ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


27/5/12

Τεμέτερον

Ο Βυζαντινός Ναός της Ύπατης Σοφίας του Ένσαρκου Λόγου του Θεού, κοινώς Αγιά Σοφιά, στην Κωσταντινούπολη ή ενδεχομένως Ισταμπούλ, με τους τέσσερις μιναρέδες, ορισμένους εκ των οποίων προσέθεσε ο Σινάν, κτήμα ες αει και στοιχείο προβληματισμού για νεαρούς με καταγωγή από όλα τα βιλαέτια και τα μιλαέτια στη μακρινή Λισσαβώνα. «Τεμέτερον» ή αλλότριον;

Τα απογεύματα της Παρασκευής η νεολαία του ινστιτούτου όπου εργάζομαι οργανώνει ένα είδος χαλαρής μπυροποσίας μετά τις έξι. Ενίοτε συμμετέχει και ο πεφωτισμένος διευθυντής μας σε αυτό το κοινωνικό event, και οι εξίσου πεφωτισμένοι ερευνητές ακολουθούν μαζικά και γίνεται μια χαλαρή επιστημονικο-κοινωνική κουβεντούλα. Άλλες φορές βέβαια ο διευθυντής είναι απασχολημένος με άλλα πράγματα, οπότε τότε κατά κανόνα οι ερευνητές πάνε σπίτια τους τρέχοντας και μένει η φοιτητιώσα νεολαία και μερικοί ξέμπαρκοι ποσντόκοι που δεν τους περιμένει η οικογένεια σπίτι (π.χ. κάτι Έλληνες στην αλλοδαπή), να δοκιμάζουν πορτογαλικές ελαφριές μπύρες, φυστίκια αράπικα, δωρεάν τσιπς και ενίοτε χοτ-ντογκ ή άλλες μορφές junk-food.

- Vromiko, λέει ο Οζ, καθώς τσουγκρίζουμε τις μπύρες μας λίγο πριν αρχίσω να μασουλάω το χοτ-ντογκ.

Ρωτάω πού έμαθε τα ελληνικά του. «Στην Ισταμπούλ», λέει, και μετά διορθώνει «Κονσταντινόπλ». Του εξηγώ ότι δεν χρειάζεται διόρθωση καθότι δεν πρόκειται να παρεξηγήσω τη διαφορά στο όνομα της Πόλης, μια και ο άνθρωπος είναι Τούρκος, ο ένας από τους πέντε εν συνόλω τουρκικής καταγωγής φοιτητές που εκπονούν τη διατριβή τους στο ινστιτούτο. Ή μάλλον τέσσερις, καθώς ο πέμπτος είναι τύποις Βούλγαρος, αλλά από την τουρκική μειονότητα της γείτονος. Ρωτάω αν κατάγεται από την «Ισταμπούλ» και μου εξηγεί ότι σπούδασε εκεί, αλλά κατάγεται από την Τραμπζόν (δηλαδή την Τραπεζούντα, αλλά συνεννοούμαστε, είπαμε). Είναι το πολύ εικοσιπέντε χρονών, με άκρως νεανικό στυλάκι, σκουλαρίκια, αλλά και με κάμποσες παράδοξα λευκές τρίχες στα μαλλιά. «Και ξέρεις», λέει, «η γιαγιά μου είναι Πόντια».

Αναρωτιέμαι αν εννοεί ότι είναι, ξέρω γω, Λαζοί. Δείχνει κάπως ενοχλημένος. «Όχι, όχι Λαζοί. Πόντια, ελληνίδα». Εντυπωσιάζομαι κάπως, αλλά μου εξηγεί ότι κατάγεται από μια περιοχή που οι (Έλληνες) Πόντιοι κάτοικοι κάποτε είτε εξισλαμίσθηκαν (βιαίως μάλλον) είτε εξέλιπαν οι άνδρες και οι εναπομείνασες γυναίκες για λόγους επιβίωσης εντάχθηκαν στην τουρκική πλειονότητα. Με διαβεβαιώνει ότι η γιαγιά του μιλούσε ποντιακά και καθόλου σχεδόν τούρκικα, και η μάνα του έμαθε τούρκικα στο σχολείο. Ο ίδιος καταλαβαίνει αρκετά ποντιακά (ρωμέικα τα λένε), αλλά οι ομιλητές τους είναι δυο-τρεις χιλιάδες μόνο. Παίζουμε λίγο με τις λέξεις (με το «chέρι» και το «τεμέτερον»), ρωτάει από πού είμαι εγώ, κι αν στην Ικαρία μιλάμε ελληνικά πιο «αρχαία» από τα ποντιακά.

Από όσο ξέρω και τα ποντιακά από την ελληνιστική κοινή κατάγονται, άρα δε νομίζω να είναι πιο «αρχαία» από τα νέα ελληνικά (χώρια που ακόμα και στα πιο παλιά καριώτικα μπορεί να έχουμε μερικές ιωνικές λέξεις να επιβιώνουν, αλλά δεν τα λες και διάλεκτο, μια χαρά συνεννοούνται όλοι με όλους στη σύγχρονη Ελλάδα παρόλες τις διαφορές). Κουβεντιάζουμε για τα κρητικά και αν είναι ξεχωριστή διάλεκτος ή όχι (κατ’ εμέ καθόλου, εκείνος θεωρεί ότι είναι), για Τουρκοκρητικούς και Καραμανλήδες, για την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λωζάννης που έγινε σε θρησκευτική μάλλον παρά γλωσσική βάση. Με εντυπωσιάζει η γνώση της ιστορίας που έχει, και η υποδειγματικά απροκατάληπτη «ανάγνωση» που κάνει (οι λοιποί Τούρκοι που έχω κουβεντιάσει κατά καιρούς, χωρίς να είναι υποχρεωτικά εθνικιστές είναι πάντως αρκετά «κουμπωμένοι» σε σχέση με αυτά τα θέματα).

Μου λέει κάπως χαμηλόφωνα (ίσως για να μην ακούσει μια Τουρκάλα από το δίπλα τραπέζι, αλλά μπορεί και να υπερβάλλω) ότι η γιαγιά του πριν πεθάνει του είπε ότι τον είχε βαφτίσει κρυφά. Η γιαγιά ήτανε κρυπτοχριστιανή. Απόρησα, καθώς νόμιζα ότι μετά το Χατι-σερίφ και το Χατι-χουμαγιούν δεν υπήρχε λόγος να είναι κανείς κρυφά χριστιανός. Πάντως και περιτομή έχει κάνει, κανονικά. Μου λέει γελώντας ότι είναι μίγμα πολλών θρησκευτικών επιρροών, καθώς και η άλλη του γιαγιά βαστάει από Ντονμέδες. Το πορτογαλικό ακροατήριο απορεί τι είναι αυτό το πράγμα, και τους λέω για τον ψευδο-μεσσία Σαμπετάι Σεβή και την (αναγκαστική, μάλλον) μεταστροφή του στο Ισλάμ. Ο Οζ συμπληρώνει μια απόκρυφη ιστορία με ένα περιστέρι που ο εν λόγω Σαμπετάι έκρυψε στα ρούχα του και μετά λέγοντας «θα είμαι μουσουλμάνος για όσο η ψυχή μου είναι στο σώμα μου» το άφησε να φύγει (οπότε το πτηνό παρίστανε την ψυχή του που έφευγε). Η άλλη γιαγιά προερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, από όπου οι εν λόγω Ντονμέδες έφυγαν για την Τουρκία με την ανταλλαγή.

Μιλάμε λίγο ακόμα για θρησκευτικές πεποιθήσεις στη σύγχρονη Τουρκία (με διαβεβαιώνει ότι παρά την επιρροή του κόμματος του Ερντογάν, τα τζαμιά είναι άδεια γενικώς), για την αρχιτεκτονική του Σινάν στα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν (του λεγόμενου Μεγαλοπρεπούς), που ωστόσο αντέγραφε κατά σύστημα την Αγιά-Σοφιά, για τη μαγειρική των Ελλήνων της Πόλης, για σινεμά και μουσική. Ρωτάω πώς βρέθηκε στη Λισσαβώνα και μου εξηγεί ότι όταν έκανε μάστερ στην Πόλη άκουσε σε μια διάλεξη έναν Έλληνα που έχει ένα εργαστήριο εδώ (και πίνει μπύρες δυο τραπέζια παραδίπλα, παρεμπιπτόντως) και πήγε να του μιλήσει εξασκώντας τα λίγα ελληνικά του, ρωτώντας τον (λόγω χαρακτηριστικού επιθέτου) αν είναι Πόντιος. Δεν ήταν, αλλά κουβέντα στην κουβέντα του είπε για το μεταπτυχιακό-διδακτορικό πρόγραμμα του ινστιτούτου και ο μικρός τσίμπησε και βρέθηκε εδώ να εκπονεί μια διατριβή μεταξύ βιολογίας και κοινωνιολογίας (μη ρωτάτε πώς γίνεται αυτό, τίποτα στη βιολογία δεν έχει νόημα παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης).

Ύστερα με ρωτάει αν ξέρω καμμιά συνταγή για να κάνει “mussel-dolma” και ρωτάω τι ακριβώς εννοεί και επεξηγεί μύδια-ντολμάδες, δηλαδή γεμιστά με ρύζι, και δυσκολεύομαι να τον παρακολουθήσω διότι οι μαγειρικές μου γνώσεις περιορίζονται σε ελάχιστους συνδυασμούς, υδαταναθράκων κυρίως, άντε και κάνα αυγουλάκι, αλλά ο Οζ ρίχνει στο τραπέζι διάφορα προχωρημένα μαγειρικά θέματα που αναπτερώνουν το ενδιαφέρον των Πορτογαλίδων του ακροατηρίου μέχρι που κάποιος έρχεται και τον περιμαζεύει να κουβαλήσουν μερικές μπύρες, κι εγώ συνειδητοποιώ ότι κουβέντα στην κουβέντα έχω ήδη χτυπήσει τέσσερις, χώρια τα ολέθρια πατατάκια συν το χοτ-ντογκ που θα με γεμίσουν χοληστερίνη, οπότε χαιρετιόμαστε με ένα Πορτογαλικό «τε ζα» δηλαδή κάτι σαν «τα λέμε» και πάω τρεκλίζοντας ελαφρώς προς το γραφείο.

Αλλά δε νομίζω να χαθούμε.

6 σχόλια:

karagiozaki είπε...

Ωραία κουβέντα πάντως. :)

abravanel είπε...

Eλληνοεβραιος λοιπον !

kanenas είπε...

@ abravanel: Ο άνθρωπος Τούρκος είπε ότι είναι με καταβολές. Αμέσως να τους κάνουμε όλους Έλληνες! :)

Idom είπε...

Γεια σου Ροβυθέ!
Όλα εν βιολογία εποίησεν!

α) Πσσστ! Μεταξύ μας, μη μας ακόυσει κανείς: εκείνο το "Τούρκοι τής Βουλγαρίας" είναι σωστό ή μήπως έπρεπε να είναι "Μουσουλμάνοι τής Β.";

β) Κοίτα, εγώ ΔΕΝ ξέρω, αλλά έχω μαρτυρίες ότι οι Καριώτες ΟΥΤΕ καν μεταξύ τους δεν καταλαβαίνονται. Ένας φίλος Καριώτης μού έλεγε ότι κάποτε (στην Ικαρία) είχαν φωνάξει τον ηλεκτρολόγο και εκείνος τούς είπε "το πρωί θα έρθω να ξεκινήσω δουλειά".
Ήρθε πράγματι το πρωί, αλλά μετά από δύο χρόνια...

γ) Πότε (μετά από πιο μέγεθος διαφοράς) θεωρείται μία ντοπιολαλιά, διάλεκτος σχέση με την επίσημη γλώσσα;

Εύχομαι στο νέο φιλαράκι σου μακροημέρευση (και να τελειώσει γρήγορα το βιοκοινωνικό διδακτορικό του). Όταν όμως αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο σε ποιον Παράδεισο θα απευθυνθεί; Δικαιούται να το έχει τρίπορτο;

Idom

Αββαδών είπε...

Αυτο που ελεγες για το αν τα Κρητικα ειναι διαλεκτος ή οχι, μαλλον την σημερινη ημέρα έχει σαφή απάντηση (οπως λες κι εσυ, όχι, με βαση και την προσφατη εμπειρία σου απο την Κρητη). Αλλά όταν άκουγα πριν τριάντα χρονια το πατέρα μου στο καφενείο στις διακοπές, πράμα δεν ανέργιαζα.

AEon FluX είπε...

Έλληνας του Πόντου, κρυπτοχριστιανός. Αχ και νά ξερες πόσους τέτοιους έχουμε συναντήσει σε άλλα εργαστήρια βιολογίας, εδώ στην Αμερική. Και όλοι μιλούσαν ποντιακά που είναι αρχαιότερη διάλεκτος από την κοινή, καθώς διατηρούν δυϊκό αριθμό και λέξεις της δωρικής διαλέκτου (καθώς η μητρόπολη των περισσότερων αποικιών του Πόντου ήταν η Σπάρτη).

Τα δέοντα στον Οζ, πες του να μη μασάει σε τίποτα (όπως και δε μασάει), λέει μια γιαγιά βιολόγος που έχει άπειρες συνταγές για μύδια γεμιστά.