει το συμπέθερο και βάζει τη σύζυγο να τον τρατάρει ένα κατιτί («από δεξιά μου πήγαινε να μ’ αργυροκεράσεις») και ευκαιρίας δοθείσης τη βουτάει και γίνεται μπουχός σε χρόνο dt (κι ως που να πούνε «πού ‘ναι τον» σαράντα μίλια πάει / κι ως που να πούνε «πιάστε τον» μητ’ ήτον μήτ’ εφάνη).

Βέβαια οι πιο γνωστές αφηγήσεις αφορούν τη (χαμένη, εν τέλει) μονομαχία με το Χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια:

[...] Τώρα εἶδα ἕναν ξιπόλητο καὶ λαμπροφορεμένο,
ποὔχει τοῦ ρίσου τὰ πλουμιά, τῆς ἀστραπῆς τὰ μάτια,
μὲ κράζει νὰ παλέψουμε σὲ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅποιος νικήσει ἀπὸ τοὺς δυὸ νὰ παίρνει τὴν ψυχή του.

Κι ἐπῆγαν καὶ παλέψανε στὰ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Διγενής, τὸ αἷμα αὐλάκι κάνει,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Χάροντας, τὸ αἷμα τράφο κάνει.


Σε μια άλλη, κρητική παραλλαγή, ο Χάρος δεν είναι τόσο γενναίος και του στήνει μια ενέδρα (χωσιά).

Ὁ Διγενὴς ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆ τονε τρομάσσει.
Βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σείετ’ ὁ ἀπάνω κόσμος,
κι ὁ κάτω κόσμος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεμέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾶ, πὼς θὰ τονε σκεπάσει,
πὼς θὰ σκεπάσει τὸν ἀιτό, τσῆ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.
Σπίτι δὲν τὸν ἐσκέπαζε, σπηλιὸ δὲν τὸν ἐχώρει,
τὰ ὄρη ἐδιασκέλιζε, βουνοῦ κορφὲς ἐπήδα,
χαρὰ κι’ ἀμαδολόγανε καὶ ριζιμιὰ ξεκούνειε.
Στὸ βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στὸ πέταμα γεράκια,
στὸ γλάκιο καὶ στὸ πήδημα τὰ λάφια καὶ τ' ἀγρίμια.
Ζηλεύει ὁ Χάρος, μὲ χωσιὰ μακρὰ τονε βιγλίζει,
κι ἐλάβωσέ του τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πῆρε.


Ο θάνατος του Διγενή έχει λειτουργήσει συμβολικά και στη μεταγενέστερη ελληνική ποίηση· θυμάμαι μάλιστα μέσες άκρες κι ένα ομώνυμο νομίζω ποίημα του Παλαμά, που αναφέρεται στο aftermath (μην το γράψω «μεθεόρτια», ε;) της μονομαχίας: στο εν λόγω ποίημα, καβάλα πάει ο Χάροντας το Διγενή στον Άδη, αλλά σε σχέση με τους άλλους πεθαμένους, ο Διγενής είναι κάπως μπλαζέ: Και σα να μην τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι / ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη. Και μάλιστα, στην επόμενη στροφή του ρίχνει και μια ξήγα τρισχιλιετούς ελληνισμού:

«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;
Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».


Ατυχώς όμως, καίτοι εθνικόφρων εν γένει, ο Παλαμάς έκανε ένα σοβαρό λάθος: δεν συμβουλεύτηκε προηγουμένως το λάλον ύδωρ της πηγής του ελληνικού εθνικισμού (δηλαδή το βουλευτή Παναγιώταρο της Χρυσής Αυγής) πριν βάλει στο στόμα του Διγενή αυτές τις κουβέντες. Θα μου πείτε τώρα, υπήρχε Παναγιώταρος το 19ο αιώνα; Θα σας απαντήσω ότι και Παναγιώταρος να μην υπήρχε, ένα σωρό φάροι του εθνικισμού υπήρχαν και τότε (ο ίδιος ο Παλαμάς αναφέρει μερικούς εδώ), χώρια που ο λόγος της Χρυσής Αυγής δεν είναι του 19ου αιώνος αλλά πολύ προγενέστερος (πιθανώς της παλαιολιθικής εποχής ή και του καιρού που ζούσαν οι Νεάντερνταλ και οι Ντενισόβαν). Ευτυχώς τώρα υπάρχει Παναγιώταρος και ξέρουμε ότι με βάση τον ορισμό της Χρυσής Αυγής, ο σωστός ο Έλλην πρέπει να είναι Έλλην και από τους δύο γονείς και μάλιστα της ευρωπαϊκής φυλής.

Με αυτό τον τρόπο βέβαια απαιτούνται ορισμένες ιστορικές αναθεωρήσεις. Έτσι, μαζί με το Σοφοκλη Σχορτσιανίτη (που δεν του κάνει του Παναγιώταρου) και το Γιωργάκη Α. Παπανδρέου που είναι κατά Κασιδιάρη μόνο 25% Έλληνας (εικάζω λόγω Αμερικανίδας μητέρας και Πολωνικής καταγωγής γιαγιάς), θα πρέπει να ξεφορτωθούμε και το Διγενή Ακρίτα (που ο πατέρας του όχι μόνο Έλληνας δεν ήταν αλλά ούτε καν της «ευρωπαϊκής φυλής»), τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (κι αυτός του 25%, με μητέρα Σέρβα και εκ πατρός προγιαγιάδες από τη Σαβοΐα και τη Βουλγαρία όπως εξηγεί στον παραπάνω σύνδεσμο ο Ν. Σαραντάκος), το Θεμιστοκλή (το γνωστό, αυτόν της Σαλαμίνας, που η μάνα του ήταν «ξένη») κι ένα σωρό άλλους αμφισβητούμενης καθαρότητας τύπους που μπερδεύουν την ελληνική ιστορία με αχρείαστες επιμειξίες.

Στη θέση τους μπορούμε να βάλουμε κάποιες 100% ελληνικής καταγωγής αλλά παραγνωρισμένες προσωπικότητες, όπως ο Ιμπραήμ Πασά Παργαλί, μεγάλος βεζύρης του σουλτάνου Σουλεϊμαν του Μεγαλοπρεπή (του οποίου ο πατέρας ήταν επίσης 75% Έλληνας αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας), ο Τουργκούτ Ρεΐς, διάσημος κουρσάρος της Μπαρμπαριάς και μπεϋλέρ-μπεης της Μεσογείου την ίδια εποχή, και ο στρατηγός του Ιμπραήμ και γνωστός ήρωας της κ. Ρέας Γαλανάκη, Μανόλης ή Γιάννης Παπαδάκης, πιο γνωστός ως Ισμαήλ Φερίκ Πασάς. Ατυχώς κάποιες μικρές επιμειξίες μας αποτρέπουν από το να προσθέσουμε στην ίδια λίστα το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα και τον ίδιο τον Ιμπραήμ, αλλά μπορούμε να τσοντάρουμε με τον Αθηναίο τύρρανο Ιππία (100% Έλλην) που στα γεράματα έκανε το σύμβουλο του Δαρείου πριν τη μάχη του Μαραθώνα, κι αν οι Αθηναίοι δεν είναι του γούστου των Χρυσαυγιτών βάζουμε ένα βασιλιά της αρχαίας Σπάρτης, το Δημάρατο, παραβλέποντας τη λεπτομέρεια ότι υπήρξε σύμβουλος του Ξέρξη. Στην ίδια ρότα, μπορούμε να επαινέσουμε την 100% ελληνικότητα του Εφιάλτη του Ευρυδήμου, όπως και πλήθους αγνώστων (μα γιατί άραγε;) κουκουλοφόρων συνεργατών των Ναζί στην κατοχή.

Θα χρειαστεί βέβαια ένα μικρό ξαναγράψιμο της ιστορίας, και μιας ορισμένης λογοτεχνίας ενδεχομένως, αλλά άμα έχεις τέτοιες κορυφές σαν τους Παναγιώταρους, τους Κασιδιάρηδες και τους Μιχαλολιάκους, τι να τους κάνεις τους Ακρίτες και τους Παλαιολόγους και τους Παλαμάδες ακόμα;

Βέβαια απο μπάσκετ δεν ξέρω τι ψάρια πιάνει ο εθνοπατέρας, αλλά σάμπως έπαιζε μπάσκετ ο Διγενής Ακρίτας δηλαδή;


Σ.Σ. Άντλησα πολλές πληροφορίες από κάποια σχόλια στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου. Τα ακριτικά τραγούδια τα τσίμπησα από εδώ, εκτός από το ικαριακό που διάβασα βέβαια στον βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού «Λαϊκά τραγούδια της Ικαρίας» (1964), αλλά το άκουσα πρώτη φορά σε απαγγελία (συνοδεία μουσικής «καριώτικου») σε ένα δίσκο βινυλίου του Σίμωνα Καρά με τραγούδια της Ικαρίας και της Σάμου.

24/10/12

Βήχουμε ελεύθερα

Καραβόσταμο, στο γιαλό (φωτό από το ιστολόγιο Τηρίματα).

Τις τελευταίες μέρες βήχω τρισάθλια και προβληματίζομαι κάπως· όχι γιατί κινδυνεύει η υγεία μου ή κάτι τέτοιο αλλά επειδή διάβασα στις ειδήσεις ότι μια βουλευτής αναφέρθηκε σε αυτούς τους ξένους, τους μετανάστες (υπάνθρωποι και τρισάθλιοι, λέει), που κουβαλάνε ποιος ξέρει τι αρρώστιες. Επειδή τυχαίνει να είμαι κι εγώ μετανάστης (έστω και στην Ολλανδία ή στην Πορτογαλία) και έχω εσχάτως και το βηχαλάκι μόνιμο, φοβάμαι ότι εμπίπτω κάπως στην εν λόγω κατηγορία των υπανθρώπων με τις ασθένειες. Ευτυχώς στη Λισσαβώνα δεν φαίνεται να κινδυνεύω από κάτι, αλλά άμα κατέβω στην Αθήνα πρέπει να έχω το νου μου μην τυχόν σκάσουν από καμμιά γωνία τίποτα σφίχτες μαυροντυμένοι, διότι έτσι και πέσουμε μπάτσα φάτσα, άντε να βγάλουμε άκρη τι εθνικότητας είναι τα μικρόβια που μου προκαλούν το βήχα.

Και εκεί που βήχω όλο και χειρότερα, άξαφνα αναθυμάμαι μια σχετική καριώτικη ιστορία που είχα διαβάσει στα σχόλια του ιστολογίου πριν δυο-τρια χρόνια, και είναι τόσο καλή που είναι κρίμα να μένει ξεχασμένη εκεί πέρα. Ψάχνω λοιπόν στο ιστολόγιο και την εντοπίζω:

[...] Ανεβαίνω ένα σοκάκι στο γιαλό στο Καραβόσταμο προχτές το απόγευμα. Ένας κύριος κατεβαίνει βήχοντας κάπως έντονα.

- Βήχεις πάλι, Δημήτρη; τον ρωτάει μια γυναίκα από το μπαλκονάκι της.
- Ναι, κυρία μου, βήχω, απαντά με ...περηφάνια. Βήχω διότι έχω καλή γυναίκα! της λέει και συνεχίζει το δρόμο του.

Περνώντας από δίπλα μου - εγώ έκείνη την ώρα θα πρέπει να είχα ύφος ηλιθίας, το λιγότερο - γυρνά και μου λέει συνομωτικά, αν και δε γνωριζόμαστε καθόλου.

- Ε ναι, λοιπόν, κοπέλα μου, έχω καλή γυναίκα, που λες. Διότι εάν είχα κακή γυναίκα, ‘α μου τον είχε «κόψει το βήχα» μαθές! [...]


Ηθικόν δίδαγμα: βήχουμε ελεύθερα... Διότι εφόσον δε μας τον κόβει το βήχα η καλή γυναίκα, σιγά μη μασήσουμε από τις κάθε λογής τρισαθλιότητες...


Σ.Σ. Δημοσιεύτηκε (με μικροπαραλλαγές) στο ikariamag στις 22/10/2012. Την αυθεντική ιστορία την είχε γράψει κάποτε στα σχόλια του παρόντος ιστολογίου ανώνυμη πλην γνωστή και μη εξαιρετέα σχολιογράφος.

14/10/12

Βεράντα στον ωκεανό

Η θέα από το μπαλκόνι. Ericeira, Οκτώβριος 2012.

Παίρνουμε τα ποτήρια μας και το κρασί που περίσσεψε από το δείπνο και βγαίνουμε στη βεράντα του ξενοδοχείου. Τα κύματα του ωκεανού έρχονται και σβήνουν στην παραλία, ακριβώς από κάτω. Παρέες-παρέες, λίγο ανάκατα ανά εθνότητα και εργαστήριο, άλλοι παλιοί, άλλοι καινούργιοι, άλλοι (όπως εγώ) κάτι ενδιάμεσο, συνάδελφοι «μεταδιδάκτορες» επιστήμονες σε ένα τριήμερο που στην επαγγελματική αργκό λέγεται retreat: μαζεύονται όλοι μαζί κάπου εκτός χώρου εργασίας και συζητούν χαλαρά και ελεύθερα (δηλαδή χωρίς τους περιορισμούς της ιεραρχίας) τα ζητήματα της δουλειάς ή της ευρύτερης κοινότητας. Στα ελληνικά παρότι θα μου άρεσε ο όρος «αναχώρηση» (με την κάπως εκκλησιαστική-μοναστική έννοια του «μακριά από τον κόσμο») πιο πολύ από το «αναδίπλωση» ας πούμε, κατά βάση η λέξη δεν αποδίδεται επαρκώς· ίσως το «αναστοχασμός» που μου είχαν πει πριν από κάποια χρόνια να ταιριάζει κάπως περισσότερο.

Όχι ότι στοχαστήκαμε και τίποτε φοβερό βέβαια, τρεις μέρες μακριά αλλά όχι και τόσο μακριά από το ινστιτούτο, σε αυτό το καλοκαιρινό θέρετρο της Ερισέιρα στην ακτή του Ατλαντικού, λίγο βορειότερα από τη Σίντρα, σαρανταπέντε λεπτά οδήγημα από το κέντρο της Λισσαβώνας. Πιο πολύ ένα τριήμερο επαγγελματικού προσανατολισμού (ή ίσως αναπροσανατολισμού) για postdocs, μια ασαφή αλλά ολοένα διευρυνόμενη κατηγορία ερευνητικού προσωπικού με διδακτορικό αλλά όχι με καρέκλα. Πολλοί μεν οι κλητοί, λίγοι δε οι εκλεκτοί που θα βρουν κάπου να κάτσουν. Και για τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, θα κάθονται στα καρφιά.

Αλλά τούτο το βράδι στην Ερισέιρα καθόμαστε όλοι στις καρεκλίτσες της βεράντας, πάνω από την έρημη πισίνα του ξενοδοχείου και χαζεύουμε τον Ατλαντικό και τα κύματα που έρχονται από τη Δύση και σκάνε στην παραλία, με τα ποτήρια του κρασιού στο χέρι και κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων. Παρατηρώ ότι ο Μεξικάνος συνάδελφος κουβαλάει σε μια θήκη το μικροσκοπικό του γιουκαλίλι, που όταν τον πρωτοείδα να το σέρνει μαζί του νόμισα ότι ήταν παιδικό παιχνίδι, της πεντάχρονης κόρης του ίσως. Μου είχε τότε εξηγήσει σοβαρά-σοβαρά ότι αν και κανονικά παίζει ηλεκτρικό μπάσο, κάποτε κόλλησε με το γιουκαλίλι και έκτοτε το κουβαλάει μαζί του συστηματικά. Προσπαθούσε να ψήσει κι άλλους να μπουν στο τριπάκι, αν και στους περισσότερους φέρνει στο μυαλό κυρίως μια χαβανέζικη διασκευή κάποιων παλιότερων τραγουδιών που είχε γίνει σουξέ πριν χρόνια (και φυσικά μου είχε διαφύγει). Εμένα πάλι μου θύμιζε πρώιμο Σεφέρη, αλλά μάλλον οι συνάδελφοι δεν θα το έχουν ακουστά.

Παίρνω το οργανάκι και προσπαθώ να παίξω κάτι – ανακαλύπτω ότι το κούρδισμα στο συγκεκριμένο όργανο (υπάρχουν κάμποσοι διαφορετικοί τύποι) είναι όπως στις τέσσερις κάτω χορδές της κιθάρας, μόνο που η ρε είναι μια οκτάβα ψηλότερα. Βέβαια αυτό συνεπάγεται ότι τα ακκόρντα είναι τα ίδια, οπότε μετά από λίγο αρχίζει να βγαίνει ένα σχετικό νόημα από τις χορδές, μόνο που δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου. Δίνω το όργανο πίσω στο Μεξικάνο ενώ ο ψιλομεθυσμένος Γιαπωνέζος αριστερά ρωτάει αν μπορούμε να παίξουμε κάτι χορευτικό.

Αν και είναι πλέον ή βέβαιον ότι δεν θα χορέψει, η επιμονή του ψήνει και κάνα-δυο Πορτογαλίδες και μια Ισπανίδα από απέναντι που λένε στο Μεξικάνο να παίξει το La Bamba που είναι και της πατρίδας του. Αυτός αντιστέκεται λέγοντας ότι το οργανάκι που παίζουν οι τύποι εκεί δεν είναι γιουκαλίλι, αλλά κάτι άλλο μεξικάνικο και καθώς αυτές επιμένουν βγάζει δεύτερη γραμμή άμυνας ότι το γκρουπ χρειάζεται τον τραγουδιστή του (που είναι ένας ανατολικός Γερμανός που ακόμα μπεκρουλιάζει στην τραπεζαρία) αλλά με συνοπτικές διαδικασίες πάμε και μαζεύουμε το Γερμανό ο οποίος ζητάει να του πούμε στίχους. Εκεί επιστρατεύονται κάτι 3G τηλέφωνα που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και βρίσκουμε και τους στίχους, και λίγη ώρα μετά το πηγαδάκι έχει μαζέψει κάμποσους που παλεύουν να ακούσουν τις νότες από το γιουκαλίλι ανάμεσα στις κουβέντες και τον ήχο των κυμάτων.

Πέφτουν διάφορες προτάσεις για αυτό ή εκείνο το τραγούδι, αρκεί βέβαια να το ξέρει ο Μεξικάνος και να μπορούμε να βρούμε τους στίχους για το Γερμανό ή όποιον άλλο ενδιαφέρεται να τραγουδήσει. Είμαι κρυωμένος και δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα, αλλά με τη βοήθεια της 3G τεχνολογίας βρίσκουμε ταμπλατούρες για γιουκαλίλι (και όμως...) και στίχους για ένα ευρύτατο μουσικό φάσμα, από ξεχασμένα σουξεδάκια των ‘80ς (οι μεταδιδάκτορες είμαστε και κάποιας ηλικίας) μέχρι ψαγμένα υποτίθεται ακούσματα, κι από διαχρονικούς Μπήτλς (με το αναπόφευκτο Let it be) μέχρι Στιγκ, όπου ο Γερμανός με απαράμιλλο οξφορδιανό αξάν τραγουδάει (αλλά πάντα μέσα από το 3G) το Englishman in New York, εξηγώντας στη συνέχεια ότι χρειάζεται οπωσδήποτε τους στίχους διότι περιέχουν πολλές περίεργες λέξεις. Ας πούμε, modesty, propriety can lead to notoriety. Έτσι δεν είναι, my dear?

Ομολογώ ότι δεν έχω στ’ αλήθεια ποτέ προσέξει τους στίχους επακριβώς, αλλά τώρα που τους βλέπω έχουν κάποιο ενδιαφέρον: It takes a man to suffer ignorance and smile – ομολογουμένως. Takes more than combat gear to make a man, takes more than a license for a gun. Πράγματι. Τώρα πρέπει να το εξηγήσουμε και σε πολλούς βέβαια που νομίζουν το αντίθετο, να τους πούμε ότι ο άντρας ο σωστός δεν είναι υποχρεωτικά αυτός που ζώνεται τα φυσεκλίκια αλλά αυτός που υπομένει την άγνοια (και ενίοτε τη βία) των άλλων, ειδικά σε κάτι δύσκολους καιρούς σαν τους δικούς μας.

Ο Μεξικάνος μου σπρώχνει το γιουκαλίλι στα χέρια αλλά του το δίνω πίσω αβλεπί, επικαλούμενος το κρύωμα και την κούρασή μου. Έχει πάει αργά, οι πιο πολλοί έχουν φύγει για ύπνο, η χαρακτηριστική πορτογαλική υγρασία έχει γεμίσει τον τόπο κι εγώ με τη σειρά μου καληνυχτίζω τους κατά συνθήκη συναδέλφους και βαδίζω αργά προς το δωμάτιο μουρμουρίζοντας κάτι σαν “I’m an alien, I’m a legal alien”.

Που εν προκειμένω alien μπορεί και να σημαίνει εξωγήινος, δεν το αποκλείω και τελείως.



Gentleness, sobriety are rare in this society, at night a candle's brighter than the sun που λέει και το τραγούδι. Για την ιστορία, η «γηραιά κυρία» στο κλιπάκι είναι ο Quentin Crisp, ο αληθινός Englishman in New York. Σοπράνο σαξόφωνο παίζει ο Branford Marsalis.

22/9/12

Το πέρασμα στη φυσιοκρατία (Otinanai)

karkinagri
photo "Karkinagri" by onirorama

Ζώντας στην Ικαρία: Μικρο-κείμενα, χωρίς αξιώσεις, σκόρπια, ασύνδετα και βιωματικά.

Φθινοπωρινή ανατροπή
Λιγοστεύουν οι άνθρωποι,
Μένει η φύση που μοιάζει
Να μεγαλώνει -καθώς
μεγαλώνουν οι νύχτες.

Οι λίγοι που μένουν
Δεν μας αποσπούν
τόσο την προσοχή.
Μόνο την αγάπη μας.

Και μιλάμε μαζί τους
για τον καιρό.
Για την υγεία.
Για τις ελιές.
Ή δεν μιλάμε καθόλου.
Παρά βλέπει ο ένας τον άλλο
-φυσιογνωμίες, φιγούρες-
και καταλαβαινόμαστε.

“Ό,τι κάνεις, είναι καλό.
Όμως, όλα πρόσκαιρα. Νοικάρηδες
ήμαστε σ' αυτόν τον κόσμο”.


Έτσι που λέτε, κάθε χρόνο
τέτοιο καιρό μπαίνει στα φόρα
το περίφημο ερώτημα
-Τι χρειάζεται για να μείνει
κανείς στην Ικαρία το χειμώνα;

Εγώ πάντα απαντώ
-Να αγαπάς τη φύση.
-Να ξυπνάς πρωί.
-Να λες καλημέρα.

Και άλλα, διάφορα τέτοια.

Αλλά καλύτερα να το κόψω εδώ
πριν αρχίσω να γράφω
...

otinanai


Σ.Σ. Πρώτη δημοσίευση 22/9/2012 στο ikariamag από όπου το τσίμπησα μάνι-μάνι. Αν δεν κάνω λάθος, τη στήλη otinanai (υπο)γράφει ο Άγγελος Καλοκαιρινός.

19/9/12

Αποχρώσεις του πορτοκαλί

Ο τροχός των ανθρωπίνων χρωμάτων, κατά τον Neil Harbisson.

Όταν το άκουσα μου φάνηκε εντελώς άνω ποταμών, αλλά ίσως και να τα βλέπω τα πράγματα πιο άσπρα από όσο είναι στην πραγματικότητα, δεν ξέρω σίγουρα. Το θέμα είναι ότι η Κ. πήγε να νοικιάσει ένα σπίτι μέσω ενός μεσιτικού γραφείου, το είδε, της άρεσε, τα μιλήσανε (τηλεφωνικώς), τα συμφωνήσανε, έδωσε προκαταβολή, πήγε να πάρει τα κλειδιά και ξαφνικά της είπανε ότι δεν της το δίνουνε. Ρώτησε για ποιο λόγο, και η απρόσμενη απάντηση ήταν «η κυρία ιδιοκτήτρια είπε ότι δε νοικιάζει σε νέγρους». Αφού συνήλθε από το αρχικό σοκ, η Κ. ζήτησε από το μεσίτη να της το δώσει και γραπτώς· όλως παραδόξως της το έδωσε ακριβώς με την ίδια διατύπωση. Δε νοικιάζουμε σε νέγρους. Τελεία.

Το ιλαροτραγικό της υπόθεσης είναι ότι η Κ. δεν εμπίπτει με κανέναν τρόπο στον ορισμό (οποιοδήποτε ορισμό) της λέξης· αν και η αλήθεια είναι ότι είναι σχετικά μελαχροινή, ίσως ένα κλικ παραπάνω από το μέσο «λευκό» Πορτογάλο, πιθανώς λόγω μιας απώτερης ινδικής καταγωγής της μητέρας της. Ωστόσο όχι τόσο μελαχροινή που να μην τη θεωρήσει κανείς τυπική Πορτογαλίδα, και μάλιστα ομολογουμένως συμπαθέστατη Πορτογαλίδα, λίγο ψηλότερη όντως από το μέσο όρο, λίγο πιο χαμογελαστή, και λίγο πιο ευχάριστη παρουσία εν γένει για μας τους ξενόφερτους, όχι τόσο για τα λουλουδάτα κοκκαλάκια που χρησιμοποιεί για να δένει τα μαλλιά της (μαύρα μαλλιά, οπωσδήποτε) όσο για την προσήνεια και την απροσποίητη καλωσύνη που δείχνει γύρω της, και για τα πολύ καλά αγγλικά της (επίσης πάνω από το μέσο όρο, ακόμα και για «επιστημονικά» περιβάλλοντα σαν το δικό μας).

Ψιλά γράμματα βέβαια για την κυρία ιδιοκτήτρια, σε βαθμό που η συνήθως μειλίχια Κ. έγινε αρκούντως έξαλλη ώστε να διασπείρει την είδηση παντού και να κάνει επίσημη καταγγελία. Δεν είμαι σίγουρος πού ακριβώς απευθύνθηκε, αλλά μας έλεγε ότι τους παραξένεψε κι αυτούς η ιστορία, καθώς έχουν συνηθίσει να δέχονται αντίστοιχες καταγγελίες από κάποιους όντως μαύρους και μερικούς Βραζιλιάνους, αλλά από ιθαγενή Πορτογάλο και μάλιστα αναλογικά κάτασπρο που να τον αποκαλούν «νέγρο» ήτανε λίγο περίεργο. Μετά από κάποιες μέρες που κάπως ηρέμησε (και αφού είχε πάρει πίσω την προκαταβολή και είχε βρει άλλο σπίτι στο μεταξύ), τη ρώτησα αν της έχει ξανασυμβεί κάτι ανάλογο, στην ίδια ή στη μητέρα της (που εικάζω ότι ίσως είναι και ένα ακόμα κλικ πιο μελαχροινή). Μου είπε ότι η ίδια δεν έχει ξανανιώσει έτσι ποτέ, αλλά αφότου το συζήτησε το θέμα με τη μαμά, της είπε εκείνη ότι της έχει ξανασυμβεί κάτι ανάλογο (όχι και γραπτώς όμως) άλλες δύο φορές. Άλλες δύο από το 1974 που εγκαταστάθηκε οριστικά στη χώρα. Μια χώρα που, να το πούμε απλά, βρίθει αληθινών μαύρων, και είναι εκ του φυσικού αρκούντως πολυφυλετική ώστε να μη μπορεί να πει κανείς ότι οι κάτοικοί της δεν έχουν εκτεθεί σε άλλα ανθρώπινα χρώματα πέρα από την άμωμη, άσπιλη λευκότητα.

Ύστερα θυμήθηκα εκείνη την ιστορία με εκείνον τον περίεργο τύπο που περνιέται για cyborg και είχε δώσει μια διάλεξη σε ένα άλλο ερευνητικό κέντρο της Λισσαβώνας. Ο τυπάκος έχει εκ γενετής ολική αχρωματοψία· κάποια στιγμή στη ζωή του φόρεσε μια συσκευή με μια ενσωματωμένη μικροκάμερα που τρέχει ένα λογισμικό το οποίο μετατρέπει τα χρώματα σε ήχους. Με αυτό τον τρόπο, αν και δεν βλέπει τα χρώματα, μπορεί να τα «ακούει», και αφού έχει πλέον εκπαιδεύσει τον εγκέφαλό του σχετικά, η συσκευή του έχει γίνει απαραίτητη τόσο που την αισθάνεται οργανικά τμήμα του εαυτού του (εξ' ου και "cyborg"). Πέρα από την παραξενιά του όμως, ο τύπος έχει τη δυνατότητα μεταξύ άλλων να «ακούει» και το χρώμα του δέρματος των ανθρώπων, και κάποτε που τον ρώτησαν κάτι για λευκούς και μαύρους, είπε:

- Δεν υπάρχουν λευκά δέρματα και δεν υπάρχουν μαύρα δέρματα. Τα ανθρώπινα δέρματα είναι από διαφορετικές αποχρώσεις του πορτοκαλί.

Κοιτάζω την Κ., με μια τεράστια μαργαρίτα στα μαλλιά, τη λεπτή της σιλουέτα να περιφέρεται ανάμεσα στους εργαστηριακούς πάγκους. Σκέφτομαι ότι στην πραγματικότητα η κυρία ιδιοκτήτρια πρέπει να είναι απείρως χαζή (αλλά πόσο πρέπει να αφήνουμε τη βλακεία και την άγνοια να πολλαπλασιάζονται και να προκαλούν κακό στον κόσμο;). Έπειτα κοιτάζω με ανανεωμένο ενδιαφέρον την πολυφυλετική επιστημονική κοινότητά μας, αυτόχθονες και μέτοικοι από τον πλανήτη όλο, χωρίς να παραλείψω και τις αφρικανικής καταγωγής καθαρίστριες και τις σερβιτόρες του κυλικείου.

Δεν ξέρω πώς ακριβώς «ακούγεται» ο καθένας ή η καθεμιά τους, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο όλοι τους κάπως μου πορτοκαλοφέρνουν. Κι εγώ, εδώ που τα λέμε, κάπως πορτοκαλής αισθάνομαι τελευταία.

10/9/12

Οι βετεράνοι

82οι Πανικάριοι Αγώνες, screenshot από εδώ.

Λένε ότι τη δεύτερη φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται ως κωμωδία, αλλά εδώ το αστειάκι είχε ξεκινήσει ήδη από την πρώτη. Ή τουλάχιστον αυτό θα πίστευε όποιος τους έβλεπε στην αφετηρία. Άλλος με βερμουδίτσα, άλλος με τζηνάκι, άλλος με σορτσάκι. Ένας πήγε να βγάλει το σορτσάκι και να μείνει με το μαγιώ, αλλά τον κράξανε οι υπόλοιποι και το ξανάβαλε. Το συζητάγανε κάμποση ώρα πριν, καθώς αγωνίζονταν στην κολύμβηση τα παιδιά τους, στους 81ους Πανικάριους Αγώνες. Πλάκα-πλάκα το πράγμα κάποια στιγμή σοβάρεψε, και παρά τις απώλειες της τελευταίας στιγμής (ένας που χώθηκε μια στιγμή στο πρακτορείο «να πάρει εφημερίδα» και δεν ξαναβγήκε παρά αφότου είχε διαβάσει όλες τις κυριακάτικες εκδόσεις μαζί με τα ένθετα, κι άλλος ένας που είπε «ναι, έρχομαι τώρα αμέσως» και έκτοτε αναζητείται από τον Ερυθρό Σταυρό) πέντε έφτασαν ως το βατήρα της αφετηρίας. Δηλαδή βατήρα ο Θεός να τον κάνει, το λιμανάκι του Ευδήλου δεν είναι ακριβώς κολυμβητήριο. Με κοιλίτσες και προγούλια μερικοί, με μαλλιά αραιά και κάπως γκρίζα κάποιοι, (ένας-δυο ήτανε ξανθοί βέβαια και μπερδευότανε το πράγμα), άλλοι πιο καλά διατηρημένοι, αλλά όλοι πατημένα σαράντα. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα «πλατς» και πέντε κορμιά έπεσαν στο νερό. Καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα, στην απέναντι προκυμαία, η ελλανόδικος επιτροπή περίμενε να τερματίσουν.

Οι τρεις έφτασαν σχεδόν μαζί – οι δυο ξανθοί δευτερότριτοι κι ο άλλος που ανακηρύχθηκε νικητής. Ανεπιβεβαίωτες φήμες που κυκλοφόρησαν αργότερα ισχυρίζοντο ότι δεν ήταν απολύτως σαφές ποιος τερμάτισε πρώτος, αλλά βάρυνε το ότι η ελλανόδικος επιτροπή ήταν κατά βάση η σύζυγος και η αδελφή του ανακηρυχθέντος. Πιο πίσω είχαμε ένα άλλο μεγάλο ντέρμπυ, καθώς ο πέμπτος δήλωνε ότι έφαγε μια υποβρύχια κλωτσιά στα μούτρα σε ανύποπτο χρόνο και αποπροσανατολίστηκε με αποτέλεσμα να τερματίσει τελευταίος. Ο τέταρτος ισχυριζόταν ότι δεν υπήρξε καμμία κλωτσιά. Απλώς κάποια στιγμή προσευχήθηκε στον καλό θεούλη να μην έρθει τελευταίος, οπότε η υποτιθέμενη κλωτσιά μάλλον ήταν θεϊκή παρέμβαση.

- Ρε εγώ έφαγα κλωτσιά, γκρίνιαζε ο πέμπτος.
- Μη βλασφημείς, τέκνον μου, τον αποστόμωνε ο τέταρτος δείχνοντας κατά τον ουρανό.

Βέβαια όλο και κάποιο θαύμα θα υπήρχε, καθότι αν και ισοϋψείς, ο τέταρτος ήταν είκοσι-τριάντα κιλά παχύτερος. Φιλική τιμή.

- Ρε μπας και του ‘χωσες καμιά μουλωχτή στ’ αλήθεια;
- Συκοφαντίες του κιτρίνου τύπου. Εγώ έχω μυϊκή μάζα, έχω αντοχή. Αυτός ρέταρε μετά τα είκοσι μέτρα και προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.


Μέχρι να τελεσιδικήσει το ζήτημα το βράδι στο πανηγύρι, είχε μεσολαβήσει και η απονομή στους νικητές (καθότι είχαν περισσέψει κάτι μετάλλια στους απογευματινούς αγώνες στίβου), από το Δήμαρχο Ικαρίας αυτοπροσώπως παρακαλώ. Κανονική απονομή, με βάθρο και ανακοίνωση των ονομάτων και χειροκροτήματα. Κατηγορία «βετεράνων», λέει. Όχι και εντελώς βετεράνων βέβαια, καθώς ο τερματίσας δεύτερος πρόλαβε κι έτρεξε και στα πέντε χιλιάδες μέτρα. Όχι τίποτα βετεράνων, τα κανονικά πέντε χιλιάδες μέτρα. Και πήρε και το ασημένιο μετάλλιο· όχι παίζουμε.

Κατόπιν εορτής βέβαια ήθελαν κι άλλοι να παίξουν.

- Ρε γαμώτο, να μην προλάβω να κατέβω...
- Ε, καλά, του χρόνου.
- Σιγά μην επαναληφθεί τέτοιο σκηνικό του χρόνου.


Αυτό το «του χρόνου» έφτασε κάποτε και ξαναμαζεύτηκαν στην Ικαρία το καλοκαίρι που μόλις πέρασε, συν γυναιξί και τέκνοις (όσοι είχανε). Μεταξύ ποικιλίας και ούζου έπεφτε και καμμιά παραίνεση «με φειδώ παιδιά, έχουμε και αγώνες». Τζίφος βέβαια, αφειδώς πήγαιναν κάτω τα ούζα. Με μια πιθανή εξαίρεση, καθώς ο περσινός δευτεραθλητής, φέτος έκανε υγιεινή ζωή. Οι άλλοι οδηγούσαν από και προς τις παραλίες, κουβαλώντας κουτσούβελα και ομπρέλες και ψάθες, ενώ αυτός πηγαινοερχόταν με ποδήλατο. Και στον ανήφορο. Όταν δεν ποδηλατούσε, έκανε τζόγκιγκ· τον πέτυχα ένα σούρουπο στον Κάμπο.

- Να σε πάω με τ’ αμάξι;
- Άσε μωρέ, πάω με τα πόδια.
- Μιλάμε, εσύ κάνεις φουλ προπόνηση για το χρυσό μετάλλιο, έτσι;
- Ποιο μετάλλιο, πλάκα κάνεις; Έτσι για τη φάση τρέχω.


Φάση στη φάση, οι μέρες περνούσαν και πλησίαζε η μεγάλη μέρα για τους 82ους Πανικάριους Αγώνες. Άρχισα να μαζεύω συμμετοχές: Ο περσινός πρώτος δήλωνε έτοιμος για όλα. Ο δεύτερος όπως είπαμε ποδηλατούσε ακατάπαυστα. Ο τρίτος δεν έκανε δηλώσεις, έκανε ψαροτούφεκο. Ο τέταρτος συνέχιζε τα ούζα δηλώνοντας άμετρη εμπιστοσύνη στα θαύματα του καλού θεούλη. Ο πέμπτος δήλωσε ότι αρνείται να πέσει αν είναι δίπλα στον τέταρτο. Ο «ρε-γαμώτο-να-μην-προλάβω» φέτος θα προλάβαινε. Ο «κρύφτηκα-στο-πρακτορείο», ξεμύτισε πίσω από μια εφημερίδα και δήλωσε έτοιμος να ξεπλύνει τη ντροπή. Ο «σε-λίγο-έρχομαι» ακόμα αγνοείται – φήμες λέγουν ότι πήρε τα βουνά και εθεάθη τελευταία φορά σε ένα καφενείο στην Αρέθουσα.

- Πάντως κι αυτός αδυνατισμένος είναι, σχολίασε ο περσινός πρώτος. Ίσαμε δέκα κιλά έχει χάσει. Λες να κάνει προετοιμασία κρυφά;
- Δεν έχει μυϊκή μάζα, επέμεινε ο τέταρτος τσιμπολογώντας κάτι καλαμαράκια. Άκου με εμένα που ξέρω από μάζα.
- Εγώ δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, είπε ο πρώην-κρυμμένος-και-άρτι-εμφανισθείς κατεβάζοντας την εφημερίδα του. Το πανηγύρι είναι Σάββατο βράδι φέτος, πώς θα πάμε στους αγώνες Κυριακή πρωί; Όλοι σουρωμένοι θα είμαστε.
- Έλα μωρέ, εδώ είμαστε σουρωμένοι τις καθημερινές, στις Κυριακές θα κολλήσουμε; είπε ένας άλλος, άρτι αφιχθείς από το Νεπάλ. Άντε εβίβα!

Σάββατο βράδι, εν μέσω πανηγύρεως, τους τσέκαρα έναν προς έναν. Έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν μέχρι τις έξι το πρωί. Ξημέρωσε και χόρευαν ακόμα. «Αποκλείεται να γίνουν αγώνες», σκέφτηκα, «βετεράνων, τουλάχιστον», και πήγα ήσυχος για ύπνο.

Στις δώδεκα το μεσημέρι, χτύπησε το τηλέφωνο του περσινού πρώτου.

- Τι έγινε, πού είσαι; Αργείς; Οι άλλοι περιμένουν.
- Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί
, είπε κι έφυγε τρέχοντας.

Ήταν επτά αυτή τη φορά. Ο περσινός τρίτος δεν συμμετείχε, ενώ ο περσινός πέμπτος παρέμεινε πιστός στη δήλωση ότι δεν πέφτει στην ίδια κούρσα με τον τέταρτο. Ήρθε όμως ο «ρε-γαμώτο-να-μην-προλάβω», ο «κρύφτηκα-στο-πρακτορείο», ο «άρτι-αφιχθείς-από-το-Νεπάλ» κι ένας από τις Ράχες που είναι άγνωστο αν είχε ειδοποιηθεί επιτούτου ή αν είδε φως και μπήκε, πάντως έσπασε το Ευδηλιώτικο καρτέλ. Και ο αγώνας είχε τις συγκινήσεις του, παρά το ότι ο προπονημένος ποδηλάτης τους άφησε όλους ένα σώμα πίσω και κέρδισε καθαρά. Πίσω του ο περσινός πρώτος τώρα έμεινε δεύτερος, ενώ ο «πέρσι-δεν-πρόλαβα» φέτος πρόλαβε να βγει τρίτος. Ακολούθησε ο «κρύφτηκα-στο-πρακτορείο» που μετά τον αγώνα μετονομάστηκε σε «ξέπλυνα-τη-ντροπή». Ο από-τις-Ράχες ήρθε πέμπτος, ενώ ο περσινός τέταρτος (με τη μυϊκή μάζα) τώρα ήρθε έκτος, πλην όμως (θαύμα! θαύμα!) πάλι δεν ήταν τελευταίος, θέση που κατέλαβε ο αφιχθείς-απ-το-Νεπάλ, ο οποίος μάλλον ξεμέθυσε άξαφνα λίγη ώρα αφότου έπεσε στο νερό, σταμάτησε να κολυμπάει κι άρχισε να αναρωτιέται τι διάολο γυρεύει μέσα στη θάλασσα και γιατί άραγε κολυμπάνε του σκοτωμού όλοι αυτοί οι σαρανταφευγάτοι τύποι. Σε πιάνει μια αυτογνωσία στο Νεπάλ, όσο να ‘ναι.

Όσο για τα φετινά μεθεόρτια, εγώ ήμουνα στο βαπόρι για Πειραιά και δεν είδα την απονομή και τους απογευματινούς αγώνες, αλλά οι πληροφορίες λένε ότι ο «έτσι-για-τη-φάση-τρεχω» έτρεξε και φέτος στο πεντάρι του στίβου και πήρε πάλι το ασημένιο μετάλλιο. Φημολογείται επίσης ότι στον ακοντισμό υπήρξε ειδική κατηγορία «βετεράνων και εφήβων» όπου αγωνίστηκαν πατεράδες και παιδιά αντάμα, με σημαντικότερη είδηση ότι ο κριτής του αγωνίσματος κατάφερε να επιβιώσει αρτιμελής, χωρίς να του βγάλουν οι αθλητές κάνα μάτι (παρότι προσπάθησαν φιλότιμα).

Αν όλα πάνε καλά και δεν έχουμε καμμιά φύρα (είμαστε και σε κρίσιμη ηλικία οι βετεράνοι, μην ξεχνιόμαστε...) του χρόνου οι συμμετοχές αναμένεται αυξηθούν κι άλλο· μη σας πω ότι θα έχουμε και προκριματικές σειρές στην κατηγορία 40+ (κι όποιος αντέξει...). Στα πλαίσια του ευ αγωνίζεσθαι φημολογείται ότι θα αναζητηθούν εν δυνάμει αθλητές που προς το παρόν βρίσκονται αποκλεισμένοι σε ορεινά καφενεία, καθώς και ότι θα γίνει ειδική πρόσκληση και σε βετεράνους αποσταβέντου, ώστε να συμβάλλουν όλοι να ξαναζήσει ο ικαριακός αθλητισμός τις ιστορικές στιγμές του παρελθόντος.

Πάντως οι φήμες ότι ο περσινός πρώτος (και νυν δεύτερος) αγόρασε ήδη ποδήλατο και ξεκινάει προετοιμασία για του χρόνου, ελέγχονται ως ανακριβείς.


(Δημοσιεύτηκε στο Ikariamag στις 5/9/2012. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία για έναν παλιότερο αγώνα καταγράφει ο Νάσος Μπράτσος εδώ. Η φράση με τις συκοφαντίες του κιτρίνου τύπου είναι ατάκα του ηθοποιού Δημήτρη Νικολαΐδη στο ρόλο του ναυχου Γελεβουρδέζου στην παλιά ελληνική ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής».)