ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


29/4/08

Μάγισσες φέρτε βότανα


Στην παραλία του Φλες, δίπλα στον Εύδηλο, έχουμε περάσει κάμποσα εφηβικά και νεανικά καλοκαίρια. Την εποχή εκείνη η παραλία είχε ακόμα αρκετή άμμο, αλλά ήταν σε εξέλιξη ένα περίεργο γεωλογικό φαινόμενο όπου η άμμος "πήζει" και σχηματίζονται ψαμμιτικά πετρώματα. Σήμερα έχει σχεδόν τελείως πετρώσει όπως φαίνεται στη φωτογραφία, πιθανώς λόγω και των λιμενικών έργων που συνεχίζονται για χρόνια ακριβώς δίπλα. Η φωτογραφία άνωθεν είναι σχετικά πρόσφατη, και τραβήχτηκε το απόγευμα μιας Τρίτης του Πάσχα, καλή ώρα όπως σήμερα, το 2003 αν θυμάμαι καλά. Έκανε ζέστη εκείνη την ημέρα και η θάλασσα ήταν λάδι, οπότε πήγα φυσιολογικά για μπάνιο. Στο Φλες ήταν λίγος κόσμος, μια και για τους πιο πολλούς η θάλασσα ήταν ακόμα κρύα και η συγκεκριμένη παραλία όχι και πολύ ελκυστική.

Υπήρχαν δυο κορίτσια στο βάθος δεξιά που απολάμβαναν τα χάδια του ήλιου φορώντας μόνο το κάτω του μπικίνι τους. Υπήρχε ο Κ. κάπου στη μέση (νεαρός συγγενής μιας φίλης και ομολογουμένως πολύ ωραίο παιδί) που απολάμβανε τα χάδια του ήλιου με βερμουδίτσα. Υπήρχαν αριστερά και δυο μικρούλες κρουβαλίτσες (Σ.Σ. υποκοριστικό θηλυκού του ουσιαστικού "κρούβαλος" που δηλώνει εποχιακό επισκέπτη της Ικαρίας με σακκίδιο στην πλάτη και ενίοτε απρόβλεπτη συμπεριφορά) με μακριές ινδικές φούστες και πολύχρωμα έθνικ μπλουζάκια που δεν τις έβλεπε ήλιος. Έστρωσα τα συμπράγκαλά μου δίπλα στον Κ. που ήταν ο μόνος που ήξερα και τσίμπησα ένα βιβλιαράκι του Μπόρχες που είχα για ανάγνωση παρά θιν' αλός. Ο Κ. σχολίασε για λίγο ότι ο συγγραφέας δεν ήταν σε καμμία περίπτωση για παραλία κι έπειτα πήγε για βουτιά. Ξεκίνησε με ένα θεαματικό μακροβούτι που τον έβγαλε προς τα δεξιά, και μετά από μερικές απλωτές ξαναβγήκε δίπλα στις γοργόνες με το μονοκίνι και τους έπιασε κουβέντα. Μπορεί και να γνωριζόντουσαν ήδη.

Έμεινα να εμβαθύνω στο Μπόρχες, όταν παρατήρησα ότι οι κρουβαλίτσες είχαν αποβάλλει τα έθνικ και είχαν μείνει κι αυτές με τα κάτω μαγιώ. Ως καθώς πρέπει κύριος με τη δέουσα αγωγή είπα να γυρίσω από την άλλη για να μη φαίνομαι ως μπανιστηρτζής, αλλά σε εκείνη τη θέση ο αέρας μου έφερνε όλες τις κουβέντες των κοριτσιών, που με κάποια έκπληξη συνειδητοποίησα ότι ήταν θρησκευτικού περιεχομένου. Ή τέλος πάντων, κάτι τέτοιο, διότι με αφορμή το μόλις προηγηθέν Πάσχα συζήτησαν για το αν ο Ιησούς είχε πάει στο Θιβέτ ή στην Ινδία, και μετά μεταφέρθηκαν στο αιχμηρό θέμα του ανοίγματος των τσάκρας μέσω διαλογισμού ή γιόγκας (δεν είμαι σίγουρος) και μετά από λίγο στην επίδραση της νέας Σελήνης στην ερωτική επιθυμία, αλλά και στη σημασία της για την επιτυχία των επικλήσεων στα πνεύματα.

Λόγω ενός αμαλγάματος χριστιανικού υποβάθρου και ορθολογιστικής επιμόρφωσης που συναπαρτίζουν τους πνευματικούς μου ορίζοντες, οι "μαγικές" ερμηνείες του κόσμου μου προκαλούν εσχάτως έντονα φαινόμενα αναφυλαξίας, φαγούρα, φλούμπες, λόξιγκα και ακατάσχετη ροπή προς έκλυση αερίων του θερμοκηπίου. Δεν ήταν πάντα έτσι - νεώτερος είχα πολύ μεγαλύτερη ανοχή απέναντι στη διαφορετικότητα από ό,τι σήμερα. Όμως το γήρας ου γαρ έρχεται μόνον. Έκλεισα το Άλεφ και άρχισα να αναπολώ τις επαφές μου με τα μαγικά παράλληλα σύμπαντα του αιώνος τούτου. Για κάποιο ίσως όχι τυχαίο λόγο, οι φορείς τους πάντοτε ήταν γυναίκες.

Την πρώτη τη γνώρισα πριν καμιά εικοσαετία και βάλε στο πανεπιστήμιο - κρατούσε μια νάιλον σακκούλα σουπερμάρκετ και έψαχνε εναγωνίως να βρει το εργαστήριο φυσικής ανθρωπολογίας. Προσφέρθηκα να την οδηγήσω και (μια και μου φάνηκε κάπως νοστιμούλα και χαριτωμένη) είπα να ψάξω άκρη για παραπάνω κουβεντούλα, οπότε τη ρώτησα τι ακριβώς αναζητούσε. Μου εξήγησε ότι είχε μάθει ότι αναλύαμε οστά στο μάθημα της φυσικής ανθρωπολογίας και μπορούσαμε από αυτά να αντλήσουμε πληροφορίες. Τη ρώτησα γιατί την απασχολούσαν οι πληροφορίες των οστών εφόσον δεν ήταν του αντικειμένου (δεν ήταν καν φοιτήτρια) και μου εξήγησε ότι είχε φέρει ένα κρανίο για εξέταση. Χαμογέλασα με συγκατάβαση, αλλά μου πάγωσε το χαμόγελο όταν άνοιξε τη νάιλον σακκούλα και έβγαλε από μέσα ένα κρανίο - εμφανώς ανθρώπινο.

Ο βοηθός του εργαστηρίου ανθρωπολογίας άκουσε το αίτημα με ένα μίγμα περιφρόνησης και περιέργειας. Αρνήθηκε να αγγίξει το κρανίο, καθώς η κοπέλα αδυνατούσε να τον βεβαιώσει ότι το αντικείμενο είχε αποστειρωθεί δια κλιβανισμού, οπότε ήταν ύποπτο για μολυσματικούς μικροοργανισμούς. Αποφάνθηκε εκ του μακρόθεν ότι ανήκε σε γυναίκα, νεαρής ηλικίας μάλλον, ίσως γύρω στα είκοσι, όπως φαινόταν από την ατελή συνοστέωση των ραφών. Δεν είχε εμφανείς κακώσεις αλλά υπήρχε μια "γενική καχεξία" όπως μας είπε, και υποψιαζόταν ότι κάποια σημάδια μπορεί να είχαν σχέση με φυματίωση. Μας συμβούλεψε να πλύνουμε καλά τα χέρια μας, σε κάθε περίπτωση. Ύστερα τη ρώτησε πού το βρήκε. Του είπε κάτι μπερδεμένα ότι της το έδωσε κάποιος που του το έδωσε ο πατέρας του που ήταν γιατρός.

Βγαίνοντας, την πήγα στις τουαλέτες για πλύσιμο χεριών - των δικών της χεριών. Απομακρύνθηκα εν τάχει με ελαφριά πηδηματάκια. Η κοπέλα μπήκε μέσα με φόρα και έσπρωξε την πόρτα πίσω της. Ατυχώς εκείνη τη στιγμή μισοδιαλύθηκε το χερούλι από την απότομη πρόσκρουση και η πόρτα φράκαρε. Αφού έκανε διάφορες άκαρπες προσπάθειες που δεν έλυσαν το πρόβλημα, κατέφυγε στη μόνη επιλογή που συνήθως χρησιμοποιεί ο κόσμος: έβαλε τις φωνές. Όχι τόσο καλή μέθοδος ώστε να τρομάξει η πόρτα και να ανοίξει μόνη της, αλλά αρκετά καλή για να πάρω είδηση εγώ που δεν είχα απομακρυνθεί και πάρα πολύ και να επιστρέψω. Της είπα να μην ανησυχεί, μουρμούρισα ένα "σουπερκαλιφράτζιλις εξπιαλιντόσιους" και τράβηξα το γλωσσίδι προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε να απελευθερωθεί η πόρτα, η οποία άνοιξε διάπλατα πετώντας με φόρα έξω από τις τουαλέτες την κοπέλα που στο διάβα της έδωσε μια γερή κλωτσιά στη σακούλα κι έστειλε το κρανίο να ρολάρει στον κεντρικό διάδρομο του Τμήματος Βιολογίας.

Πρόλαβα να το σκεπάσω με τη σακούλα πριν πάθουν υστερία οι διερχόμενες συμφοιτήτριες και εξήγησα ότι είναι για το μάθημα της ανθρωπολογίας, πράγμα που στο συγκεκριμένο περιβάλλον ακουγόταν λογικό. Ύστερα περιμάζεψα την έντρομη κοπέλα και την πήγα στο κυλικείο με το στανιό, αφού καμουφλάρισα τη σακούλα της με μια δεύτερη που έγραφε "νεωτερισμοί - είδη προικός". Την κέρασα καφέ μέχρι να ηρεμήσει κάπως. Μου είπε ευχαριστώ και χαμογέλασε. Είδα ότι φορούσε ορθοδοντικά σιδεράκια. Είχε καστανά ίσια μαλλιά και φωτεινά μάτια, επίσης καστανά. Λεπτή, πολύ λεπτή.

Την άφησα να μιλήσει όταν και όπως ήθελε, και μου είπε ότι το κρανίο το είχε βρει μόνη της στο οστεοφυλάκιο ενός νεκροταφείου στο χωριό των παππούδων της και το μάζεψε. Ήθελε να το χρησιμοποιήσει, λέει, για επικλήσεις. Πνευμάτων. Κανονικά θα έπρεπε να γελάσω, αλλά δε μου φάνηκε αστείο. Λόγω κρανίου, κυρίως. Κοίταξα με περισυλλογή το φραπέ μου και τη ρώτησα αν περίμενε από τα πνεύματα να της πουν κάτι που δεν το ήξερε ήδη μέσα της. Για κάποιο λόγο της φάνηκε πολύ βαθυστόχαστο αυτό και με ρώτησε αν πιστεύω στη μαγεία. Της είπα όχι αλλά μου επισήμανε ότι λίγο πριν είχα χρησιμοποιήσει ένα ξόρκι για να ανοίξω την πόρτα. Της εξήγησα ότι είχα χρησιμοποιήσει ένα δάχτυλο στη σωστή θέση και το ξόρκι προερχόταν από τη Μαίρη Πόππινς.

Δεν επέμεινε. Μου είπε όμως - με κάποια απογοήτευση - ότι τα πνεύματα που περίμενε δεν εμφανιζόντουσαν και έλπιζε ότι αν επικαλούνταν το πνεύμα του κρανίου μπορεί να είχε καλύτερη τύχη. Γι' αυτό έφερε το κρανίο για εξέταση: τώρα πια ήξερε ότι ήταν κάποια γυναίκα και μάλιστα γύρω στα είκοσι. "Είμαστε ίδια ηλικία, κατάλαβες; Μοιάζουμε." Της είπα ότι με βάση την προέλευση του κρανίου και την πιθανή φυματίωση, μάλλον την ηλικία της προγιαγιάς της θα είχε το πνεύμα, και πιθανώς αντίστοιχης εποχής αντιλήψεις. Γέλασε. Μου υποσχέθηκε πάντως πως αν δεν ερχόταν το πνεύμα, θα πήγαινε το κρανίο πίσω στη θέση του, στο οστεοφυλάκιο του χωριού.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε να φύγει. Μου είπε ότι δούλευε σε μια καφετέρια στο κέντρο και έπρεπε να πάει στη δουλειά. Με ρώτησε αν ήθελα να περάσω καμμιά μέρα. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ούτε facebook ούτε email ούτε κινητά, οπότε ή διαθεσιμότητα μπορεί να δηλωνόταν κι έτσι. Της είπα "οπωσδήποτε" και της κράτησα για λίγο το χέρι στο δικό μου. Ήταν λίγο κρύο, αλλά τα δάχτυλά της άφησαν στην παλάμη μου κάτι που μπορεί και να ήταν χάδι. Ύστερα είπαμε "γεια" και έμεινα να την κοιτάζω καθώς περπατούσε ανάμεσα στα τραπέζια και τις καρέκλες, κρατώντας τη σακούλα "νεωτερισμοί - είδη προικός".

Στην καφετέρια δεν πήγα. Σε λίγο καιρό ξέχασα και το όνομα της κοπέλας. Με τα χρόνια, τα χαρακτηριστικά της μπερδεύονται στη μνήμη μου με αυτά των άλλων. Εκείνης που μου είπε κάποτε ότι "μαγεία είναι μια άλλης τάξης φυσική, της οποίας αγνοούμε τους νόμους". Μιας άλλης, που μου είπε ότι έρχεται είκοσι χρόνια στην Ικαρία μόνο και μόνο για να πάει σε ένα συγκεκριμένο σημείο που "έχει κάτι - μια μαγική αύρα". Μιας τρίτης που μου είπε ότι τη συγκεκριμένη εποχή ταυτιζόταν με την Μπλανς στο "Λεωφορείον ο Πόθος" και δεν είχα καταλάβει πού κόλλαγε αυτό μέχρι που άκουσα στο ραδιόφωνο την Πέμη Ζούνη να μεταφέρει μια φράση της Μπλανς που έλεγε "Δεν θέλω αλήθεια - θέλω μαγεία". Κι ακόμα, μιας άλλης λεπτής καστανής κοπέλας με ορθοδοντικά σιδεράκια, που γνώρισα ένα βράδι Αυγούστου που έβρεξε ξαφνικά και που δεν μου είπε τίποτα αλλά τα δάχτυλά της άφησαν στην παλάμη μου κάτι που μπορεί και να ήταν χάδι, τώρα που το ξανασκέφτομαι.

Οι κρουβαλίτσες βούτηξαν στη θάλασσα. Άρχισε ένα αεράκι, ένας ανάλαφρος βοριάς. Το νερό αναδεύτηκε κι έβγαλε ένα μικρό κυματισμό. Απέναντι εμφανίστηκε το Εξπρες Ολύμπια, προερχόμενο από τον Πειραιά. Θα πήγαινε Σάμο και μετά από λίγες ώρες θα επέστρεφε να με γυρίσει στην Αθήνα και τη δουλειά. Τράβηξα ακόμα μια φωτογραφία, αυτήν παρακάτω. Δεν φαίνονται, αλλά οι δύο κρουβαλίτσες ήταν αριστερά ακριβώς στο όριο του κάδρου.


Μάζεψα το Άλεφ και τα συμπράγκαλα και ανηφόρισα προς το εκκλησάκι της Παναγίας αρχικά και μετά προς τον αμαξωτό δρόμο. Φτάνοντας, έριξα μια ματιά στην παραλία. Οι τέσσερις κοπέλες είχαν μαζευτεί γύρω από τον Κ. που έδινε μια παράσταση παντομίμας - χειρονομούσε και έκανε τούμπες στην τσιμεντωμένη άμμο. Ήταν πολύ εκφραστικός - στο τέλος οι κοπέλες χειροκρότησαν. Ύστερα όλοι μαζί έπεσαν στη θάλασσα με γέλια και φωνές.

Μου πέρασε απ' το μυαλό ότι περίμεναν υπομονετικά μέχρι να φύγω. Αλλά πάλι, μπορεί και να ήταν τυχαίο, ποτέ δεν ξέρεις.

20/4/08

Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι

Βάγια βάγια των βαγιών τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή τρώνε το παχύ τ' αρνί


Η παράδοση των καλάντων των Βαΐων (ή του Λαζάρου) πρέπει να έχει εκλείψει σχεδόν από παντού. Προσωπικά δεν ήμουν καθόλου ενήμερος ότι υπήρχαν και τέτοια κάλαντα, μέχρι που στο Λύκειο διάβασα κάτι σχετικό σε ένα βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου με τίτλο "Αστραδενή", όπου ένα κοριτσάκι από τη Σύμη ξεκινάει να πει Λαζαρίτικα στην Αθήνα της δεκαετίας του '70 ή κάπου τότε. Η αδιαφορία των Αθηναίων για το δρώμενο είναι το μικρότερο από τα κακά που θα αντιμετωπίσει το κοριτσάκι μέχρι το τέλος του βιβλίου - θυμάμαι ότι είχα γράψει μια επαινετική βιβλιοκρισία στο "Μπορεί...", αν και με τα σημερινά μου λογοτεχνικά γούστα το έχω μετανιώσει φριχτά βέβαια...

Μου κάνει μια σχετική εντύπωση που δεν είχα ακούσει ποτέ για το σχετικό έθιμο στην Ικαρία, ούτε καν στις αφηγήσεις της γιαγιάς μου. Ίσως βέβαια να φταίει το γεγονός ότι τη σχετική διαδικασία την έφερναν εις πέρας μόνο κορίτσια, από ό,τι διαβάζω στο διαδίκτυο για διάφορα αντίστοιχα έθιμα κατά τόπους. Κρατώντας κάποια χειροτεχνήματα που λέγονταν "Λαζαρίνες", ξεκινούσαν την αφήγηση (μεταφέρω μια εκδοχή της Στερεάς Ελλάδας):

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Που ήσουν Λάζαρε; Που 'σουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, στους πεθαμένους.


Σε άλλες παραλλαγές είναι εμφανέστερη γλωσσικά η λόγια (βυζαντινή;) προέλευση των στίχων (όπως άλλωστε και στα κάλαντα των Χριστουγέννων) και υφίσταται μια κάπως εκτεταμένη αφήγηση των σχετικών γεγονότων όπως περίπου περιγράφονται στο ευαγγέλιο. Για προφανείς τοπικιστικούς λόγους παραθέτω την ελλιπή Ικαριακή εκδοχή από το βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού "Λαϊκά τραγούδια της Ικαρίας":

Λάζαρε, λαζαρωμένε και με τα κεριά ζωσμένε.
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου,
Λάζαρος ανελυτρώθη ανεστήθη κι εσηκώθη.


Ακολουθεί ένα κομμάτι που δίνει το λόγο στον ίδιο τον αναστημένο, για να δώσει μια περιγραφή του θανάτου:

Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.


Σε μια άλλη, Ικαριακή επίσης, παραλλαγή, η περιγραφή είναι κάπως λεπτομερέστερη:

Στον Άδην είδα κόκκαλα ρηγάδων και πασάδων
μα δεν ηξεχωρίζασιν από των δουλευτάδων.


Δεν είμαι σίγουρος πόσο παλιά εκφυλίστηκε και σταμάτησε το έθιμο. Φαντάζομαι πάντως ότι όπως όλα τα κάλαντα, έτσι κι αυτά θα περιελάμβαναν ευχές προς τους νοικοκυρέους για μακροημέρευση και ευτυχία, καθώς και προτροπές για καλή αμοιβή. Έτσι, στο βιβλίο του Πουλιανού διαβάζω ότι εάν υπήρχε αμοιβή (συνήθως ένα αυγό), έλεγαν "Λάζαρος στην πόρτα σου, να γεννήσει η κότα σου". Αν όμως δεν ερχόταν το αυγό, αντί "να γεννήσει" έλεγαν "να ψοφήσει". Συχνά στις τυποποιημένες ευχές έμπαιναν και προσθήκες για τα άλλα μέλη της οικογένειας, ορισμένες ίσως σκωπτικές ή με παιγνιώδη διάθεση. Κάπως έτσι φαντάζομαι θα προήλθε η εκδοχή από τα Βαΐτικα κάλαντα που τραγουδούσαν (πιτσιρίκια ακόμα τότε) τα παιδιά του Θανάση Παπακωνσταντίνου σε ένα δίσκο του μπαμπά τους προ ετών:

Κυρά έχεις όμορφο μικρό στο μόσχο αναθρεμμένο.
Το λούζουν, το στολίζουνε στο δάσκαλο το στέλνεις.
Το καρτεράει ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα,
το καρτεράει η δασκάλισσα με δυο κλωνάρια μόσχο.
Παιδί μου πού ειν' τα γράμματα, παιδί μου πού ειν' ο νους σου;
Τα γράμματά μου στο χαρτί κι νους μου πέρα δέρνει,
πέρα στις νιες τις όμορφες, πέρα στις μαυρομάτες
που 'χουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι.


Ορίστε μας, άλλη δουλειά δεν είχαμε χρονιάρες μέρες, πάλι στις μαυρομάτες το ρίξαμε...

Λίγο νεράκι, σα να λέμε, μήπως και ξεπλυθεί το φαρμάκι.



(Η αγιογραφία του Θεοφάνη με την έγερση του Λαζάρου, αλιεύθηκε στην ιστοσελίδα http://home.yebo.co.za/~xenitis/Cretan2gr.html και προέρχεται από την έκδοση "Θησαυροί του Αγίου Όρους". Τα κάλαντα στην εκδοχή Θανάση Παπακωσταντίνου και Υιών είναι από το δίσκο "Αγρύπνια". Το βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού είναι μάλλον αυτοέκδοση, καθώς φέρει μόνο την ένδειξη "Αθήναι 1964". Το αγόρασα σε ένα πρακτορείο τύπου στον Εύδηλο.).

15/4/08

Σιγά τα λάχανα

Μια φίλη που ασχολείται με την ψυχολογία μου έδωσε κάποτε να διαβάσω ένα βιβλίο που την είχε εντυπωσιάσει. Το βιβλίο λεγόταν "Το δέντρο της γνώσης" και δεν είχε καμμία σχέση με γεωπονικές επιστήμες και δέντρα εν γένει. Συγγραφείς είναι δύο τύποι που λέγονται Humberto Maturana και Francisco Varela και στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάτοπτρο. Ο υπότιτλος εξηγεί ότι το βιβλίο αναφέρεται στις βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης.

Σε αντίθεση με τη φίλη μου, εγώ δεν εντυπωσιάστηκα καθόλου από το βιβλίο, και ο βασικός λόγος ήταν ότι δεν κατάλαβα τίποτα. Όχι ότι δεν έχω το υπόβαθρο (λέμε τώρα...) βιολογικών γνώσεων, αλλά μάλλον επειδή δεν έχω καμιά φοβερή σκασίλα για την ψυχολογία ως επιστήμη και όλη αυτή η ιστορία που λένε "γνωσιακή επιστήμη" (cognitive science) όπου και μάλλον εντάσσεται το πόνημα μου φαίνεται κάπως εξωγήινη. Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, το είχα δανειστεί το βιβλίο Φθινόπωρο και έφτανε Καλοκαίρι χωρίς να έχω πάει πέρα από τις πρώτες είκοσι σελίδες, όταν η φίλη μου το ζήτησε πίσω κάπως επιτακτικά. Ξεσκίστηκα να το διαβάσω σε δυο μέρες από υποχρέωση, ξεπέταξα και κάποια συμπεράσματα άμα τυχόν με ρωτούσε πως μου φάνηκε, και το επέστρεψα. Δε με ρώτησε.

Μετά από λίγο καιρό ξέχασα τα πάντα σχετικά, εκτός από μια εισαγωγική παράγραφο (ας πούμε "προμετωπίδα") που είναι και η μόνη με κάποιο φυτολογικό ενδιαφέρον. Στα πλαίσια της ανάγκης μου να αναρτώ κάθε τόσο κάποιο τσιτάτο (κατ' ευφημισμόν τροφή για τη σκέψη) , σπεύδω να τη μοιραστώ με το πολυπληθές κοινό του ιστολογίου:

(...) Διηγούνται μια ιστορία για κάποιο νησί, που οι κάτοικοί του επιθυμούσαν σφοδρά να πάνε σε άλλο τόπο, όπου θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μια ζωή υγιέστερη και δικαιότερη. Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι η τέχνη και η επιστήμη της κολύμβησης και της ναυσιπλοΐας δεν είχαν αναπτυχθεί ποτέ - ή ίσως να είχαν χαθεί από καιρό. Και αυτός ήταν ο λόγος που ορισμένοι κάτοικοι ούτε καν επέτρεπαν στον εαυτό τους να σκέφτεται εναλλακτικούς τρόπους ζωής από αυτόν του νησιού, ενώ κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να βρουν λύσεις στα προβλήματά τους, χωρίς ωστόσο να ανησυχούν για την απόκτηση της γνώσης που τους ήταν απαραίτητη για να διασχίσουν τη θάλασσα.

Από καιρό σε καιρό κάποιοι νησιώτες ξαναεπινοούσαν την τέχνη της κολύμβησης και της ναυσιπλοΐας και από καιρό σε καιρό τους πλησίαζε κάποιος μελετητής και τότε γινόταν ένας διάλογος σαν αυτόν που ακολουθεί:

- Θέλω να ταξιδέψω σε άλλο τόπο.
- Τότε πρέπει να μάθεις να κολυμπάς. Είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο;
- Ναι, αλλά θέλω να πάρω μαζί μου έναν τόνο από τα λάχανά μου.
- Ποια λάχανα;
- Την τροφή που θα χρειαστώ στην άλλη μεριά ή οπουδήποτε πάω να εγκατασταθώ.
- Και αν υπάρχουν τροφές στην άλλη μεριά;
- Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Δεν είμαι σίγουρος. Πρέπει να πάρω μαζί μου τα λάχανά μου.
- Δεν θα μπορείς, όμως, να κολυμπήσεις κουβαλώντας έναν τόνο λάχανα, είναι πάρα πολύ μεγάλο βάρος.
- Μα τότε είναι ανώφελο να μάθω να κολυμπώ. Εσύ αποκαλείς τα λάχανά μου βάρος. εγώ τα ονομάζω βασική μου διατροφή.
- Αν υποθέσουμε ότι αυτό ήταν μια αλληγορία και ότι δεν μιλάμε για λάχανα, αλλά για έμμονες ιδέες, εικασίες ή βεβαιότητες;
- Χμμ... Πάω να μεταφέρω τα λάχανά μου σε κάποιον που καταλαβαίνει τις ανάγκες μου.

Να διευκρινίσω πάντως ότι προσωπικά θα ταυτιζόμουν άνετα με τον τύπο που δεν πάει πουθενά χωρίς τα λάχανά του, αρκεί αντί για λάχανα να ήταν μαρούλια με λιαστή ντομάτα και μπαλσάμικο, συνοδεία γραβιέρας και εκλεκτού κόκκινου κρασιού. Και μερικά μπριζολάκια να βρίσκονται (ας μη με παρεξηγήσουν τυχόν φυτοφάγοι αναγνώστες...).

Διότι άμα είναι να είσαι του κάθε περαστικού μελετητή το πειραματόζωο, φρόντισε τουλάχιστον να την περνάς ζάχαρη...

11/4/08

Ούλοι εμείς εφέντη

Η φράση του τίτλου της ανάρτησης προέρχεται από ένα περιστατικό του οποίου την ακρίβεια δεν έχω ελέγξει σε βάθος, ωστόσο το έχω συναντήσει σε διάφορες "Ιστορίες της Ικαρίας" καθώς και σε πολλές προφορικές αφηγήσεις. Αν και δεν έχω διαβάσει (ούτε φαντάζομαι ότι θα υπάρχει) κάποια γενική ιστορία των μέσων χρόνων που να περιγράφει τα γεγονότα του ύστερου Μεσαίωνα ή των πρώτων Νεώτερων χρόνων από τη σκοπιά των νησιών του Αιγαίου, μπορώ σε γενικές γραμμές να φανταστώ τα ιστορικά συμφραζόμενα χωρίς να φοβάμαι ότι πέφτω και πολύ έξω.

Η Ικαρία την περίοδο της Φραγκοκρατίας φαίνεται πως είχε περιέλθει στο φέουδο της Γενοβέζικης οικογένειας των Justiniani που κατείχαν ακόμη τη Χίο και τη Σάμο. Από εκείνη την εποχή μάλλον προέρχεται ένα δημοτικό τραγούδι για το Κάστρο του Κοσκινά που ξεκινάει με τη φράση "Ανάθεμα τη Γένοβα". Η επέκταση των Οθωμανών φαίνεται πως έκανε τους Γενοβέζους να μαζευτούν σε ένα μέρος που προσφερόταν περισσότερο προς υπεράσπιση, κι έτσι πιθανολογείται ότι μία των ημερών τα μάζεψαν και έφυγαν (ίσως συνοδευόμενοι από τυχόν εκλατινισμένους Έλληνες) με κατεύθυνση τη Χίο, όπου ο οχυρωμένος Ανάβατος απετέλεσε καταφύγιό τους για κάποια χρόνια ακόμα. Οι εναπομείναντες κάτοικοι της Ικαρίας φαίνεται πως αποτραβήχτηκαν στα βουνά και τα οροπέδια, και εκμεταλλευόμενοι το χωρίς φυσικά λιμάνια, απρόσιτο νησί τους, ανέπτυξαν μια ολόκληρη τέχνη "λάθρας" επιβίωσης και πέρασαν σχεδόν ολόκληρο το 16ο αιώνα σε κατάσταση "αφάνειας", ειδικά σε σχέση με κατακτητές και πειρατές.

Η κατάσταση αυτή έλαβε τέλος στα τέλη του 16ου αιώνα, οπότε η οθωμανική διοίκηση μάλλον ανακάλυψε ότι το νησί κατοικείται και διόρισε κάποιον αξιωματούχο με διοικητικές ή δικαστικές αρμοδιότητες. Δεν είμαι σίγουρος αν η αφήγηση αφορά τον πρώτο κατά σειρά διοικητή ή κάποιον από τους διαδόχους του, και δεν ξέρω αν έχουν διασωθεί κάπου τα ονόματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Φαίνεται πάντως ότι ο εν λόγω αξιωματούχος ήταν ιδιαιτέρως σκληρός και άδικος, ώστε να προκαλέσει τη δίκαια αγανάκτηση του χριστιανικού πληθυσμού.

Η παράδοση λέει ότι μια μέρα ο διοικητής αγγάρεψε δύο Καριώτες να τον κουβαλήσουν (με φορείο) από το Φανάρι (στα ανατολικά του νησιού) μέχρι τις Ράχες (στα δυτικά), και τους έταξε κι ένα αρνί δώρο αν έφταναν την ίδια μέρα. Σε ένα σημείο της διαδρομής που (μάλλον όχι τυχαία) λέγεται "Κακόν πέραμα" και είναι ιδιαιτέρως απόκρημνο, ο διοικητής βρέθηκε μαζί με το φορείο στο γκρεμό. Λέγεται μάλιστα ότι το σύνθημα το έδωσε ο ίδιος αυτοπροσώπως, καθώς οι Καριώτες είχαν μια σχετική διχογνωμία για το αν έπρεπε να τον πετάξουν με το φορείο ή να τον κατεβάσουν πρώτα και να τον σκοτώσουν μετά. Έτσι, τον ρώτησαν "Αγά, συγκούδουνο 'α μας το δώκεις τ' αρνί;" (όπου "'α" σημαίνει "θα" και "συγκούδουνο" σημαίνει "με κουδούνι"). Ο αγάς είπε "συγκούδουνο" και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη διότι εξεμέτρησε το ζην μαζί με το φορείο. Η έκφραση "αυτός πήγε συγκούδουνος" στα καριώτικα χρησιμοποιείται με παρόμοιο συνθηματικό νόημα, μέχρι σήμερα.

Ο επόμενος Οθωμανός αξιωματούχος συγκέντρωσε το λαό και ζήτησε να του παραδώσουν τους δράστες για να μην τιμωρηθούν όλοι - αλλά δεν τους παρέδωσαν. Στην επίμονη ερώτηση "Ποιος σκότωσε τον αγά" ελάμβανε ομοθυμαδόν την απάντηση "Ούλοι εμείς εφέντη". Είδε κι απόειδε, κι αντί να τιμωρήσει κανέναν, τους άφησε όλους ήσυχους. Το ηθικό δίδαγμα για τους Καριώτες ήταν ότι η συλλογικότητα εν τέλει ανταμοίβεται - και διατήρησαν παρόμοιες συμπεριφορές αλληλεγγύης σε διάφορες περιστάσεις έκτοτε.

Οι Καριώτες συμμετείχαν σε διάφορες εξεγέρσεις της περιόδου της Τουρκοκρατίας, χωρίς πάντως να γράψουν και καμιά μεγάλη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού έθνους όπως άλλοι νησιώτες, καθώς πάντα ήταν πολύ λίγοι, πολύ φτωχοί και πολύ ασήμαντοι. Η οθωμανική διοίκηση διατηρήθηκε μέχρι το 1912, οπότε μια "ξαφνική" επανάσταση τις παραμονές των βαλκανικών πολέμων έστειλε τους λιγοστούς Τούρκους στρατιώτες και υπαλλήλους σπίτια τους και ανακήρυξε τη βραχύβια "Ελευθέρα Πολιτεία της Ικαρίας" που σύντομα ενώθηκε με την Ελλάδα.

Οι μητέρες πατρίδες καμιά φορά συμπεριφέρονται κάπως σαν κακιές μητριές, κι έτσι ένα από τα πρώτα μέτρα που ελήφθησαν μόλις καταλάγιασαν τα πράγματα από τους πολέμους και τις καταστροφές ήταν να οριστεί η Ικαρία (όπως και άλλα νησιά) ως τόπος εξορίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, με το νόμο του Βενιζέλου που όριζε τον κομμουνισμό ως ιδιώνυμο αδίκημα, "φιλοξενήθηκαν" στην Ικαρία αρκετές χιλιάδες κομμουνιστές, πολλοί από τους οποίους ήταν μορφωμένοι υπάλληλοι, δάσκαλοι, γιατροί κλπ. Η παρουσία τους μάλλον συνετέλεσε στο να γίνει η Ικαρία το κατεξοχήν "κόκκινο" νησί έως σήμερα, που σπανίως τα ποσοστά του ΚΚΕ στις εκλογές πέφτουν κάτω από 40-45%.

(Εξόριστοι στην Ικαρία - φωτογραφία από την ιστοσελίδα www.geocities.com/hliotro/gr/aistratis.htm)

Αν και χάρη σε μια ενδιαφέρουσα ιστορική συγκυρία στην Ικαρία δεν έγινε εμφύλιος πόλεμος με τη "συμβατική" έννοια του όρου, ορισμένοι φυγόστρατοι ή παράνομοι οιονεί "αντάρτες" παρέμειναν στο νησί μετά τη λήξη του Εμφυλίου το 1949, και παρά το κυνηγητό των αρχών, επιβίωσαν με την υποστήριξη ή την ανοχή του τοπικού πληθυσμού μέχρι το 1955 οπότε κατάφεραν να δραπετεύσουν με ένα καΐκι προς τις τότε "σοσιαλιστικές χώρες". Πριν λίγο καιρό νομίζω πως πέθανε και ο τελευταίος από αυτούς. Την ιστορία την έχουν αφηγηθεί ορισμένοι από τους ίδιους σε βιβλία με αναμνήσεις, και επιχείρησε να την ανασυστήσει μια ταινία που γύρισε πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια ένας Καριώτης σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο Λεωνίδας Βαρδαρός, και φέρει τον τίτλο "Ούλοι εμείς εφέντη". Όπως είναι προφανές από τον τίτλο, η βασική σύλληψη της ταινίας είναι ότι ο λαός αντιστέκεται στην αδικία τόσο του Οθωμανού δυνάστη όσο και του μετεμφυλιακού κράτους κάμποσες γενιές αργότερα.

Όσα ελαφρυντικά και αν επιστρατεύσει κανείς, η ταινία πάσχει σε πάρα πολλά, και αν δεν ήταν ικαριακού ενδιαφέροντος θα έλεγα ότι είναι απλώς κακή. Κακή-ξεκακή όμως, είναι με κάποιο τρόπο ενδιαφέρουσα για τους αυτόχθονες και ορισμένους μυημένους. Η ταινία προβλήθηκε αρχικά σε τρία περιφερειακά σινεμά χωρίς πολλές προσδοκίες. Ωστόσο, παίχτηκε για μήνες και τελικά έκοψε έναν υπερφυσικό αριθμό εισιτηρίων, αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Στο ετερόκλητο κοινό περιλαμβάνονταν γηραιοί αγωνιστές του Κόμματος (ένα είναι το Κόμμα), Καριώτες ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων, φίλοι και γνωστοί των πρωταγωνιστών και των κομπάρσων καθώς και κάμποσοι τρελαμένοι που πήγαιναν και ξαναπήγαιναν και ξαναματαπήγαιναν για ανεξιχνίαστους λόγους, τοπικιστικού μάλλον παρά κομματικού πατριωτισμού. Έτσι, δε με εξέπληξε τόσο που έπεσα πάνω στην Αλέκα Παπαρήγα αυτοπροσώπως στην είσοδο του σινεμά, όσο που ξεσηκώθηκαν μια μέρα η μαμά μου και ο μπαμπάς μου που είχαν να πάνε σινεμά από το 1968, και γύρισαν κατενθουσιασμένοι παρόλη τη μηδενική σχέση τους με την πολιτική θέση της ταινίας.

Ένας επιπλέον λόγος για να ενθουσιαστούν ήταν ότι αναγνώρισαν επί της οθόνης διαφόρους γνωστούς και φίλους, ανήψια, ξαδέλφια και κουμπάρους. Πολλά από τα γυρίσματα έγιναν στην Ακαμάτρα (το προγονικό μας χωριό), που η πλατεία της δε διαφέρει και πολύ από το 1950. Μεταξύ του πλήθους των κομπάρσων ήταν και η αγελάδα του Κ. (που ρίχνει ένα συγκλονιστικό μουγκάνισμα στο παράθυρο του υποτιθέμενου τμήματος της Χωροφυλακής - μια σκηνή που γυριζόταν επί ώρες διότι οι αγελάδες δεν έχουν όπισθεν ούτε υδραυλικό τιμόνι και για να ξαναγυριστεί το πλάνο έπρεπε να την πάνε βόλτα στο μισό χωριό). Επίσης, ο εξάδελφος Μ. που λόγω γενικευμένης κουφαμάρας δεν αντιλαμβανόταν πότε ήταν το γύρισμα και μπαινόβγαινε στο μαγαζί του που ήταν το σκηνικό σε διάφορα άσχετα πλάνα.

Σε άλλα γυρίσματα πάλι, στον Εύδηλο, ορισμένοι ορκίζονται ότι ο φίλος Ζ. που περνάει κάποια στιγμή μπροστά από την κάμερα φοράει εν έτει 1952 μπλουζάκι πόλο και τζην (αν και ο ίδιος το αρνείται κατηγορηματικά). Σίγουρα τζην και αθλητικά φοράει τύπος που έρχεται από το βάθος του πλάνου κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης εκκένωσης της Αρέθουσας από τη Χωροφυλακή και τα ΤΕΑ (το γύρισμα έχει γίνει στο Δρούτσουλα) μέχρι που κάποιος από το συνεργείο τον παίρνει πρέφα και ο τύπος μισοκρύβεται πίσω από ένα δέντρο (το πάνω μισό του). Τέλος, ορισμένοι σκίζουν τα ρούχα τους ότι σε κάποιο πλάνο πίσω από τους πρωταγωνιστές που οικτίρουν τον από θαλάσσης αποκλεισμό τους εμφανίζεται στο βάθος το πλοίο της γραμμής (τότε Golden Vergina, αργότερα αδόξως Express Samina), αν και εγώ δεν έχω εντοπίσει τέτοια σκηνή, που φυσικά θα κοβόταν στο μοντάζ αν υπήρχε.


Εντόπισα όμως την παραπάνω φωτογραφία από την ταινία σε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο - ελπίζω να μην είναι κολάσιμο το σκανάρισμά της. Ο ανυποψίαστος θεατής βλέπει σε ένα "κρυφό" οίκημα έναν τύπο να μιλάει σε κάτι άλλους τύπους. Ο παλιός αριστερός βλέπει τον διωκόμενο αγωνιστή (με το σακάκι ριχτό στο κέντρο της ομήγυρης) να σπέρνει το σπόρο του σοσιαλισμού στο διψασμένο για καθοδήγηση λαό. Οι καλοκαιρινοί επισκέπτες της περιοχής Κάμπου-Ευδήλου-Περαμεριάς εστιάζουν στον τύπο με το μουστάκι στο βάθος, που είναι από τις δημοφιλέστερες ντόπιες φάτσες, για λόγους άσχετους με τις υποκριτικές του ικανότητες. Κι εγώ, δίπλα του, αναγνωρίζω στο μισοκρυμμένο πρόσωπο με την τραγιάσκα και το χέρι στο στόμα, το συχωρεμένο το θείο μου τον Κώστα, που δεν ήξερα ότι είχε κάνει το πέρασμά του από τα πλάνα της ταινίας.

Κι αυτός είναι και η αιτία που ξεκίνησα την ανάρτηση. Ας πούμε, αντί μνημοσύνου.

(Τον "χάρτη" της Ικαρίας του 17ου αιώνα αντέγραψα από την ιστοσελίδα www.island-ikaria.com αλλά προέρχεται από τη συλλογή του Χρήστου Μαλαχία.)

ΥΓ 21/4/2008: Η κ. Πόλυ Χατζημανωλάκη που έχει το εξαιρετικό ιστολόγιο "Πινακίδες από κερί" μου επισήμανε στα σχόλια αυτής της ανάρτησης την ομοιότητα της ιστορίας του γκρεμοτσακισμένου αγά και της αντίδρασης των κατοίκων με το θεατρικό έργο του Λόπε ντε Βέγκα "Φουέντε Οβεχούνα", το οποίο βασίζεται σε πραγματική ιστορία του 15ου αιώνα. Αν και η ιστορία της Φουέντε Οβεχούνα είναι κατά τι παλαιότερη της Ικαριακής εκδοχής, είμαι σίγουρος ότι οι Καριώτες της εποχής δεν είχαν ιδέα περί ισπανικής λογοτεχνίας. Οπότε ίσως είναι μια από τις περιπτώσεις που η ζωή αντιγράφει την τέχνη, ή ένα είδος επανάληψης της ιστορίας - όχι όμως σα φάρσα.

Να σημειώσω ακόμα ότι μια ενδιαφέρουσα εικαστική απεικόνιση του "συγκούδουνου" αγά με φιγούρες καραγκιόζη είχα δει στις αρχές της δεκαετίας του '80 από τον φίλο της Ικαρίας καραγκιοζοπαίκτη μαστρο-Μάρκο Ζαρίκο, από τον οποίο μάλλον άκουσα για πρώτη φορά την ιστορία (ατυχώς με τη μορφή ενός ποιήματος προδιαγραφών σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που προτιμώ να μη μεταφέρω εδώ).

8/4/08

Ανεμολόγιο



Στην Οδύσσεια, ο Αίολος, θεός των ανέμων, τους βάζει όλους μαζί σε έναν ασκό που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο τον δίνει στον Οδυσσέα προς φύλαξη. Αν θυμάμαι καλά, αφήνει μόνο τον Ζέφυρο απέξω να φυσάει. Τον Οδυσσέα τον παίρνει ο ύπνος λίγο πριν φτάσουν στην Ιθάκη, οι σύντροφοί του θεωρούν ότι ο ασκός έχει μέσα κάτι πολύτιμο, τον ανοίγουν για να πάρουν κι αυτοί μερίδιο και ακολουθεί ένας χαλασμός αφού όλοι οι άνεμοι φυσάνε μαζί, κι έτσι οι σύντροφοι πληρώνουν την περιέργεια ή την απληστία τους στους Λαιστρυγόνες και την Κίρκη και ο Οδυσσέας περνάει άλλα εφτά χρόνια περιπέτειες πριν βρεθεί στην καλοσύνη των Φαιάκων.

Ο Ζέφυρος είναι ο Δυτικός άνεμος, γνωστός και ως Πουνέντες. Κάτι που ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, κάτι που μέναμε τα πιο πολλά καλοκαίρια στον Εύδηλο που είναι λιμάνι, τα ονόματα των ανέμων τα έμαθα από μικρός. Αναφέρομαι στα "ναυτικά" τους ονόματα, ιταλικής προέλευσης φαντάζομαι όπως πάρα πολλές λέξεις της παραδοσιακής ναυτοσύνης που ιστορικά μάλλον χρωστάει αρκετά πράγματα στους Βενετσιάνους. Αναγράφονται στον ενδιάμεσο κύκλο του ανεμολογίου που φαίνεται στην εικόνα - τα ίδια ονόματα χρησιμοποιεί ο Ελύτης στο "Δοξαστικόν" του Άξιον Εστί:

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο

Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια

Ακούγοντάς τα διαρκώς, δεν ήταν και πολύ δύσκολο να απομνημονεύσω τα ονόματα - το πιο δύσκολο ήταν να τα συσχετίσω με συγκεκριμένα σημεία του ορίζοντα. Η αρχή έγινε με τα ζεύγη των αντιθέτων: η Τραμουντάνα (Βόρεια) είναι απέναντι από την Όστρια (Νότια), και αν θυμάσαι ότι η ρίζα του "Όστρια" είναι η ίδια με το "Austral" που δηλώνει το νότο σε μερικές ευρωπαϊκές γλώσσες (όπου "Austria" ο νότος των γερμανικών χωρών και "Australia" η νοτιότερη - τότε - ήπειρος), ξεμπερδεύεις εύκολα με τον κατακόρυφο άξονα.

Στον οριζόντιο τώρα, το ζευγάρι Πουνέντες (Δυτικά) - Λεβάντες (Ανατολικά) κατέληξα να το θυμάμαι χάρη σε ένα ηθογραφικό διήγημα που είχα διαβάσει στο Δημοτικό και λεγόταν "Ούτε Πουνέντες, ούτε Λεβάντες". Δε θυμάμαι πια το συγγραφέα, αλλά η ιστορία αφορούσε έναν τύπο που ταξίδευε επιβάτης σε ένα καΐκι, και ο καπετάνιος με το ναύτη τον συμβούλευαν σε ποια μεριά να στρώσει να κοιμηθεί το βράδι, επικαλούμενοι το γύρο του φεγγαριού ή τα μερομήνια ή κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι κατά την άποψη του ενός θα φυσούσε το πρωί Πουνέντες ενώ ο άλλος ψήφιζε αναφανδόν Λεβάντε. Τελικά το πρωί δε φυσούσε καθόλου και οι - εν τω μεταξύ τσακωμένοι - ναυτικοί το είχαν ρίξει στο κουπί μπας και φτάσουν κάπου. Ενθυμούμενος ακόμα ότι η Ζάκυνθος απεκαλείτο "Το φιόρο του Λεβάντε" από τους Δυτικούς, συνήγαγα ότι ο Λεβάντες τοποθετείται στην Ανατολή, άρα ο Πουνέντες στη Δύση. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον.

Με τις διαγωνίους τα βρήκα σκούρα. Ο Γραίγος και ο Γαρμπής είναι στον ίδιο άξονα (Βορειοανατολικά - Νοτιοδυτικά) πράγμα που μπορεί εύκολα να θυμηθει κανείς αφού και οι δύο αρχίζουν από "Γ", αλλά ποιος είναι ο Γραίγος και ποιος ο Γαρμπής; Τη λύση μου την έδωσε το λιμάνι του Ευδήλου, στη βόρεια πλευρά της Ικαρίας. Ο πατέρας μου συνήθιζε να σχολιάζει (ειδικά περιμένοντας το καράβι από τη Σάμο) ότι το λιμάνι το πιάνει ο Γραίγος, οπότε συμπέρανα (ορθώς) ότι ο Γραίγος είναι βορειοανατολικά αφού εκεί είναι το άνοιγμα του λιμανιού.

Τώρα μου περίσσευαν οι άλλοι δύο, ο Σορόκος και ο Μαΐστρος, που για χρόνια τους μπέρδευα. Μια μέρα όμως διάβασα ένα στίχο του Καββαδία ("στα μάτια σου φυσούσε σοροκάδα") που μπορεί και να σήμαινε ότι ήταν υγρά από δάκρυα. Γνωρίζοντας ότι ο νότιος άνεμος είναι πιο υγρός από τον βόρειο (π.χ. λέμε φυσάει "ξεροβόρι") προσδιόρισα το Σορόκο ως Νοτιοανατολικό και κατ' επέκταση το Μαΐστρο ως Βορειοδυτικό - και έπεσα μέσα. Δεν ξέρω αν η ερμηνευτική μου προσέγγισή ισχύει, αλλά ως μνημονική μέθοδος δουλεύει μια χαρά.

(Προμετωπίδα Γιάννη Τσαρούχη, από τη συλλογή "Προσανατολισμοί" του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος)

Τα "ελληνικά" ονόματα των ανέμων που αναφέρονται στον εσωτερικό κύκλο του ανεμολογίου είναι προφανώς αρχαία και μου είναι εν πολλοίς άγνωστα. Δεν έχω ακούσει κανένα ναυτικό να λέει ότι φυσάει "Σκίρων" ή "Απηλιώτης". Ίσως να το λένε κάπου, αλλά εγώ βρήκα αυτά τα ονόματα στο ρολόι των ανέμων στη Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας (το μνημείο είναι γνωστό ως "Αέρηδες" της Πλάκας, και νομίζω πως έχει χρησιμοποιηθεί και ως τεκές των μπεκτασήδων επί Τουρκοκρατίας). Τα βρήκα επίσης σε κάποιον πίνακα του Τσαρούχη που απεικονίζει τους ανέμους ως νέους άνδρες - είναι η προμετωπίδα που κοσμεί το εσωτερικό του βιβλίου του Ελύτη "Προσανατολισμοί" από τις εκδόσεις Ίκαρος. (Σκάναρα τη σελίδα και την παραθέτω, ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα κλοπυράιτ).

( «Ο Πύργος των Ανέμων». Χαρακτικό των J. Stuart και N. Revett, του έτους 1762. Αλιεύθηκε από εδώ)

Και προς τι η σκασίλα για τους ανέμους και τα ονόματά τους, θα μου πείτε με όλο σας το δίκιο... Λοιπόν η αλήθεια είναι πως τώρα που καβάτζωσα τα σαράντα είπα σιγά σιγά να αρχίσω να συμπληρώνω μερικά ελλείματα και να κάνω διάφορα πράγματα που αμέλησα ή βαρέθηκα να κάνω νωρίτερα και δεν ξέρω αν θα έχω την ευκαιρία να δοκιμάσω αργότερα. Έτσι, φρεσκάρω τις (ελάχιστες) ναυτικές μου γνώσεις και αναζητώ τις σημασίες των λέξεων που έχω ακούσει κατά καιρούς (μάινα, όρτσα, μπότζι, αντιμάμαλο...), γιατί το Σάββατο, Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, ξεκινάω μαθήματα ιστιοπλοΐας.

Ταραχθείτε θάλασσες, τρέμετε πελάγη... Σαλπάρουμε!

5/4/08

Νυχτοπούλια

Ένας φίλος μου διηγήθηκε κάποτε μια ιδιότυπη εμπειρία που είχε προ ετών. Τα είχε φτιάξει με μια κοπέλα, και μετά από λίγο κανόνισαν να πάνε μαζί διακοπές για λίγες μέρες. Είθισται στις διακοπές να χαλαρώνει κανείς, αλλά φαίνεται πως αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Μιαν αποφράδα μέρα, ο φίλος που κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου ξύπνησε απότομα από μια σβουριχτή σφαλιάρα που του έριξε η - κατά τα λοιπά ερωτευμένη - σύγκλινή του. Όταν καταλάγιασαν τα πράγματα, του εξήγησε ότι ο λόγος που οργίστηκε και τον σφαλιάρωσε δεν ήταν ούτε σεξουαλικός ούτε είχε να κάνει με ροχαλητό όπως νόμισε αρχικά. Απλά η ίδια είχε ξυπνήσει (όπως συνήθιζε καθημερινά) κατά τις εξίμιση, ενώ αυτός κοιμόταν (όπως συνήθιζε καθημερινά) για οχτώ ώρες μετά την ώρα που τον πήρε ο ύπνος (κατά τις τέσσερις, δηλαδή θα ξυπνούσε κανονικά στις δώδεκα το μεσημέρι). Αυτό συνέβαινε όλες τις μέρες των διακοπών τους, εξασφαλίζοντας στην κοπέλα πεντέμιση-έξι κενές ώρες στο δωμάτιο δίπλα στον κοιμώμενο εραστή της. Οι ώρες δε γέμιζαν με τίποτα, οπότε μία των ημερών εκνευρίστηκε υπέρ το δέον και ...τον ξύπνησε τρυφερά όπως προαναφέραμε.

Παρόμοιες ιστορίες έχω ακούσει (αν και χωρίς σφαλιάρα) από διάφορα ζευγάρια. Δεν είναι βέβαια μόνο θέμα ζευγαριών, καθώς η κοινή εμπειρία δείχνει ότι άλλοι άνθρωποι είναι ενεργοί το χάραμα κι άλλοι το μεσονύχτι. Κι όχι μόνο η κοινή εμπειρία: χτες διάβασα στη στήλη "Πλανήτης ΓΗ" της Ελευθεροτυπίας ένα άρθρο (σε επιμέλεια της Όλγας Κολιάτσου) με τίτλο "Κουκουβάγιες και κορυδαλλοί". Το άρθρο μεταφέρει ένα άλλο άρθρο από το γερμανικό περιοδικό Σπήγκελ, το οποίο αναφέρεται στα αποτελέσματα μιας έρευνας για το ημερήσιο εσωτερικό "ρολόι" των ανθρώπων - ή καλύτερα τα διαφορετικά "ρολόγια" διαφορετικών ανθρώπων. Αν και δεν έψαξα να βρω το πρωτότυπο επιστημονικό άρθρο, νομίζω ότι σε γενικές γραμμές τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής (που έχει αρκετή Μοριακή Βιολογία μέσα) επιβεβαιώνουν παλαιότερες έρευνες που έχω υπόψιν και οι οποίες δείχνουν ότι υπάρχει μια ολόκληρη γκάμα εσωτερικών "ρολογιών" στους ανθρώπινους πληθυσμούς, τα οποία ρυθμίζονται από μοριακούς διακόπτες με γενετική-κληρονομική βάση. Με άλλα λόγια, μερικοί άνθρωποι είναι "πρωινοί τύποι" (οι κορυδαλλοί του άρθρου), μερικοί είμαστε "βραδινοί τύποι" (δηλαδή κουκουβάγιες) και περίπου ο μισός πληθυσμός είναι κάπου ανάμεσα.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο σύγχρονος πολιτισμός κυνηγάει το χρόνο που διαρκώς τρέχει (βλέπε και την προγενέστερη ανάρτηση "Η πρόσφατη εφεύρεση του χρόνου") και θεωρεί τουλάχιστον παρωχημένες κάποιες χρονοσυμπεριφορές τύπου "τα ζώα μου αργά" όπως αυτές που θάλλουν στην προγονική μου νήσο. Για να είμαστε δίκαιοι βέβαια, η βραδύτητα ή η ραθυμία είναι άλλης τάξης ιδιότητες σε σχέση με την ώρα που ξυπνάει κανείς το πρωί, ωστόσο νομίζω ότι δεν πέφτω και πολύ έξω αν εικάσω ότι οι άνθρωποι που είναι "νυχτοπούλια" συνήθως θεωρούνται από τους άλλους ψιλοτεμπέληδες, τουλάχιστον ενδομύχως, ειδικά όταν φτάνουν με στραβοφορεμένες μπλούζες και ανακατεμένα μαλλιά καθυστερημένοι στη δουλειά τους και ψάχνουν εναγωνίως για μια κούπα καφέ.

Στην πραγματικότητα η εργατικότητα ή η παραγωγικότητα των ανθρώπων σε σχέση με την ώρα που ξυπνάνε είναι σαφώς διακριτές ιδιότητες που δεν συσχετίζονται. Η αδελφή μου που εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία είναι καταφανώς νυχτερινός τύπος (αλίμονο, τα ίδια γονίδια κουβαλάμε), αλλά μου έχει διηγηθεί πολλές ιστορίες συναδέλφων της πρωινών τύπων που δεν έχουν χάσει ποτέ λεπτό από το χτύπημα της κάρτας, αλλά η υπόλοιπη μέρα τους είναι αφιερωμένη στο κουτσομπολιό και το πλέξιμο, ενώ άλλοι συστηματικά καθυστερημένοι (ενίοτε και με πρόστιμο στις αποδοχές λόγω καθυστέρησης) βγάζουν όλη τη χαμαλοδουλειά της υπηρεσίας με απόλυτη ευσυνειδησία. Συμπερασματικά, το να βλέπεις κάποιον νυσταλέο τύπο τις πρωινές ώρες να περιφέρεται με απλανές βλέμμα δεν σημαίνει κάτι για την παραγωγικότητά του συνολικά - μπορεί απλώς να είναι δείγμα λανθασμένης γεωγραφικής θέσης: αν ο άνθρωπος πάει με ώρα Γκρήνουιτς ή Νέας Υόρκης, είναι φυσιολογικό να πάρει μπρος μετά από δύο ώρες (ή ακόμα και εφτά).

Ασφαλώς, το γεγονός ότι κι εγώ ανήκω στην κατηγορία Γκρήνουιτς (ή ίσως Γροιλανδίας) με κάνει να βλέπω με συμπάθεια τη συγκεκριμένη κατηγορία συνανθρώπων. Αν και ξυπνούσα όσο νωρίς χρειαζόταν ώστε να μη χάνω την πρώτη ώρα στο σχολείο και με κάποιο μυστηριώδη εσωτερικό μηχανισμό στο στρατό άνοιγα τα μάτια στις 6:13 ώστε να βρίσκομαι ήδη στην τουαλέττα στις 6:15 που για τους υπόλοιπους χτυπούσε εγερτήριο, η φυσική μου τάση εκτός καταστάσεων στρες είναι να κοιμάμαι κατά τις τρεις και να ξυπνάω κατά τις έντεκα (το καλοκαίρι προσθέστε δυο-τρεις ώρες ακόμα). Δεδομένου ότι κάνω μια δουλειά με αρκετά χαλαρά ωράρια ως προς την προσέλευση (αν και πολύ πιεστικά ως προς το συνολικό χρόνο εργασίας που μπορεί να φτάσει και εξηνταφεύγα ώρες τη βδομάδα), η προαναφερθείσα "φυσική μου τάση" θεωρείται αξιοπερίεργη μεν, αλλά τέλος πάντων οριακά μέσα στα πλαίσια της αποδεκτής συμπεριφοράς, εφόσον δουλεύω κατά μόνας και δεν "κρεμάω" κανένα συνάδελφο.

Βέβαια, κατά καιρούς διάφορος κόσμος (από τη μαμά μου ως κάποιους απορημένους προϊσταμένους) έχει επιχειρήσει να με "επιδιορθώσει", πότε με το καλό και πότε με το κάπως πιο άγριο. Θυμάμαι έναν παλιό μου διευθυντή να επιχειρεί να με συμμορφώσει με παροιμίες: το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι και τέτοια. Αν και είχε τελειώσει το Φυσιογνωστικό στα τέλη της δεκαετίας του '60, ο άνθρωπος μάλλον δεν τα πήγαινε πολύ καλά με την Ζωολογία και την Οικολογία, καθώς είναι γνωστό ότι άλλα πουλιά (όπως οι κουκουβάγιες που λέγαμε) δεν είναι καθόλου πρωινά, και επιπλέον δεν είναι απαραίτητο να τρέφονται όλοι με σκουλήκια - σε πολλούς μπορεί να μην αρέσουν ή να τα βρίσκουν κάπως ανθυγιεινά. Γενικά οι παροιμίες οικολογικώς πάσχουν: και ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας διαθέτουν επιτυχημένες στρατηγικές επιβίωσης, απλά είναι διαφορετικές μεταξύ τους.

Ατυχώς, οι κοινωνικές μας συνήθειες προέρχονται από την εποχή που η ανθρωπότητα έβοσκε πρόβατα: άμα τα βγάζεις και τα βάζεις με τον ήλιο, ψοφούν τα έρμα. Τα πρόβατα θέλουν φρέσκο "υγρό" χορτάρι και μακριά απ' τη ζέστη, άρα πρέπει να τα βάζεις και να βγάζεις με τον ίσκιο μάλλον. Αν και πλέον δεν πήζουμε όλοι τυριά, τα σχολεία, τα μαγαζιά, οι υπηρεσίες ανοίγουν νωρίς. Αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα σε εμάς με τα αργά εσωτερικά ρολόγια. Αντιγράφοντας από το άρθρο της εφημερίδας: "Οσο σε εταιρείες και σχολεία εξακολουθούν να ισχύουν τα κατεστημένα ωράρια -που κατά τους ειδικούς καταρτίστηκαν για άτομα με ρυθμούς εποχής αγροτικών κοινωνιών-, ιδιαίτερα για τα άτομα του χρονότυπου «κουκουβάγιας», υφίστανται μικρές ελπίδες για ισορροπημένη διαβίωση ή διαφυγή".

Δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να επιλέγουν καριέρες και τρόπους ζωής συμβατούς με το χρονότυπό τους. Κάπου στον κόσμο ενδέχεται να υπάρχουν και δυστυχισμένοι κορυδαλλοί που τους βάζουν να κελαηδήσουν τα μεσάνυχτα. Στην πόλη της θεάς Αθηνάς (που είχε σύμβολο την κουκουβάγια) και στη χώρα που έβαλε την κουκουβάγια στο κέρμα του ενός ευρώ, μάλλον κυριαρχούν οι συνήθειες των κορυδαλλών. Εγώ τυχαίνει να δουλεύω κατά μόνας, να μην έχω παιδιά να πάω στο σχολείο και να σιχαίνομαι τα ξυπνητήρια εκ πεποιθήσεως, αλλά άλλοι μπορεί να κουβαλάνε τα ίδια γονίδια και να χτυπάνε κάρτα στις εφτάμιση. Ίσως κάποτε βελτιωθούν για όλους τα πράγματα, αν γίνει συνείδηση η καταληκτική πρόταση του άρθρου: «η προκατάληψη ότι οι τύποι με αργούς βιορυθμούς είναι και φυγόπονοι, καταρρίπτεται καταφανώς από τα επιστημονικά πειράματα».

Ως τότε όμως, μερικοί θα ζούμε με τον κίνδυνο ξυπνήματος από κάποια απότομη σφαλιάρα.


ΥΓ. Να διευκρινίσω ότι όταν αναλαμβάνονται συλλογικές προσπάθειες καλό είναι οι ώρες να προσυμφωνούνται για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Ο πεθερός ενός άσχετου με την Ικαρία φίλου μου διηγήθηκε κάποτε την εμπειρία του από την κατασκευή του λιμανιού του Ευδήλου στη δεκαετία του '70, πριν ακόμα έρθει το ηλεκτρικό (δείτε μια άποψη του Ευδήλου χωρίς λιμάνι στη φωτογραφία παρακάτω). Ο άνθρωπος δούλευε επιστάτης στα έργα και μέσα στα καθήκοντά του ήταν να βρει ντόπιους εργάτες να δουλέψουν. Πράγματι, τους βρήκε, συμφώνησαν, και τους περίμενε την άλλη μέρα για δουλειά. Άλλος ήρθε στις οχτώ, άλλος στις εννιά, άλλος (που είχε να ταΐσει τα ζώα, όπως εξήγησε) στις έντεκα, κι άλλος στη μία. Όλοι ήταν πρόθυμοι να δουλέψουν το κανονικό οχτάωρο, αλλά δεν υπήρχε συμφωνία τι ώρα ξεκινάει το εν λόγω οχτάωρο. Την άλλη μέρα τα ίδια, δουλειά δε γινότανε και στο τέλος έφεραν "ξένους" (δηλαδή όχι Καριώτες) που δούλευαν από τις οχτώ χωρίς πρόβλημα. Τα έργα ξεκίνησαν (σαράντα χρόνια μετά συνεχίζονται αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία) και στον άνθρωπο έμεινε η απορία τι σόι άνθρωποι ζουν στην Ικαρία. Μετά με ρώτησε τι ώρα πάω εγώ στη δουλειά και όταν του απάντησα με πάσα ειλικρίνεια κούνησε το κεφάλι...

Πάντως το διασκεδαστικότερο κομμάτι της αφήγησης αφορούσε το μαγαζί που έτρωγαν οι εργάτες του λιμένος: ήταν το καφενείο-εστιατόριο "Τα Κύμματα" (έτσι, με δύο μι) που είχε η κυρά-Δέσποινα, που έφτιαχνε τις λεγόμενες φακές "παντρεμένες" (δηλαδή μαζί με το ρύζι που είχε περισσέψει από την προηγουμένη), οι οποίες ήταν νοστιμότατες και οικολογικές αφού τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Το όνομα του μαγαζιού είχε βγει από τα κύματα που έμπαιναν το χειμώνα από την πόρτα (θυμίζω ότι το λιμάνι δεν υπήρχε ακόμα). Οι πελάτες απλώς σήκωναν τα πόδια μέχρι να ξαναβγει το κύμα, και μετά τα ακουμπούσαν πάλι στο πάτωμα. Το φαγητό, η κουβέντα και το τάβλι συνεχίζονταν κανονικά.

Αυτή την τελευταία πληροφορία την επιβεβαίωσα από τα εγγόνια της κυρά-Δέσποινας που κάνουμε παρέα κατά καιρούς. Μετά την απόσυρση της, το μαγαζί ήταν για πολλά χρόνια Ταχυδρομείο, αλλά τα τελευταία χρόνια το ξανάνοιξε ως καφενείο η Βαγγελιώ, μία από τις κόρες της κυρά-Δέσποινας, με το ίδιο όνομα και την ίδια ορθογραφία. Δεν ξέρω το χρονότυπο της Βαγγελιώς, αλλά μια και το μαγαζί είναι ανοιχτό εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, τριακόσιες εξηνταπέντε μέρες το χρόνο, μάλλον θα πόνταρα σε κουκουβάγια.

Αλλά πάλι, με τους Καριώτες ποτέ δεν ξέρεις.


(Η φωτογραφία του Ευδήλου της δεκαετίας του '70 αλιεύθηκε στην ιστοσελίδα http://www.flickr.com/groups/ikaria/pool/. Η κουκουβάγια είναι από την εικονογράφηση του άρθρου της εφημερίδας.)

1/4/08

Το σαλιγκάρι που μιλάει


Το ζωάκι που απεικονίζεται αντί δικής μου φωτογραφίας στο προφίλ δεν είναι ένα τυχαίο σαλιγκάρι. Πρόκειται για έναν αντιπρόσωπο του ονομαστού γένους Albinaria της οικογένειας Clausiliidae. Είναι πιο μικρό από όσο φαίνεται εδώ βέβαια, με πραγματικό μήκος γύρω στα δύο εκατοστά. Η πατρότητα της φωτογραφίας ανήκει στον V. Wiese από ένα επιστημονικό άρθρο, και το συγκεκριμένο ζωάκι είναι του είδους Albinaria hippolyti από την κεντρική Κρήτη. Οι λάτρεις της Albinaria ανά τον κόσμο πρέπει να είμαστε καμιά δεκαριά, αν περιλάβω στην αρίθμηση και μερικούς περίεργους φυσιοδίφες του 19ου αιώνα μαζί με κάποιους ταξινομιστές Ζωολόγους που δρούσαν και δρουν στο επίμαχο επιστημονικό πεδίο της Μαλακολογίας (ή κατ' άλλους Μαλακιολογίας). Δε θέλω εξυπνάδες και λογοπαίγνια με το πάλαι ποτέ επιστημονικό μου πεδίο - η ατυχής ομοιότητα με μια δημοφιλή ελληνική κλητική προσφώνηση δεν αναιρεί τη σοβαρότητά μας ως επιστημόνων, εντάξει;

Στο σχετικό με την Albinaria τριπάκι με έβαλαν, καθένας με τον τρόπο του, δυό άνθρωποι που υπήρξαν οι καλύτεροι δάσκαλοι που είχα τω καιρώ εκείνω (γύρω στο 1989-90) στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ο ένας εξ' αυτών (συνθηματικώς, ο "Σάκης") δίδασκε μεταξύ άλλων ένα μάθημα επιλογής που λεγόταν Βιογεωγραφία και περιελάμβανε και εκπαιδευτικού χαρακτήρα εκδρομή σε κάτι κοντινά νησάκια στο Νότιο Ευβοϊκό. Όπως όλα τα μαθήματα με εκδρομή, ήταν εξαιρετικά δημοφιλές και το επέλεγε πολύς κόσμος - κι εγώ φυσικά, παρότι δεν είχα καμιά ιδιαίτερη σκασίλα για το αντικείμενο. Στην παντόφλα της γραμμής Αγία Μαρίνα- Νέα Στύρα οι επιβάτες έλεγαν ότι είμαστε βιολόγοι που ψάχνουμε το φάρμακο για το AIDS. Στην πραγματικότητα βγαίναμε τα πρωινά παγανιά στα νησάκια ανά ομάδες και μαζεύαμε διαφορετικές κατηγορίες ζωικών οργανισμών η κάθε ομάδα. Το βράδι μαζευόμασταν στη στεριά και ανταλλάσσαμε πληροφορίες.

Όταν γινόταν ο καθορισμός των ομάδων, ξεχώριζαν αμέσως οι πραγματικοί πιστοί από τους στιγμιαίους προσήλυτους. Οι πιστοί άρπαζαν τις απόχες κι έτρεχαν πέρα-δώθε πίσω από γρύλλους, ακρίδες και πεταλούδες ή παραμόνευαν με μια σφεντόνα (σφεντόνα!) στο χέρι να πετύχουν κάποια σαύρα ζαλισμένη από τη ζέστη. Άλλοι πάλι σήκωναν κάτι κοτρώνες και αν δεν τους τσιμπούσε κανένας ενοχλημένος σκορπιός ή σκολόπεντρα, κοιτούσαν με το μεγεθυντικό φακό να εντοπίσουν κανένα μικροσκοπικό κολέμβολο (αν δεν ξέρετε τι είναι τα κολέμβολα, μη στεναχωριέστε - δεν φαίνονται έτσι κι αλλιώς). Τα μεγάλα πλήθη όμως συνωστίζονταν στην ομάδα των μαλακίων: τα σαλιγκάρια ούτε τρέχουν, ούτε αναπηδούν, ούτε τσιμπάνε - απλώς χώνονται στο καβούκι τους και περιμένουν να βρέξει. Όπως όλοι οι χαβαλέδες και οι ξέμπαρκοι, επέλεξα συνειδητά την ομάδα των μαλακίων.

Άλλωστε ήταν Μάιος, και η επόμενη βροχή δεν αναμενόταν πριν τον Οκτώβριο: είχαμε όλο το χρόνο να βρούμε τα σαλιγκάρια που θέλαμε, τόσο πάνω στα βράχια όσο και κάτω από τις κοτρώνες που είχαν ανασηκώσει για χάρη μας οι επίμονοι αναζητητές μικροαρθροπόδων. Επιπλέον είμασταν και οι μισοί περίπου εκδρομείς - δηλαδή το μέγα πλήθος. Οπότε σε πέντε-δέκα λεπτά τελειώναμε την αναζήτηση παρά τις φριχτές κατάρες της Κατερίνας που έκανε τότε διδακτορικό υπό την εποπτεία του Σάκη και ήταν υπεύθυνη της ομάδας, κι έπειτα μαζευόμασταν κάτω από κάνα δέντρο (αν υπήρχε) και καπνίζαμε περιμένοντας πότε ο επίμονος ερπετολόγος θα σημαδέψει σωστά την τελευταία εναπομείνασα σαύρα της Καβαλιανής (ναι, υπάρχει νησίδα με αυτό το όνομα) ή πότε οι ακρίδες θα βαρεθούν το κυνηγητό των ακριδολόγων και θα αναπηδήσουν μέχρι το γειτονικό Μικρό Στουρονήσι. Οι πιο γενναίοι έκαναν και καμιά βουτιά υπό τα χλιαρά χειροκροτήματα του πλήθους. Οι υπόλοιποι απλώς ευχόμασταν να μη μείνουμε από τσιγάρα μέχρι να έρθει να μας περιμαζέψει ο Σάκης με το εξωλέμβιο.

Ο δεύτερος καλός μου δάσκαλος (συνθηματικώς "Γιώργης") ήταν κατά το ήμισι επικεφαλής του εργαστηρίου όπου εκπονούσα τη διπλωματική μου εργασία ανάμεσα σε χημικά αντιδραστήρια, μπουκαλάκια, σωληνάκια, πιατάκια με βακτήρια και κλώνους DNA. Αφού είχα περάσει εκεί ήδη ενάμιση χρόνο που είχε αρχίσει ως συντριπτική ήττα αλλά εξελίχθηκε σε αξιοπρεπή ισοπαλία και ενδεχομένως σε οριακή επιτυχία (εντάξει, δεν έγινε ποτέ ιστορικός θρίαμβος), με φώναξε μια μέρα στο γραφείο του και με ρώτησε ευθέως:

- Έχεις σκεφτεί ποτέ ποιος είναι ο σκοπός της ζωής σου;

Δίστασα λίγο να απαντήσω, οπότε συνέχισε μόνος του:

- Εκτός από τις γκόμενες, εννοώ.

Με κόλλησε στον τοίχο. Δεν είχα τι άλλο να πω. Μάλλον αυτό περίμενε για να συνεχίσει:

- Λοιπόν, θα σου πω εγώ. Σκοπός της ζωής σου είναι η Albinaria.

Και άρχισε να μου περιγράφει το μέλλον μου: θα έφερνα σαλιγκάρια από τα νησιά του Αιγαίου, θα ανέλυα ένα τμήμα του DNA τους στο εργαστήριο, θα γράφαμε δημοσιεύσεις, θα έπαιρνα διδακτορικό. Το σκέφτηκα λίγο: θα δούλευα στο ερευνητικό του πρόγραμμα, δηλαδή θα έπαιρνα λεφτά. Θα έκανα διδακτορικό, δηλαδή δεν θα πήγαινα στρατό - τουλάχιστον άμεσα. Πρόσθεσα με τη φαντασία μου την εικόνα του εαυτού μου να κάνει πληρωμένες διακοπές από νησί σε νησί, συμπληρώνοντας ημερήσια πεντάλεπτα δειγματοληψίας όπως στην εκδρομή Βιογεωγραφίας. Αντί να περιμένω καπνίζοντας κάτω από το μοναδικό δέντρο, θα κάπνιζα κάτω από τις ομπρέλες στις παραλίες δήθεν διαβάζοντας και θα χάζευα τις γκόμενες με τις ρακέτες. Κάποια στιγμή το μπαλάκι θα ερχόταν προς το μέρος μου και θα το έδινα χαμογελώντας στην κοπέλα που θα κοιτούσε με ενδιαφέρον τον τίτλο του βιβλίου μου: "Μοριακή Φυλογεωγραφία Χερσαίων Μαλακίων" ή κάτι τέτοιο. Θα με ρωτούσε τι είναι αυτό και θα της έλεγα ότι κάνω μια έρευνα από νησί σε νησί. Το βράδι θα ανταλλάσσαμε πληροφορίες. Όνειρο...

Με ξύπνησε από το όνειρο η φωνή του Γιώργη: "Λοιπόν; Συμφωνείς;"

Συμφώνησα. Δεν το μετάνιωσα ποτέ που συμφώνησα, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε, εμείς για αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει. Έτσι, τη μόνη φορά που βρέθηκα σε νησί για δειγματοληψία ήταν με δικά μου έξοδα και ήταν χειμώνας στη Σίφνο - ένα μοναχικό διήμερο που είχα γίνει ανέκδοτο στους κατοίκους της Απολλωνίας. Τα καλοκαίρια πάλι, ούτε δειγματοληψίες έκανα ούτε επιστημονικά βιβλία κουβάλαγα μαζί - απλώς προσπαθούσα να ξεχαστώ. Μόνο την πρώτη χρονιά, με μια σχετική άγνοια κινδύνου πήρα μια μέρα τη φίλη μου την Αννούλα στην Ικαρία και σκαρφάλωνα σε κάτι βράχια ανάμεσα στον Άγιο Κήρυκο και στα Θέρμα ψάχνοντας για σαλιγκάρια. Βρήκαμε δύο - ζωντανό ήταν μόνο το ένα. Η Άννα ήταν ψιλοέξαλλη για τη τζάμπα ταλαιπωρία και όταν γυρίσαμε στον Εύδηλο μετέφερε το σχετικό νέο με ολίγη σάλτσα σε όλη την παρέα. Το βράδι, αράξαμε στο μώλο του λιμανιού (δεν είχε πολλά φώτα ακόμα) και ο Τάκης που έπαιζε κιθάρα με υποδέχτηκε με μια διασκευή του "Φυσική Ιστορία" του Τζίμη Πανούση που έλεγε περίπου τα εξής:

Γράφω διατριβή Βιολογίας
άι με σαλιγκάρια Ικαρίας
άιντε βγήκαν δύο για σαφάρι
άιντε πιάσαν ένα σαλιγκάρι

Όπα είπα λέω, όπα...

Συμπλήρωσα μόνος μου επιτόπου μια δεύτερη στροφή που έδινε το λόγο στο ίδιο το σαλιγκάρι:

Και το έρμο το ζώο τώρα τι να λέει
καθώς του ρουφάω όλο το DNA;
"μια ζωή χωμένος, βγαίνω αν με βρέξεις
μα όλα τα κάνεις για τις δημοσιεύσεις".

Όταν με κόπους και με βάσανα (τρόπος του λέγειν...) έφτασα να γράψω τη διατριβή, σκέφτηκα να βάλω το τραγουδάκι αντί προλόγου, αλλά κάτι που είμαι συντηρητικός εκ πεποιθήσεως, κάτι που ήθελα να περάσω κάτι άλλα δήθεν κρυφά μηνύματα, έδωσα το λόγο σε ένα νομπελίστα με άποψη και μπουρδούκλωσα και κάτι ευχαριστίες εδώ κι εκεί και το τραγουδάκι μου διέφυγε. Ξεπήδησε πάλι μέσα από τις σελίδες ενός ξεχασμένου τετραδίου τις προάλλες που τακτοποιούσα κάτι πράγματα στο σπίτι και ήρθε να βρει την εικόνα στο προφίλ και τις φωτογραφίες σαν αυτήν εδώ κάτω από την ιστοσελίδα του Francisco Welter-Schultes, ενός ακόμη από τους δέκα λάτρεις της Albinaria. Δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ διά ζώσης, αλλά αισθάνομαι σα να τον ξέρω χρόνια: ο άνθρωπος γύρισε ολόκληρη την Κρήτη με τα πόδια (του πήρε περίπου δυό χρόνια) σταματώντας και μαζεύοντας ανά χιλιόμετρο, και εντόπισε και κατέγραψε ό,τι Albinaria υπήρχε και δεν υπήρχε στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου.

Αν τύχει ποτέ να συναντηθούμε, θα τον ρωτήσω πολύ-πολύ σοβαρά τι όνειρο είδε όταν ξεκίνησε, κι αν τυχόν μέσα σ' αυτό έπαιζε κανείς ρακέτες.


Στη φωτογραφία, αλιευμένη από την ιστοσελίδα του Francisco Welter-Schultes, μια ομάδα από 120 σαλιγκάρια Albinaria corrugata κοντά στα Καπετανιανά, στα Αστερούσια Όρη, σε 1000 μέτρα υψόμετρο, Κρήτη, Αύγουστος 1994. Από την ίδια ιστοσελίδα έχει αλιευθεί και η φωτογραφία της Albinaria hippolyti στο προφίλ μου και την κορυφή της ανάρτησης.

ΥΓ. Επειδή κατά καιρούς με έχουν ρωτήσει διάφοροι σχετικά, να αναφέρω ότι η Albinaria (ίσως απλώς λόγω μεγέθους) δεν συγκαταλέγεται στους εδώδιμους "χοχλιούς" (ικαριακά "καριβόλους", κυπριακά "καραούλους") της ελληνικής πανίδας, οπότε δεν γίνεται μπουρμπουριστή και να την αφήσουν ήσυχη.

Ο τίτλος "το σαλιγκάρι που μιλάει" προέρχεται από ένα άρθρο εκλαϊκευμένης ιατρικής σε εφημερίδα, το οποίο κανονικά αναφερόταν στον κοχλία - ένα τμήμα του εσωτερικού του αυτιού. Το σχετικό απόκομμα ήταν κολλημένο στο εργαστήριο όσο καιρό δούλευα με τα σαλιγκάρια, μαζί με άλλα αποκόμματα με τίτλους όπως "Βγήκε για σαλιγκάρια και πέθανε" και άλλα παρεμφερή...