Με αναδρομική υδρόγειο σφαίρα και σκασμένος στο γέλιο. Δημόκριτος, του Hendrick ter Brugghen, 1628, Rijksmuseum, Amsterdam (η εικόνα από το σχετικό λήμμα στη wikipedia).
Τον θυμήθηκα πάλι αυτές τις μέρες. Η αλήθεια είναι ότι μου φαίνεται εξαιρετικά οικείος. Ίσως να φταίει που μαζευόμαστε ενίοτε στη ομώνυμη αίθουσα του Ινστιτούτου (οι αίθουσες του οποίου άλλωστε βρίθουν προσωκρατικών ονομασιών), ίσως πάλι που δούλεψα έξι χρόνια στο ομώνυμο ερευνητικό κέντρο στην Αθήνα. Παρόλη την οικειότητα πάντως, τις όποιες λεπτομέρειες ξέρω για τη ζωή του ανθρώπου τις έμαθα μάλλον τυχαία, από ένα τεύχος του περιοδικού «Ιστορικά» της πάλαι ποτέ εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», πριν χρόνια. Τεύχος «Δημόκριτος».
Εκεί διάβασα ότι πέρα από τη γνωστή παράδοση που του αποδίδει (εσφαλμένα, μάλλον) την ιδέα του «ατόμου» όπως την αντιλαμβανόμαστε στις φυσικές επιστήμες (που είχε ως αποτέλεσμα να κοσμεί - όταν ήμουν παιδί - το χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών, και αργότερα το κέρμα των δέκα δραχμών), ο φιλόσοφος είχε και μερικά άλλα αξιομνημόνευτα χαρακτηριστικά. Ένα που μου έκανε εντύπωση είναι ότι πέρασε πολλά χρόνια ταξιδεύοντας, σε άλλες χώρες και πολιτισμούς, πράγμα σπάνιο για την εποχή. Ένα άλλο ότι γελούσε συχνά (αποκαλείτο μάλιστα και «Γελασίνος» ως εκ τούτου), συνήθως με τις σκέψεις και τα προβλήματα που απασχολούσαν τους άλλους.
Θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς ένδειξη ελιτισμού, καθώς ο φιλόσοφος (ή ίσως καλύτερα ο επιστήμων, με τα σημερινά δεδομένα) έδειχνε να είναι υπεράνω της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι μπορεί και να μην είχε εντελώς άδικο: καταγόταν από τα Άβδηρα, μια πόλη για την οποία οι Αθηναίοι έλεγαν κακεντρεχώς ότι «ο αέρας της θρέφει τη βλακεία». Θυμόμουν την έκφραση «αβδηριτισμός» και είχα την εντύπωση ότι αφορούσε την τάση των κατοίκων της πόλης προς το μεγαλοπρεπές, καθώς κάποτε είχαν φτιάξει μια εντυπωσιακή κρήνη, αλλά είχαν παραλείψει να την εφοδιάσουν με νερό. Αντίστοιχα, οι πύλες της πόλης ήταν υπερβολικά φαρδιές· τόσο που ο Διογένης ο Κυνικός λένε ότι ρώτησε τους Αβδηρίτες πώς και δε φοβούνται μήπως την κοπανήσει η πόλη κάνα βράδι και τους αφήσει.
Μετά εντόπισα και μερικά άλλα παραδείγματα που παραδίδουν διάφοροι συγγραφείς: ένα άγαλμα από ελεφαντόδοντο σε φυσικό μέγεθος, το οποίο έβαλαν σε ένα τόσο ψηλό σημείο που δε μπορούσε να το δει κανείς. Ή εκείνη την ιστορία που είχε φτάσει στα δικαστήρια της εποχής, με έναν αγωγιάτη που ζητούσε να αποζημιωθεί από έναν πελάτη του πέρα από τα συμφωνηθέντα μεταφορικά, επειδή ο πελάτης ξεκουράστηκε για λίγο στη σκιά του γαϊδάρου που τον μετέφερε: ο αγωγιάτης ισχυρίστηκε ότι είχε ενοικιάσει τον γάιδαρο, αλλά όχι και τη σκιά του (από όπου βγήκε και η έκφραση «περί όνου σκιάς»).
Με τέτοια περιστατικά γύρω του, δεν θα ήταν παράδοξο για το Δημόκριτο να βάζει τα γέλια κάθε τρεις και λίγο. Να έχεις γνωρίσει Αιγύπτιους Φαραώ και Πέρσες Μάγους, Αιθίοπες και Ινδούς, Σκύθες και Φοίνικες, και να σου πρήζουν το συκώτι οι δικοί σου περί όνου σκιάς· είναι μετά να μην ξεραίνεσαι στο γέλιο; Προφανώς γι’ αυτό τσαντίστηκαν οι Αβδηρίτες σύμφωνα με μια (ελεγχόμενης αξιοπιστίας, βέβαια) αφήγηση και ενεργοποίησαν ένα νόμο που έλεγε ότι έπρεπε να διωχθεί από την πόλη όποιος είχε κατασπαταλήσει την πατρική του περιουσία. Για ποιον χτυπούσε η καμπάνα; Μα για τον εξυπνάκια προσωκρατικό που έφαγε εκατό τάλαντα (πολύ χρήμα) ταξιδεύοντας εδώ κι εκεί για χρόνια ενώ τα αδέλφια του αντί να κάνουν τους άσωτους υιούς δούλευαν τα κτήματα της οικογένειας.
Η αφήγηση λέει ότι αντί απαντήσεως τους διάβασε ένα από τα συγγράματά του και τους ζήτησε να το αποτιμήσουν σε χρήμα· η αποτίμηση ήταν πεντακόσια τάλαντα, άρα όχι μόνο δεν είχε σπαταλήσει την περιουσία αλλά την είχε πενταπλασιάσει ταξιδεύοντας. Φυσικά μάλλον είναι ανακριβής η ιστορία (καθότι το επίμαχο σύγγραμα πιθανότατα ήταν του Λευκίππου και όχι του Δημοκρίτου, και σιγά μην το αποτιμούσαν και χίλια πεντακόσια στο φινάλε) ωστόσο είναι εν πολλοίς διδακτική. Και σε κάθε περίπτωση, ο δικός μας συνέχισε να γελάει, πράγμα που μάλλον τον ωφέλησε καθώς έζησε ίσαμε ενενήντα ή μπορεί και πάνω από εκατό χρόνια, σε μια εποχή που αυτές οι επιδόσεις σπάνιζαν.
Τον θυμήθηκα λοιπόν πάλι, καθώς χάζευα τις ειδήσεις των ημερών και παρακολουθούσα τη σχολιογραφία των social media. Εμείς, το φως της οικουμένης, η κοιτίδα του πολιτισμού, η καλύτερη τελετή έναρξης Ολυμπιακών αγώνων που έγινε ποτέ, τι να μας πούνε τώρα οι βάρβαροι, που μας έχουνε στο μάτι και μας ζηλεύουνε κλπ. Και δώστου τα like και τα share και η ευτυχισμένη μας, περίκλειστη αυτοαναφορικότητα, και η καλή μας η αθλήτρια που την βάλανε στο μάτι οι «πολίτικαλοι κορέκτ», μην πω και οι εθνοπροδότες ολότελα, οι γραικύλοι και οι πουλημένοι τροϊκανοί ευρωλιγούρηδες. Τον σκέφτομαι, τον παππού Δημόκριτο, να ακούει και να γελάει καθώς φυσάει ένας παράξενος βοριάς που διασπείρει στη χώρα όλο και περισσότερο την ακαταμάχητη σοφία των αρχαίων Αβδηριτών· ατυχώς όχι τόσο αυτήν του Δημοκρίτου ή του συντοπίτη Πρωταγόρα, αλλά μάλλον περισσότερο του αγωγιάτη με το σκιερό γάιδαρο.
Άλλη μια απόδειξη της αδειάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού: εικοσιπέντε αιώνες πέρασαν, κι ακόμα η διαμάχη είναι περί όνου σκιάς...
Σ.Σ. Τίγκα στον επιστημονικό ή φιλοσοφικό ελιτισμό η ανάρτηση, θα μου πείτε, ή ίσως θα πείτε μισο-αστεία μισο-σοβαρά σαν ένα φίλο μου ότι «εκεί έξω που πήγες χάλασες». Οι πιο πονηροί μπορεί και να σκεφτούν ότι πληρώνομαι κιόλας από τους ξένους, πράγμα ακριβέστατο φυσικά, πλην αδιάφορο καθότι τα ίδια μυαλά κουβάλαγα πάντα.
Ή μπορεί πάλι από τον Ωκεανό να φυσάει άλλος αέρας.
30/7/12
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
ώστε έτσι λοιπόν... όλο εκπλήξεις είστε :)
ωραία ανάρτηση.
υσ. α ναι, φυσάει άλλος αέρας, σίγουρο αυτό.
Φαντάσου τον ισολογισμό τού Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, εάν ξόδεψε 100 τάλαντα πόση αξία έχει το έργο του, κάτι ήξερε ο Ισπανός Ιησουίτης ο οποίος τον πείθει να αφήσει την Ιταλία για την Ισπανία. Ακόμη ίσως να αστειεύεται ο Δημόκριτος με το άγαλμα από ελεφαντόδοντο εκεί ψηλά σαν το δάκτυλο-οβελίσκος να δείχνει τον ουρανό
Δημοσίευση σχολίου