Θα μπορούσε να είναι το πηγάδι του Αρτσιμπόλντι, αλλά είναι αυτό που βρίσκεται στη Μονή Μουντέ. Το νερό είναι καλό, πάντως.
Ο Μπένο φον Αρτσιμπόλντι είναι φανταστικό πρόσωπο - ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος 2666 του Χιλιανού συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003). Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα-ποταμό εμφανίζονται διάφοροι ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές, όπως μια πολυεθνική παρέα κριτικών γερμανόφωνης λογοτεχνίας, ένας μαύρος δημοσιογράφος από το Χάρλεμ, ένας απελπισμένος Χιλιανός καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο μιας συνοριακής πόλης του Μεξικού όπου συμβαίνουν κατα σύστημα φόνοι γυναικών, ορισμένοι καλοί και κακοί Μεξικάνοι, Άμερικάνοι, Γερμανοί (αστυνομικοί, φυλακισμένοι και μερικοί διερχόμενοι), ένας Πρώσσος στρατιώτης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που βλέπει το φως το αληθινό στο ημερολόγιο ενός Εβραίου συγγραφέα στη Σοβιετική Ουκρανία και μετατρέπεται από παιδί-φύκι στο βυθό της Βαλτικής στον Μπένο που λέγαμε. Κάποια στιγμή ο διαρκώς αναζητούμενος και εν γένει εξαφανισμένος συγγραφέας φαίνεται να διάγει το βίο του στα ελληνικά νησιά, και στη σελίδα 1100 της ελληνικής έκδοσης τον βρίσκουμε να ασκεί την τέχνη του σε μέρη κάπως γνώριμα:
[...] Το επόμενο χειρόγραφο, ωστόσο, έφτασε από ένα ελληνικό νησί, την Ικαρία, όπου ο Αρτσιμπόλντι είχε νοικιάσει ένα σπιτάκι μέσα σε βραχώδη υψώματα, πίσω από τα οποία υπήρχε η θάλασσα. Ακριβώς σαν το τελικό τοπίο του Σίσυφου, σκέφτηκε ο Μπούμπις, κι έτσι του το είπε σε ένα γράμμα με το οποίο τον πληροφορούσε -όπως έκανε πάντα- για την παραλαβή του κειμένου, την ανάγνωσή του, και όπου του πρότεινε τρεις τρόπους πληρωμής, ώστε ο Αρτσιμπόλντι να επιλέξει όποιον τον βόλευε καλύτερα. [...]
Κλείνω για λίγο το βιβλίο και σκέφτομαι τα βραχώδη υψώματα στην Ικαρία πίσω από τα οποία βρίσκεται η θάλασσα. Μάλλον ο Μπολάνιο δεν είχε βρεθεί ποτέ στην Ικαρία, αλλά είχε στο μυαλό του ένα αρχετυπικό ελληνικό νησί, βραχώδες και ερημικό, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία φυσικά. Σκέφτομαι τον Αρτσιμπόλντι - πανύψηλο, με ξεπλυμένα γκρίζα μάτια, με πλήρη άγνοια της ελληνικής γλώσσας - να περιφέρεται στην πατρογονική μου νήσο. Υποψιάζομαι το σπίτι του θα ήταν στα δυτικά ή στα νότια, εκεί που αφθονούν περισσότερο τα βραχώδη υψώματα. Πότε θα είχε έρθει αν υπήρχε στ' αλήθεια; Αν κρίνω από τα συμφραζόμενα του μυθιστορήματος, πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ίσως κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '80. Θα πρέπει να είχαμε διασταυρωθεί κάποτε και σίγουρα δεν θα περνούσε απαρατήρητος, ένας πανύψηλος ξένος σε έναν τόσο μικρό τόπο. Θα ερχόταν ίσως στον Εύδηλο για το καράβι ή για ψώνια, θα καθόταν σε κάποιο από τα τραπεζάκια στον Αυγά ενώ εμείς δίπλα θα παίζαμε το αιώνιο τάβλι μας. Στα μυθιστορήματά του εκείνης της εποχής ίσως αντηχούσε ο ήχος από τα πούλια και τα ζάρια μας.
[...] Το μυθιστόρημα που έστειλε στον Μπούμπις από την Ικαρία είχε τίτλο Η τυφλή. Όπως θα περίμενε κανείς, το μυθιστόρημα μιλούσε για μια τυφλή που δεν ήξερε ότι ήταν τυφλή και για κάποιους ανοιχτομάτηδες ντετέκτιβ που δεν ήξεραν ότι ήταν ανοιχτομάτηδες. [...]
Άραγε θα ζούσε μοναχικά ή θα είχε κι αυτός τις παρέες του; Οι ξένοι σε έναν τόπο συχνά τακιμιάζουν μεταξύ τους, όπως μου έχει δείξει η δική μου πρόσφατη εμπειρία. Όσο και μονήρης να ήταν, ο Αρτσιμπόλντι θα είχε ανταλλάξει κάποιες κουβέντες με τους άλλους ξένους της εποχής εκείνης, ίσως με τον Μπερνάρ που ήταν αν θυμάμαι καλά από το Λουξεμβούργο, με τους Γάλλους στον Κάμπο ή με την Ολλανδέζα που ερχόταν με την κόρη της και έμεναν για μήνες (η μικρή Ολλανδέζα είχε στοιχειώσει τα όνειρα αρκετών από την τοπική νεολαία). Ίσως να είχε γνωρίσει τον άλλο Γερμανό, το Ράινερ, που ζούσε μόνος του και μετά από λίγα χρόνια πέθανε και τον έθαψαν σε έναν απέριττο τάφο στο Φύτεμα. Ίσως και την Ελβετίδα που ζει ακόμα στις Ράχες, αν και εκείνη μάλλον εγκαταστάθηκε κάποια χρόνια αργότερα. Ίσως να είχε και Έλληνες φίλους, Καριώτες, από αυτούς που κυκλοφορούν ακόμα γύρω μας. Θα τον ήξεραν οι μανάβηδες που έφερναν τα κηπευτικά με τα γαϊδούρια ή οι βοσκοί από όπου θα έπαιρνε γάλα και καθούρες. Εκείνη την εποχή θα έγραφε ακόμα στη γραφομηχανή που του χάρισε ο Μπούμπις, ή ίσως σε χειρόγραφα. Τον σκέφτομαι να παραγγέλνει ελληνικό καφέ ή ούζο με μεζέ, και να απλώνει τα χαρτιά του, γεμίζοντας σελίδες σημειώσεων που μετά θα δακτυλογραφούσε στο σπίτι στα βραχώδη υψώματα. Θα έστελνε τα δακτυλόγραφα στον Μπούμπις από το ταχυδρομείο που τότε ήταν εκεί που είναι της Κολοκασούς το καφενείο, «τα Κύμματα». Αλλά πάλι μπορεί και να είχε ταχυδρομείο στις Ράχες και να πήγαινε εκεί, ποιος ξέρει. Ή στον Άγιο.
[...] Στην Ικαρία έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά πήγε στην Αμοργό. Μετά στη Σαντορίνη. Μετά στη Σίφνο, στη Σύρο και στη Μύκονο. Μετά έμεινε σ' ένα πάρα πολύ μικρό νησάκι που ο ίδιος το ονόμαζε Εκατόμβη ή Σουπερεγώ, κοντά στη Νάξο, όμως στη Νάξο δεν έζησε ποτέ. Μετά έφυγε από τα νησιά και επέστρεψε στην ηπειρωτική χώρα. Την εποχή εκείνη έτρωγε σταφύλια και ελιές, μεγάλες ξερές ελιές που είχαν γεύση και υφή που έμοιαζε με σβώλους από χώμα. Έτρωγε άσπρο τυρί και ώριμο κατσικίσιο τυρί που το πουλούσαν τυλιγμένο σε αμπελόφυλλα και η μυρωδιά του μπορεί να έφτανε σε ακτίνα τριακοσίων μέτρων ολόγυρα. Έτρωγε μαύρο ψωμί, πάρα πολύ σκληρό που έπρεπε να το μαλακώνει με κρασί. Έτρωγε ψάρια και ντομάτες. Σύκα. Νερό. Το νερό το έβγαζε από ένα πηγάδι. Είχε έναν κουβά κι ένα μπιτόνι σαν αυτά του στρατού, και το γέμιζε με νερό. Κολυμπούσε, όμως το αγόρι φύκι είχε πεθάνει πια. Παρ' όλα αυτά κολυμπούσε καλά. Μερικές φορές καταδυόταν. Άλλοτε έμενε μόνος του, καθόταν στις πλαγιές ανάμεσα σε χαμηλούς θάμνους ώσπου νύχτωνε ή ώσπου ξημέρωνε. Έλεγε ότι σκεφτόταν, όμως στην πραγματικότητα δεν σκεφτόταν τίποτα. [...]
Σκέφτομαι χαμογελώντας ότι ο Μπολάνιο μάλλον δεν είχε πατήσει ποτέ ούτε στα άλλα νησιά, καθώς μια διαδρομή που ξεκινάει από την Ικαρία και μετά πιάνει Αμοργό (κάτι πάει κι έρχεται) και καπάκι Σαντορίνη (άσχετο κάπως), Σίφνο (καλάαα...), Σύρο (μα στην πόλη μέσα;) και εν τέλει Μύκονο (βρόντα και κατέβαινε, που λένε) είναι μεν κυκλική σχεδόν στο χάρτη αλλά υπερβολικά τεθλασμένη από πνευματική ή πολιτισμική σκοπιά ακόμα και για μυθιστορηματικούς ήρωες. Να μην πω τίποτα για Εκατόμβες (πιθανώς κάποια από τις Μικρές Κυκλάδες που ο Μπολάνιο πιθανώς χάζευε στο χάρτη, καθώς έκανε ένα νοητό κύκλο στα νησιά που πιθανώς θα ήθελε ο ίδιος να επισκεφτεί αλλά δεν πρόλαβε (ήταν άρρωστος βαριά καθώς έγραφε αυτά τα κεφάλαια του βιβλίου του) οπότε έστειλε τον ήρωά του να τα επισκεφτεί αντ' αυτού. Χώρια που όση κοπανιστή Μυκόνου και να δοκιμάσεις, κατσικίσιο τυρί που να το μυρίζεις από τριακόσια μέτρα είναι κάπως υπερβολικό, ακόμα και στην ηπειρωτική χώρα. Αλλά πάλι δεν έχει τόση σημασία. Πιο πολύ έχει σημασία ότι ζούσε μια ζωή απλότητας. Κρασοψυχιά. Σύκα. Νερό. Καθόταν στις πλαγιές. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Ή μάλλον έλεγε ότι σκεφτόταν, όμως στην πραγματικότητα δεν σκεφτόταν τίποτα.
Τώρα τελευταία μου έχει μπει η ιδέα να αφήσω την επιστήμη (πριν αρχίσει να μ' αφήνει εκείνη έτσι κι αλλιώς) και να περάσω ένα διάστημα στην Ικαρία, χωρίς κόσμο και ίντερνετ, να μη σκέφτομαι τίποτα. Δεν ξέρω για πόσο, μπορεί για σαράντα μέρες, μπορεί για σαράντα χρόνια· θα δείξει. Αλλά πάλι, ο κόσμος είναι μεγάλος, μην ξεχνιόμαστε.
Τελευταία φορά ο Αρτσιμπόλντι εθεάθη κάπου στην Πόλη του Μεξικού, από όπου θα έπαιρνε το αεροπλάνο για τη Σονόρα.
Σ.Σ. Τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα προέρχονται φυσικά από το βιβλίο 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο που κυκλοφορεί σε μετάφρση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου από τις εκδόσεις Άγρα. Την ανακάλυψη του βιβλίου (που φυσικά καμμία άλλη σχέση με Ικαρία δεν έχει) τη χρωστάω στον Άκη, που αν και βρίσκεται στην αλλοδαπή πιο πολύ καιρό από μένα διατηρεί μια επαφή με τα εκδοτικά πράγματα της Ελλάδας που εγώ την έχω χάσει προ πολλού.
21/4/12
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
απολαυστικό κείμενο.
να αφήσεις την επιστήμη???
και μετά τι?
σπίτι με κήπο στο νησί, γάμος, παιδιά και τάβλι στον ήλιο με ουζομεζέ τις Κυριακές τα πρωινά?
δεν ακούγεται και άσχημα ;)
Χμμ...
Για αυτό λέγαν οι πρεσβύτεροι, "κοίτα, ως τα 44, να είσαι τουλάχιστον επίκουρος καθηγητής ή ερευνητής Γ, αλλιώς θα σε φάει η υπαρξιακή κρίση τής μέσης ηλικίας".
Από την άλλη πάλι, ίσως καλύτερα να είσαι ελεύθερος από σωσίβια στα 44, για να μπορείς να διακρίνεις ευκολότερα που πηγαίνεις και που θες να πας.
Εγώ για να συνεισφέρω παραθέτω το ποίημα τού Νίκου Καββαδία...
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
– Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.
Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, Κέδρος 1982
(πρώτη έκδοση, Περιοδικό «Ο Κύκλος» 1933)
(Και για την δακτυλογράφηση, Ν. Σαραντάκος)
Idom
Kαλά κουβάλησες με την αφήγηση, τον φανταστικό Αρτσιμπάλντι στο νησί, σαν ολόκληρο διήγημα ικανό να επιγραφεί σαν Γκάτσου/Αμοργός φημισμένη Ικαρία.
"μια τυφλή που δεν ήξερε ότι ήταν τυφλή με κάποιους ανοιχτομάτηδες που δεν ήξεραν ότι ήταν ανοιχτομάτηδες"
Απίθανος συνδυασμός
Δημοσίευση σχολίου